Σεπτεμβρίου 2010



Αγαπητό ημερολόγιο,

έχουν περάσει 74 μέρες από τότε που ξεκίνησα να σου γράφω. 74 μέρες. Είναι ένα σεβαστό χρονικό διάστημα, στο οποίο πολλά μπορούν να συμβούν. Σε 74 μέρες, π.χ., μπορεί να αποφασίσουν οι εξωγήινοι να επιτεθούν στη Γη, από ζήλια επειδή ο δικός τους πλανήτης δεν έχει ούτε καυσαέρια, ούτε μόλυνση, ούτε τρύπα του όζοντος, ούτε καν λίγο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Μπορεί να ξεκινήσει ένας πόλεμος, ή να τελειώσει ένας πόλεμος. Μπορεί να καταστραφεί μια ολόκληρη χώρα, ή/και να δημιουργηθεί μια καινούργια. Το μόνο που σίγουρα δεν μπορεί να γίνει, είναι να βελτιωθεί το επίπεδο της ελληνικής τηλεόρασης, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία.

Τι άλλαξε στη ζωή μου, λοιπόν, τις τελευταίες 74 μέρες; Τ ί π ο τ α. Τίποτα απολύτως. Αν ξύπναγα αύριο το πρωί και ήμουν ξανά στον περασμένο Ιούλιο, δε θα καταλάβαινα τη διαφορά. Ακόμα και την ίδια γαμημένη ζέστη κάνει. Λεφτά δεν έχω, δουλειά δεν έχω, νεύρα έχω, όλα είναι όπως τα άφησε ο Ιούνιος, που του τα άφησε ο Μάιος, που τα βρήκε από τον Απρίλιο, που τα κληρονόμησε από τον Μάρτιο, και ούτε που θυμάμαι μέχρι πού φτάνει αυτή η αλυσίδα. Και ούτε που ξέρω πόσους κρίκους αντέχει ακόμα.

Ειλικρινά, η ζωή μου είναι τόσο τέλεια μίζερη, που το μόνο που μπορώ να κάνω για να επιβιώσω, είναι να αυτοσαρκάζομαι. Ξέρεις, είναι αυτό το συναίσθημα που έχεις όταν ξυπνάς αξημέρωτα, έξω βρέχει, στο ραδιόφωνο παίζει μελαγχολικά τραγούδια, και όλα μαζί μοιάζουν σαν να συμπληρώνουν ένα τέλειο παζλ μαυρίλας, τόσο τέλειο, που δεν μπορείς να μη χαμογελάσεις, θαυμάζοντας τη μαεστρία με την οποία έχει σχηματιστεί γύρω σου το σκηνικό της απόλυτης μελαγχολίας, περιμένοντας εσένα να ανέβεις στη σκηνή και να παίξεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Σκεφτόμουν αυτά τα συντρίμμια που είναι η ζωή μου σε αυτή τη φάση. Τι μου ανήκει σε αυτή τη ζωή; Μου ανήκει ένα αυτοκίνητο, στραπατσαρισμένο από ένα τρακάρισμα πριν δύο χρόνια, στο οποίο οποιοσδήποτε αξιοπρεπής άνθρωπος θα ντρεπόταν να μπει, ακόμα και νεκρός. Μου ανήκει ένα λιλιπούτειο netbook, το πρώτο πράγμα που αγόρασα όταν πήρα στα χέρια μου τον πρώτο μου μισθό από το βιβλιοπωλείο, πέρσι. Μου ανήκει ένα δωμάτιο πανικού – έτσι λέω το δωμάτιό μου, γιατί πάντα εκεί μέσα γίνεται ένας πανικός από πεταμένα ρούχα, κόμικς, βιβλία, DVD, κουτάκια αναψυκτικών, καλώδια και οτιδήποτε άλλο βαριέμαι να τοποθετήσω στη θέση του αφού το χρησιμοποιήσω. Μου ανήκει ένα κινητό, χωρίς touch screen και άλλες πολυτέλειες, κι αυτό με κάρτα, σαν τα 12χρονα. Ναι, αυτά είναι όλα. Αν πούλαγα όλα μου τα υπάρχοντα αυτή τη στιγμή, με τα έσοδά μου δεν θα μπορούσα να αγοράσω ούτε το νέο Pro. Βέβαια, θα μπορούσα και να πουλήσω το ένα νεφρό μου (ο έχων τα δύο νεφρά του να δίνει το ένα δεν έλεγε ο Χριστός;), αλλά λέω να το κρατήσω για την ώρα. Μπορεί στο μέλλον να πιάσω καλύτερες τιμές.

Ξέρεις, καμιά φορά αναρωτιέμαι αν με αυτά που τραβάω πληρώνω κάποιες αμαρτίες από το παρελθόν μου. Και ναι, η αλήθεια είναι πως ήμουν κωλόπαιδο μικρός, αλλά τόσο πολύ; Εντάξει, μου άρεσε να βασανίζω τα μυρμήγκια στον κήπο, κλείνοντάς τα αεροστεγώς μέσα σε διάφανα πλαστικά ποτήρια, για να τα παρακολουθώ να αργοπεθαίνουν από ασφυξία. Το έχω μετανιώσει, ήμουν μικρός και (όχι ιδιαίτερα) αθώος, όλοι λίγο-πολύ έχουμε κάνει κάτι παρόμοιο, δε δικαιολογεί τέτοια εκδίκηση. Και ναι, εκείνη τη φορά που ένα ζευγάρι περιστέρια είχε φτιάξει τη φωλιά του σε μια γλάστρα στο μπαλκόνι μας, και το θηλυκό είχε κάνει δύο αυγά, παραδέχομαι ότι εγώ ήμουν αυτός που έσπασε τα αυγά – αλλά δεν το έκανα από κακία. Απλά πίστευα ότι μέσα από το αυγό θα έβγαινε ένα τοσοδούλικο περιστεράκι (και όχι ένας κρόκος), και δεν μπορούσα να περιμένω μέχρι να εκκολαφθεί από το αυγό για να δω πώς θα έμοιαζε. Ήμουν αφελής, ήμουν φονιάς, αλλά ούτε αυτό δικαιολογεί τέτοια εκδίκηση (αν και οπωσδήποτε εξηγεί γιατί τα περιστέρια με κουτσουλάνε κάθε τόσο – προφανώς, αυτή η ιστορία μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και είμαι κάτι σαν Λεξ Λούθορ των περιστεριών). Τότε τι αμαρτίες πληρώνω;

Άσε που αρχίζω να ανησυχώ και για την ψυχική μου υγεία. Φοβάμαι ότι θα καταλήξω μισότρελος, να τριγυρίζω άσκοπα στους δρόμους σαν κάτι περίεργους που κυκλοφορούν εδώ και χρόνια στην περιοχή που μένω. Για παράδειγμα, είναι ένας παππούς που κάθε απόγευμα περπατάει την ίδια διαδρομή, καπνίζοντας ασταμάτητα, περπατώντας με ταχύτητα ανάπηρου σαλιγκαριού, κοιτώντας μονίμως κάτω και φωνάζοντας πού και πού ακατάληπτες βρισιές. Και είναι και η άλλη, μια μεγάλη γυναίκα που περπατάει όλη μέρα στους δρόμους, τρώγοντας φυστίκια, χαμογελώντας συνέχεια και βγάζοντας κάθε τόσο ακατάληπτες κραυγές. (μάλιστα, τις προάλλες που την πέτυχα σε ένα ψιλικατζίδικο, με άγγιξε σφιχτά στον ώμο, σαν να με ήξερε. Της χαμογέλασα, μην ξέροντας πώς αλλιώς να αντιδράσω σε μια τέτοια περίπτωση, πλήρωσα και έφυγα. Μου φάνηκε ανορθόδοξα υπέροχο.) Και προχθές μου έλεγε ο φίλος μου ο Δ. ότι εδώ γύρω υπάρχει και ένας άλλος περίεργος τύπος, ο οποίος τα καλοκαίρια πηγαίνει στο συντριβάνι της πλατείας, βγάζει τα ρούχα του, μένει με το μαγιό και κολυμπάει κανονικά μέσα στο συντριβάνι. Όπως καταλαβαίνεις, η τρέλα δεν είναι είδος υπό εξαφάνιση στη γειτονιά μου, και φοβάμαι ότι το κλίμα την ευνοεί. Να δεις που κάποια στιγμή, όπως λέει το τραγούδι, θα σιχαθώ αυτόν τον κόσμο και θα φτιάξω τον δικό μου. Όχι πως αυτό ακούγεται και τόσο άσχημο σαν ιδέα, δηλαδή.

Και τώρα θα σε αφήσω και θα πέσω να ξαπλώσω, μπας και θυμηθώ κανένα άλλο έγκλημα που έκανα μικρός και το πληρώνω τώρα. Καληνύχτα, και να θυμάσαι: Στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος, και στη χώρα των τυφλοποντίκων βασιλεύει το χάμστερ.


Αγαπητό ημερολόγιο,

αν υπάρχει ένα πράγμα στο οποίο μπορείς να βασίζεσαι σε αυτόν τον κόσμο, κάτι που να μπορείς ανά πάσα στιγμή να είσαι απολύτως σίγουρος ότι δεν θα σε απογοητεύσει ποτέ, αυτό είναι ο Νόμος του Μέρφι. Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει, τέλος. Και ακόμα και αν κάτι πάει καλά, θα είναι μόνο και μόνο για να σε οδηγήσει σε έναν ακόμα πιο στραβό δρόμο. Αναρωτιέμαι αν τα πράγματα στον κόσμο ήταν καλύτερα ή χειρότερα πριν ψηφιστεί ο Νόμος του Μέρφι. Και να μία από τις χιλιάδες εφαρμογές του Νόμου του Μέρφι: Τα καλά, ευτυχισμένα όνειρα δεν τα θυμάσαι ποτέ. Αντίθετα, τους εφιάλτες σου τους θυμάσαι για όλη σου τη ζωή. Έτσι δεν είναι;

Η αλήθεια είναι ότι στη ζωή μου δεν έχω δει πολλούς εφιάλτες (και αυτό είναι πολύ περίεργο, γιατί πριν κοιμηθώ συνήθως τρώω τον αγλέορα). Μετρημένοι στα δάχτυλα είναι: Ένας στα 15 μου, που είχα δει ότι πέθανε συγγενικό μου πρόσωπο από ηλεκτροπληξία (ευτυχώς, δε ήταν προφητικό), ένας άλλος στα 5 μου, ο πρώτος μου εφιάλτης, στον οποίο εισέβαλλαν οι εξωγήινοι στο σπίτι μου κι εγώ έτρεχα να κρυφτώ (αν ξανάβλεπα σήμερα αυτό το όνειρο, θα το θεωρούσα cult κωμωδία επιστημονικής φαντασίας – οι «εξωγήινοι» ήταν κάτι λούτρινα κουκλάκια με παρδαλά χρώματα. Αλλά τότε είχα τρομοκρατηθεί), και ένας ακόμα στα 17 μου, όπου με κυνηγούσαν κάτι μυστήριοι τύποι μπροστά από το φροντιστήριό μου και τελικά με έπιαναν και με στραγγάλιζαν (εκείνο το βράδυ είχα απίστευτο άγχος, επειδή νόμιζα ότι θα γινόμουν μπαμπάς – αλλά αυτή είναι μια άλλη, μεγάλη και χαζή ιστορία). Και ένας ακόμα χθες.

Χθες, λοιπόν, στον τέταρτο μόλις εφιάλτη της ζωής μου, είδα έναν γιγαντιαίο πίνακα σε έναν κατακόκκινο τοίχο, ο οποίος απεικόνιζε μια τρομακτική σκηνή, που δεν τη θυμάμαι, αλλά είμαι βέβαιος ότι ήταν βγαλμένη από κάποιον πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο πίνακας ζωντάνεψε και άρχισαν να βγαίνουν από μέσα οι τρομακτικές μορφές του, οι οποίες μία-μία περνούσαν από πάνω μου και μου έφτυναν νερό κατάμουτρα. Το τελευταίο στιγμιότυπο που θυμάμαι πριν ξυπνήσω έντρομος, είναι ο Μάικλ Τζάκσον-ζόμπι, με τα ρούχα που φόραγε στο βιντεοκλίπ του Thriller, να φτύνει νερό πάνω μου. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό το όνειρο, και δεν ξέρω και σε ποιο λήμμα να κοιτάξω στον ονειροκρίτη. Να δω στο «πίνακας ζωγραφικής»; Στο «νερό»; Στο «ροχάλα»; Στο «Μάικλ Τζάκσον»; Δεν ξέρω. Με την απορία θα μείνω.

Πέρα από τα όνειρα, βέβαια, υπάρχει και ο κόσμος της πραγματικότητας. Και αυτός είναι γεμάτος εφιάλτες. Στον πραγματικό κόσμο, πρέπει να κάνεις ακριβώς το αντίθετο από αυτό που συμβαίνει με τα όνειρα: Πρέπει να ξεχνάς τους εφιάλτες, και να θυμάσαι πάντα τα καλά σου όνειρα, αυτά που σου δίνουν κίνητρο και διάθεση να προχωρήσεις και να πετύχεις στη ζωή σου. Όσο δύσκολο κι αν είναι, πρέπει να το κάνεις. Ακόμα κι αν ο αντίπαλος που έχεις μπροστά σου είναι ο εφιάλτης της ανεργίας.

(ναι, το καταλαβαίνω ότι βαριέσαι όταν αρχίζω τις φιλοσοφίες, αλλά πρέπει κι εσύ, αγαπητό μου ημερολόγιο, να καταλάβεις ότι δεν ξεκίνησα ημερολόγιο για να γράφω τα ανέκδοτα που ακούω για να μην τα ξεχνάω, αλλά για να έχω κάπου να λέω τον πόνο μου. Πες ότι είσαι ο ώμος που χρειάζομαι για να κλάψω. Γι’αυτό σκάσε και γύρνα απ’την άλλη.)

Στο μεταξύ, τις τελευταίες μέρες έχουν τσακωθεί άσχημα οι δύο καλύτερές μου φίλες. Για ποιον λόγο; Για τον κλασικό λόγο που τσακώνονται μεταξύ τους οι γυναίκες: Για έναν γκόμενο. Το να μπαίνεις στη μέση και να παριστάνεις τον διαιτητή σε «μονομαχίες» μεταξύ γυναικών μπορεί να είναι πολύ επικίνδυνο σπορ. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα videogame που έπαιζα παλιά, το οποίο είχε πιάσει το νόημα: Σε κάποια φάση, τσακωνόταν άσχημα η μάνα σου με τη γυναίκα σου, και εσύ είχες τρεις επιλογές. Μπορούσες να υποστηρίξεις τη μάνα σου, να υποστηρίξεις τη γυναίκα σου, ή να μην υποστηρίξεις καμία από τις δύο. Αν υποστήριζες τη μάνα σου, εξαγριωνόταν η γυναίκα σου. Αν υποστήριζες τη γυναίκα σου, εξαγριωνόταν η μάνα σου. Και αν δεν υποστήριζες καμία από τις δύο, εξαγριώνονταν και οι δύο μαζί σου. Παραδόξως, αν και ήξερα τι θα συνέβαινε στο τέλος, πάντα επέλεγα να μην υποστηρίξω καμία από τις δύο. Και αυτό ακριβώς έκανα και σε αυτήν την περίπτωση. Ας πούμε ότι το παίζω Ελβετία: Ουδέτερος και αδιάφορος, αν και πολύ πιο φτωχός.

Γενικά, τα στερεότυπα δε μου αρέσουν – ή μάλλον μου αρέσουν, γιατί πολλές φορές έχουν πλάκα, αλλά δεν τα ενστερνίζομαι. Ωστόσο, το στερεότυπο που λέει ότι δεν υπάρχει γυναικεία φιλία φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Εντάξει, δε λέω ότι και οι άνδρες δεν τσακώνονται μεταξύ τους για μία γυναίκα (καμιά φορά σκοτώνονται κιόλας), αλλά έχω αυτήν την αίσθηση ότι στις γυναίκες συμβαίνει πιο συχνά. Γενετική προδιάθεση; Παράπλευρη απώλεια λόγω του προπατορικού αμαρτήματος; Σκέτη βλακεία; Κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα. Πάντως, εγώ για να τσακωθώ με άνθρωπο πρέπει να μου κάνει κάτι πολύ χοντρό, π.χ. να μου σπάσει το router, ή να μου σκίσει κανένα τεύχος του ΚΟΜΙΞ, ή να μου αποσπάσει την προσοχή και να φάω γκολ στο Pro, ή να μου δώσει να φάω κάτι που περιέχει κρυμμένη ντομάτα, ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων. Όχι για μια γκόμενα.

Και τώρα θα σε αφήσω, αγαπητό μου ημερολόγιο, γιατί είναι καιρός να απλώσω κι εγώ το κουρασμένο (από τι, άραγε;) κορμί μου στο κρεβάτι. Καληνύχτα, και να θυμάσαι: Τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται. Βέβαια, και τα μικρά και ασήμαντα πνεύματα συναντώνται, και μάλιστα συσπειρώνονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τα μεγάλα, αλλά δεν ακούμε και πολύ συχνά γι’αυτό.


Αγαπητό ημερολόγιο,

όταν ξεκίνησα να σου γράφω τις σκέψεις μου, ήμουν απλώς ένας νέος, άνεργος, ελαφρώς απελπισμένος άνθρωπος. Σήμερα, 69 μόλις μέρες αργότερα, μπορώ να πω ότι έχω μεταμορφωθεί σε έναν νέο, άνεργο, εντελώς απελπισμένο άνθρωπο. Δεν λέω ότι φταις εσύ γι’αυτό, αλλά το timing είναι ύποπτο. Ή εσύ φταις, ή η οικονομική κρίση.

Με έχει πιάσει μια μελαγχολία, από αυτές τις μελαγχολίες που συνοδεύονται από λυρικές εξάρσεις, πολύωρη ταβανοσκόπηση, επαναπροσδιορισμό του ποιος είμαι και τι κάνω σε αυτήν τη ζωή και αμέτρητα υπαρξιακά ερωτήματα, του τύπου «άραγε στον Παράδεισο έχουν PlayStation ή τη βγάζουν όλη μέρα παίζοντας άρπα και ψέλνοντας ύμνους;». Αυτές τις μέρες, το soundtrack της ζωής μου αποτελείται από την «Σιωπή» των Ξύλινων Σπαθιών σε λούπα, επί 24ώρου βάσεως. Όχι πως αυτό είναι απαραιτήτως κακό, βέβαια, αλλά δεν είναι και πολύ ευεργετικό για την κοινωνική μου ζωή. Γιατί ποιος θέλει να κάνει παρέα με κάποιον που μοιάζει με ακούρευτο emo; Εγώ, πάντως, δε θα’θελα.

Απλά, ξέρεις, είναι αυτές οι σκέψεις που περνάνε από το μυαλό μου. Αν σκεφτείς πόσους Χριστούς έχει σταυρώσει αυτός ο κόσμος, πόσους Βαραββάδες έχουμε αφήσει να κυκλοφορούν ελεύθεροι ανάμεσά μας, πόσοι Ιούδες μας έχουν προδώσει για μια χούφτα λεφτά, πόσοι Πόντιοι Πιλάτοι «σφυρίζουν αδιάφορα» μπροστά στην αδικία, πόσοι διπρόσωποι Πέτροι μας έχουν ξεγελάσει, λέγοντας άλλα μπροστά μας και άλλα πίσω από την πλάτη μας, ξαφνικά η Βίβλος αρχίζει να μοιάζει με βιβλίο ιστορίας. Έτσι είναι οι κοινωνίες μας, γεμάτες από τέτοιες περιπτώσεις. Βέβαια, αν υπολογίσεις τα θαύματα, τις αναστάσεις, τις μεταμορφώσεις, τις επιφοιτήσεις, τις καιόμενες βάτους και όλα αυτά τα στοιχεία που θα βρεις και σε οποιοδήποτε βιβλίο του Χάρι Πότερ, επιστρέφεις στην αρχική εκτίμηση ότι η Βίβλος είναι ένα παραμύθι που διαβάζεται ευχάριστα από μικρούς και μεγάλους, και περιέχει τόσες αλήθειες όσες και η Κοκκινοσκουφίτσα. Και καθησυχάζεις τον εαυτό σου, αφού ούτε σήμερα σε έπεισε ο Άνθιμος ότι η γη είναι επίπεδη και τα άστρα στον ουρανό είναι οι αντανακλάσεις από τα φωτοστέφανα των αγγέλων.

Πάλι καλά που, μέσα σε αυτό το σκηνικό της μιζέριας, θα υπάρχουν πάντα πρίγκηπες πρόθυμοι να καβαλήσουν το άσπρο τους άλογο και να βγάλουν από μέσα σου τον καλό σου εαυτό, που περιμένει υπομονετικά κλειδωμένος σε ένα σκοτεινό και ανήλιαγο μπουντρούμι του μυαλού σου, μετά από το πραξικόπημα του κακού σου εαυτού, τη στιγμή που ο πρίγκηπας θα του κάνει ξελευθερία για να επιστρέψει δριμύτερος στον θρόνο του. Σήμερα, αυτόν τον ρόλο ανέλαβε ο φίλος μου ο Σ., με τον οποίο βγήκαμε για καφέ μετά από κι εγώ δεν ξέρω πόσο καιρό. Α, θυμήθηκα: Την τελευταία φορά που είχαμε βγει μαζί, είχαμε πάει σε μια καφετέρια (που έχει κλείσει εδώ και μήνες) για να δούμε τη Eurovision του 2009. Μη νομίζεις, εγώ τον είχα σύρει με το ζόρι, αυτός ακούει heavy metal.

Όπως είναι λογικό, ο Σ. είχε πολλά νέα να μου πει. Ένα από αυτά είναι ότι την άλλη βδομάδα φεύγει. Όχι, δεν πάει στα καράβια. Πάει στην Αγγλία. Ναι, κι αυτός. Έτσι όπως το κόβω, σε λίγους μήνες θα έχω περισσότερους γνωστούς στην Αγγλία, παρά στην Ελλάδα. Φεύγει από την Ελλάδα και πάει για Master σε μια αγγλική πόλη την οποία δε θυμάμαι τώρα πώς μου την είπε, αλλά είμαι σίγουρος ότι η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται στην τρίτη ή στην τέταρτη κατηγορία της Αγγλίας. Και αναρωτιέμαι: Εγώ τι κάνω ακόμα εδώ πέρα; Μήπως το σύμπαν μού στέλνει ένα μήνυμα κι εγώ έχω το κινητό μου στο αθόρυβο και δεν το ακούω; Ή μήπως πρέπει να μείνω στην Ελλάδα, να την στηρίξω σε αυτές τις δύσκολες στιγμές που περνάει, να τη βοηθήσω να ορθοποδήσει, αυτή τη χώρα που τόσα μου έχει προσφέρει όλα αυτά τα χρόνια;

(πιστεύω ότι καταλαβαίνεις πως το ερώτημα είναι ρητορικό και η ειρωνεία ξεχειλίζει κι από τ’αυτιά μου)

Και μέσα σ’όλα αυτά, έχω και τον Vam, που μου δίνει «πάσα» ένα blogοπαίχνιδο και μου ζητάει να απαριθμήσω τα 10 αγαπημένα μου «οτιδήποτε». Θα του έλεγα «όχι ρε, έχω πιο σοβαρά πράγματα να κάνω από το να ασχολούμαι με blogoπαίχνιδα», αλλά υπάρχουν δύο προβλήματα: Πρώτον, ΔΕΝ έχω πιο σοβαρά πράγματα να κάνω. Και δεύτερον, ο Vam είναι γαμώ τα παιδιά και δεν του χαλάω χατίρι. Έτσι, θα του αποκαλύψω τις 10 αγαπημένες μου φωτογραφίες που έχω τραβήξει στους δρόμους της Αθήνας. Το πρόβλημα είναι ότι όλες οι φωτογραφίες μου είναι σαν παιδιά μου, και είμαι και σούπερ-πολύτεκνος (γύρω στις 350 είναι, ζωή να’χουν). Πώς να διαλέξεις μόνο δέκα, χωρίς να παρεξηγηθούν όλες οι άλλες; Θα το κάνω, όμως. Να, αυτές τις δέκα θα του βάλω:

10.

(αυτό το βρήκα στην Αγία Παρασκευή. Και είναι τόσο, μα τόσο, αληθινό. Πάντως, για την ώρα δεν πιστεύω το ίδιο και για το Twitter.)

9.

(αυτή είναι από το Γκάζι, πριν από αρκετά χρόνια – εξ ου και η πολύ χαμηλή ανάλυση, την είχα βγάλει με ένα παλιό κινητό. Κάθε Αύγουστο την κοιτάω και χαμογελάω σαρδόνια.)

8.

(άλλη μια αγαπημένη φωτογραφία από το κέντρο της Αθήνας, στην Αιόλου. Γιατί ακόμα και ένας μετρητής της ΔΕΗ μπορεί να μετατραπεί σε αντικείμενο καλλιτεχνικής αξίας.)

7.

(αυτό το βρήκα στου Γκύζη. Ανέβηκα μια τεράστια ανηφόρα για να το φωτογραφίσω, αλλά χαλάλι του. Εδώ και έναν χρόνο αποτελεί το background στην αρχική οθόνη του κινητού μου.)

6.

(λόφος του Στρέφη, λίγο πριν μου επιτεθεί ένα μαλακισμένο σκυλί στο πάρκο. Τουλάχιστον, βγήκε κάτι καλό εκείνη τη μέρα.)

5.

(Πετράλωνα, κοντά στις γραμμές του τρένου. Μια μορφή τρομοκρατίας που καμία κυβέρνηση δεν θα καταφέρει ποτέ να διαλύσει.)

4.

(αν και έχω μια μανία με τη σωστή ορθογραφία, αυτό το γκραφίτι στα Εξάρχεια είναι από τα πολύ αγαπημένα μου, γιατί βγάζει γέλιο. Δεν είναι απλά αστείο: Βγάζει γέλιο.)

3.

(το καλύτερο stencil που έχω φωτογραφίσει, σε ένα πάρκο στο Παγκράτι. Απίστευτα εύστοχο πολιτικό σχόλιο, και ίσως το πιο επιτυχημένο λογοπαίγνιο όλων των εποχών.)

2.

(The next top communist model. Τραβηγμένο στο Χαλάνδρι, μέσα από το αυτοκίνητό μου. Επικό και ανεπανάληπτο.)

1.

(νομίζω πως όσες φωτογραφίες κι αν τραβήξω, αυτή θα είναι πάντα η αγαπημένη μου. Από τις πρώτες που έβγαλα, όταν ήμουν φοιτητής. Το βρήκα γύρω στα Χριστούγεννα, στην Καπνικαρέα, ακριβώς απέναντι από τη σχολή μου. Γιατί τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο χαρά. Είναι και προσποιητή χαρά, που κρύβει από πίσω μια βαθιά θλίψη. Αλλά αυτά θα τα πούμε σε μερικούς μήνες.)

Ναι, αυτές είναι οι δέκα αγαπημένες μου φωτογραφίες. Και τώρα θα πρέπει να συνεχίσω το παιχνίδι, «πασάροντάς» το σε κάποιον άλλο. Χμμμμμ…Ας το κάνει όποιος θέλει. Σιγά μη στείλω και ονομαστικές προσκλήσεις.

Over and out, αγαπητό μου ημερολόγιο. Over capacity and out of power. Καληνύχτα και εις το επανιδρύειν (το κράτος).


Αγαπητό ημερολόγιο,

αυτή η χώρα δεν θα πάει ποτέ μπροστά. Αν η Ελλάδα ήταν ένα αυτοκίνητο, θα ήταν ένα Yugo (ή, ακόμα καλύτερα, ένα Simca) σε μια ανηφόρα. Όσο γκάζι κι αν προσπαθούσε να πατήσει ο οδηγός, το αμάξι δε θα πήγαινε ποτέ μπροστά. Στην καλύτερη περίπτωση, θα έμενε στο ίδιο σημείο της ανηφόρας. Στη χειρότερη, θα κατρακυλούσε προς τα πίσω. Και φυσικά, πίσω από το Yugo θα ακολουθούσαν δεκάδες εξαγριωμένοι οδηγοί, με πολυτελέστερα αυτοκίνητα, οι οποίοι θα κόρναραν δαιμονισμένα, σιχτιρίζοντας τον άσχετο που τους καθυστερεί από τον προορισμό τους. Η μόνη λύση, προφανώς, θα ήταν να αφήσει ο οδηγός το Yugo να τσουλήσει προς τα πίσω, στην αρχή της ανηφόρας, να πάρει λίγη φόρα και να ξεκινήσει από την αρχή την προσπάθεια. Ή, πιο απλά, να πάρει άλλο δρόμο, που να μην έχει ανηφόρες. Σε αυτήν τη διαδικασία είμαστε τώρα.

Και ξέρεις ποιο είναι το πιο απίστευτο; Ότι ένας από τους λόγους που αυτή η χώρα δεν θα πάει ποτέ μπροστά είναι ότι φαγωνόμαστε μονίμως μεταξύ μας και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε τίποτα – και όταν βρούμε επιτέλους κάτι στο οποίο να συμφωνούμε όλοι και να θέλουμε να το κάνουμε για να πάμε μπροστά, έρχεται κάποιος από πάνω και μας απαγορεύει να το εφαρμόσουμε. Με το «έτσι θέλω».

Θα το κάνω πιο σαφές. Όταν αποφασίστηκε, πριν από μερικά χρόνια, η θέσπιση του ενιαίου εισιτηρίου στις αστικές συγκοινωνίες, αντί για τα ξεχωριστά εισιτήρια σε λεωφορεία και μετρό, κάποιοι τύποι σκέφτηκαν: «Ωραία. Αφού το εισιτήριό μου ισχύει για μιάμιση ώρα, κι εγώ το χτύπησα μόνο για να πάω από τα Σεπόλια στο Σύνταγμα, θα το δώσω σε κάποιον άλλο. Γιατί να πετάξω το εισιτήριό μου, όταν μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμο σε έναν συνάνθρωπό μου, που έχει μια εξίσου μικρή διαδρομή να διανύσει;». Μία πολύ ευγενική σκέψη, αν θες τη γνώμη μου, και μία πολύ σπάνια (για τα ελληνικά δεδομένα) μορφή αλληλεγγύης. Σιγά-σιγά, αυτή η σκέψη έγινε ολόκληρο κίνημα, και έτσι το να αφήνεις το εισιτήριό σου πάνω στο ακυρωτικό μηχάνημα του μετρό έγινε «της μόδας».

Και τότε, κάποιος αποφάσισε ότι η μεταβίβαση του εισιτηρίου σε οποιονδήποτε άλλο είναι ποινικά κολάσιμη πράξη. Με το «έτσι θέλω». Και αυτό πλέον αναγράφεται στην πίσω πλευρά των εισιτηρίων, για να μην τολμήσει κανένας απείθαρχος επιβάτης να λοξοδρομήσει. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι: Γιατί είναι παράνομο να δώσω το εισιτήριό ΜΟΥ σε κάποιον άλλο; Εγώ δεν το αγόρασα; Εγώ δεν έχω το δικαίωμα να το κάνω ό,τι θέλω; Να το κορνιζάρω και να το κρεμάσω στον τοίχο, να το κάνω κομφετί για μπαλ μασκέ, να το ταΐσω στον σκύλο μου, να το δώσω σε κάποιον άλλο; Ποιος μπορεί να μου το απαγορεύσει αυτό;

Ευτυχώς, το κίνημα αυτό επιβιώνει ακόμα. Στην παρανομία, βέβαια, αλλά επιβιώνει. Πλέον, δεν αφήνεις το εισιτήριό σου πάνω στο μηχάνημα, αλλά βγαίνεις από τον σταθμό του μετρό και το προσφέρεις σε κάποιον. Ή το αφήνεις πάνω στην σκάλα του μετρό. Αντάρτικο της πόλης.

Αν σκεφτείς ξανά τη μεταφορά του Yugo, αυτό το κίνημα μοιάζει με περαστικούς που προσπαθούν να σπρώξουν το Yugo στην ανηφόρα για να βοηθήσουν τον οδηγό να φορτσάρει, αλλά ο οδηγός τους διώχνει, επειδή φοβάται ότι θα γεμίσουν δαχτυλιές το (σαραβαλιασμένο) αυτοκίνητό του. Και φυσικά μένει στο ίδιο σημείο.

Στο μεταξύ, σήμερα το μεσημέρι κατά τις 2 έπεσα να κοιμηθώ – ξέρεις, ποτέ στη ζωή μου δε μου άρεσε ο μεσημεριανός ύπνος, γιατί πάντα είχα την αίσθηση ότι ξυπνούσα πιο κουρασμένος απ’ό,τι ήμουν όταν έπεφτα. Αλλά όταν είσαι άνεργος, το μεσημέρι είναι νεκρή ώρα. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Ακόμα και η τηλεόραση, με τα μεσημεριανά της προγράμματα, σου φωνάζει «ΚΛΕΙΣΕ ΜΕ ΤΩΡΑ ΑΜΕΣΩΣ!», και δεν έχεις κανέναν καλό λόγο να μην υπακούσεις. Οπότε, είπα κι εγώ να πέσω να κοιμηθώ.

Ξαφνικά, κατά τις 14:15, άκουσα τον διαπεραστικό ήχο ενός κομπρεσέρ να τρυπάει τα αυτιά μου, να μπαίνει απρόσκλητος στον εγκέφαλό μου και να μου ροκανίζει με λύσσα τα εγκεφαλικά μου κύτταρα. Σηκώθηκα απότομα, χωρίς να είμαι σίγουρος αν όλα αυτά τα ζούσα όντως ή τα έβλεπα στον ύπνο μου. Βγήκα στο μπαλκόνι και είδα τον λοβοτομημένο γείτονα να βαράει με το κομπρεσέρ κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω από τόσο μακριά.

Μέσα στη σύγχυση, μου δημιουργήθηκαν τρεις απορίες:

1. ΤΩΡΑ θυμήθηκε να κάνει αυτή τη δουλειά ο μαλάκας;
2. Γιατί όλοι οι μαλάκες γείτονες τυχαίνουν σε μένα;
3. Τι είδους μαλάκας έχει στο σπίτι του κομπρεσέρ, χωρίς να δουλεύει εργάτης σε οικοδομή;

Παρά την αγανάκτησή μου, αποφάσισα να πέσω ξανά για ύπνο, ελπίζοντας πως, με κάποιον μαγικό τρόπο, ο γείτονας θα καταλάβει ότι τα μεσημέρια ο κόσμος κάνει πιο διασκεδαστικά (και οπωσδήποτε λιγότερο θορυβώδη) πράγματα από το να βαράει κομπρεσέρ. Φυσικά, 10 λεπτά αργότερα η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος δεν είχε έρθει ακόμα, και ούτε την έβλεπα να έρχεται. Έτσι, αποφάσισα να πάω εγώ να του φέρω την επιφοίτηση με το ζόρι. Ωστόσο, τελικά δεν χρειάστηκε, γιατί βρέθηκε μια άλλη γειτόνισσα, η οποία (μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις) κατάφερε να τον πείσει να σταματήσει για την ώρα. Ωστόσο, η τελευταία και ιδιαίτερα απειλητική κουβέντα του μαλάκα γείτονα ήταν η εξής: «Ναι, αλλά από τις 5 το απόγευμα μέχρι τις 11 το βράδυ μπορώ να βαράω όσο θέλω».

Δεν ξέρω αν επιτρέπεται κάτι τέτοιο, δεν ξέρω καν αν επιτρέπεται να έχεις κομπρεσέρ στο σπίτι σου χωρίς άδεια οπλοφορίας. Αλλά ξέρω ότι έφυγα από το σπίτι με το που ξύπνησα, στις 5 παρά, και δεν ξαναγύρισα πριν τις 9.30. Προς στιγμήν πανικοβλήθηκα, γιατί ο γείτονας βάραγε ακόμα το κομπρεσέρ. Αλλά ευτυχώς, δέκα λεπτά αργότερα έθαψε το κομπρεσέρ του πολέμου και η καρδιά μου, που είχε πεταχτεί έξω να δει τι γινόταν, επέστρεψε στη θέση της.

Επιστρέφοντας στη μεταφορά του Yugo, νομίζω πως ο μαλάκας γείτονας θα ήταν ο κάγκουρας πίσω από το Yugo, με τον Καρρά στη διαπασών και το «φτιαγμένο» Peugeot, που θα αναβόσβηνε τα φώτα στον βλάκα τον μπροστινό και θα αδιαφορούσε εντελώς για τις διαμαρτυρίες των άλλων οδηγών και των περαστικών για τη δυνατή μουσική και το μουγκρητό της «φτιαγμένης» μηχανής, που τελικά είναι πιο ενοχλητικά και από την ανικανότητα του μπροστινού οδηγού να ξεκινήσει στην ανηφόρα.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι όλα αυτά δεν βοηθούν καθόλου το Yugo μας να πάει μπροστά. Και μου φαίνεται ότι η μόνη λύση είναι να βγούμε από το Yugo και να πάρουμε ταξί, αν θέλουμε κάποτε να φτάσουμε στον προορισμό μας. Και να αφήσουμε το Yugo να αγκομαχάει στην ανηφόρα, μέχρι να πάει τελικά για απόσυρση.

Ουφ, πολλές μεταφορές σήμερα. Κουράστηκα. Θα πέσω για ύπνο. Και σήμερα αντί για συμβουλή ή απορία, θα σου αποκαλύψω κάτι: Το «Χαβάη 5-0» έρχεται πλέον δεύτερο. Την πρώτη θέση κατέχει η Παναγίτσα. Δες τη φωτογραφία και θα καταλάβεις:


Αγαπητό ημερολόγιο,

ένα από τα καλά της ανεργίας είναι ότι σου αφήνει άφθονο χρόνο για τον εαυτό σου, στον οποίο μπορείς να σκεφτείς το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον σου, να φιλοσοφήσεις για τα σοβαρότερα ζητήματα που απασχολούν την ανθρωπότητα, να διατηρήσεις γενικά τον εγκέφαλό σου σε λειτουργία, ώστε να είναι σε καλή κατάσταση όταν χρειαστεί να τον χρησιμοποιήσεις ξανά, δηλαδή όταν με το καλό πιάσεις δουλειά. Ωστόσο, ένα από τα κακά της ανεργίας είναι ότι, όταν έχεις τόσο πολύ ελεύθερο χρόνο, πολύ δύσκολα θα πείσεις τον εαυτό σου να κάνει όλα αυτά τα ωραία και φιλοσοφικά, αντί να σαπίσει μπροστά σε έναν υπολογιστή, παίζοντας παιχνίδια ή διαβάζοντας για ώρες tweets στο Twitter.

Ναι, είναι κακό πράγμα να έχεις πολύ ελεύθερο χρόνο. Και γενικά η ελευθερία είναι, όπως και καθετί άλλο, καλή σε φυσιολογικές ποσότητες και κακή όταν δεν υπάρχει καθόλου ή υπάρχει σε αφθονία – η περίφημη «αρχή της μεσότητας», που υποστήριζε ο Αριστοτέλης και δεν έχει πέσει ποτέ έξω. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει απόλυτη και απεριόριστη ελευθερία, αλλά τόση ελευθερία, όση μπορεί να αντέξει. Ούτε μια στάλα παραπάνω. Και εγώ ξεχειλίζω από ελευθερία, ενώ άλλοι άνθρωποι παρακαλάνε για μισό λεπτό ελευθερίας παραπάνω. Αφού σκέφτομαι να βάλω μια αγγελία: «Πωλείται ελεύθερος χρόνος (έως και 16 ώρες) ή ανταλλάσσεται με δουλειά. Μόνο σοβαρές προτάσεις, ή έστω ελαφρώς αστείες».

Δεν είναι παράξενο; Όταν δουλεύεις, γκρινιάζεις ότι δεν έχεις ελεύθερο χρόνο και δεν προλαβαίνεις να κάνεις όλα αυτά που θα ήθελες να κάνεις για τον εαυτό σου. Και όταν ξαφνικά βρίσκεσαι με απεριόριστο χρόνο για να ικανοποιήσεις και τις πιο χρονοβόρες επιθυμίες σου, γκρινιάζεις ότι δεν έχεις δουλειά και είσαι έτοιμος να παραχωρήσεις σε ένα αφεντικό όλον αυτόν τον πολύτιμο χρόνο, με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό. Μπα, δεν είναι παράξενο. Είναι η τυπική ανθρώπινη συμπεριφορά: Ποτέ δεν είμαστε ικανοποιημένοι με αυτό που έχουμε, και πάντα θέλουμε απεγνωσμένα αυτό που μας λείπει.

Στο μεταξύ, μου φαίνεται ότι έχω πάρει κι άλλα κιλά τον τελευταίο καιρό. Δεν τολμώ βέβαια να ανέβω στη ζυγαριά για να το επιβεβαιώσω, γιατί την τελευταία φορά με ενημέρωσε ότι, αν ξανανέβω πάνω της, θα καταθέσει αίτηση για ασφαλιστικά μέτρα, και δεν είναι να μπλέκεις με δικηγόρους τώρα. Αλλά νομίζω πως φαίνεται. Ξέρεις, όσο πιο πολύ ανησυχείς για το πώς θα αδυνατίσεις, τόσο περισσότερο τρως από τη στενοχώρια σου, και τελικά πείθεσαι να ξεκινήσεις (σοβαρή) δίαιτα μόνο όταν στις εξετάσεις αίματος η χοληστερίνη σου έχει φτάσει σε τετραψήφιο και τα τριγλυκερίδιά σου περισσότερα από τα ερυθρά αιμοσφαίρια. Σχεδόν ελπίζω να χρεωκοπήσει η χώρα και να μην έχουμε να φάμε, μπας και αδυνατίσω λίγο.

Όχι πως δεν τα έχω συνηθίσει αυτά τα παραπάνω κιλά. Μια ζωή μαζί μεγαλώνουμε, τόσα έχουμε περάσει μαζί. Να σκεφτείς ότι, όπως με έχουν πληροφορήσει, ο παπάς που με βάφτισε (ο οποίος προφανώς ήταν τρελός, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος) ένα πράγμα ρώτησε τη μάνα μου όταν με πήρε στα χέρια του για να με βουτήξει στο λάδι: «Καλά, τι το ταΐζετε;». Αλλά νομίζω ότι το κορυφαίο (και μακράν πιο ντροπιαστικό) συμβάν ήταν εκείνη τη φορά στην τράπεζα πριν από μερικά χρόνια: Μπήκα κανονικότατα από την πρώτη πόρτα, και μετά είχε ένα κουβούκλιο, μέσα στο οποίο κλεινόσουν για λίγο πριν ανοίξει η μέσα πόρτα, για λόγους ασφαλείας. Έκλεισε η έξω πόρτα και περίμενα να ανοίξει η μέσα. Και ξαφνικά, άκουσα μια ηλεκτρονική φωνή να μου λέει αυστηρά: «Παρακαλώ, εισέρχεσθε ένας-ένας στην είσοδο». Και ασφαλώς δεν το άκουσα μόνο εγώ, αλλά και όλοι οι άλλοι πελάτες, οι οποίοι είχαν ήδη μπει μέσα («ένας-ένας», βεβαίως) και περίμεναν να εξυπηρετηθούν. Και οι οποίοι φυσικά ξέσπασαν σε ασυγκράτητα γέλια (και με το δίκιο τους, δηλαδή), βλέποντας μόνο εμένα στο κουβούκλιο. Περιττό να πω ότι γύρισα επιτόπου και έφυγα από την έξω πόρτα, και δεν ξαναπάτησα ποτέ στη συγκεκριμένη τράπεζα. Ούτε και πρόκειται.

Φυσικά, και το φαγητό με τον απεριόριστο ελεύθερο χρόνο συνδέεται. Όσες φορές δούλεψα στη ζωή μου, έχασα κιλά, ενώ όταν καθόμουν, τα ξαναέπαιρνα. Το ίδιο ακριβώς και στον Στρατό: Στην αρχή, που ξεσκιζόμασταν στις αγγαρείες και την ορθοστασία, είχα χάσει πάνω από 10 κιλά, τα οποία και ξαναπήρα τους τελευταίους μήνες της θητείας μου, που η μόνη μου απασχόληση ήταν να κάθομαι σε ένα γραφείο και να παίζω PSP μέχρι να ματώσει ο αμφιβληστροειδής μου. Έτσι πάει, όποιος δεν έχει δουλειά, έχει κιλά. Κανονικά, εκτός από επιδόματα ανεργίας, το κράτος θα έπρεπε να παρέχει μέσω του ΟΑΕΔ και δωρεάν προγράμματα στα Gilli Diet, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο.

Και τώρα θα πρέπει να σε αφήσω, γιατί πρέπει να φάω το τρίτο βραδινό μου – ξέρεις, εφαρμόζω αυτό που λένε οι διαιτολόγοι, ότι πρέπει να τρώμε πολλά μικρά γεύματα. Ε, εγώ τρώω καμιά δεκαπενταριά μικρά γεύματα τη μέρα. Και δεν καταλαβαίνω γιατί παχαίνω.

Θα σε αφήσω, όμως, με μια απορία: Άραγε υπάρχουν vegetarian βρυκόλακες; Και αν ναι, πώς τρέφονται; Με χλωροφύλλη που ρουφάνε από τα φύλλα των δέντρων;


Αγαπητό ημερολόγιο,

πριν από πολλά χρόνια, όταν άρχιζα μόλις να ανακαλύπτω τον θαυμαστό κόσμο του Internet, είχα ανακαλύψει ένα site, από το οποίο κατέβαζα freeware παιχνίδια με το κιλό. Ή τέλος πάντων με το γραμμάριο, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή χρειαζόσουν τρία τέταρτα για να κατεβάσεις ένα απλό τραγούδι (ενώ τώρα σε τρία τέταρτα κατεβάζεις ολόκληρη τη δισκογραφία του καλλιτέχνη, μαζί με όλα του τα βιντεοκλίπ, ακόμα και από τα ποιηματάκια που τον έβαζαν να λέει στις σχολικές γιορτές). Φαντάσου, λοιπόν, πόση ώρα χρειαζόταν για να κατεβάσω ένα παιχνίδι.

Βέβαια, περίπου τα 4 στα 5 παιχνίδια που κατέβαζα κατέληγαν αναπόφευκτα στον «κάδο ανακύκλωσης» (από τον οποίο ΠΟΤΕ δεν έχω ανακυκλώσει τίποτα, και ντρέπομαι γι’αυτό, γιατί υποτίθεται ότι είμαι και οικολόγος). Όχι πως αυτό ήταν κάτι το μη αναμενόμενο, βέβαια, γιατί ισχύει ο κανόνας «ό,τι πληρώνεις παίρνεις». Βέβαια, αυτός ο κανόνας έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με τον κανόνα «το τζάμπα είναι πάντα πιο γλυκό», όμως αυτό είναι ένα θέμα που θα αναλύσω σε κάποια μελλοντική καταχώρισή μου.

Ωστόσο, υπήρχαν και κάποια παιχνίδια που πραγματικά με εξέπληξαν ευχάριστα, με ανάγκασαν να «κολλήσω» μαζί τους, και μάλιστα ορισμένα από αυτά τα παίζω ακόμα και σήμερα, με χαρακτηριστικότερο όλων το Chart Wars 3, στο οποίο είσαι ιδιοκτήτης δισκογραφικής εταιρείας και προσλαμβάνεις συγκροτήματα και καλλιτέχνες, τους βγάζεις δίσκους, τους διοργανώνεις τουρνέ, κλπ. Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που σπαταλούν ώρες ολόκληρες παίζοντας τέτοιου τύπου παιχνίδια, και δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι είμαι ένας από αυτούς. Αν είναι το άσκοπο χάσιμο χρόνου αμαρτία, θα βγω να το φωνάξω με λατρεία.

Ένα από αυτά τα παιχνίδια, που δε θυμάμαι καν πώς το λέγανε, ήταν παρόμοιο με το Chart Wars 3: Ήσουν ο μάνατζερ ενός συγκροτήματος, και τους έβγαζες δίσκους, τους έστελνες σε τηλεοπτικές εκπομπές, κλπ. Το θέμα με αυτό το παιχνίδι ήταν ότι ήταν πολύ βαρετό. Κι αυτό γιατί στην αρχή το συγκρότημα δεν το ήξεραν ούτε οι μάνες των μελών του, κι έτσι όσες τηλεοπτικές εμφανίσεις κι αν τους κανόνιζες, και όσους δίσκους κι αν τους έβγαζες, το ταμείον ήταν πάντα μείον. Μέχρι που κάποια στιγμή, μετά από αρκετές μονότονες ώρες παιχνιδιού, γινόταν ένα ξαφνικό «μπαμ», και το συγκρότημά σου γινόταν από τη μια στιγμή στην άλλη το πιο hot συγκρότημα στον πλανήτη. Από εκεί που δεν είχες λεφτά ούτε για να τους αγοράσεις καινούργια ρούχα, ξαφνικά τα χρήματα στον τραπεζικό σου λογαριασμό αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο, όπως και η φήμη του συγκροτήματος. Μέχρι που έφτανε να το ξέρει όλος ο κόσμος, εσύ γινόσουν δισεκατομμυριούχος, και κάπου εκεί έκλεινες το παιχνίδι και έπεφτες για ύπνο, απόλυτα βέβαιος πως σήμερα έκανες κάτι σημαντικό στη ζωή σου.

Το «πρόβλημα» του παιχνιδιού, λοιπόν, ήταν ότι ήταν πολύ βαρετό στην αρχή, επειδή ήταν δύσκολο το συγκρότημα να κάνει το «break» του, ενώ στο τέλος ήταν τόσο ραγδαία η αύξηση των χρημάτων και της φήμης, που αναρωτιόσουν γιατί σε ταλαιπωρούσε τόσες ώρες το παιχνίδι και δεν ήταν προγραμματισμένο να σου προσφέρει έναν λιγότερο απότομο δρόμο προς τη δόξα.

Μου πήρε, λοιπόν, πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι αυτό το παιχνίδι δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα. Απλώς, ήταν υπερβολικά ρεαλιστικό. Γιατί έτσι ακριβώς είναι και στην πραγματική ζωή: Ξεκινάς από το μηδέν, δε σε ξέρει κανένας και δεν ξέρεις κανέναν, και προσπαθείς να αποδείξεις στον κόσμο ότι αξίζεις κάτι καλύτερο από τη μετριότητα. Αν, όμως, καταφέρεις να αποδείξεις την αξία σου, τότε ανοίγονται όλοι οι δρόμοι μπροστά σου. Χρήμα, δόξα, γκόμενες, μπορείς να έχεις οτιδήποτε υλιστικό (ευτυχώς, η αγάπη δεν αγοράζεται – ακόμα, τουλάχιστον). Ωστόσο, για να φτάσεις σε αυτό το σημείο, πρέπει να γίνει αυτό το «ξαφνικό», αυτή η μοναδική στιγμή, κατά τη διάρκεια της οποίας περνάς από την αφάνεια και την αφραγκία στη φήμη και την ευμάρεια. Πρέπει, δηλαδή, κάποιος να σου δώσει μια ευκαιρία, ένα «πάτημα» για να ανέβεις πιο ψηλά. Χωρίς αυτήν την ευκαιρία, δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα.

(φυσικά, θεωρώ αυτονόητο πως όλα τα παραπάνω ισχύουν μόνο για κανονικούς ανθρώπους, και οπωσδήποτε όχι για γόνους πολιτικών, μεγαλοεπιχειρηματιών και μαφιόζων, για τους οποίους η ζωή είναι στρωμένη με ροδοπέταλα, έστω και λερωμένα με μπόλικα σάλια.)

Και μετά από το (παραδοσιακό πλέον) παραλήρημα γκρίνιας μου, ας περάσουμε σε πιο ευχάριστες ειδήσεις: Αγαπητό μου ημερολόγιο, γερνάω. Ναι, γερνάω από τα 26 μου. Και ξέρεις πώς το καταλαβαίνω; Δεν είναι οι άσπρες τρίχες που δειλά-δειλά αρχίζουν να ξεφυτρώνουν στους κροτάφους μου (οι οποίες δε με ενοχλούν καθόλου, γιατί σε μερικά χρόνια οι κρόταφοί μου θα είναι πολύ σέξυ), δεν είναι που βαριέμαι να κουνηθώ από το σπίτι και να βγω μια βόλτα έξω, στον καθαρό αέρα (αυτό πάντα το είχα, έτσι κι αλλιώς). Δεν είναι καν το ότι το εφηβικό μου είδωλο, η Μπρίτνι Σπίαρς, έχει πια παιδιά και έχει μετατραπεί από αθώα παρθενοπιπίτσα σε αχόρταγη milf. Καταλαβαίνεις ότι γερνάς, όταν η τρέχουσα αργκό σου φαίνεται εντελώς ξένη. Γιατί η αργκό είναι η γλώσσα που μιλούν οι νέοι, και όταν δεν την καταλαβαίνεις, τότε μάλλον δεν ανήκεις πια στη νεολαία.

Και αυτό το κατάλαβα σήμερα, όταν η Α., η οποία είναι τρία χρόνια μικρότερη από μένα, μας έλεγε μια ιστορία (η οποία είναι υπερβολικά αηδιαστική για να σου τη διηγηθώ), στην οποία παρεμβαλλόταν ένας «καλτσόφουρνος». Φυσικά, τη ρώτησα τι είναι ένας «καλτσόφουρνος». Φάνηκε να εκπλήσσεται που δεν το είχα ακούσει ποτέ. Όπως μου εξήγησε, η λέξη «κάλτσα» χρησιμοποιείται πλέον σαν συνώνυμο του «τέλειο», «φοβερό», «απίθανο», «Καταπληκτικό», «γαμάτο» και όλων των παρεμφερών επιθέτων – π.χ. «πωωωωωωωωω, αυτή η τυρόπιτα είναι πολύ κάλτσα». Αλλά χρησιμοποιείται επίσης και σαν πρώτο συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, όταν θέλει κάποιος να δείξει πόσο «κάλτσα» είναι το δεύτερο συνθετικό – π.χ., «καλτσόφουρνος» είναι ο φούρνος που φτιάχνει πολύ νόστιμες τυρόπιτες, «καλτσοβιβλίο» είναι το φοβερό βιβλίο που δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις, και όυτω καθ’εξής.

Που λες, γέρασα. Αλλά να σου πω και κάτι; Αν για να νιώθω νέος πρέπει να αποκαλώ την αγαπημένη μου τυρόπιτα «κάλτσα» (μια λέξη που μου φέρνει στο μυαλό εφιαλτικές μνήμες από τον Στρατό, που κάνουν ακόμα τα ρουθούνια μου να τσούζουν όταν τις σκέφτομαι), τότε προτιμώ να είμαι γέρος. Και να λέω την τυρόπιτα «εξαίσια», «γευστικότατη» και «θεσπέσια». Και να γράφω με ψιλές και δασείες, ακόμα.

Και τώρα θα πάω για ύπνο, ελπίζοντας σύντομα να χτυπήσει το τηλέφωνό μου (και αυτή τη φορά να μην είναι από τα Bodyline, για «εκείνη-τη-θεραπεία-που-είχαμε-πει-πριν-κάτι-αιώνες-όταν-σε-τραβήξαμε-με-το-ζόρι-πάνω-να-κάνεις-λιπομέτρηση». Κλείνοντας, όμως, θα ήθελα να σου δώσω μια συμβουλή: Κράτα τους φίλους σου κοντά, τους εχθρούς σου πιο κοντά, και τους μπάτσους όσο το δυνατόν πιο μακριά.


Αγαπητό ημερολόγιο,

ξέρω ότι περιμένεις με αγωνία να πληροφορηθείς το αποτέλεσμα του χθεσινού interview, ελπίζοντας ότι πήρα τη δουλειά, κι έτσι θα βρεις επιτέλους την ησυχία σου από μένα. Και επειδή ένα από τα αγαπημένα μου χόμπι είναι να κρατάω τους άλλους σε αγωνία, θα σε αφήσω να αναρωτιέσαι για την ώρα.

Που λες, σήμερα το πρωί πήρα το μετρό, για να κατέβω στο κέντρο μια βόλτα, που είχα καιρό να πάω. Χάρη σε κάποιο παράξενο και εξαιρετικά σπάνιο παιχνίδι της τύχης, κατάφερα να βρω θέση. Όπως πάντα σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις, δίπλα μου κάθησε μια γιαγιά – όπως λέει και ο φίλος μου ο Κ., υπάρχει μια ελάχιστα γνωστή εφαρμογή του Νόμου του Μέρφυ, σύμφωνα με την οποία στο βαγόνι που θα μπεις θα είναι μαζεμένοι όλοι οι τρόφιμοι του πλησιέστερου ΚΑΠΗ, ενώ στα παραδίπλα βαγόνια θα παρελαύνουν οι τελευταίες φουρνιές των Καλλιστείων.

Η γιαγιά, με το που έκλεισαν οι πόρτες, έπιασε κουβέντα με έναν νεαρό που καθόταν απέναντί μας, που κρατούσε στα χέρια του ένα από αυτά τα ποδήλατα που διπλώνουν και χωράνε να μπουν και στην τσέπη (που λέει ο λόγος). Εντυπωσιάστηκε με την ιδέα ενός ποδηλάτου που μπορείς να το κουβαλάς παντού (όπως και εγώ, άλλωστε), και κάπως έτσι άρχισε μια κουβέντα μεταξύ τους για το πόσο χρήσιμο είναι ένα τέτοιο ποδήλατο στην πόλη. Σύντομα, στην κουβέντα μπήκε και ένας άλλος νεαρός, από τα απέναντι καθίσματα, ο οποίος συμφώνησε με τους προλαλήσαντες για τη χρησιμότητα του αναδιπλούμενου ποδηλάτου και πρόσθεσε πως θα ήθελε κι αυτός να αγοράσει ένα, για να μπορεί κι αυτός να το μεταφέρει με το μετρό όπου θέλει. Όταν η συζήτηση έφτασε αναπόφευκτα σε τέλμα (αφού όλοι συμφωνούσαν μεταξύ τους και δεν υπήρχε αντίλογος), ο νεαρός από απέναντι ρώτησε τον πρώτο νεαρό αν έχει παίξει σε κάποιο επεισόδιο της «10ης Εντολής», γιατί κάτι του θύμιζε. Όντως, είχε παίξει.

(σε εκείνο το σημείο, για πρώτη φορά άφησα το παιχνίδι που έπαιζα στο κινητό στην άκρη και γύρισα να τον κοιτάξω. Δε μου θύμιζε τίποτα. Παράξενο, γιατί έχω δει σχεδόν όλα τα επεισόδια της «10ης Εντολής»)

Έτσι, η συζήτηση μετατοπίστηκε στο επάγγελμα του ηθοποιού, στο πώς πάνε τα πράγματα στον κλάδο, τέτοια πράγματα. Ακούγοντας τη συζήτηση, ήρθε κοντά και μια κοπέλα που στεκόταν λίγο πιο πέρα, η οποία είχε μόλις τελειώσει τη δραματική σχολή και πήγαινε με το μετρό σε μία οντισιόν. Η κοπέλα ζήτησε συμβουλές από τον νεαρό, τον ρώτησε σε ποιο θέατρο παίζει και υποσχέθηκε να πάει να τον δει σε κάποια παράσταση. Και μετά το μετρό έφτασε στο Σύνταγμα και οι μισοί κατεβήκαμε, οι μισοί έμειναν στις θέσεις τους και η συζήτηση έλαβε άδοξα τέλος.

Τι έμαθα απ’όλα αυτά, λοιπόν:

1. Υπάρχουν όντως αναδιπλούμενα ποδήλατα, και δεν είναι αστικός θρύλος.
2. Τα ποδήλατα αυτά ξεκινούν από τα 450 ευρώ, και φτάνουν ένας θεός ξέρει μέχρι πού.
3. ΔΕΝ έχω δει όλα τα επεισόδια της «10ης Εντολής».
4. Το να κάθεσαι δίπλα σε γιαγιά στο μετρό δεν είναι απαραιτήτως κακό.
5. Ο κλάδος των ηθοποιών βρίσκεται σε εξίσου κακά χάλια με αυτόν των δημοσιογράφων.
6. Είναι πραγματικά υπέροχο να βλέπεις αγνώστους να ανοίγουν κουβέντα χωρίς να αλληλομπινελικώνονται.
7. Είναι λίγο μίζερο να τους βλέπεις να μιλούν μεταξύ τους, κι εσύ να κρυφακούς όλη τη συζήτηση, παίζοντας ταυτόχρονα Peggle στο κινητό, αντί να συμμετέχεις.
8. Την επόμενη φορά που θα μου τύχει κάτι παρόμοιο, θα «χωθώ» στη συζήτηση. Ασυζητητί.
9. ΔΕΝ είναι όλες οι ηθοποιοί κουκλάρες.
10. ΔΕΝ χρειάζεται όλες οι λίστες αυτού του τύπου να έχουν στρογγυλό αριθμό παρατηρήσεων. 9 μαθήματα ζωής σε μία μέρα είναι υπερ-αρκετά.

Και μετά από αυτό το φαινομενικά (αλλά και ουσιαστικά) άσχετο περιστατικό, ήρθε η στιγμή να σου αποκαλύψω τι έγινε στο χθεσινό interview.

Πρώτα απ’όλα, πρέπει να σου πω ότι το βράδυ πριν το interview δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Είχα φοβερό άγχος. Όχι για το αν θα έπαιρνα τη δουλειά – έχω πάει σε πολλές συνεντεύξεις πια για να με πιάνει τέτοια υπερένταση – αλλά για το αν θα κατάφερνα να βρω το κτίριο. Οι οδηγίες που μου είχαν δώσει μέσω τηλεφώνου ήταν κάπως συγκεχυμένες, και δεδομένου ότι η αίσθησή μου του προσανατολισμού είναι τόσο περιορισμένη που καμιά φορά στο σπίτι χάνω τον δρόμο και καταλήγω στην τουαλέτα αντί για το σαλόνι, δεν ήμουν καθόλου βέβαιος ότι θα κατάφερνα κάποτε να φτάσω εκεί. Παραδόξως, όχι μόνο έφτασα, αλλά έσπασα και κάθε ρεκόρ πρόωρης προσέλευσης, αφού έφτασα περίπου μία ώρα νωρίτερα από το ραντεβού (αλλά φυσικά προτίμησα να μείνω μέσα στο αυτοκίνητο για 40 λεπτά ακούγοντας ραδιόφωνο, παρά να φανώ τόσο λιγούρης και να πάω μία ώρα νωρίτερα).

Μπαίνοντας στο κτίριο, έπαθα την πλάκα μου. Πρώτα απ’όλα, στην είσοδο είχε περιστρεφόμενη πόρτα – από αυτές που τρελαινόμουν μικρός να παίζω μαζί τους, στριφογυρίζοντας ανελέητα γύρω-γύρω, μέχρι που με μάζευαν με το ζόρι οι γονείς μου. Μετά, τα γραφεία και οι διάδρομοι μύριζαν φρεσκάδα, λες και το κτίριο είχε εγκαινιαστεί μόλις χτες. Και στην υποδοχή είχε τόσο ανοιχτό χώρο, που άνετα διοργάνωνες αγώνα 5Χ5. Φαντάσου, λοιπόν, πόσο με εξέπληξαν όλα αυτά, δεδομένου ότι την τελευταία φορά που είχα πάει για interview σε ιστοσελίδα, ήμουν σε ένα ημιυπόγειο στο Παγκράτι, που μύριζε τσιγαρίλα μέχρι την Ακρόπολη και είχε να καθαριστεί από τότε που ο Χριστόδουλος ήταν ακόμα καντηλανάφτης.

Τέλος πάντων, κάθησα σε μια καρέκλα, περιμένοντας να τελειώσει ένα meeting, ώστε να μιλήσω με τους υπευθύνους του site. Στο μεταξύ, από τη διπλανή αίθουσα άκουγα κάποιες εργαζόμενες στο site να συζητάνε το καυτό κουτσομπολιό της ημέρας, δηλαδή την αποκάλυψη της σχέσης ενός τραγουδιστή με μία ηθοποιό. Για λίγο αναρωτήθηκα αν έκανα καλά που μπήκα σε αυτήν τη διαδικασία, μέχρι που το αγγελάκι δίπλα στο αυτί μου με σκούντηξε στον ώμο και μου είπε: «Να σου θυμίσω ότι, πρακτικά, είσαι σχεδόν δύο χρόνια άνεργος». Το επιχείρημά του ήταν τόσο καλό, ώστε το διαβολάκι πήγε και κρύφτηκε πίσω από το τύμπανο, και δεν είπε κουβέντα.

Λίγο αργότερα, με φώναξαν μέσα. Για να μη σου τα πολυλογώ, η υπεύθυνη του site μου είπε πως της αρέσει πολύ ο τρόπος που γράφω και το προσωπικό μου στυλ, αλλά βρήκε τα κείμενά μου πολύ μεγάλα, και ήθελε να με δοκιμάσει με πιο μικρά κείμενα. Έτσι, μου ανέθεσε να γράψω τρία μικρά κειμενάκια, πάντα για γυναικεία θέματα, και τα ξαναλέμε. Γενικά, το feeling ήταν πολύ καλό, μια φάση «σε θέλω, με θέλεις, αλλά κάτσε να συζήσουμε πριν παντρευτούμε, γιατί μπορεί εσύ να πετάς τα σώβρακά σου όπου να’ναι, κι εγώ δεν είμαι δούλα σου να τα μαζεύω». Φυσικά, σήμερα έγραψα τα κειμενάκια, τα έστειλα με mail και περιμένω την απάντηση.

Μην έχεις αυτήν την έκφραση, αγαπητό μου ημερολόγιο. Τίποτα δεν έχει κριθεί ακόμα. Μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Δε με έχεις ξεφορτωθεί ακόμα. Αλλά ας πούμε ότι μπορείς να ελπίζεις ότι αυτό μπορεί να συμβεί σύντομα.

Και τώρα θα σε αφήσω να ονειρεύεσαι την πολυπόθητη μοναξιά σου, ενώ παράλληλα θα σκέφτεσαι το εξής: Αν γυριζόταν ένα remake του κλασικού παραμυθιού «Ο Λαγός και η Χελώνα», ποιος θα κέρδιζε; Ο Μπαγκς Μπάνι ή ο Λεονάρντο από τα Χελωνονιντζάκια;


Αγαπητό ημερολόγιο,

υπάρχει μία μέρα κάθε χρόνο, η οποία μπορεί πολλούς από εμάς να μη μας αφορά στο ελάχιστο, όμως είναι τέτοια η μαυρίλα, η μελαγχολία και η απόγνωση αυτών που υφίστανται τις συνέπειές της, που αυτά τα συναισθήματα αιωρούνται στον άερα της πόλης και δεν μπορούν να σε αφήσουν ανεπηρέαστο. Και σήμερα είναι αυτή η μέρα: Η πρώτη μέρα του σχολείου.

Μπορεί να έχουν περάσει πια οκτώ ολόκληρα χρόνια από την τελευταία μου «πρώτη μέρα» στο σχολείο, όμως δεν μπορώ παρά να νιώθω αλληλέγγυος με τα παιδιά που σήμερα υποδέχθηκαν τη νέα χρονιά, στην πλειοψηφία τους με γκρίνια και απροθυμία. Εξάλλου, επί δώδεκα συναπτά έτη βίωσα κι εγώ τον ψυχολογικό πόλεμο του βάρβαρου πρωινού ξυπνήματος, την αφόρητη πίεση για όλο και περισσότερο, αλλά και πιο ανώφελο, διάβασμα (στην οποία δεν ενέδωσα ποτέ, αφού ποτέ δεν έκατσα να διαβάσω – ούτε καν στις Πανελλαδικές), και φυσικά τον (επισήμως ακήρυχτο) ψυχρό πόλεμο με τους συμμαθητές μου, σε μια ατέρμονη προσπάθεια να βγει ο ένας από πάνω από τον άλλο. Ειλικρινά, καμιά φορά σκέφτομαι ότι είναι τόσο ψυχοφθόρα διαδικασία αυτή της εκπαίδευσης, που θα έπρεπε να απαγορεύεται δια νόμου η είσοδος ανηλίκων στα σχολεία.

Κι όμως, με όλα τα στραβά και τα ανάποδά του, το σχολείο είναι τελικά ένα από αυτά τα πράγματα που δεν εκτιμάς όσο το έχεις, και όταν το χάνεις καταλαβαίνεις την αξία του. Εντάξει, όχι αμέσως μόλις το χάνεις, γιατί ακολουθούν τα φοιτητικά χρόνια, που είναι ακόμα καλύτερα. Αλλά όταν τελειώσεις και το Πανεπιστήμιο, τότε συνειδητοποιείς ότι η εποχή που είχες περισσότερα δικαιώματα παρά υποχρεώσεις έχει φτάσει αιφνιδιαστικά στο τέλος της, και έχει αντικατασταθεί από την εποχή των υποχρεώσεων, του άγχους και όλων των μειονεκτημάτων της ενήλικης ζωής. Είναι λίγο τρομακτικό σαν σκέψη, αλλά μία από τις πιο τραυματικές εμπειρίες στη ζωή ενός ανθρώπου, το σχολείο, είναι και αυτή που γεννά τις πιο ευχάριστες αναμνήσεις. Και αυτό λέει πολλά πράγματα για τη ζωή, τα οποία σε αφήνω να σκεφτείς μόνο σου.

Πάντως, μακράν η πιο τραυματική εμπειρία μου στο σχολείο ήταν εκείνη η μέρα στην Τρίτη Γυμνασίου, όταν έφυγα από το σπίτι χωρίς λεφτά (τα είχα ξεχάσει), χωρίς κλειδιά (τα είχα ξεχάσει) και χωρίς σχολική τσάντα (την είχα ξεχάσει). Βγήκα για να περιμένω το σχολικό, κρατώντας μόνο μια μπάλα μπάσκετ στο χέρι. Και μόνο όταν η συνοδός του σχολικού με ρώτησε, γεμάτη απορία, πού ήταν η τσάντα μου, μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι τα είχα ξεχάσει όλα. Μετά από πολλές περιπέτειες και διαβουλεύσεις με τους γονείς μου, τελικά πήρα το λεωφορείο και πήγα στο σχολείο έτσι, χωρίς τσάντα (αλλά και χωρίς την μπάλα του μπάσκετ, την οποία ξέχασα στο σχολικό και δεν την ξαναείδα ποτέ στη ζωή μου). Έφτασα στην τάξη μου την τρίτη σχολική περίοδο. Είχαμε μαθηματικά. Και ενώ όλοι με κοίταζαν σαν να ήμουν εξωγήινος (πιθανότητα που κανείς δεν μπορεί ρεαλιστικά να αποκλείσει κάτι τέτοιες ώρες), ο καθηγητής δε με άφηνε να καθήσω στο θρανίο μου, αν δεν του έλεγα απ’έξω το Πυθαγόρειο Θεώρημα. Περιττό να σου πω ότι για όλη την υπόλοιπη μέρα καθηγητές και συμμαθητές γελούσαν μαζί μου (και με το δίκιο τους), και πολύ αμφιβάλλω αν έχουν ξεχάσει αυτό το περιστατικό, ακόμα και 12 χρόνια μετά. Ξέρεις, ο μεγαλύτερος φόβος πολλών ανθρώπων είναι να πάθουν Αλτσχάιμερ και να χάσουν τη μνήμη τους. Εγώ δε φοβάμαι καθόλου: Το έχω πάθει ήδη από τα 8 μου χρόνια, και έχω μάθει να ζω με αυτό. Να σκεφτείς ότι στην 6η Δημοτικού, ο δάσκαλός μου με προσφωνούσε «κύριο Ξέχασα». Και ήταν το πιο ταιριαστό προσωνύμιο που μου έχουν βγάλει ποτέ.

Ας περάσουμε τώρα στις εσωτερικές ειδήσεις: Αύριο έχω interview. Σε ένα site. Έχω καλό προαίσθημα. Και αυτό δεν είναι καλό, γιατί 9 στις 10 φορές η διαίσθησή μου πέφτει έξω. Οπότε θα πρέπει να πείσω τον εαυτό μου να έχει κακό προαίσθημα. Δε θα σου πω τίποτα παραπάνω, για να μην το γρουσουζέψω. Ξέρεις, δεν είμαι καθόλου προληπτικός – και κάτω από σκάλες περνάω, και τις μαύρες γάτες στο δρόμο κάθομαι και τις χαϊδεύω, και την Τρίτη και 13 τη βρίσκω μια χαρά μέρα, κανένα πρόβλημα. Αλλά έχω παρατηρήσει ότι κάθε φορά που αποκαλύπτω σε οποιονδήποτε μία πληροφορία για κάτι που πρόκειται να γίνει, ακόμα κι αν αυτό το «κάτι» είναι κατά 99,9% βέβαιο ότι θα γίνει, τελικά κάτι πάει στραβά και χαλάει όλο το σχέδιο. Οπότε, θα μου επιτρέψεις να τηρήσω σιγή ιχθύος επί του θέματος (και συγκεκριμένα ψαριού-κλόουν, που μου ταιριάζει).

Και τώρα θα σε αφήσω, γιατί αν δεν κοιμηθώ σύντομα, με βλέπω αύριο να πηγαίνω στο interview νυσταγμένος και να γράφω άλλη μία ένδοξη σελίδα στο βιβλίο με τις συνεντευξιακές γκάφες μου. Αλλά πριν σ’αφήσω, έχω να σε ρωτήσω το εξής: Αν όντως «δύο μυαλά είναι καλύτερα από ένα», τότε γιατί όλα τα σιαμαία αδέλφια θέλουν να χωριστούν;


Αγαπητό ημερολόγιο,

πρέπει να σου εξομολογηθώ ότι είναι κάποιες μέρες που πραγματικά βαριέμαι να σου γράψω. Μέρες που περνάνε τόσο γρήγορα, που αναρωτιέσαι πότε πρόλαβε και ήρθε η Παρασκευή, αφού χθες ήταν Κυριακή. Μέρες που περνάνε τόσο βαρετά, που μπορώ πια να σχεδιάσω από μνήμης κάθε μικρή ρωγμή ή ατέλεια του ταβανιού. Μέρες που περνάνε τόσο ανούσια, που αν αντί να σηκωθώ από το κρεβάτι είχα πάρει έναν μικρό, 24ωρο ύπνο, δε θα είχε αλλάξει τίποτα απολύτως στον κόσμο ή στη ζωή μου. Ευτυχώς, η σημερινή μέρα δεν ήταν απ’αυτές.

Κι όμως, δεν ξεκίνησε και τόσο ευοίωνα. Βλέπεις, είχα βάλει ξυπνητήρι για τις 9 – υπό κανονικές συνθήκες αυτό είναι από μόνο του ικανό να χαλάσει μια ολόκληρη μέρα, αλλά το πρόβλημα ήταν άλλο: Ξύπνησα στις 10, και μάλιστα χάρη στην Δ., που έτυχε εκείνη την ώρα να με πάρει τηλέφωνο. Έτσι, λίγο έλειψε να χάσω το ραντεβού μου με τον Γ., στις 11 στον Άγιο Αντώνιο. Ακόμα αναρωτιέμαι τι έγινε με το ξυπνητήρι. Να ήθελε να με εκδικηθεί για όλες τις φορές που το έχω βρίσει επειδή με ξύπνησε; Να βαρέθηκε να χτυπάει μετά το 5ο snooze και να με άφησε στη μοίρα μου; Να ξεχάστηκε και να κοιμήθηκε κι αυτό; Δυστυχώς ή ευτυχώς, αυτό το μυστήριο είναι καταδικασμένο να παραμείνει άλυτο εις τον αιώνα τον άπαντα.

Η συνάντηση με τον Γ. είχε μια περίεργη προϊστορία: Πριν από 3 χρόνια, όταν έκανα την πρακτική μου σε ένα αθλητικό site, μου ανέθεσαν να παραστώ σαν εκπρόσωπος του site στην παρουσίαση του νέου (τότε) προπονητή του Ατρομήτου Περιστερίου. Επειδή δεν ήξερα που γινόταν η παρουσίαση, αλλά και επειδή δε θα με ενοχλούσε λίγη καλή παρέα, πήρα μαζί μου και τον Γ., που μένει στην περιοχή και τότε δεν δούλευε πουθενά. Καθήσαμε, λοιπόν, στην παρουσίαση, ο προπονητής μάλιστα μας έσφιξε και το χέρι (δύο βδομάδες έκανα να το πλύνω), φάγαμε και κάτι μπόμπες που είχε ο μπουφές, γενικά περάσαμε πολύ καλά. Σήμερα έγινε το αντίστροφο: Ο Γ., που δουλεύει σε ένα αθλητικό site (πιο πολύ «τον δουλεύουν», αλλά αυτό είναι μια άλλη, πονεμένη ιστορία), έπρεπε να καλύψει για λογαριασμό του site την παρουσίαση των νέων παικτών του Ατρομήτου Περιστερίου. Και μάντεψε: Μου πρότεινε να τον συνοδεύσω, για παρέα και για να θυμηθούμε τα «παλιά». Και θα ήμουν βλάκας, φυσικά, αν απαντούσα αρνητικά.

Στο δρόμο για το προπονητικό κέντρο του Ατρομήτου, επιδόθηκα στο αγαπημένο μου χόμπι: Φωτογράφιση τοίχων. Κοντά στον σταθμό του μετρό του Αγίου Αντωνίου και μέσα στο Περιστέρι, έβγαλα συνολικά τρεις φωτογραφίες, τις εξής:

(Πατρίδα – Ισιδώρα, σημειώσατε 2)

(μα αν δεν είχαν μυαλό κουκούτσι θα πήγαιναν στα Zara)

(εγώ το εφαρμόζω στην πράξη αυτό)

Στην παρουσίαση των παικτών, έγιναν τα απολύτως αναμενόμενα: Οι δηλώσεις του προέδρου, που αισιοδοξεί για την επιτυχία της ομάδας, οι δηλώσεις των παικτών, που αισιοδοξούν για την επιτυχία της ομάδας, οι δηλώσεις του Δημάρχου, που αισιοδοξεί για την επιτυχία της ομάδας, τέτοια πράγματα. Αναμφίβολα το highlight της εκδήλωσης ήταν η στιγμή που, από κάποιον άτσαλο χειρισμό, γκρεμίστηκε στο έδαφος μια κούκλα βιτρίνας, την οποία είχαν τοποθετήσει δίπλα στους παίκτες, για να επιδεινύει τη φανέλα της ομάδας. Η τούμπα της κούκλας είχε σαν αποτέλεσμα το σπάσιμο του χεριού της, γεγονός που δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνο για την ομάδα. Σε αυτό το σημείο, ίσως αξίζει να αναφέρω ένα ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο: Πριν 3 χρόνια, όταν είχα πάει σε εκείνη την παρουσίαση του προπονητή, ο Ατρόμητος υποβιβάστηκε στην Β’ κατηγορία, ενώ ο προπονητής έφυγε νύχτα. Ελπίζω φέτος να μην είμαι τόσο γρουσούζης.

Το μεσημέρι, όταν επέστρεψα από το Περιστέρι, είπα να τσεκάρω τα e-mail μου, και ένα από αυτά με ειδοποιούσε για ένα σχόλιο στο blog μου (πράγμα πολύ σπάνιο, αφού το blog μου το διαβάζουν κάτι φίλοι, κάτι γνωστοί και κάτι νούμερα που ψάχνουν στο Google για «o gamias tis geitonias sas» και «ο αραπης πηδαει γιαγια», αλλά απογοητεύονται οικτρά, γιατί εγώ είμαι καλό παιδί και δε γράφω τέτοια επαίσχυντα πράγματα). Ήταν από κάποια αναγνώστρια, η οποία μου «σφύριζε» μια ευκαιρία εργασίας που είχε διαβάσει κάπου. Ζητούσαν, λέει, κάποιον εργατικό και δημιουργικό. Ενθουσιάστηκα, γιατί κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι διαθέτω και τα δύο – καλά, ίσως υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες για το πρώτο, αλλά αυτό διορθώνεται. Έστειλα αμέσως mail με το βιογραφικό μου και περίμενα τα καλύτερα. Στο μεταξύ, κανόνισα με τον Θ. να βγούμε στα Εξάρχεια, ώστε να γεμίσω και το βράδυ μου με κάτι.

Στα Εξάρχεια νιώθω σαν στο σπίτι μου. Για την ακρίβεια, είναι το σπίτι που πάντα ήθελα να έχω: Μονίμως σε αταξία, με συνθήματα και πόστερ σε όλους τους τοίχους και με μια ιδιότροπη «φασαρία», ένα όμορφο μείγμα ανθρώπινων φωνών και καλόγουστης μουσικής. Δύο κακά θα είχε ένα τέτοιο σπίτι: Πρώτον, θα είχε πολύ ενοχλητικούς γείτονες – κάτι βλάκες Κολωνακιώτες, απ’αυτούς με τα ακριβά ρούχα και τα φτηνά αισθήματα. Και δεύτερον, σε κάθε δωμάτιό του θα είχε κι από έναν μπάτσο, να με αγριοκοιτάει κρατώντας ηδονικά το γκλομπ και την ασπίδα του.

Καθήσαμε σε ένα μαγαζί στη Βαλτετσίου με τον Θ. και μια παρέα παλιών συναδέλφων του (ο Θ. απολύθηκε πρόσφατα, γιατί η αλυσίδα στην οποία δούλευε έφυγε τρέχοντας από την Ελλάδα όταν πήρε χαμπάρι τι συμβαίνει εδώ χάμω). Δεν ήξερα κανέναν, όμως πέρασα τέλεια. Όταν βγαίνεις με παρέα, δε χρειάζεται να ξέρεις τους άλλους για να περάσεις καλά. Αρκεί να είσαι ο εαυτός σου. Η παρέα θα σε οδηγήσει αναπόφευκτα στη διασκέδαση, ακριβώς επειδή έχει κάποιον λόγο που υφίσταται ως παρέα, κι αυτός είναι ότι κάνει τα μέλη της να περνούν καλά. Και πράγματι, διασκέδασα. Διασκέδασα τόσο πολύ, που παραλίγο να ξεχάσω ότι το μετρό κλείνει στις 12 το βράδυ και πρόλαβα με την ψυχή στο στόμα το τελευταίο μετρό. Αλλιώς πιθανότατα θα διανυκτέρευα σε κάποιο παγκάκι της Κοραή, γιατί δεν είχα δεκάρα τσακιστή.

Βγαίνοντας κατά τις 12.30 από το μετρό, είπα να ξανατσεκάρω τα e-mail μου. Και (ω, του θαύματος!) είχα απάντηση στο μεσημεριανό mail! Και όλα πήγαιναν μια χαρά σε αυτήν την απάντηση, μέχρι που είδα αυτό το αναθεματισμένο «αλλά», αυτή τη λέξη του Διαβόλου, που μπορεί να κάνει άνω-κάτω οποιαδήποτε πρόταση. Βλέπεις, τους άρεσε ο τρόπος που γράφω, ΑΛΛΑ…θέλουν κάποιον/α που να γράφει για γυναικεία θέματα! Κοίταξα τον άδειο δρόμο μπροστά μου και σκέφτηκα: «Και τώρα;». Δεν πήρα απάντηση.

Και τώρα, μετά από αυτήν την αρκετά γεμάτη μέρα, είμαι στα πρόθυρα του ύπνου, και σκοπεύω σύντομα να περάσω την θύρα, οπότε θα πρέπει να σε καληνυχτίσω. Αλλά όχι πριν σου πω ότι οι άνθρωποι που ζουν μέσα σε γυάλινα σπίτια δεν πρέπει να πετάνε πέτρες – αλλά επιβάλλεται, αν είναι εμφανίσιμοι/ες, να κυκλοφορούν γυμνοί/ές μέσα σ’αυτά.


Αγαπητό ημερολόγιο,

ένα από τα πιο εκνευριστικά πράγματα στον κόσμο είναι να σε στήνουν στα ραντεβού. Όπως σου έχω πει, είμαι από αυτούς τους τύπους που προτιμούν να φτάσουν μισή ώρα νωρίτερα στο ραντεβού τους, παρά ένα λεπτό αργότερα, μια στάση ζωής την οποία έχω πληρώσει με τόσες ώρες στησίματος, που αν όντως ο χρόνος ήταν χρήμα, τότε δε θα χρειαζόταν να δουλέψω ποτέ στη ζωή μου.

Σήμερα, με έστησε (ω, τι έκπληξη) γυναίκα. Συγκεκριμένα, η Έμπνευση. Είχαμε πει να συναντηθούμε σήμερα το βράδυ, να πούμε τις μαλακίες μας, να ανταλλάξουμε απόψεις πάνω σε καυτά θέματα, όπως η ανεργία, ο ανασχηματισμός, το Inception και η χρησιμότητα του νυχοκόπτη. Την περίμενα, την περίμενα…Τίποτα. Τελικά, δεν ήρθε ποτέ. Και δεν έστειλε κι ένα μήνυμα η ***CENSORED*** να μου πει «ξέρεις, δε θα μπορέσω να έρθω, μου έτυχε κάτι». Με άφησε σύξυλο έτσι, απροειδοποίητα. Οπότε, μην περιμένεις απόψε λυρικές εξάρσεις, ανατρεπτική πλοκή και ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Θα είμαι πιο βαρετός και από δημόσιο υπάλληλο που εκφωνεί αργά και καθαρά τα περιεχόμενα του τηλεφωνικού καταλόγου. Εντάξει, ίσως όχι ΤΟΣΟ βαρετός.

Που λες, σήμερα πήρα μια μεγάλη απόφαση: Να κάνω δίαιτα. Βέβαια, δεν είναι και τόσο μεγάλη απόφαση, αν σκεφτείς ότι την παίρνω περίπου μέρα παρά μέρα, μόνο και μόνο για να την αναιρέσω μετά από μερικές ώρες και να καταβροχθίσω οτιδήποτε φαγώσιμο (και μη) έχει την ατυχία να βρεθεί σε ακτίνα 200 μέτρων από τα δόντια μου. Να σκεφτείς, πιο πιθανό το βρίσκω να γελάσω με αστείο του Σεφερλή, παρά να κρατήσω δίαιτα. Αλλά δεν είναι κι εύκολο, εδώ που τα λέμε, να κάνεις δίαιτα. Είναι πολλοί οι πειρασμοί. Όπως έλεγε και ένα παλιό τραγούδι των Πυξ Λαξ, «ό,τι αξίζει παχαίνει, κι είναι δυσπεπτο. Νομίζω ότι το λέγανε «Οι Παλιές Δίαιτες Πάνε στο Διάολο».

Η αλήθεια είναι ότι μια δίαιτα τη χρειάζομαι. Όταν δούλευα σαν πλασιέ, πριν από ένα μήνα, είχα χάσει 4 κιλά από το τρέξιμο, το άγχος και τον ιδρώτα που έχυνα κάθε μέρα στους καυτούς δρόμους της Αθήνας. Από τότε που επέστρεψα στο κλασικό κωλοβάρεμα, τα 4 κιλά όχι μόνο επέστρεψαν, αλλά έφεραν και 2-3 φίλους τους για παρέα. Και δεν είναι ότι δεν έχω χώρο για νέους κατοίκους στην κοιλιά μου, αλλά αν χρειαστεί να κάνω μια δουλειά που να έχει σχέση με εξυπηρέτηση πελατών (π.χ. σε βιβλιοπωλείο, σε μαγαζι με ρούχα, σε στριπτιτζάδικο κλπ), ο υποψήφιος εργοδότης μου μάλλον δεν θα εκτιμήσει τα παραπανίσια κιλά μου (λες και πρέπει να πληρώσει έξτρα μπόνους για κάθε επιπλέον κιλό). Βέβαια, οι εργοδότες που λένε τέτοια πράγματα αγνοούν το αναμφισβήτητο «αξίωμα του Hardy», το οποίο αναφέρει ρητώς ότι «όλοι οι χοντροί είναι ευχάριστοι τύποι, με φοβερή αίσθηση του χιούμορ, γιατί το λίπος είναι καλός αγωγός του χιούμορ και του επιτρέπει να κυλάει ελεύθερα στον οργανισμό». Αλλά είμαι βέβαιος ότι κάποτε θα δικαιωθούμε και εμείς, οι οριζοντίως εκτεταμένοι άνθρωποι (sic – ή μάλλον sick).

Φυσικά, όπως και όλες οι αποφάσεις μου, έτσι και η απόφασή μου για δίαιτα δεν τίθεται σε ισχύ άμεσα, αλλά από την επόμενη μέρα (αυτό είναι το «αξίωμα της επόμενης μέρας», που υποστηρίζει ότι «σε ποσοστό 98%, οι δίαιτες αρχίζουν αύριο το πρωί και τελειώνουν αύριο το μεσημέρι»). Είναι η προσωπική μου γραφειοκρατία: Για αποφάσεις που επιφέρουν δυσμενείς αλλαγές στον οργανισμό μου (π.χ. δίαιτες, πρωινό ξύπνημα, καθαρισμός δωματίου) απαιτούνται σφραγίδες, πρωτόκολλα, υπεύθυνες δηλώσεις, φωτοτυπίες φορολογικής δήλωσης κλπ. Αντίθετα, όταν πρόκειται για ευχάριστες αποφάσεις, αρκεί μία υπογραφή και είναι όλα έτοιμα. Διαφάνεια, δικαιοσύνη, ισονομία, το μαχαίρι φτάνει στο κόκκαλο.

Πέρα από την κοσμοϊστορική μου απόφαση για δίαιτα, συνέβη και κάτι άλλο κοσμοϊστορικό σήμερα: Πήρα δύο τηλέφωνα, για δύο αγγελίες που βρήκα στο Internet. Η πρώτη ήταν για ένα κατάστημα με κινητά. Το τηλέφωνο το σήκωσε μια βαριεστημένη υπάλληλος, η οποία με βαριά καρδιά σημείωσε το όνομα και το τηλέφωνό μου (for all I know, μπορεί και να μην το σημείωσε, αλλά να προσποιήθηκε ότι το σημείωνε) και με έκλεισε βιαστικά γιατί είχε πελάτες. Γουαου, ανυπομονώ να δουλέψω με έναν τόσο ενθουσιώδη και ευχάριστο άνθρωπο (όπως ζητούσε η αγγελία). Η δεύτερη αγγελία ήταν για ένα βιβλιοπωλείο. Ήμουν πιο «ζεστός» για αυτήν τη δουλειά, αφού έχω ξαναδουλέψει σε βιβλιοπωλείο, και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία (κοινώς, δε με απέλυσαν – ναι, αυτό είναι επιτυχία για μένα). Το τηλέφωνο αυτή τη φορά το σήκωσε ο ιδιοκτήτης, ο οποίος ήταν σαφώς πιο ευγενικός από τη βαριεστημένη υπάλληλο του άλλου μαγαζιού. Ωστόσο, είχαμε κι εδώ μια επιπλοκή: Βλέπεις, μου ζήτησε να του στείλω το βιογραφικό μου με φαξ. Και αναρωτιέμαι: Αξίζει να πάω στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς και να πληρώσω 3 ευρώ για να στείλω το φαξ σε ένα άλλο βιβλιοπωλείο, για μια δουλειά που ένας θεός ξέρει αν θα καταφέρω τελικά να πάρω; Και ξανααναρωτιέμαι: Θέλω πραγματικά να δουλέψω για έναν άνθρωπο που χρησιμοποιεί ακόμα φαξ και όχι mail, λες και είμαστε στην εποχή των τεχνολογικών παγετώνων;

(μην το ψάχνεις: Και στις δύο ερωτήσεις, η απάντηση είναι «ναι». Για την ακρίβεια, η πλήρης απάντηση είναι «ναι, γιατί είμαι τόσο απελπισμένος να δουλέψω, που σε λίγο θα βγω στους δρόμους, με μια ταμπέλα κρεμασμένη από τον σβέρκο μου να γράφει «Will work for food – though I eat a lot», ελπίζοντας να με λυπηθεί κάποιος Χριστιανός, Μουσουλμάνος ή, κατά προτίμηση, άθεος και να μου προσφέρει δουλειά». Αύριο πρωί-πρωί θα πάω να στείλω το φαξ, αφού φυσικά εκτυπώσω το βιογραφικό μου, το σταυρώσω και του ευχηθώ «καλό κατευόδιο», με την ευχή να πιάσει τόπο η ιλιγγιώδης (για τα δεδομένα μου) επένδυση των 3 ευρώ.)

Λοιπόν, δεν έχω τίποτα άλλο να σου διηγηθ…Ωπ, για κάτσε…Αααααα, μάλιστα. Είναι η Έμπνευση, μου έστειλε μήνυμα στο κινητό: «Sorry, dn tha mporesw n erthw apopse, kt m etyxe». Ναι, καλά. Να δεις που με απατάει. Θα έχει πάει σε κάποιον άλλο σήμερα, κι εμένα με έχει αφήσει εδώ, να γράφω τις παπαριές μου. Την παλιοκουφάλα.

Τώρα συγχύστηκα, οπότε θα σε αφήσω στην ησυχία σου – δε μου φταις εσύ σε τίποτα. Πάντως, να ξέρεις ότι, αντίθετα με όσα λέει ο σοφός μας λαός, ο χρόνος ΔΕΝ είναι ο καλύτερος γιατρός. Ο χειρότερος είναι. Αντί να σου βάλει ένα hansaplast στην πληγή, την αφήνει ανοιχτή και περιμένει πότε θα επουλωθεί από μόνη της. Τέτοια θεραπεία την κάνω και μόνος μου, κύριε Χρόνε. Γκέγκε;

Επόμενη σελίδα: »