Απρίλιος 2014



Εκείνη τη μέρα, όπως και όλες τις άλλες, ο Τίμπορ σηκώθηκε νωρίς το πρωί από το κρεβάτι, έβρεξε το κουρασμένο του πρόσωπο, έφτιαξε ένα πρόχειρο πρωινό, φόρεσε τα ρούχα της δουλειάς και έφυγε από το σπίτι στις οκτώ παρά είκοσι ακριβώς. Το λεωφορείο πέρασε όπως πάντα με επτά λεπτά καθυστέρηση, και έκανε όπως πάντα έντεκα λεπτά μέχρι να φτάσει στην πλατεία του Δημαρχείου. Από εκεί ο Τίμπορ χρειάστηκε δύο λεπτά για να φτάσει στο γραφείο του. Όπως πάντα.

Όμως αυτή η μέρα είχε κάτι το ξεχωριστό, κι ας μην το καταλάβαινε κανένας άλλος πέρα από τον Τίμπορ. Ήταν η τελευταία του μέρα στη δουλειά. Η τελευταία πριν τη σύνταξη.

Οι συνάδελφοί του μάλλον δεν το ήξεραν καν, κι έτσι κανείς δεν του ετοίμασε κανένα πάρτυ-έκπληξη, κανείς δεν του είπε ένα «αντίο, θα μας λείψεις» (άλλωστε θα ήταν ψέμα), κανείς δεν ήξερε τι το ξεχωριστό είχε αυτή η μέρα. Μόνο ο Τίμπορ.

Παίρνοντας το δρόμο για το σπίτι του το μεσημέρι, με το ίδιο αργοπορημένο λεωφορείο, ο Τίμπορ ένιωθε επιτέλους την ηδονή της απόλυτης ελευθερίας. Δεν τον κρατούσε πια τίποτα. Γυναίκα, παιδιά, σκυλιά, φίλους, εχθρούς, δουλειά, πλέον δεν είχε τίποτα να τον περιορίζει. Ήταν ελεύθερος. Ελεύθερος να βρει τον εαυτό του.

Από μικρός ο Τίμπορ είχε πειστεί ότι είχε γεννηθεί σε λάθος μέρος. Δεν του άρεσε τίποτα στην πόλη του, και ούτε η πόλη φαινόταν να τον συμπαθεί ιδιαίτερα. Έτσι, επί 50 χρόνια δεν ξόδευε σχεδόν τίποτα και μάζευε φωτογραφίες από όλα τα μέρη του κόσμου, ελπίζοντας κάποτε να μπορέσει να τα επισκεφθεί. Ελπίζοντας ότι ένα από αυτά θα ήταν το ομορφότερο μέρος του κόσμου. Τελικά μάζεψε τόσα χρήματα, που θα μπορούσε να κάνει το γύρο του κόσμου έξι φορές.

Γυρίζοντας λοιπόν από τη δουλειά πέταξε για τελευταία φορά την τσάντα του στον καναπέ, πήρε το σακίδιο που είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ, αποχαιρέτησε το σπίτι του και πήρε το λεωφορείο για το αεροδρόμιο. Εκεί είδε τις διαθέσιμες πτήσεις και διάλεξε μία για τη Ρώμη – είχε ακούσει τόσα πολλά για αυτήν την πόλη.

Η Ρώμη του άρεσε, αλλά ήταν φανερό πως δεν ήταν η πόλη που έψαχνε. Γύρισε σε ένα καλοκαίρι τη μισή Μεσόγειο, Ελλάδα, Τουρκία, Αίγυπτο, μετά πήρε το αεροπλάνο για Παρίσι, τριγύρισε στη Γαλλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, και κατόπιν βρέθηκε στο Λονδίνο. Εκεί, ρωτώντας για τα αξιοθέατα, η τύχη τον έφερε πάνω σε έναν δημοσιογράφο, ο οποίος του έπιασε κουβέντα και εντυπωσιάστηκε από την παράξενη ιστορία του, τόσο που την έκανε πρώτο θέμα σε μία μεγάλη εφημερίδα. «Ένας μυστηριώδης ταξιδιώτης αναζητά την ομορφότερη πόλη στον κόσμο».

Τις επόμενες μέρες, ο Τίμπορ και το ταξίδι του ήταν θέμα συζήτησης σχεδόν σε όλο τον πλανήτη. Περιοδικά και εφημερίδες, τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, κοινωνικά μέσα και ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο, όλοι προσπαθούσαν να πείσουν τον Τίμπορ ότι η δική τους χώρα, η δική τους πόλη, το δικό τους μέρος ήταν το ομορφότερο στον κόσμο.

Ο Τίμπορ βέβαια δεν ήξερε τίποτα για όλα αυτά. Συνέχιζε το ταξίδι του και είχε φτάσει κάπου κοντά στο Εδιμβούργο όταν κάποιος ντόπιος τον αναγνώρισε και του πρότεινε να μείνει εκεί, για να του δείξει τις ομορφιές της περιοχής. Από εκεί και μετά, όπου κι αν πήγαινε τον υποδέχονταν με τιμές δήμαρχοι και πρωθυπουργοί, τον πήγαιναν στα καλύτερα εστιατόρια και τα πιο ακριβά ξενοδοχεία –όλα πληρωμένα, φυσικά- και τον ξεναγούσαν στον τόπο τους, ελπίζοντας ότι θα καταφέρουν τον Τίμπορ να μείνει εκεί για πάντα, σαν ζωντανή διαφήμιση για τις ασύγκριτες ομορφιές της πόλης τους. Όμως ο Τίμπορ δεν έμενε πουθενά για πολύ. Είχε πια γυρίσει όλη την Ευρώπη, ακολουθώντας τον αρχαίο δρόμο του κεχριμπαριού -Ρωσία, Λιθουανία, Πολωνία, Τσεχία, Αυστρία- και συνέχιζε ακάθεκτος προς την Ασία. Ιαπωνία, Κίνα, Σιγκαπούρη, Μαλαισία, Ινδονησία, Ινδία, ταξίδεψε με αεροπλάνα, με πλοία, με τρένα, με λεωφορεία, με τα πόδια, θαύμασε τους πολιτισμούς τους, την αρχιτεκτονική τους, όμως κι εκεί δεν έμεινε για πολύ. Συνέχισε στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, όμως ούτε κι εκεί βρήκε το λιμάνι του.

Όταν έφτασε για πρώτη φορά στην Αμερική, τον περίμεναν πάνω από εκατό δημοσιογράφοι, που τον βομβάρδισαν με ενοχλητικές ερωτήσεις. Ο Τίμπορ είχε αρχίσει να κουράζεται από όλα αυτά. Λίγες μέρες άντεξε μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν φύγει για το Μεξικό, ελπίζοντας να γλιτώσει από τους πιεστικούς ρεπόρτερ και τις κάμερες. Όμως το κυνηγητό συνεχίστηκε. Ο Τίμπορ πέρασε στην κεντρική Αμερική, πιο πολύ για να ξεφύγει από τους δημοσιογράφους παρά για να αναζητήσει το ομορφότερο μέρος του κόσμου.

Κάπου στη Νικαράγουα, τα ίχνη του χάθηκαν. Ο Τίμπορ εξαφανίστηκε, σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε. Οι ρεπόρτερ τον αναζήτησαν, όμως δεν τον βρήκαν ποτέ. Κάποιος είπε ότι σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου που είχε ξεσπάσει εκεί. Μετά από μερικούς μήνες, λίγοι θυμόντουσαν ακόμα εκείνο τον παράξενο γέρο που έψαχνε το ομορφότερο μέρος στον κόσμο.

Όμως τι συνέβη στ’ αλήθεια; Αυτό το ξέρουν μόνο οι Ματαμπού.

Σύμφωνα με τον θρύλο των Ματαμπού, μια μέρα εμφανίστηκε στη Σάντα Σεσίλια ένας παράξενος ηλικιωμένος άνδρας. Φαινόταν χαμένος και εξαντλημένος, σχεδόν λιπόθυμος. Τον περιμάζεψαν και τον φρόντισαν, του πρόσφεραν φαγητό και στέγη. Όταν αυτός συνήλθε και μπόρεσε να σταθεί και πάλι στα πόδια του, ζήτησε να μάθει πού βρισκόταν. Δεν είχε ξανακούσει για τη Σάντα Σεσίλια. Βλέποντας γύρω του, δεν είδε θεόρατα κτίρια, ούτε επιβλητικά μνημεία. Μόνο χωράφια και ευγενικούς ανθρώπους. Ζήτησε πάλι να του πουν για τον τόπο τους. «Αυτό που βλέπεις είναι, ξένε. Δεν είναι ο πιο όμορφος τόπος στον κόσμο, όμως είναι ο δικός μας τόπος», του απάντησε ένας χαμογελαστός Ματαμπού.

Και τότε ο ταξιδιώτης κατάλαβε. Κατάλαβε πως το ομορφότερο μέρος του κόσμου είναι εκεί που οι άνθρωποι δεν πιστεύουν ότι ζουν στο ομορφότερο μέρος του κόσμου. Εκεί που ο μόχθος και η ταπεινότητα των ανθρώπων μπορούν να μετατρέψουν τη χειρότερη ξερολιθιά σε έναν επίγειο παράδεισο. Κι έτσι, ο παράξενος άνδρας έμεινε στη Σάντα Σεσίλια μέχρι το τέλος της ζωής του, αποκτώντας για πρώτη φορά γυναίκα, παιδιά, φίλους. Αλλά πάνω απ’ όλα, αποκτώντας για πρώτη φορά μία αληθινή πατρίδα. Την ομορφότερη πατρίδα του κόσμου.


Ξέρεις εκείνη τη στιγμή, σε μία διασταύρωση, που είναι όλα τα φανάρια κόκκινα;

Εκείνη τη στιγμή, που ανάβει κόκκινο στο ένα φανάρι, και το άλλο δεν προλαβαίνει αμέσως να γίνει πράσινο, κι έτσι για αυτή τη μία στιγμή, όλα τα φανάρια είναι κόκκινα; Εκείνη τη στιγμή που όλα μοιάζουν σταματημένα, παγωμένα στο χρόνο, γιατί κανείς δεν μπορεί να προχωρήσει;

Έτσι ακριβώς ήταν τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους. Σαν να πάγωσε ο χρόνος, σαν να σταμάτησαν όλα γύρω, σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο από δύο φανάρια κόκκινα, και δύο ψυχές που περίμεναν ανυπόμονα να ανάψει πράσινο.

Και όταν τελικά άναψε, άναψε και στα δύο φανάρια ταυτόχρονα πράσινο, και έφυγαν και οι δύο προς την ίδια κατεύθυνση. Ήταν μοιραίο να τρακάρουν.

Θανατηφόρο τροχαίο. Σκοτώθηκαν δύο εγωισμοί.