Άλλη μια βόλτα στα Εξάρχεια, άλλη μία (υποκειμενικά) υπέροχη συλλογή από φωτογραφίες. Αν συνεχιστούν οι απεργίες των ΜΜΜ, ενδέχεται να αποκτήσουν σύντομα κι άλλα αδελφάκια. Κάποιες από τις φωτό, βέβαια, είναι λίγο θολές και το κατάλαβα όταν τις είδα – υποθέτω ότι οφείλεται στην έλλειψη καφέ. Πάμε να δούμε τι βρήκα σήμερα (κυρίως περιμετρικά του λόφου του Στρέφη – Βουλγαροκτόνου, Καλλιδρομίου, Μπενάκη, εκεί).

(νόμιζες ότι τα πατουσάκια κάνουν θραυση μόνο στο Instagram; Λάθος!)

 

(ένα κοινωνικό μήνυμα από τον Γιωργάκη τον slow)

 

(μπες μες στο παραβάν και βγάλε το κολάν)

(πέσαμε όλοι στην παγίδα του πραγματικού Χαχανούλη και ανοίξαμε το δώρο)

(ο κόσμος μας θα αλλάξει όταν εκλείψουν τα ορθογραφικά λάθη)

(μία συγκλονιστική ερωτική εξομολόγηση κάποιου στον εαυτό του)

(πράγματι, "κάτι έπρεπε να γραφτεί εδώ")

(μπορώ να έχω ένα για κατοικίδιο; Θα με βολέψει πολύ όταν θα έχουν πάλι απεργία τα ΜΜΜ.)

(το φιλοσοφικό ερώτημα που ταλανίζει εδώ και αιώνες την ανθρωπότητα, τώρα και σε σπρέι)

(τι να την κάνεις την τέχνη άμα τα έχεις όλα εξασφαλισμένα, ε;)

(δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το θρυλικό σύνθημα δεν υπήρχε μέχρι τώρα στη συλλογή μου)

(ένα ακόμα θρυλικό σύνθημα, που σιγά-σιγά ξαναγίνεται επίκαιρο)

(για μένα, ό,τι καλύτερο βρήκα σήμερα. Όποιος έχει πάει έστω και μία φορά σε γάμο ξέρει.)

(αν δε βρεις στίχους των Panx Romana στα Εξάρχεια, πού θα τους βρεις;)

(Πλάτωνας, όχι Ζάναξ)

(επί του πρακτέου, όμως, οι πράξεις πράττονται από πράκτορες)

("όσο θα υπάρχουν νεράιδες είναι χρέος, να γίνουμε ποιητές". Καλύτερα να μην τους πούμε ότι δεν υπάρχουν νεράιδες, ε;)

(κάπως αλλιώς το θυμάμαι, αλλά δε βαριέσαι...)

(πρέπει να παραδεχτείς ότι τον βούλωσε ωραία)

(εντάξει, LOL. Και ROFL μη σου πω.)


Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, ειδικά όταν μιλάμε για ένα post που αποτελείται από φωτογραφίες, οι οποίες αξίζουν όσο χίλιες λέξεις η καθεμία και άρα είναι φλύαρο από μόνο του. Οπότε πάμε να δούμε μαζί τις φωτογραφίες που έβγαλα στη σημερινή βόλτα μου, που ξεκίνησε από την Πανόρμου, συνεχίστηκε στην Ασκληπιού και ολοκληρώθηκε στην πλατεία Εξαρχείων.

("α, το καημένο το κροκοδειλάκιιιιιιιιιιιιιιιιι)

("More power to the weatherman"; Μόνο εμένα αυτό μου θύμισε τραγούδι των B*Witched; Μάλλον, ε; Καλά, σκάω.)

(ναι, ξέρω, είναι off-season, αλλά τα Χριστούγεννα θα το βάλω για background στον υπολογιστή.)

 

(έξυπνο, το γράφουμε σε engreek για να μην το καταλάβουν αυτοί στους οποίους απευθύνεται.)

(μη με ρωτήσεις γιατί την έβγαλα αυτή. Pure art γαμώτο.)

(δεν καταλαβαίνω τι λέει, αλλά καταλαβαίνω ότι είναι στα αλβανικά. Και πολύ μου αρέσει να βλέπω συνθήματα γραμμένα σε άλλη γλώσσα μέσα στην πόλη μου.)

(στο Λύκειο είχα γράψει ένα ολόκληρο ποίημα με αφορμή αυτόν τον στίχο. Ευτυχώς χάθηκε μυστηριωδώς μαζί με όλα τα άλλα πονήματά μου από εκείνη την περίοδο)

(ο κοκοβιός ψάρι δεν είναι; Τι σχέση έχει με τους μπάτσους δεν ξέρω. Ούτε και με ενδιαφέρει, να σου πω, αρκεί να βγαίνει η ομοιοκαταληξία.)

(ε, μετά θα μας φάει. Και έζησε η υστερία καλά κι εμάς μας έφαγε.)

(δεν έχω λόγια. Ειλικρινά, δεν έχω.)

(εγώ να την υποτιμήσω; 100 κιλά έχω πάρει προκειμένου να την αντιμετωπίσω.)

(το πρόβλημα δεν είναι όταν ουρλιάζουν. όταν δαγκώνουν είναι.)

(όποιος διαφωνεί να σηκώσει το χέρι του...κανείς; Ωραία.)

(όντως, δε βγαίνει άκρη "κοντέ μου".)

(στίχοι από ένα χιπ-χοπ τραγούδι. Μη με κοιτάς έτσι, ούτε εγώ το ήξερα, google search έκανα.)

(ακόμα μία έκφραση του πατροπαράδοτου Μπα-Γου-Δο)

(...είπε ο Κορκολής και έμεινε στην ιστορία)

(ευτυχώς, εγώ πάντα Κόλαση ήθελα να πάω, στον Παράδεισο πάνε οι ξενέρωτοι, δε θα είχα με ποιον να μιλήσω για μπάλα)

(μα τι γλυκόοοοοοοοοοοοοοο)

(κοινώς, πάρτε τη χώρα σας και σ'άλλον γαλαξία)

(αυτά τα λέτε εσείς οι άσχημοι.)

(μα ποιος ζωγραφίζει με ροζ μαρκαδόρο; ΡΟΖ;)

(last but not least. Βασικά, τελευταία και φαρμακερή. Ίσως ό,τι καλύτερο έχω δει εδώ και πολλούς μήνες. Τα συγχαρητήριά μου στον καλλιτέχνη, πάντα τέτοια εύχομαι)


Αγαπητό ημερολόγιο,

ναι, το ξέρω, σε έχω παραμελήσει τελείως. Είμαι ένα απαίσιο αφεντικό, το ξέρω. Αράχνες έχεις πιάσει εδώ πέρα. Από την άλλη, ίσως να σε παρηγορήσει το γεγονός ότι μαζί με σένα έχω παραμελήσει και οτιδήποτε άλλο δεν σχετίζεται με τη δουλειά. Η προσωπική μου ζωή συνοψίζεται στις λέξεις «μαμ, κακά και νάνι». Όχι πως παλιά ήταν και πολύ διαφορετικά τα πράγματα, όμως τουλάχιστον τότε είχα άφθονο χρόνο για πολύ μαμ, πολλά κακά και (κυρίως) πολύ νάνι. Και καμιά καταχώρηση στο ημερολόγιό μου, πού και πού. Τώρα, το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να ξαπλώνω το βράδυ στο κρεβάτι μου πριν με πάρει ο ύπνος με το έτσι θέλω, και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω το επόμενο πρωί πιο κουρασμένος απ’ό,τι ήμουν όταν κοιμήθηκα. Άραγε αξίζουν όλα αυτά για έναν μισθό;

Είναι λίγο αστείο, αν το σκεφτείς: Δουλεύουμε για να μπορούμε να ζήσουμε αξιοπρεπώς. Και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, «αξιοπρεπώς» σημαίνει να σκοτωνόμαστε στη δουλειά όλη μέρα και όταν δεν δουλεύουμε να τσιγαρίζουμε εγκεφαλικά κύτταρα μπροστά στην τηλεόραση ή να μας παίρνει ο ύπνος πριν προλάβουμε να κάνουμε τίποτα μου μας ευχαριστεί. Και το Σαββατοκύριακο περνάει τόσο γρήγορα, που πριν το καταλάβεις η Παρασκευή έχει γίνει Δευτέρα και είσαι πάλι στη δουλειά. Ναι, είναι κάπως παράξενη η ιδέα που έχει ο κόσμος για την «αξιοπρεπή» ζωή.

Το μυστικό για να μη σιχαίνεσαι τον εαυτό σου μέσα σε αυτό το μονότονο μοτίβο «δουλειά-σπίτι-δουλειά» είναι να μπορείς να του προσφέρεις μικρές απολαύσεις. Να του πάρεις μία σοκολάτα μετά τη δουλειά, έτσι, σαν επιβράβευση για τον κόπο του. Να πάρεις μια μέρα, αντί για έναν ταπεινό φραπέ, ένα ωραίο ρόφημα με σιρόπια και σαντιγί, έτσι, για να του δώσεις κουράγιο για τη δύσκολη μέρα που ξεκινάει. Και, το σημαντικότερο, να του διεγείρεις την εγκεφαλική λειτουργία, η οποία συνήθως επηρεάζεται αρνητικά από τη ρουτίνα, με έσχατο αποτέλεσμα την αποχαύνωση μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο.

Για να καλύψω αυτήν την ανάγκη, πριν από μερικές εβδομάδες γράφτηκα σε μία σειρά από σεμινάρια δημιουργικής γραφής (με την ανεκτίμητη βοήθεια της φίλης μου της Λ., να τα λέμε αυτά). Στο πλαίσιο αυτών των σεμιναρίων, κάθε εβδομάδα μαθαίνω καινούργια πράγματα και γράφω και ένα διήγημα, «αναγκάζοντας» έτσι τον εγκέφαλό μου να βρίσκεται σε εγρήγορση (και φυσικά, ξυπνώντας από τον λήθαργο την ανάγκη μου να γράφω). Θα σου τα δείχνω κι εσένα, να, πάρε εδώ τα δύο πρώτα. Θα ακολουθήσουν κι άλλα.

Και βέβαια, όταν μιλάμε για μικρές απολαύσεις, υπάρχει πάντα και η φωτογραφία. Ξέρεις, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του να δουλεύεις στα Εξάρχεια είναι ότι πάντα (μα ΠΑΝΤΑ) θα βρεις κάτι να φωτογραφίσεις. Ειδικά άμα έχεις και όρεξη να ψάξεις λίγο παραπάνω, μπορείς να βρεις πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Όπως αυτά:

Η Χιονάτη πήρε τ'όπλο της. Και δεν αστειεύεται. Να θυμίσω ότι στην φράξια της Χιονάτης ανήκει και η Στρουμφίτα.

Οι τοίχοι της Ιουδαίας γέμισαν με αυτό το σύνθημα, μετά την σταύρωση του Χριστού (και πριν την ανάστασή του)

Χμμμμμμ... "Έβαλα τα κλάματα";

Αυτό είναι προσβολή. Καλά να τους λες "μπάτσους", καλά να τους λες "γουρούνια", καλά να τους λες και "δολοφόνους". Αλλά "διαφημίσεις"; Όχι, αυτό πάει πολύ.

Ναι, καλά. Πιο εύκολο είναι να γίνει εδώ και τώρα η επανάσταση, παρά η δίαιτα.

Κατά τ’άλλα, μπορώ να πω ότι αυτό το Πάσχα πέρασε αναίμακτα – αν εξαιρέσεις, φυσικά, τον Χριστό (πριν την Ανάσταση), τρεις νεκρούς από βεγγαλικά, καμιά δεκαριά από τροχαία, ένα εκατομμύριο αρνιά και δέκα εκατομμύρια κοτόπουλα. Ξέρεις, ποτέ δε συμπάθησα ιδιαίτερα το Πάσχα, και ειδικά την ψυχαναγκαστική Μεγάλη Εβδομάδα, όμως στην παρούσα φάση θα εκτιμούσα οποιαδήποτε γιορτή φέρνει μαζί της ένα τετραήμερο ξεκούρασης, ακόμα κι αν ήταν η Παγκόσμια Μέρα Οδοντιάτρων και έπρεπε όλοι να πηγαίνουμε για απονευρώσεις και εξαγωγές δοντιών. Θυμάμαι ότι στον Στρατό δεν έδωσα αίμα όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, παρά το κίνητρο της διήμερης τιμητικής άδειας – πάντα είχα ένα προβληματάκι με τις βελόνες, αλλά όχι μεγαλύτερο από αυτό που έχουν οι βελόνες εναντίον μου. Αν μου το πρότειναν τώρα, θα έδινα αδιαμαρτύρητα αίμα, σπέρμα, μυελό των οστών κι ένα νεφρό δώρο.

Θα σε αφήσω τώρα. Έχω ένα διήγημα να γράψω για την Παρασκευή και πάω να συγκεντρώσω φαιά ουσία όσο είναι καιρός, πριν αρχίσει η εβδομάδα και τη μαζεύω με το σταγονόμετρο. Ελπίζω την επόμενη φορά που θα τα πούμε να μην έχεις πιάσει αράχνες. Αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα.


Αγαπητό ημερολόγιο,

άλλη μία εβδομάδα πέρασε, άλλες επτά μέρες προστέθηκαν στη συλλογή μου, η οποία πολύ σύντομα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα φτάσει τα 9.500 χιλιάδες κομμάτια, απέχοντας πάντως σημαντικά από τα 15.001 που είχε συγκεντρώσει ο Τζίμης Πανούσης στο «Κάγκελα Παντού» και στα οποία φιλοδοξώ κάποτε να φτάσω, πριν βαρεθώ και σταματήσω να μαζεύω. Βλέπεις, και οι μέρες είναι σαν τα αυτοκόλλητα της Panini: Και τα δύο κατά βάθος δε σταματάς ποτέ να θέλεις να τα μαζεύεις και να τα κολλάς στο άλμπουμ, αλλά από κάποιο σημείο και μετά συνειδητοποιείς ότι είσαι πια πολύ μεγάλος για να συνεχίσεις να ασχολείσαι με τέτοιες συλλογές.

Κάτι τέτοια υπαρξιακά διλήμματα περνάνε από το μυαλό μου όταν είμαι στο μετρό μέρες σαν την περασμένη Πέμπτη, που το κινητό μου είχε ξεμείνει από μπαταρία, το PSP βρισκόταν ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι και το μόνο που είχα πάνω μου και μπορούσα να διαβάσω ήταν το χτυπημένο εισιτήριό μου, που δεν αντέχει σε παραπάνω από 20 αναγνώσεις, όπως διαπίστωσα, με αποτέλεσμα να μην έχω απολύτως τίποτα να κάνω στο μετρό, πέρα από το να μετράω τα φώτα στη διαδρομή (που είναι εκνευριστικό, γιατί κάθε τόσο υπάρχει μια καμένη λάμπα και σε μπερδεύει, και αναπόφευκτα χάνεις το μέτρημα και πεισμώνεις και ψάχνεις να βρεις κάτι άλλο να κάνεις, μέχρι που ξαναρχίζεις από την αρχή να μετράς τα φώτα, και ούτω καθεξής) και να σκαρώνω υπαρξιακά διλήμματα που θα έκαναν πραγματικά υπερήφανο τον Σαρτρ που προνόησε να αφήσει αυτόν τον μάταιο κόσμο αρκετά νωρίς ώστε να μην τα ακούσει ποτέ.

Ξέρεις κάτι; Είσαι πια ένα τυχερό ημερολόγιο. Όταν ήμουν άνεργος, όλες αυτές οι υπαρξιακές ανησυχίες, οι αμπελοφιλοσοφίες και εν γένει οι παπαριές που περνάνε από το κεφάλι μου καθημερινά (και ων ουκ έστιν αριθμός) κατέληγαν σε σένα. Τώρα που δουλεύω, δεν προλαβαίνω να σου τις πω και δεν είμαι αρκετά οργανωτικός για να τις καταγράψω, με αποτέλεσμα αυτές να διοχετεύονται στα βαγόνια του μετρό και πιθανώς να μεταδίδονται σε ανύποπτους συνεπιβάτες μου, ταλαιπωρώντας αυτούς αντί για σένα. Ναι, μπορείς να πεις ότι πλέον έχω αναβαθμιστεί από απλός βασανιστής ενός ημερολογίου σε αόρατη μάστιγα του μετρό. (ακολουθεί σατανικό γέλιο) BWAHAHAHAHAHAHAHAHAHAHAHAHA! (είμαι τόσο σατανικός, που ξεσήκωσα το σατανικά σατανικό γέλιο του Bowser/Koopa, του «κακού» στο Super Mario. Τόσο σατανικός, ναι. Κανένα έλεος.)

Στο μεταξύ, κάποια στιγμή που εγώ δούλευα πυρετωδώς και δεν το πήρα χαμπάρι, ήρθε η Άνοιξη. Περίμενα ότι θα μου χτυπούσε την πόρτα, σαν κυρία που είναι, και θα περίμενε υπομονετικά να της ανοίξω («να ανοίξω στην Άνοιξη»; Χμμμμ…), αλλά αυτή μπήκε αθόρυβα με το έτσι θέλω, μου έριξε μια γερή δόση φτερνιζόσκονης όπως κάθε χρόνο (είναι η αγαπημένη της φάρσα, αν και έχει αρχίσει να με κουράζει λίγο) και μου κατσικώθηκε για τρεις μήνες στον σβέρκο. Βέβαια, δεν μπορώ να της κρατήσω κακία, γιατί μπορεί να με ταλαιπωρεί έτσι κάθε χρόνο, αλλά τουλάχιστον φέρνει μαζί της τα γενέθλιά μου, ένα Πάσχα και δυο-τρία άλλα δωράκια που με κάνουν να ξεχάσω τα καπρίτσια της. Πρέπει να της το αναγνωρίσω: Η Άνοιξη δεν έρχεται ποτέ με άδεια χέρια (αντίθετα με εκείνο το αγενέστατο, στραβομούτσουνο Φθινόπωρο, που μόνο μια-δυο αργίες φέρνει, κι αυτές αν τι θυμηθεί και με μισή καρδιά).

Πάντως, κάτι μου συμβαίνει τις τελευταίες μέρες. Πρώτα απ’όλα, έχω πλέον συμπληρώσει ένα μήνα δουλειάς και ούτε μία φορά δεν παρακοιμήθηκα το πρωί. Αντίθετα, ξυπνάω πριν κι από το ξυπνητήρι, το οποίο μάλιστα μου εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για το εργασιακό του μέλλον, δεδομένης και της οικονομικής κρίσης, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Επίσης, σιγά-σιγά μειώνεται ο χρόνος που αφιερώνω στα βιντεοπαιχνίδια, και αντίθετα αυξάνεται ο χρόνος που ξοδεύω για να διαβάσω βιβλία ή να αναζητήσω νέες μουσικές. Τέλος, νομίζω ότι έχει μειωθεί αισθητά η όρεξή μου για φαγητό, με άμεσο φόβο στο εγγύς μέλλον να μειωθεί και το βάρος μου. Με άλλα λόγια, έχω αλλοτριωθεί σαν άνθρωπος. Ή, για να το πω με έναν πιο κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, ωριμάζω. Και, για να είμαι ειλικρινής, δε μου αρέσει καθόλου.

(μεταξύ μας, και στην εφηβεία καθόλου δε μου άρεσε όταν άρχισα να βγάζω τρίχες, αλλά τελικά όχι μόνο το αποδέχθηκα, αλλά φροντίζω να δείχνω αρκετές από αυτές, αποφεύγοντας με τακτικούς ελιγμούς το ξύρισμα εδώ και έναν ολόκληρο μήνα. Φάση είναι, θα περάσει.)

Προχθές, όμως, ήμουν και πάλι ο παλιός, κακός εαυτός μου. Στο πάρτυ που πήγα με τον φίλο μου τον Κ., περάσαμε εξαιρετικά, κυρίως επειδή βρήκαμε καλή παρέα εκεί (και επειδή μπορούσαμε να έχουμε 2-3 δωρεάν ποτά, έστω κι αν τα δικά μου ήταν Kiwi Sprite, που έχουν τόσο αλκοόλ όσο μία πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό). Βέβαια, όταν ήρθε η ώρα του χορού, απέδειξα στον εαυτό μου ότι όσα βιβλία και να διαβάσω, όσο ψαγμένη μουσική κι αν ακούσω και όσες μέρες κι αν προσθέσω στη συλλογή μου, θα είμαι πάντα ο άγαρμπος, ατσούμπαλος, ανίδεος από χορό Stranger που ήμουν και στα 15 μου, και στα 20 μου, και στα 25 μου, και πάντα. Γιατί όταν η Χ. με έπιασε από το χέρι για να χορέψω μαζί της, έπαθα κοκομπλόκο (για να το θέσω επιστημονικά). Λες και δεν υπήρχε μουσική, δεν υπήρχε ρυθμός και βρισκόμουν στο απόλυτο κενό του διαστήματος, αιωρούμενος στο πουθενά. Φυσικά, δεν πτοήθηκα καθόλου, αφού ούτε η πρώτη φορά που μου συνέβη ήταν, και πιθανότατα ούτε και η τελευταία. Τι να κάνουμε, δεν είμαστε όλοι προορισμένοι για το Dancing With The Stars. Βέβαια, ούτε και ο Λάτσιος ήταν, αλλά είδες πού έφτασε. Τέλος πάντων.

Και τώρα θα σε καληνυχτίσω γλυκά και θα σε αφήσω, φορτώνοντάς σου όμως έναν ακόμα βαθύ υπαρξιακό προβληματισμό – είπαμε, ανέβηκα επίπεδο, αλλά μου αρέσει ακόμα να σε ταλαιπωρώ με κάτι τέτοια. Κάνε, λοιπόν, τα φύλλα σου κομφετί, ψάχνοντας την απάντηση στο αμείλικτο ερώτημα:


Αγαπητό ημερολόγιο,

ξέρω, νιώθεις παραμελημένο. Νιώθεις ότι πλέον παίζεις δεύτερο ρόλο στη ζωή μου, χωρίς καν να ελπίζεις σε ένα Όσκαρ Β’ Ημερολογιακού Ρόλου. Ότι είσαι κομπάρσος σε μια ταινία του Μπρους Λι, απ’αυτούς που τρώνε μια σφαλιάρα, ξαπλώνονται στο χώμα και μετά δεν ξαναεμφανίζονται στο έργο. Ότι είσαι ένας ταπεινός χορευτής σε ένα βιντεοκλίπ της Lady GaGa, που κάνει μια σβούρα μπροστά στην κάμερα και όλο το υπόλοιπο χορευτικό του κόβεται στο μοντάζ. Ότι είσαι ο αιώνιος παγκίτης ποδοσφαιριστής που ο προπονητής τον βάζει στο ματς πάντα στις καθυστερήσεις, ίσα-ίσα για να εξαντλήσει τις τρεις αλλαγές του. Ότι είσαι ένας παππούς που τον έχει ξεφορτώσει το παιδί του σε ένα γηροκομείο, και κάθεται μόνος του στο κρεβάτι του, κοιτώντας το άπειρο απ’το παράθυρο και ακούγοντας το «Eleanor Rigby». Τέλος πάντων, νιώθεις παραμελημένο. Έχεις δίκιο.

Θα μπορούσα να σου βρω δεκάδες δικαιολογίες που δεν σου γράφω πιο συχνά. Θα μπορούσα να σου πω ότι χτυπάω 12ωρα στη δουλειά, και όταν γυρίζω στο σπίτι ίσα που προλαβαίνω να κάνω ένα μπάνιο πριν πέσω για ύπνο – αλλά θα ήταν ψέμα, γιατί συνήθως είμαι σπίτι πριν τις 8 το βράδυ, και έχω μερικές ωρίτσες που μπορώ να αφιερώσω στον εαυτό μου, και άρα και σε σένα. Θα μπορούσα να σου πω για τα απίστευτα βασανιστήρια στα οποία με υποβάλλουν στο γραφείο, που περιλαμβάνουν σβήσιμο τσιγάρων στις ρώγες μου, ξερίζωμα περιττών δαχτύλων των ποδιών με τανάλια και αναγκαστικό καθημερινό ξύρισμα – αλλά θα ήταν κατάφωρο ψέμα, αφού οι συνάδελφοί μου είναι μια χαρά άνθρωποι, το εργασιακό μου περιβάλλον είναι ικανοποιητικό και κανείς μέχρι τώρα δε μου έχει ζητήσει να ξυριστώ (και επομένως δεν το έχω κάνει). Ε, και μετά θα μπορούσα να σου πω ότι με απήγαγαν εξωγήινοι και με πήγαν μια βόλτα από το Άλφα του Κενταύρου να δω τα αξιοθέατα και να δοκιμάσω τοπικές σπεσιαλιτέ, οπότε δεν προλάβαινα να σου γράψω – αλλά και αυτό θα ήταν ψέμα, έστω και ευφάνταστο.

Η αλήθεια είναι ότι όλο και περισσότερο, νιώθω ότι ο χρόνος δε μου φτάνει. Ότι ένα 24ωρο δε με καλύπτει για να κάνω όλα όσα θέλω. Πάντα πρέπει από κάπου να κόψω κάτι: Είτε να κόψω λίγο ύπνο για να κάνω κάτι ευχάριστο ή για να δουλέψω λίγο παραπάνω, είτε να κόψω λίγη από τη διασκέδασή μου για να κοιμηθώ και λίγο ή να δουλέψω λίγο παραπάνω (αλλά ποτέ να κόψω λίγη δουλειά για να κοιμηθώ ή να διασκεδάσω – αυτές είναι οι αδικίες της ζωής). Ακόμα και το Σαββατοκύριακο δε φαίνεται αρκετό. Πάλι θα βγεις με κάποιον φίλο, θα κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με τους γονείς σου, που έχεις να τους δεις ουσιαστικά από το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, κι ας ζείτε στο ίδιο σπίτι, πάλι δεν θα έχεις αρκετό χρόνο για να ασχοληθείς με τον εαυτό σου. Ο εαυτός σου, αυτός ο τύπος που είναι τόσο ενοχλητικός όταν είσαι άνεργος και πρέπει να ανέχεσαι κάθε μέρα όλη μέρα τα καπρίτσια του, όταν είσαι εργαζόμενος δε μοιάζει πια τόσο ενοχλητικός. Δεν απαιτεί πια να ικανοποιήσεις τα βίτσια του με αυστηρό τρόπο, αλλά σε παρακαλάει, σε εκλιπαρεί να του δώσεις λίγη προσοχή, λίγη ικανοποίηση, λίγη στοργή και προδέρμ, ρε παιδί μου. Εαυτός σου είναι, αίμα σου, το ίδιο DNA έχετε, πώς μπορείς να τον παραμελείς έτσι;

Βέβαια, όσο περνάει ο καιρός νομίζω ότι κι ο εαυτός μου αρχίζει και συμβιβάζεται. Κάθε τόσο του δίνω κάτι παραπάνω: Του βάζω να ακούσει μουσική στη δουλειά, και για λίγο έστω νιώθει ότι δε δουλεύει, αλλά απλά κάτι κάνει στον υπολογιστή του. Ή του αγοράζω το πρωί τον αγαπημένο του καφέ, και για μια-δυο ώρες δεν καταλαβαίνει καν ότι δουλεύει, μέχρι να περάσει η επίδρασή του και να αρχίσει πάλι την γκρίνια. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πια την πολυτέλεια να του κάνω όλα τα χατίρια, και αργά ή γρήγορα θα μάθει να συμβιβάζεται με αυτές τις μικρές χαρές και να μην περιμένει τίποτα παραπάνω. Και είναι λίγο μίζερο αυτό – δεν του το έχω πει ακόμα, γιατί ξέρω ότι θα με πρήξει με την γκρίνια του. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα το καταλάβει από μόνος του, χωρίς να έχουμε δράματα.

Όλο αυτό το παραλήρημα, που θα μπορούσε να υποδηλώνει μία τάση προς τον διχασμό προσωπικότητας (κάτι που δεν θα ήταν και τόσο παράξενο για έναν άνθρωπο που πλέον περισσότεροι τον γνωρίζουν σαν Stranger, παρά με το πραγματικό του όνομα), υπηρετεί έναν και μόνο σκοπό: Να σου εξηγήσω ότι δε φταις εσύ που δε σου γράφω, δε φταίω ούτε εγώ που προτιμώ να χαλαρώσω λίγο το βράδυ παίζοντας PSP ή βλέποντας χαζοχαρούμενες τηλεοπτικές εκπομπές, παρά να στύψω το μυαλό μου για να βρω κάτι να σου γράψω. Φταίει ο τρόπος ζωής μας. Φταίει που αναγκαστικά η δουλειά μας έχει απόλυτη προτεραιότητα απέναντι σε οτιδήποτε άλλο, ακριβώς επειδή αυτή είναι που μας επιτρέπει να κάνουμε οτιδήποτε άλλο, με το χρηματικό αντίτιμο που μας παρέχει. Έχουμε παραχωρήσει ένα σημαντικο κομμάτι της ελευθερίας μας σε ένα αφεντικό, ή έστω σε μία εταιρεία, ακόμα κι αν είναι δική μας, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στον εαυτό μας, αυτό το 10χρονο παιδάκι που το μόνο που θέλει είναι να διασκεδάζει και να περνάει καλά. Αυτό το 10χρονο παιδάκι που θα ήθελε να κρατάει ημερολόγιο και να γράφει κάθε μέρα, να είναι όλη μέρα στο δρόμο και να φωτογραφίζει τους τοίχους, να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια σαν να μην υπάρχει αύριο, αυτό το παιδάκι γκρινιάζει. Θέλει περισσότερο χρόνο. Θέλει την προσοχή σου. Μόνο που, μετά από αρκετά χρόνια απόλυτης κυριαρχίας, αυτό το παιδάκι πρέπει να καταλάβει ότι δεν μπορεί πάντα να περνάει το δικό του. Όχι επειδή δε θες να του κάνεις πάντα το χατίρι, αλλά επειδή δε γίνεται. Και δυστυχώς, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Ελπίζω ο κακομαθημένος εαυτός μου να καταλάβει κάποτε.

Αλλά αλήθεια, τι είναι η ζωή χωρίς αυτό το παιδάκι να σε τραβάει από το μανίκι κάθε τόσο;

Αυτό ακριβώς...


Αγαπητό ημερολόγιο,

θυμάσαι που, όταν ήμουν άνεργος, σου έλεγα πόσο γρήγορα περνάνε οι μέρες, που δεν καταλάβαινα για πότε η Δευτέρα γινόταν Πέμπτη ή Παρασκευή κι όλα αυτά; Περίμενα ότι η δουλειά θα τα άλλαζε όλα αυτά. Αλλά τελικά τα πράγματα δεν άλλαξαν τόσο φοβερά όσο περίμενα: 9 μέρες πέρασαν από την τελευταία φορά που σου έγραψα, και θα’παιρνα όρκο ότι μόλις προχθές ήμουν πάλι εδώ στημένος και σου έγραφα. Φαίνεται πως ο χρόνος όταν εργάζεσαι λειτουργεί διχασμένα: Όταν είσαι στη δουλειά, οι ώρες περνούν αργά (και ενίοτε βασανιστικά), τόσο που να νομίζεις ότι το ρολόι του υπολογιστή έχει χαλάσει, κι ας είναι πρακτικά αδύνατον αυτό, όμως ο πραγματικός σου χρόνος, ο ελεύθερος, μειώνεται επικίνδυνα, σε σημείο που να μην προλαβαίνεις να κάνεις τίποτα ευχάριστο πριν πέσεις για ύπνο το βράδυ. Κι έτσι, όταν χτυπάει το ξυπνητήρι το πρωί δεν έχεις ιδέα τι μέρα είναι – αλλά ξέρεις ότι δεν είναι Σαββατοκύριακο, γιατί αλλιώς δεν θα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Αναρωτιέσαι «τι έκανα χθες; Τι είδα στην τηλεόραση; Τι έπαιξα στον υπολογιστή; Τι βιβλίο διάβασα;», και δεν μπορείς να θυμηθείς, γιατί το πιο πιθανό ειναι ότι δεν πρόλαβες να κάνεις τίποτα από αυτά. Ή μπορεί να θυμηθείς τι έκανες, και μετά από λίγο να συνειδητοποιήσεις ότι δεν το έκανες χθες, αλλά πριν μία εβδομάδα, αλλά θα έβαζες το χέρι σου στη φωτιά ότι έγινε χθες. Και ευτυχώς που δεν το έβαλες, γιατί θα πάθαινες εγκαύματα τρίτου βαθμού.

Όμως, σήμερα θα σε εκπλήξω: Δε σκοπεύω να γκρινιάξω (άλλο). Αντίθετα, τις τελευταίες μέρες νιώθω πολύ καλύτερα, τόσο που δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Πρέπει να πέρασε αυτό το διάστημα προσαρμογής που λένε, και δεν το πήρα χαμπάρι. Ενώ τις πρώτες δύο εβδομάδες ένιωθα φοβερά κουρασμένος πριν και μετά τη δουλειά, και έπαιρνα το λεωφορείο ακόμα και για τη διαδρομή 15 λεπτών με τα πόδια από το σπίτι μου μέχρι τον σταθμό του μετρό, τώρα κάνω αυτή τη διαδρομή με τα πόδια, δύο φορές τη μέρα, και νιώθω μια χαρά. Ακόμα και χθες, που πήγα στη δουλειά άγρια ξενυχτισμένος από την ολονυχτία των βραβείων Όσκαρ (κι όλα αυτά για να δω τον Φίντσερ να χάνει το Όσκαρ Σκηνοθεσίας – αλλά ας μην ανοίξουμε αυτήν την κουβέντα), ούτε καν χασμουρήθηκα. Απλά, το βράδυ έπεσα στο κρεβάτι σαν τούβλο που πέφτει από την κορυφή του Empire State Building. Με άλλα λόγια, έχω μέσα μου φοβερή ενέργεια, την οποία δυστυχώς σοαταλάω για άλλους λόγους από αυτούς που πραγματικά θα ήθελα, αλλά είπαμε ότι σήμερα δε θέλω να γκρινιάξω, οπότε θα σου πω ότι είναι ωραίο να έχεις τόση ενέργεια, νιώθεις πολύ ανθρώπινος.

Επίσης, τις τελευταίες μέρες νιώθω καλύτερα με τον εαυτό μου και για έναν άλλο λόγο: Πλέον, το εισιτήριο που χτυπάω στο μετρό δεν το κρατάω στην τσέπη μου (που ήταν και ο βασικός λόγος που έχουν μαζευτεί καμιά 50αριά χτυπημένα εισιτήρια στο κομοδίνο μου), αλλά το αφήνω για να το χρησιμοποιήσει κάποιος άλλος. Το δικό μου «ταξίδι» διαρκεί λιγότερη από μισή ώρα, οπότε γιατί να πάει χαμένη η υπόλοιπη μία ώρα που διαρκεί το εισιτήριο; Όλα ξεκίνησαν την προηγούμενη Τρίτη, όταν για πρώτη φορά αποφάσισα να γυρίσω με τα πόδια, και όχι με λεωφορείο, και άρα δε χρειαζόμουν πια το εισιτήριό μου. Κι έτσι το άφησα σε εμφανές σημείο. Το επόμενο πρωί, καθώς περίμενα στην ουρά για να βγάλω εισιτήριο από το μηχάνημα, ένας από αυτούς που είχε μόλις βγει από το μετρό με ακούμπησε συνωμοτικά στην πλάτη και μου έδωσε το εισιτήριό του. Ένιωσα σαν κάποιος να μου επέστρεφε το καλό. Και από τότε το κάνω συνέχεια (κι ας μη μου το έχει επιστρέψει κανένας άλλος).

Βέβαια, δε συμφωνούν όλοι με την παραχώρηση του εισιτηρίου. Σε μία κουβέντα που είχα πρόσφατα, προσπάθησαν να με πείσουν ότι το εισιτήριο είναι προσωποπαγές, το αγοράζω αποκλειστικά και μόνο για τις δικές μου μετακινήσεις και απαγορεύεται να το μεταβιβάσω στον οποιονδήποτε, ακόμα κι αν είναι η μάνα μου ή ο αδερφός μου – πόσο μάλλον ένας ξένος. Ότι με αυτήν την πρακτική χάνει λεφτά η εταιρεία, και άρα αν το κάνω αυτό αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει σε νέα αύξηση του εισιτηρίου ή/και σε μείωση των δρομολογίων, επειδή δε θα βγαίνουν τα έξοδα της εταιρείας. Και ότι, αν είμαι τόσο αλτρουιστής, τότε θα έπρεπε να δίνω στον άλλο το εισιτήριο πριν το ακυρώσω, και να παίρνω άλλο εισιτήριο για τον εαυτό μου. Εγώ, όμως, αυτό το θέμα δεν μπορώ να το δω επιχειρηματικά. Χέστηκα για την εταιρεία. Εγώ δεν κάνω αυτό που κάνω επειδή θέλω να καταστρέψω το κράτος, ούτε για να πάω κόντρα σε κανέναν. Το κάνω επειδή πιστεύω ότι είναι ανθρώπινο. Ότι είναι ωραίο πράγμα να βοηθάς έστω κι έτσι έναν συνάνθρωπό σου. Ναι, είναι μία εντελώς ανέξοδη βοήθεια, και δεν το λες και φιλανθρωπία. Αλλά για την ώρα είμαι τόσο άφραγκος, που δεν μπορώ να κάνω και τίποτα άλλο. Είναι ο δικός μου, χαζός τρόπος να κάνω τον κόσμο καλύτερο. Και ας με πιάσουν μια μέρα να το κάνω, κι ας μου ρίξουν πρόστιμο ή οτιδήποτε – έχω συνηθίσει πια την αντίδραση της καθεστηκυίας τάξης απέναντι σε καθετί ανθρώπινο, προστατεύοντας καθετί απρόσωπο.

Δεν έχω κάτι άλλο να σου πω για την εβδομάδα που μας πέρασε. Είναι εμφανής, νομίζω, η βελτίωση της διάθεσής μου. Ελπίζω την επόμενη εβδομάδα, που έχω και την πρώτη μου αργία (Καθαρά Δευτέρα!!!), να συνεχιστεί η ανοδική πορεία της διάθεσής μου, κόντρα σε αυτήν του μέσου όρου που πέφτει πιο γρήγορα κι από τούβλο από την κορυφή του Empire State Building (τι; Το είπα ήδη αυτό; Θα’παιρνα όρκο ότι το είπα την προηγούμενη εβδομάδα).

Καληνύχτα, και να θυμάσαι:

O σουρεαλισμός μας ενώνει!


Αγαπητό ημερολόγιο,

κρίνοντας από τις πρώτες μου μέρες στη δουλειά, και συγκρίνοντάς τις με τον τρόπο που ζούσα σαν άνεργος, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν είχε καμία πρόθεση να μας βάλει να δουλεύουμε όταν μας δημιούργησε. Βλέπεις, μας δημιούργησε σε έναν Παράδεισο, με την προοπτική να καθόμαστε όλη μέρα, να παίζουμε με τα ζώα και να τρώμε φρούτα και ψάρια, κι όχι να ταλαιπωρούμαστε όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή, ή ένα αυτοκίνητο, ή μία οικοδομή, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Η μαλακία είναι ότι πήγαμε κόντρα στον κατασκευαστή μας, τρώγοντας το γαμημένο το μήλο, και άρα κόντρα στη φύση μας, και γι’αυτό είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε πράγματα που δε μας είναι φυσικά για να επιβιώσουμε. Ή τουλάχιστον αυτή είναι μία αιρετική, αστήριχτη, χριστιανικής εμπνεύσεως θεωρία που μόλις επινόησα, και εδώ που τα λέμε δεν είναι λιγότερο σοβαρή από κάτι θεότρελες «επιστημονικές» απόψεις που ακούς πού και πού.

Η θεωρία μου, λοιπόν, είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι προορισμένος να δουλεύει. Η δουλειά, τα λεφτά, η κοινωνική καταξίωση και όλες αυτές τις μαλακίες είναι απλά κοινωνικά κατασκευάσματα, που κάποιο καταχθόνιο, σαδιστικό ανθρώπινο μυαλό επινόησε για να κάνει δύσκολες τις ζωές όλων των ανθρώπων που θα ζήσουν στον πλανήτη μέχρι τον πυρηνικό πόλεμο που θα μας εξοντώσει όλους. Και όχι απλά τα επινόησε, αλλά τα επέβαλε κιόλας – καλοί μαλάκες ήταν κι αυτοί που τα δέχτηκαν με ενθουσιασμό, νομίζοντας ότι θα έκαναν τη ζωή τους καλύτερη. Πού να ήξεραν τι τους (και μας) περίμενε.

Ξέρω τι θα μου πεις: Ότι αν τα σκέφτομαι αυτά από την δεύτερη εβδομάδα στη δουλειά, τι να πει και ο Χ μεροκαματιάρης, που δουλεύει 35 χρόνια σερί, και βλέπει τον εαυτό του σε δέκα χρόνια συνταξιούχο, με μία σύνταξη της πείνας και τον φρικτό θάνατο να φαίνεται ευχάριστη αλλαγή από την εφιαλτική ζωή του. Σύμφωνοι, είμαι μικρός ακόμα, και νιούφης στη δουλειά. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μην γκρινιάζω. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για να μην γκρινιάζεις για οτιδήποτε. Η γκρίνια είναι ζωή, και η ζωή δίνει τόσες λαβές για γκρίνια, που είναι σαν να σε ενθαρρύνει να γκρινιάξεις. Γιατί να της χαλάσω το χατίρι;

Μιλώντας συγκεκριμένα για τη δουλειά μου, δεν μπορώ να έχω παράπονο. Οι συνάδελφοί μου είναι ευχάριστοι, οι αρμοδιότητές μου είναι τόσες πολλές που δε βαριέμαι ποτέ, το ωράριο είναι σχετικά φυσιολογικό – το Internet είναι το μόνο που με κάνει να θέλω να γκρινιάξω, γιατί σέρνεται σαν τετραπληγικός βραδύποδας με αρθριτικά, αλλά υποθέτω ότι δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Φαντάζομαι ότι σε λίγες εβδομάδες θα έχω απηυδήσει από την κατάσταση και θα βρίζω τον πάροχο νυχθημερόν, εκτονώνοντας τη δεδομένη ανάγκη μου για ανελέητη γκρίνια. Για την ώρα, προτιμώ να γκρινιάζω για τον θεσμό της εργασίας γενικότερα, παρά για τη δική μου δουλειά.

Επίσης, αν θέλω να γκρινιάξω (που θέλω, προφανώς) θα κάνω μία αναφορά και στις απεργίες των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Ξέρεις, γενικά είμαι υπέρ των απεργιών. Ναι, σε αδικούν, σου πίνουν το αίμα, οπότε κάνεις κι εσύ το μόνο που μπορείς: Δεν πηγαίνεις στη δουλειά σου, στερώντας τις (όχι πάντα) πολύτιμες υπηρεσίες σου από το κράτος και τους πολίτες. Λογικό. Κι ας ταλαιπωρηθούμε και εμείς οι υπόλοιποι λίγο, δεν πειράζει, σκέφτεσαι «τουλάχιστον υπάρχουν ακόμα αυτοί που διεκδικούν τα δικαιώματά τους», αρκεί να είναι δίκαια τα αιτήματά τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, τα αιτήματα δεν είναι καθόλου δίκαια, και γι’αυτό οι αλητεσλερεσεργατοπατέρες δεν έχουν την παραμικρή στήριξη από τον κόσμο. Όχι μόνο επειδή τον ταλαιπωρούν, αλλά επειδή δεν συμφωνεί κανένας με τις διεκδικήσεις τους. Δηλαδή εγώ του ιδιωτικού τομέα είμαι μαλάκας που δεν παίρνω «επίδομα εκκίνησης υπολογιστή» ή «επίδομα κολατσιού πάνω στο πληκτρολόγιο με τα ψίχουλα να χώνονται κάτω από το Ctrl και να μην πατιέται μετά»; Να πας να γαμηθείς απ’όλες τις τρύπες που σου έδωσε ο θεός, βλάκα συνδικαλιστή. Κι από τον αφαλό.

Αυτά περίπου σκεφτόμουν την περασμένη Τρίτη, που είχαν όλα τα ΜΜΜ απεργία και ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα για να πάω στη δουλειά μου και να γυρίσω μετά σπίτι (άσε που πλήρωσα 9 ευρώ ταξί, όσο θα κόστιζαν τα εισιτήριά μου για να μετακινηθώ από και προς τη δουλειά μου για τρεις μέρες – ποιος θα μου τα πληρώσει αυτά; Θα φταίω εγώ μετά να πω ότι για τρεις μέρες «δεν πληρώνω-δεν πληρώνω» εισιτήριο;). Αλλά, παραδόξως, ισχύει εδώ το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», αφού στα πλαίσια της ταλαιπωρίας μου είπα τουλάχιστον να κάνω και μια βόλτα και να βγάλω καμιά φωτογραφία, να μην πάει χαμένος ο κόπος. Και το έκανα στα αγαπημένα μου Εξάρχεια, που όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα σου, θα δεις κάποιο σύνθημα γραμμένο. Και με αυτές τις φωτογραφίες θα σε αφήσω για σήμερα – ελπίζω να βρω το κουράγιο να σου ξαναγράψω σύντομα. Αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα.

Κλασικό, θα μου πεις, αλλά δεν το είχα στη συλλογή μου. Το είχα βγάλει παλιότερα στου Ζωγράφου, αλλά κάπου το έχασα μετά. Push the button.

Νομίζω ότι η εκδοχή "ζήτω το sex" μου αρέσει περισσότερο.

Μπα, δεν αξίζει. Δεν είχα τίποτα αξίας, ούτως ή άλλως.

Για να πω την αλήθεια, εγώ είμαι 8 ώρες στη δουλειά για μια ώρα ξάπλα στο κρεβάτι να παίζω PSP για να χαλαρώσω. Δεν το λες και γκλαμουριά.

Πόσο πολύ με εκφράζει αυτό. "Βόλτες στους δρόμους". Έτσι απλά.

Ρώτα την Πέγκυ Ζήνα, έχει τις ίδιες ανησυχίες.

Εγώ δεν είμαι ευτυχισμένος. Είμαι υπηρέτης.

Προσοχή στις λεπτομέρειες: Το Λ είναι υψωμένο στο τετράγωνο. Είναι σαλονικιώτικο "λλ".

Αυτό που ξεκίνησε σαν "αίμα και σπέρμα", κατέληξε ένα αηδιαστικό συνονθύλευμα.

Επίσης, αυτό που ξεκίνησε σαν "αίμα και σπέρμα" κατέληξε χιτ του Σάκη Ρουβά. Ακόμα πιο αηδιαστικό.

Ή εγώ είμαι βλάκας, ή αυτός που το έγραψε ήταν μαστουρωμένος, γιατί δεν καταλαβαίνω Χριστό.

Μην κάνεις σήμερα αυτό που θα μπορούσες να είχες κάνει χθες.

Atenistas, μπορείτε να σταματήσετε τις δράσεις σας. Οι πολίτες δεν θεωρούν πια την πόλη άσχημη.

Και πάνω στον γύψο, κάποιος υπέγραψε ως "ΔΝΤ".

Αυτό δεν κατάλαβα αν είναι συγκεκαλυμμένη οπαδική προπαγάνδα από Ολυμπιακούς ή αντι-οικολογικό μήνυμα.

Άσε, μια φορά πήγα σε παγοδρόμιο και έφαγα τα μούτρα μου. Δεν είναι για μένα αυτά.

Κατάλαβες, Νταίζη; "Κατάλαβα", να λες.

Ορίστε, οι ίδιες οι συνθήκες δηλώνουν απερίφραστα ότι έχουν ωριμάσει. Η Μπάγερν Μονάχου δεν ξέρω πού κολλάει.

Χεστήκαμε, τώρα βλέπουμε την Lady GaGa, που είναι ξανθιά.

Κουφάλες πλαστικοί χειρούργοι, μισές δουλειές κάνατε.

Οι άνδρες δεν κλαίνε. Μονάχα πονάνε. Τάδε έφη Μαζωνάκης.

Ένα παράξενο πράγμα, αλλά νιώθω μια φοβερή ταύτιση με αυτό εδώ.

Θα συμφωνούσε; Ή θα στριφογύριζε στον τάφο;


Η φωτογραφία είναι από εκείνη την περιοχή που δεν είναι ακριβώς Κολωνάκι, αλλά δεν είναι και ακριβώς Εξάρχεια. Είναι κάπου ενδιάμεσα, είναι το μεταίχμιο μεταξύ των δύο. Κι αν το να βρίσκεσαι στο μεταίχμιο είναι πάντα συναρπαστικό (πολλές φορές κουραστικό, δύσκολο, οδυνηρό, αλλά οπωσδήποτε συναρπαστικό), το να βρίσκεσαι στο μεταίχμιο μεταξύ δύο περιοχών που είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο η νύχτα με τη μέρα, είναι απλά υπέροχο. Εκεί που οι «κουκουλοφόροι», οι «αναρχικοί», οι «ανυπότακτοι» συνυπάρχουν με τους «τρέντηδες», τους «δήθεν», τους «Κολωνακιώτες». Συνυπάρχουν, όχι ειρηνικά, βέβαια. Απλώς, κυκλοφορούν στον ίδιο δρόμο, Τρέφουν την ίδια αδιαφορία ο ένας για τον άλλο, αλλά κυκλοφορούν δίπλα-δίπλα. Ο ένας μπορεί να κατευθύνεται σε κάποιο μπαράκι των Εξαρχείων, ο άλλος προς κάποιο κυριλέ κολωνακιώτικο hot spot. Αλλά για λίγο, οι δρόμοι τους συναντιούνται. Εκεί, στο μεταίχμιο. Στο περίπου, στο ανάμεσα, στο «εκεί πέρα». Στο μίξερ των ψυχών. Και, όσο απρόσωπες και ασυναίσθητες και να είναι αυτές οι συναντήσεις, τελικά αφήνουν τα σημάδια τους. Όπως έγινε σε αυτόν τον τοίχο στη Σκουφά…


(Οδός Καλλιδρομίου, που από χθες είναι επισήμως ο αγαπημένος μου δρόμος στην Αθήνα. Δε νομίζω ότι ο Ευγένιος Ποτιέ εννοούσε αυτούς τους «κολασμένους» όταν έγραφε τη «Διεθνή».)

(Στον ίδιο δρόμο, λίγο πιο κάτω. Αν και η άποψή μου είναι ότι οι κατά συρροήν ανορθόγραφοι θα έπρεπε να λιθοβολούνται στην Ομόνοια, δεν μπορώ να μη θαυμάσω το επαναστατικό πνεύμα του καλλιτέχνη)

(σε μια κάθετη της Καλλιδρομίου. Το μόνο που δεν έχει αλλάξει είναι ότι αυτοί που καίνε τα βιβλία ή τα μυαλά μας είναι καμένοι οι ίδιοι)

(Καλλιδρομίου, λίγο πιο κάτω. Δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ όντως νιώθω τρόμο μπροστά στα σημαιοστολισμένα μπαλκόνια.)

(Δύο σε ένα! Νομίζω στη γωνία Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων. Δεν ξέρω ποιο να πρωτοσχολιάσω. Οπότε θα τα αφήσω ασχολίαστα.)

(σε μια παράλληλη της Καλλιδρομίου. Διαφωνώ κάθετα: Αν γκρεμιστούν οι πολυκατοικίες, πού θα βγάζω εγώ φωτογραφίες; Στα λιβάδια και τις εξοχές;)

(Σε έναν πεζόδρομο κάθετο της Καλλιδρομίου, δίπλα στο εργαστήρι ζωγραφικής. Η πιο δραστική (και ίσως και η πιο απλή) λύση για όσους χρωστάνε στις τράπεζες.)

(αυτό, να πω την αλήθεια, δε θυμάμαι πού είναι. Ίσως μετά την Καλλιδρομίου, προς το Πολυτεχνείο. Αναφυλαξία δεν έχω πάθει ακόμα, αλλά για το πρώτο σκέλος συμφωνώ απόλυτα.)

(κι ένα ξεκάρφωτο για το τέλος, καθώς γύριζα προς την Ακαδημίας. Έχω ακούσει κι αν έχω ακούσει ερωτικά προσωνύμια, αλλά «τυροκαφτερό»;  Γουάου!)


Κάθε φορά που πηγαίνω για φωτογραφίες στα Εξάρχεια, νιώθω σαν να κλέβω γλειφιτζούρι μέσα απ’τα χέρια μωρού. Σε όλες τις άλλες περιοχές, μπορεί να μου πάρει και μία ώρα να βρω κάτι που να μου τραβήξει την προσοχή. Στα Εξάρχεια, σε μία ώρα μπορώ να βγάλω και 50 φωτογραφίες. Άσε που είναι η μοναδική περιοχή που το φωτογραφικό υλικό ανανεώνεται τόσο συχνά. Να μην είχε και τόσους μπάτσους…Καλά θα ήταν.

Επειδή έβγαλα πολλές φωτογραφίες σήμερα (ναι, ξεπεράσαμε τις 200 στο σύνολο!!!), θα τις δημοσιεύσω σε δύο δόσεις. Αφενός για να μην «βαρύνω» πολύ αυτό το post, και αφετέρου επειδή ένας πιστός και τίμιος αργόσχολος σαν εμένα δε χάνει ποτέ μια ευκαιρία να βγάλει και το αυριανό post χωρίς να ιδρώσει. Εξάλλου, αρκετά ίδρωσα σήμερα.

Πάμε λοιπόν για το πρώτο μέρος:

(Πίσω από το γήπεδο της Λεωφόρου. Πού να το φανταζόταν ο Καρτέσιος ότι κάποτε τα αποφθέγματά του θα συνυπήρχαν στον ίδιο τοίχο με το «Στον Περαία ήρθε στόλος και γαμούσε τη μαμά σας ασυστόλως».)

(Οδός Αρματολών και Κλεφτών. Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν έχουμε κι εμείς τόσο προχωρημένα γκατζετάκια ρε γαμώτο;)

(Λίγο πιο πάνω, προς τον Λυκαβηττό. Μη με ρωτήσετε γιατί το έβγαλα. Just because.)

(Νομίζω στην Ασκληπιού. Χαμογέλα! Τόσες κάμερες σε βλέπουν, μη βγεις χάλια!)

(Σε ένα αδιέξοδο  προς τον Λυκαβηττό. Αν είχα ένα μαύρο σπρέι πρόχειρο θα διόρθωνα το προφανές λάθος (in αντί για on).)

(Αυτό σίγουρα στην Ασκληπιού ήταν. Πού κολλάνε τα ΜΑΤ με το ΚΚΕ;)

(και ναι, είμαστε ακόμα στην Ασκληπιού. Λατρεύω τους διαλόγους με σοβαρή επιχειρηματολογία.)

(όχι στην Καλλιδρομίου, στην επόμενη κάθετη της Ασκληπιού που δε θυμάμαι πώς τη λένε. Εγώ δεν κυνηγάω καριέρα, μάλλον αυτή με κυνηγάει. Αλλά δε μ’έχει πιάσει ακόμα.)

(Μπαίνουμε λίγο πιο βαθιά στα Εξάρχεια. Κάθετη της Καλλιδρομίου, κοντά στο χοιροστάσιο. Το αστυνομικό τμήμα, ντε. Αγαπάμε Γενιά του Χάους.)

(σε εγκαταλελειμένο κτίριο στην Ιπποκράτους. Πολύ θα ήθελα κάποιος να με στείλει στον άλλο κόσμο. Όχι, κάτσε, αυτό ακούστηκε περίεργα.)

Αύριο: Καλλιδρομίου και γύρω δρόμοι.