Κάθε χρόνο τέτοια μέρα γράφω κάτι για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Μπορεί να έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε, κι όμως νιώθω την ανάγκη σήμερα να το κάνω περισσότερο από κάθε άλλη φορά.
Πίστευα ότι πρόκειται για μία ιστορία που δε θα ξεχαστεί ποτέ, μία ιστορία που θα γίνει βιβλίο, ταινία, τραγούδι, που θα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και θα θυμίζει σε όποιον την ακούει κάποια πράγματα. Προφανώς, έκανα λάθος, υπερεκτιμώντας τη λειτουργία της μνήμης μας.
Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, τόσο η ατομική όσο και η συλλογική. Μερικές φορές συνειδητοποιείς ότι θυμάσαι πράγματα ασήμαντα, όπως τους στίχους ενός τραγουδιού που έχεις να ακούσεις 20 χρόνια, και άλλες φορές «θυμάσαι» πράγματα που δε συνέβησαν ποτέ, πράγματα που απλά σου είπαν ότι συνέβησαν και τα έχεις μετατρέψει σε αναμνήσεις ή πράγματα που έχεις δει σε όνειρα, και δυσκολεύεσαι να διαχωρίσεις το όνειρο από την πραγματικότητα. Αντίθετα, μερικές φορές κάποιος άλλος σου θυμίζει κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που έπρεπε και ο ίδιος να θυμάσαι, και συνειδητοποιείς ότι μέσα στους λαβύρινθους της μνήμης σου έχει καλυφθεί από ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες και αναμνήσεις. Άλλοι έχουν «καλή» μνήμη και άλλοι «κακή» μνήμη. Όλοι μας όμως έχουμε ελαττωματική μνήμη.
Μόλις τρία χρόνια μετά, θα δεις ανθρώπους να θεωρούν ασήμαντο γεγονός τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, θα δεις άλλους να προσπαθούν να παραχαράξουν τη μνήμη με θεωρίες συνωμοσίας, να λένε «καλά του έκανε του κωλόπαιδου» και άλλους ακόμα και να το έχουν ξεχάσει, να θυμούνται την 6η Δεκεμβρίου επειδή πρέπει να πάρουν τηλέφωνο τον ξάδελφό τους τον Νίκο να του ευχηθούν, και όχι επειδή υπάρχει κάποια επέτειος από πίσω. Ξεχνάμε, και ξεχνάμε γρήγορα.
Για μένα η 6η Δεκεμβρίου είναι μέρα μνήμης. Όπως είναι και η 17η Νοεμβρίου. Σε αντίθεση με τις «εθνικές επετείους» της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου, δεν υπάρχει τίποτα το εθνικό σε αυτές τις μέρες, και γι’αυτό δεν θεωρούνται καν εθνικές επέτειοι (να θυμίσω ότι η 17η Νοεμβρίου είναι εργάσιμη ημέρα). Είναι όμως μέρες που πρέπει να τις θυμόμαστε, ίσως και ακόμα περισσότερο από τις εθνικές επετείους. Γιατί κάτι συνέβη, και μάλιστα κάτι σοβαρό.
Όπως κάτι σοβαρό συνέβη στις 17 Νοεμβρίου του 1985, όταν ο αστυνομικός Μελίστας δολοφόνησε τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά. Ποιος τον θυμάται τον Καλτεζά, όμως; Ποιος τιμά τη μνήμη του; Πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσες κάπου το όνομα του Καλτεζά ή του Μελίστα;
Φοβάμαι ότι μετά από είκοσι χρόνια θα θυμούνται τον Γρηγορόπουλο όσοι θυμούνται σήμερα τον Καλτεζά. Φοβάμαι ότι η μνήμη μας θα λειτουργήσει πάλι ανορθόδοξα, καλύπτοντας τα ονόματα αυτάκάτω από ένα σωρό σκορ ποδοσφαιρικών αγώνων, στίχους τραγουδιών, ονόματα ηθοποιών, «ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις», τηλεοπτικά σόου, και πρακτικά εξαφανίζοντάς τα.
Το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι κι εγώ και να γράφω κάθε χρόνο ένα τέτοιο κείμενο. Και κάποτε, όταν (και αν, γιατί δεν το βλέπω) κάνω παιδιά, να τα πηγαίνω κάθε χρόνο στη γωνία εκείνη στα Εξάρχεια και να τους θυμίζω τι έγινε εκεί το 2008 και γιατί πρέπει να το θυμόμαστε όλοι. Και ελπίζω ότι εκεί θα συναντώ και άλλους ανθρώπους της γενιάς μου, με τα δικά τους παιδιά, που θα κάνουν το ίδιο, την ίδια στιγμή που στα σχολεία θα γίνονται εκδηλώσεις στη μνήμη του Γρηγορόπουλου.
Όμως προσοχή: Μνήμη δε σημαίνει μίσος. Είναι άλλο πράγμα να τιμάς τη μνήμη ενός νεκρού και άλλο πράγμα να εκδικείσαι στο όνομά του. Στα παιδιά μας δε θα πρέπει να μάθουμε το μίσος, αλλά τη μνήμη.
Άσε λοιπόν τους δολοφόνους του Γρηγορόπουλου, άσε τον Κούγια, άσε τον Μελίστα. Να θυμάσαι όμως τι αντιπροσωπεύουν όλοι αυτοί και από τι πρέπει να φυλάγεσαι. Και πάνω απ’όλα: Να μην ξεχάσεις ποτέ τον Γρηγορόπουλο και τον Καλτεζά, και κυρίως αυτό που αντιπροσωπεύουν: Τα αθώα θύματα μίας ανεξέλεγκτης εξουσίας.