Είναι τρομακτικό το πόσο καιρό έχω να ανεβάσω φωτογραφίες από τους τοίχους της Αθήνας. Σχεδόν πέντε μήνες. Οπότε αφήνω για λίγο την (ακόμα πιο τρομακτική) επικαιρότητα, με τις διερευνητικές εντολές, τις διαπραγματεύσεις, τις απαγκιστρώσεις, τις καταγγελίες, τις εκλογές, τις κυβερνήσεις συνεργασίας, τις κυβερνήσεις προσωπικοτήτων, την προπαγάνδα των ΜΜΕ και όλα αυτά τα κωμικοτραγικά που συμβαίνουν στη χώρα τελευταία, και δίνω το λόγο σε αυτούς που πραγματικά έχουν κάτι να πουν: Τους τοίχους.


Δεν έχω πια λόγο να το κρύβω: Τελευταία βαριέμαι να γράψω. Η επίσημη δικαιολογία μου είναι η χαλάρωση των εορτών, οι ανεπίσημες δικαιολογίες μου είναι τόσες πολλές που θα μπορούσα να γράψω βιβλίο μόνο με αυτές – αν δε βαριόμουν, ασφαλώς. Και τι κάνει ο σωστός blogger όταν βαριέται να γράψει; … Πολύ σωστά, απέχει. Αλλά μια και δεν είμαι καθόλου σωστός blogger, όταν βαριέμαι να γράψω αφήνω τις εικόνες να αντικαταστήσουν τις λέξεις. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό: Άλλη μία συλλογή από φωτογραφίες, όλες τραβηγμένες μέσα στον Δεκέμβριο. Χο-χο-χο, merry κρίσημας.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.


Πολιτική, οικονομία, επικαιρότητα. Κάποια στιγμή νιώθεις να πνίγεσαι και να μην αντέχεις άλλο, και προσπαθείς να στρέψεις το βλέμμα σου αλλού. Εγώ όταν θέλω να ηρεμήσω, στρέφω την προσοχή μου στους τοίχους της πόλης μου. Κι εκεί πάντα βρίσκω κάτι να μου κινήσει την προσοχή.

Αυτή τη φορά νιώθω την ανάγκη να το βουλώσω και να αφήσω να μιλήσουν οι εικόνες – αρκετά με τα ηλίθια σχόλιά μου. Δε νομίζω ότι χρειάζεται να ξέρετε ούτε πού τις βρήκα, ούτε τι πιστεύω γι’αυτές. Επομένως, αυτές είναι οι τελευταίες λέξεις του post πριν αρχίσουν οι φωτογραφίες. Enjoy.


Δεν ξέρω ειλικρινά τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος που βιώνει μία τόσο δύσκολη περίοδο στη ζωή του, όπως συμβαίνει σε πολλούς από μας. Οι εύκολες λύσεις είναι πάντα εκεί: Αυτοκτονία και τρέλα. Βέβαια, οι εύκολες λύσεις μπορεί να είναι πολύ εύκολες για σένα, αλλά είναι πολύ δύσκολες για τους δικούς σου ανθρώπους. Και είναι πολύ εγωιστικό να γλιτώνεις με ευκολία από τα δικά σου προβλήματα, φορτώνοντάς τα στους γύρω σου. Αλλά μήπως όλοι αυτό δεν κάνουμε; Δεν αυτοκτονούμε κάθε μέρα; Δεν αποποιούμαστε τις προσωπικές μας ευθύνες, φορτώνοντάς τα όλα στο «Δημόσιο»; Και ποιος είναι τέλος πάντων αυτό το «Δημόσιο»; Υπάρχει ένας χοντρός τύπος που κάθεται πίσω από ένα γραφείο με ταμπελάκι «Δημόσιος» και διαχειρίζεται τα πάντα; Φυσικά και όχι. Το «Δημόσιο» είμαστε εμείς οι ίδιοι. Και κάθε ρουσφέτι, κάθε φοροδιαφυγή, κάθε απρόσεκτη ψήφος είναι μια μαχαιριά στην καρδιά του. Και κατ’επέκταση και στην δική μας. Θα καταλάβουμε άραγε ποτέ ότι το Δημόσιο είμαστε εμείς οι ίδιοι;

«Μπατσόκ». Όλοι μας έχουμε μία κακή κουβέντα να πούμε για αυτήν την κυβέρνηση. Οι πιο ήπιοι θα την πουν αποτυχημένη και ανίκανη. Οι πιο εξοργισμένοι θα την πουν προδοτική και επικίνδυνη. Ακόμα και οι άνθρωποι που ψήφισαν αυτήν την κυβέρνηση είναι σήμερα αυτοί που τη μισούν περισσότερο απ’όλους. Είναι μία κυβέρνηση που αντλεί την όποια νομιμότητά της από παραθυράκια της δημοκρατίας. Μία κυβέρνηση που στηρίζεται σε παραθυράκια νόμων που η ίδια ή οι προκατοχοί της δημιούργησαν. Μία κυβέρνηση που ψηφίστηκε από αφελείς ανθρώπους, που πίστεψαν ότι «λεφτά υπάρχουν», όμως αυτοί οι αφελείς άνθρωποι δεν έχουν κανέναν τρόπο να πάρουν πίσω την ψήφο τους. Μετά την απομάκρυνση εκ της κάλπης, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται.

Η κυβέρνηση αυτή δεν είναι δικτατορική. Είναι δημοκρατικά εκλεγμένη. Αυτό όμως μόνο στους τύπους. Γιατί στην πράξη λειτουργεί σαν χούντα. Τα ΜΑΤ που λειτουργούν ως προσωπική της ασφάλεια από κάθε αντιφρονούντα. Η τακτική τρομοκρατίας που επιχειρεί να αποτρέψει τις συγκεντρώσεις και τις πορείες διαμαρτυρίας. Οι τρομοκρατημένοι βουλευτές της που ψηφίζουν το ένα άθλιο νομοσχέδιο μετά το άλλο, επειδή ξέρουν πως αν δεν το κάνουν θα εκτελεστούν (πολιτικά) την ίδια κιόλας ημέρα. Οι νόμοι που ψηφίζονται με 154 ψήφους, όταν θα’πρεπε να ψηφίζονται με 180 λόγω της σοβαρότητάς τους. Αν μυρίζει σαν χούντα και μοιάζει με χούντα, τότε μάλλον είναι χούντα.

Ξέρω ότι οι λέξεις είναι σκληρές και φέρνουν άλλους συνειρμούς στο μυαλό. Και ξέρω ότι την original χούντα δεν την έζησα. Ίσως δεν έχουν καμία σημασία οι χαρακτηρισμοί. Δεν έχει νόημα να συγκρίνεις τη μία εποχή με την άλλη, οι διαφορές θα είναι πάντα περισσότερες από τις ομοιότητες. Όμως αν το δεις αντικειμενικά, αυτή η κυβέρνηση έχει όλα τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, αλλά κανένα από τα μορφικά. Αν ο όρος «χούντα» σου φαίνεται βαρύς, άκομψος, αδικαιολόγητος, ανιστόρητος, υπερβολικός, νομίζω ότι ο όρος «ολοκληρωτικό καθεστώς» δε θα σου φανεί τίποτα από αυτά.

Κι όμως, νιώθω ότι πολλοί δεν το βλέπουν έτσι, και δεν είμαι σίγουρος αν κάνω εγώ λάθος ή αυτοί. Νιώθω ότι είναι πάρα πολλοί αυτοί που δεν τους ενδιαφέρει αν αυτός που τους κυβερνά είναι σοσιαλιστής, φιλελεύθερος, εθνικιστής, κομμουνιστής ή συνταγματάρχης, αρκεί να διατηρήσουν τα προνόμιά τους, προνόμια που σε πολλές περιπτώσεις κατέκτησαν με δόλιους τρόπους. Φοβάμαι ότι είμαι πολύ ρομαντικός και πολύ αφελής που πιστεύω ότι μπορεί να αλλάξει αυτή η χώρα, όταν οι νοοτροπίες τόσων ανθρώπων παραμένουν προσκολλημένες σε εποχές παχιών αγελάδων, όταν ο καθένας πίστευε ότι μπορούσε να κάνει ό,τι γουστάρει εις βάρος του Δημοσίου και να μην υποστεί τις συνέπειες. Αυτοί που ανδρώθηκαν με αυτό το καθεστώς είναι οι ίδιοι που σήμερα φωνάζουν και θέλουν να πέσει η κυβέρνηση, όχι επειδή τη θεωρούν επικίνδυνη για τον τόπο, αλλά επειδή την θεωρούν επικίνδυνη για τα συμφέροντά τους. Και φαίνεται πως είναι ακόμα εξίσου αφελείς για να πιστέψουν μία νεοδημοκρατική εκδοχή του «λεφτά υπάρχουν», ελπίζοντας πως έτσι θα προασπίσουν τα (αμφίβολης ηθικής και νομιμότητας) κεκτημένα τους.

Υπάρχει ελπίδα τελικά; Αρχίζω να αμφιβάλλω. Δε βλέπω θέληση για πραγματική αλλαγή. Φυσικά, το πιο δυναμικό κομμάτι της κοινωνίας, που είναι οι νέοι, αντιδρά πιο έντονα. Ίσως η λύση να είναι ένα νέο Πολυτεχνείο. Αλλά κι αυτό ακόμα πλέον είναι δύσκολο: Το άσυλο καταργείται. (είπα τίποτα για χούντα; Δεν είπα.)

Δυστυχώς, δεν έχω να προτείνω τίποτα. Πρέπει με κάποιον μαγικό τρόπο να αλλάξουν όλα. Οι πολιτικοί μας να αντικατασταθούν από υπεύθυνους ανθρώπους. Οι συνδικαλιστές μας να μεταμορφωθούν σε ανεξάρτητους διεκδικητές εργατικών δικαιωμάτων. Οι φοιτητές να απαγκιστρωθούν από κάθε φοιτητική παράταξη. Οι αστυνομικοί να αρχίσουν να προστατεύουν τον πολίτη, όπως οφείλουν. Οι δημοσιογράφοι να δοκιμάσουν την ανεξάρτητη και αντικειμενική ενημέρωση. Και το κυριότερο: Όλοι μας να αλλάξουμε νοοτροπία. Να αλλάξουμε τη σχέση μας με το Δημόσιο – δηλαδή, να αλλάξουμε τις μεταξύ μας σχέσεις. Να μην κοιτάμε πώς θα πηδήξουμε τον άλλο, όποιος κι αν είναι αυτός, αλλά πώς θα τον βοηθήσουμε, και πώς τελικά θα βοηθηθούμε κι εμείς χάρη σε αυτήν την πράξη.

Είναι τόσο ουτοπικό, που ειλικρινά δεν ξέρω αν πρέπει να δακρύσω ή να ξεσπάσω σε υστερικά γέλια. Ζω σε αυτήν τη χώρα εδώ και 27 χρόνια, και δε νιώθω πια ότι μπορεί να αλλάξει κάτι. Κατά καιρούς γνωρίζω ανθρώπους στην ηλικία μου μορφωμένους, έξυπνους, δραστήριους. Και απελπισμένους. Ανθρώπους που ξεκίνησαν να αλλάξουν τον κόσμο και κατέληξαν να αλλάζουν μπιφτέκια στα Goody’s. Ανθρώπους που πια δεν πιστεύουν σε τίποτα και σε κανέναν. Ούτε και στον εαυτό τους. Και αυτό είναι το χειρότερο. Γιατί αν δεν πιστεύεις ότι κάτι μπορεί να επιτευχθεί, τότε μόνο κατά τύχη μπορεί αυτό να συμβεί. Και τώρα τελευταία η τύχη δεν είναι με το μέρος μας, δυστυχώς…


Άλλη μια βόλτα στα Εξάρχεια, άλλη μία (υποκειμενικά) υπέροχη συλλογή από φωτογραφίες. Αν συνεχιστούν οι απεργίες των ΜΜΜ, ενδέχεται να αποκτήσουν σύντομα κι άλλα αδελφάκια. Κάποιες από τις φωτό, βέβαια, είναι λίγο θολές και το κατάλαβα όταν τις είδα – υποθέτω ότι οφείλεται στην έλλειψη καφέ. Πάμε να δούμε τι βρήκα σήμερα (κυρίως περιμετρικά του λόφου του Στρέφη – Βουλγαροκτόνου, Καλλιδρομίου, Μπενάκη, εκεί).

(νόμιζες ότι τα πατουσάκια κάνουν θραυση μόνο στο Instagram; Λάθος!)

 

(ένα κοινωνικό μήνυμα από τον Γιωργάκη τον slow)

 

(μπες μες στο παραβάν και βγάλε το κολάν)

(πέσαμε όλοι στην παγίδα του πραγματικού Χαχανούλη και ανοίξαμε το δώρο)

(ο κόσμος μας θα αλλάξει όταν εκλείψουν τα ορθογραφικά λάθη)

(μία συγκλονιστική ερωτική εξομολόγηση κάποιου στον εαυτό του)

(πράγματι, "κάτι έπρεπε να γραφτεί εδώ")

(μπορώ να έχω ένα για κατοικίδιο; Θα με βολέψει πολύ όταν θα έχουν πάλι απεργία τα ΜΜΜ.)

(το φιλοσοφικό ερώτημα που ταλανίζει εδώ και αιώνες την ανθρωπότητα, τώρα και σε σπρέι)

(τι να την κάνεις την τέχνη άμα τα έχεις όλα εξασφαλισμένα, ε;)

(δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το θρυλικό σύνθημα δεν υπήρχε μέχρι τώρα στη συλλογή μου)

(ένα ακόμα θρυλικό σύνθημα, που σιγά-σιγά ξαναγίνεται επίκαιρο)

(για μένα, ό,τι καλύτερο βρήκα σήμερα. Όποιος έχει πάει έστω και μία φορά σε γάμο ξέρει.)

(αν δε βρεις στίχους των Panx Romana στα Εξάρχεια, πού θα τους βρεις;)

(Πλάτωνας, όχι Ζάναξ)

(επί του πρακτέου, όμως, οι πράξεις πράττονται από πράκτορες)

("όσο θα υπάρχουν νεράιδες είναι χρέος, να γίνουμε ποιητές". Καλύτερα να μην τους πούμε ότι δεν υπάρχουν νεράιδες, ε;)

(κάπως αλλιώς το θυμάμαι, αλλά δε βαριέσαι...)

(πρέπει να παραδεχτείς ότι τον βούλωσε ωραία)

(εντάξει, LOL. Και ROFL μη σου πω.)


Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, ειδικά όταν μιλάμε για ένα post που αποτελείται από φωτογραφίες, οι οποίες αξίζουν όσο χίλιες λέξεις η καθεμία και άρα είναι φλύαρο από μόνο του. Οπότε πάμε να δούμε μαζί τις φωτογραφίες που έβγαλα στη σημερινή βόλτα μου, που ξεκίνησε από την Πανόρμου, συνεχίστηκε στην Ασκληπιού και ολοκληρώθηκε στην πλατεία Εξαρχείων.

("α, το καημένο το κροκοδειλάκιιιιιιιιιιιιιιιιι)

("More power to the weatherman"; Μόνο εμένα αυτό μου θύμισε τραγούδι των B*Witched; Μάλλον, ε; Καλά, σκάω.)

(ναι, ξέρω, είναι off-season, αλλά τα Χριστούγεννα θα το βάλω για background στον υπολογιστή.)

 

(έξυπνο, το γράφουμε σε engreek για να μην το καταλάβουν αυτοί στους οποίους απευθύνεται.)

(μη με ρωτήσεις γιατί την έβγαλα αυτή. Pure art γαμώτο.)

(δεν καταλαβαίνω τι λέει, αλλά καταλαβαίνω ότι είναι στα αλβανικά. Και πολύ μου αρέσει να βλέπω συνθήματα γραμμένα σε άλλη γλώσσα μέσα στην πόλη μου.)

(στο Λύκειο είχα γράψει ένα ολόκληρο ποίημα με αφορμή αυτόν τον στίχο. Ευτυχώς χάθηκε μυστηριωδώς μαζί με όλα τα άλλα πονήματά μου από εκείνη την περίοδο)

(ο κοκοβιός ψάρι δεν είναι; Τι σχέση έχει με τους μπάτσους δεν ξέρω. Ούτε και με ενδιαφέρει, να σου πω, αρκεί να βγαίνει η ομοιοκαταληξία.)

(ε, μετά θα μας φάει. Και έζησε η υστερία καλά κι εμάς μας έφαγε.)

(δεν έχω λόγια. Ειλικρινά, δεν έχω.)

(εγώ να την υποτιμήσω; 100 κιλά έχω πάρει προκειμένου να την αντιμετωπίσω.)

(το πρόβλημα δεν είναι όταν ουρλιάζουν. όταν δαγκώνουν είναι.)

(όποιος διαφωνεί να σηκώσει το χέρι του...κανείς; Ωραία.)

(όντως, δε βγαίνει άκρη "κοντέ μου".)

(στίχοι από ένα χιπ-χοπ τραγούδι. Μη με κοιτάς έτσι, ούτε εγώ το ήξερα, google search έκανα.)

(ακόμα μία έκφραση του πατροπαράδοτου Μπα-Γου-Δο)

(...είπε ο Κορκολής και έμεινε στην ιστορία)

(ευτυχώς, εγώ πάντα Κόλαση ήθελα να πάω, στον Παράδεισο πάνε οι ξενέρωτοι, δε θα είχα με ποιον να μιλήσω για μπάλα)

(μα τι γλυκόοοοοοοοοοοοοοο)

(κοινώς, πάρτε τη χώρα σας και σ'άλλον γαλαξία)

(αυτά τα λέτε εσείς οι άσχημοι.)

(μα ποιος ζωγραφίζει με ροζ μαρκαδόρο; ΡΟΖ;)

(last but not least. Βασικά, τελευταία και φαρμακερή. Ίσως ό,τι καλύτερο έχω δει εδώ και πολλούς μήνες. Τα συγχαρητήριά μου στον καλλιτέχνη, πάντα τέτοια εύχομαι)


Αγαπητό ημερολόγιο,

ναι, το ξέρω, σε έχω παραμελήσει τελείως. Είμαι ένα απαίσιο αφεντικό, το ξέρω. Αράχνες έχεις πιάσει εδώ πέρα. Από την άλλη, ίσως να σε παρηγορήσει το γεγονός ότι μαζί με σένα έχω παραμελήσει και οτιδήποτε άλλο δεν σχετίζεται με τη δουλειά. Η προσωπική μου ζωή συνοψίζεται στις λέξεις «μαμ, κακά και νάνι». Όχι πως παλιά ήταν και πολύ διαφορετικά τα πράγματα, όμως τουλάχιστον τότε είχα άφθονο χρόνο για πολύ μαμ, πολλά κακά και (κυρίως) πολύ νάνι. Και καμιά καταχώρηση στο ημερολόγιό μου, πού και πού. Τώρα, το μόνο που προλαβαίνω να κάνω είναι να ξαπλώνω το βράδυ στο κρεβάτι μου πριν με πάρει ο ύπνος με το έτσι θέλω, και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω το επόμενο πρωί πιο κουρασμένος απ’ό,τι ήμουν όταν κοιμήθηκα. Άραγε αξίζουν όλα αυτά για έναν μισθό;

Είναι λίγο αστείο, αν το σκεφτείς: Δουλεύουμε για να μπορούμε να ζήσουμε αξιοπρεπώς. Και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, «αξιοπρεπώς» σημαίνει να σκοτωνόμαστε στη δουλειά όλη μέρα και όταν δεν δουλεύουμε να τσιγαρίζουμε εγκεφαλικά κύτταρα μπροστά στην τηλεόραση ή να μας παίρνει ο ύπνος πριν προλάβουμε να κάνουμε τίποτα μου μας ευχαριστεί. Και το Σαββατοκύριακο περνάει τόσο γρήγορα, που πριν το καταλάβεις η Παρασκευή έχει γίνει Δευτέρα και είσαι πάλι στη δουλειά. Ναι, είναι κάπως παράξενη η ιδέα που έχει ο κόσμος για την «αξιοπρεπή» ζωή.

Το μυστικό για να μη σιχαίνεσαι τον εαυτό σου μέσα σε αυτό το μονότονο μοτίβο «δουλειά-σπίτι-δουλειά» είναι να μπορείς να του προσφέρεις μικρές απολαύσεις. Να του πάρεις μία σοκολάτα μετά τη δουλειά, έτσι, σαν επιβράβευση για τον κόπο του. Να πάρεις μια μέρα, αντί για έναν ταπεινό φραπέ, ένα ωραίο ρόφημα με σιρόπια και σαντιγί, έτσι, για να του δώσεις κουράγιο για τη δύσκολη μέρα που ξεκινάει. Και, το σημαντικότερο, να του διεγείρεις την εγκεφαλική λειτουργία, η οποία συνήθως επηρεάζεται αρνητικά από τη ρουτίνα, με έσχατο αποτέλεσμα την αποχαύνωση μπροστά στην τηλεόραση. Αυτό είναι και το πιο δύσκολο.

Για να καλύψω αυτήν την ανάγκη, πριν από μερικές εβδομάδες γράφτηκα σε μία σειρά από σεμινάρια δημιουργικής γραφής (με την ανεκτίμητη βοήθεια της φίλης μου της Λ., να τα λέμε αυτά). Στο πλαίσιο αυτών των σεμιναρίων, κάθε εβδομάδα μαθαίνω καινούργια πράγματα και γράφω και ένα διήγημα, «αναγκάζοντας» έτσι τον εγκέφαλό μου να βρίσκεται σε εγρήγορση (και φυσικά, ξυπνώντας από τον λήθαργο την ανάγκη μου να γράφω). Θα σου τα δείχνω κι εσένα, να, πάρε εδώ τα δύο πρώτα. Θα ακολουθήσουν κι άλλα.

Και βέβαια, όταν μιλάμε για μικρές απολαύσεις, υπάρχει πάντα και η φωτογραφία. Ξέρεις, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του να δουλεύεις στα Εξάρχεια είναι ότι πάντα (μα ΠΑΝΤΑ) θα βρεις κάτι να φωτογραφίσεις. Ειδικά άμα έχεις και όρεξη να ψάξεις λίγο παραπάνω, μπορείς να βρεις πολύ ενδιαφέροντα πράγματα. Όπως αυτά:

Η Χιονάτη πήρε τ'όπλο της. Και δεν αστειεύεται. Να θυμίσω ότι στην φράξια της Χιονάτης ανήκει και η Στρουμφίτα.

Οι τοίχοι της Ιουδαίας γέμισαν με αυτό το σύνθημα, μετά την σταύρωση του Χριστού (και πριν την ανάστασή του)

Χμμμμμμ... "Έβαλα τα κλάματα";

Αυτό είναι προσβολή. Καλά να τους λες "μπάτσους", καλά να τους λες "γουρούνια", καλά να τους λες και "δολοφόνους". Αλλά "διαφημίσεις"; Όχι, αυτό πάει πολύ.

Ναι, καλά. Πιο εύκολο είναι να γίνει εδώ και τώρα η επανάσταση, παρά η δίαιτα.

Κατά τ’άλλα, μπορώ να πω ότι αυτό το Πάσχα πέρασε αναίμακτα – αν εξαιρέσεις, φυσικά, τον Χριστό (πριν την Ανάσταση), τρεις νεκρούς από βεγγαλικά, καμιά δεκαριά από τροχαία, ένα εκατομμύριο αρνιά και δέκα εκατομμύρια κοτόπουλα. Ξέρεις, ποτέ δε συμπάθησα ιδιαίτερα το Πάσχα, και ειδικά την ψυχαναγκαστική Μεγάλη Εβδομάδα, όμως στην παρούσα φάση θα εκτιμούσα οποιαδήποτε γιορτή φέρνει μαζί της ένα τετραήμερο ξεκούρασης, ακόμα κι αν ήταν η Παγκόσμια Μέρα Οδοντιάτρων και έπρεπε όλοι να πηγαίνουμε για απονευρώσεις και εξαγωγές δοντιών. Θυμάμαι ότι στον Στρατό δεν έδωσα αίμα όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, παρά το κίνητρο της διήμερης τιμητικής άδειας – πάντα είχα ένα προβληματάκι με τις βελόνες, αλλά όχι μεγαλύτερο από αυτό που έχουν οι βελόνες εναντίον μου. Αν μου το πρότειναν τώρα, θα έδινα αδιαμαρτύρητα αίμα, σπέρμα, μυελό των οστών κι ένα νεφρό δώρο.

Θα σε αφήσω τώρα. Έχω ένα διήγημα να γράψω για την Παρασκευή και πάω να συγκεντρώσω φαιά ουσία όσο είναι καιρός, πριν αρχίσει η εβδομάδα και τη μαζεύω με το σταγονόμετρο. Ελπίζω την επόμενη φορά που θα τα πούμε να μην έχεις πιάσει αράχνες. Αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα.


Αγαπητό ημερολόγιο,

άλλη μία εβδομάδα πέρασε, άλλες επτά μέρες προστέθηκαν στη συλλογή μου, η οποία πολύ σύντομα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, θα φτάσει τα 9.500 χιλιάδες κομμάτια, απέχοντας πάντως σημαντικά από τα 15.001 που είχε συγκεντρώσει ο Τζίμης Πανούσης στο «Κάγκελα Παντού» και στα οποία φιλοδοξώ κάποτε να φτάσω, πριν βαρεθώ και σταματήσω να μαζεύω. Βλέπεις, και οι μέρες είναι σαν τα αυτοκόλλητα της Panini: Και τα δύο κατά βάθος δε σταματάς ποτέ να θέλεις να τα μαζεύεις και να τα κολλάς στο άλμπουμ, αλλά από κάποιο σημείο και μετά συνειδητοποιείς ότι είσαι πια πολύ μεγάλος για να συνεχίσεις να ασχολείσαι με τέτοιες συλλογές.

Κάτι τέτοια υπαρξιακά διλήμματα περνάνε από το μυαλό μου όταν είμαι στο μετρό μέρες σαν την περασμένη Πέμπτη, που το κινητό μου είχε ξεμείνει από μπαταρία, το PSP βρισκόταν ξεχασμένο σε κάποιο συρτάρι και το μόνο που είχα πάνω μου και μπορούσα να διαβάσω ήταν το χτυπημένο εισιτήριό μου, που δεν αντέχει σε παραπάνω από 20 αναγνώσεις, όπως διαπίστωσα, με αποτέλεσμα να μην έχω απολύτως τίποτα να κάνω στο μετρό, πέρα από το να μετράω τα φώτα στη διαδρομή (που είναι εκνευριστικό, γιατί κάθε τόσο υπάρχει μια καμένη λάμπα και σε μπερδεύει, και αναπόφευκτα χάνεις το μέτρημα και πεισμώνεις και ψάχνεις να βρεις κάτι άλλο να κάνεις, μέχρι που ξαναρχίζεις από την αρχή να μετράς τα φώτα, και ούτω καθεξής) και να σκαρώνω υπαρξιακά διλήμματα που θα έκαναν πραγματικά υπερήφανο τον Σαρτρ που προνόησε να αφήσει αυτόν τον μάταιο κόσμο αρκετά νωρίς ώστε να μην τα ακούσει ποτέ.

Ξέρεις κάτι; Είσαι πια ένα τυχερό ημερολόγιο. Όταν ήμουν άνεργος, όλες αυτές οι υπαρξιακές ανησυχίες, οι αμπελοφιλοσοφίες και εν γένει οι παπαριές που περνάνε από το κεφάλι μου καθημερινά (και ων ουκ έστιν αριθμός) κατέληγαν σε σένα. Τώρα που δουλεύω, δεν προλαβαίνω να σου τις πω και δεν είμαι αρκετά οργανωτικός για να τις καταγράψω, με αποτέλεσμα αυτές να διοχετεύονται στα βαγόνια του μετρό και πιθανώς να μεταδίδονται σε ανύποπτους συνεπιβάτες μου, ταλαιπωρώντας αυτούς αντί για σένα. Ναι, μπορείς να πεις ότι πλέον έχω αναβαθμιστεί από απλός βασανιστής ενός ημερολογίου σε αόρατη μάστιγα του μετρό. (ακολουθεί σατανικό γέλιο) BWAHAHAHAHAHAHAHAHAHAHAHAHA! (είμαι τόσο σατανικός, που ξεσήκωσα το σατανικά σατανικό γέλιο του Bowser/Koopa, του «κακού» στο Super Mario. Τόσο σατανικός, ναι. Κανένα έλεος.)

Στο μεταξύ, κάποια στιγμή που εγώ δούλευα πυρετωδώς και δεν το πήρα χαμπάρι, ήρθε η Άνοιξη. Περίμενα ότι θα μου χτυπούσε την πόρτα, σαν κυρία που είναι, και θα περίμενε υπομονετικά να της ανοίξω («να ανοίξω στην Άνοιξη»; Χμμμμ…), αλλά αυτή μπήκε αθόρυβα με το έτσι θέλω, μου έριξε μια γερή δόση φτερνιζόσκονης όπως κάθε χρόνο (είναι η αγαπημένη της φάρσα, αν και έχει αρχίσει να με κουράζει λίγο) και μου κατσικώθηκε για τρεις μήνες στον σβέρκο. Βέβαια, δεν μπορώ να της κρατήσω κακία, γιατί μπορεί να με ταλαιπωρεί έτσι κάθε χρόνο, αλλά τουλάχιστον φέρνει μαζί της τα γενέθλιά μου, ένα Πάσχα και δυο-τρία άλλα δωράκια που με κάνουν να ξεχάσω τα καπρίτσια της. Πρέπει να της το αναγνωρίσω: Η Άνοιξη δεν έρχεται ποτέ με άδεια χέρια (αντίθετα με εκείνο το αγενέστατο, στραβομούτσουνο Φθινόπωρο, που μόνο μια-δυο αργίες φέρνει, κι αυτές αν τι θυμηθεί και με μισή καρδιά).

Πάντως, κάτι μου συμβαίνει τις τελευταίες μέρες. Πρώτα απ’όλα, έχω πλέον συμπληρώσει ένα μήνα δουλειάς και ούτε μία φορά δεν παρακοιμήθηκα το πρωί. Αντίθετα, ξυπνάω πριν κι από το ξυπνητήρι, το οποίο μάλιστα μου εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για το εργασιακό του μέλλον, δεδομένης και της οικονομικής κρίσης, αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Επίσης, σιγά-σιγά μειώνεται ο χρόνος που αφιερώνω στα βιντεοπαιχνίδια, και αντίθετα αυξάνεται ο χρόνος που ξοδεύω για να διαβάσω βιβλία ή να αναζητήσω νέες μουσικές. Τέλος, νομίζω ότι έχει μειωθεί αισθητά η όρεξή μου για φαγητό, με άμεσο φόβο στο εγγύς μέλλον να μειωθεί και το βάρος μου. Με άλλα λόγια, έχω αλλοτριωθεί σαν άνθρωπος. Ή, για να το πω με έναν πιο κοινωνικά αποδεκτό τρόπο, ωριμάζω. Και, για να είμαι ειλικρινής, δε μου αρέσει καθόλου.

(μεταξύ μας, και στην εφηβεία καθόλου δε μου άρεσε όταν άρχισα να βγάζω τρίχες, αλλά τελικά όχι μόνο το αποδέχθηκα, αλλά φροντίζω να δείχνω αρκετές από αυτές, αποφεύγοντας με τακτικούς ελιγμούς το ξύρισμα εδώ και έναν ολόκληρο μήνα. Φάση είναι, θα περάσει.)

Προχθές, όμως, ήμουν και πάλι ο παλιός, κακός εαυτός μου. Στο πάρτυ που πήγα με τον φίλο μου τον Κ., περάσαμε εξαιρετικά, κυρίως επειδή βρήκαμε καλή παρέα εκεί (και επειδή μπορούσαμε να έχουμε 2-3 δωρεάν ποτά, έστω κι αν τα δικά μου ήταν Kiwi Sprite, που έχουν τόσο αλκοόλ όσο μία πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό). Βέβαια, όταν ήρθε η ώρα του χορού, απέδειξα στον εαυτό μου ότι όσα βιβλία και να διαβάσω, όσο ψαγμένη μουσική κι αν ακούσω και όσες μέρες κι αν προσθέσω στη συλλογή μου, θα είμαι πάντα ο άγαρμπος, ατσούμπαλος, ανίδεος από χορό Stranger που ήμουν και στα 15 μου, και στα 20 μου, και στα 25 μου, και πάντα. Γιατί όταν η Χ. με έπιασε από το χέρι για να χορέψω μαζί της, έπαθα κοκομπλόκο (για να το θέσω επιστημονικά). Λες και δεν υπήρχε μουσική, δεν υπήρχε ρυθμός και βρισκόμουν στο απόλυτο κενό του διαστήματος, αιωρούμενος στο πουθενά. Φυσικά, δεν πτοήθηκα καθόλου, αφού ούτε η πρώτη φορά που μου συνέβη ήταν, και πιθανότατα ούτε και η τελευταία. Τι να κάνουμε, δεν είμαστε όλοι προορισμένοι για το Dancing With The Stars. Βέβαια, ούτε και ο Λάτσιος ήταν, αλλά είδες πού έφτασε. Τέλος πάντων.

Και τώρα θα σε καληνυχτίσω γλυκά και θα σε αφήσω, φορτώνοντάς σου όμως έναν ακόμα βαθύ υπαρξιακό προβληματισμό – είπαμε, ανέβηκα επίπεδο, αλλά μου αρέσει ακόμα να σε ταλαιπωρώ με κάτι τέτοια. Κάνε, λοιπόν, τα φύλλα σου κομφετί, ψάχνοντας την απάντηση στο αμείλικτο ερώτημα:


Αγαπητό ημερολόγιο,

κρίνοντας από τις πρώτες μου μέρες στη δουλειά, και συγκρίνοντάς τις με τον τρόπο που ζούσα σαν άνεργος, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι ο Θεός δεν είχε καμία πρόθεση να μας βάλει να δουλεύουμε όταν μας δημιούργησε. Βλέπεις, μας δημιούργησε σε έναν Παράδεισο, με την προοπτική να καθόμαστε όλη μέρα, να παίζουμε με τα ζώα και να τρώμε φρούτα και ψάρια, κι όχι να ταλαιπωρούμαστε όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή, ή ένα αυτοκίνητο, ή μία οικοδομή, ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Η μαλακία είναι ότι πήγαμε κόντρα στον κατασκευαστή μας, τρώγοντας το γαμημένο το μήλο, και άρα κόντρα στη φύση μας, και γι’αυτό είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε πράγματα που δε μας είναι φυσικά για να επιβιώσουμε. Ή τουλάχιστον αυτή είναι μία αιρετική, αστήριχτη, χριστιανικής εμπνεύσεως θεωρία που μόλις επινόησα, και εδώ που τα λέμε δεν είναι λιγότερο σοβαρή από κάτι θεότρελες «επιστημονικές» απόψεις που ακούς πού και πού.

Η θεωρία μου, λοιπόν, είναι ότι ο άνθρωπος δεν είναι προορισμένος να δουλεύει. Η δουλειά, τα λεφτά, η κοινωνική καταξίωση και όλες αυτές τις μαλακίες είναι απλά κοινωνικά κατασκευάσματα, που κάποιο καταχθόνιο, σαδιστικό ανθρώπινο μυαλό επινόησε για να κάνει δύσκολες τις ζωές όλων των ανθρώπων που θα ζήσουν στον πλανήτη μέχρι τον πυρηνικό πόλεμο που θα μας εξοντώσει όλους. Και όχι απλά τα επινόησε, αλλά τα επέβαλε κιόλας – καλοί μαλάκες ήταν κι αυτοί που τα δέχτηκαν με ενθουσιασμό, νομίζοντας ότι θα έκαναν τη ζωή τους καλύτερη. Πού να ήξεραν τι τους (και μας) περίμενε.

Ξέρω τι θα μου πεις: Ότι αν τα σκέφτομαι αυτά από την δεύτερη εβδομάδα στη δουλειά, τι να πει και ο Χ μεροκαματιάρης, που δουλεύει 35 χρόνια σερί, και βλέπει τον εαυτό του σε δέκα χρόνια συνταξιούχο, με μία σύνταξη της πείνας και τον φρικτό θάνατο να φαίνεται ευχάριστη αλλαγή από την εφιαλτική ζωή του. Σύμφωνοι, είμαι μικρός ακόμα, και νιούφης στη δουλειά. Αλλά αυτός δεν είναι λόγος να μην γκρινιάζω. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κανένας καλός λόγος για να μην γκρινιάζεις για οτιδήποτε. Η γκρίνια είναι ζωή, και η ζωή δίνει τόσες λαβές για γκρίνια, που είναι σαν να σε ενθαρρύνει να γκρινιάξεις. Γιατί να της χαλάσω το χατίρι;

Μιλώντας συγκεκριμένα για τη δουλειά μου, δεν μπορώ να έχω παράπονο. Οι συνάδελφοί μου είναι ευχάριστοι, οι αρμοδιότητές μου είναι τόσες πολλές που δε βαριέμαι ποτέ, το ωράριο είναι σχετικά φυσιολογικό – το Internet είναι το μόνο που με κάνει να θέλω να γκρινιάξω, γιατί σέρνεται σαν τετραπληγικός βραδύποδας με αρθριτικά, αλλά υποθέτω ότι δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Φαντάζομαι ότι σε λίγες εβδομάδες θα έχω απηυδήσει από την κατάσταση και θα βρίζω τον πάροχο νυχθημερόν, εκτονώνοντας τη δεδομένη ανάγκη μου για ανελέητη γκρίνια. Για την ώρα, προτιμώ να γκρινιάζω για τον θεσμό της εργασίας γενικότερα, παρά για τη δική μου δουλειά.

Επίσης, αν θέλω να γκρινιάξω (που θέλω, προφανώς) θα κάνω μία αναφορά και στις απεργίες των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς. Ξέρεις, γενικά είμαι υπέρ των απεργιών. Ναι, σε αδικούν, σου πίνουν το αίμα, οπότε κάνεις κι εσύ το μόνο που μπορείς: Δεν πηγαίνεις στη δουλειά σου, στερώντας τις (όχι πάντα) πολύτιμες υπηρεσίες σου από το κράτος και τους πολίτες. Λογικό. Κι ας ταλαιπωρηθούμε και εμείς οι υπόλοιποι λίγο, δεν πειράζει, σκέφτεσαι «τουλάχιστον υπάρχουν ακόμα αυτοί που διεκδικούν τα δικαιώματά τους», αρκεί να είναι δίκαια τα αιτήματά τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, τα αιτήματα δεν είναι καθόλου δίκαια, και γι’αυτό οι αλητεσλερεσεργατοπατέρες δεν έχουν την παραμικρή στήριξη από τον κόσμο. Όχι μόνο επειδή τον ταλαιπωρούν, αλλά επειδή δεν συμφωνεί κανένας με τις διεκδικήσεις τους. Δηλαδή εγώ του ιδιωτικού τομέα είμαι μαλάκας που δεν παίρνω «επίδομα εκκίνησης υπολογιστή» ή «επίδομα κολατσιού πάνω στο πληκτρολόγιο με τα ψίχουλα να χώνονται κάτω από το Ctrl και να μην πατιέται μετά»; Να πας να γαμηθείς απ’όλες τις τρύπες που σου έδωσε ο θεός, βλάκα συνδικαλιστή. Κι από τον αφαλό.

Αυτά περίπου σκεφτόμουν την περασμένη Τρίτη, που είχαν όλα τα ΜΜΜ απεργία και ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα για να πάω στη δουλειά μου και να γυρίσω μετά σπίτι (άσε που πλήρωσα 9 ευρώ ταξί, όσο θα κόστιζαν τα εισιτήριά μου για να μετακινηθώ από και προς τη δουλειά μου για τρεις μέρες – ποιος θα μου τα πληρώσει αυτά; Θα φταίω εγώ μετά να πω ότι για τρεις μέρες «δεν πληρώνω-δεν πληρώνω» εισιτήριο;). Αλλά, παραδόξως, ισχύει εδώ το «ουδέν κακόν αμιγές καλού», αφού στα πλαίσια της ταλαιπωρίας μου είπα τουλάχιστον να κάνω και μια βόλτα και να βγάλω καμιά φωτογραφία, να μην πάει χαμένος ο κόπος. Και το έκανα στα αγαπημένα μου Εξάρχεια, που όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα σου, θα δεις κάποιο σύνθημα γραμμένο. Και με αυτές τις φωτογραφίες θα σε αφήσω για σήμερα – ελπίζω να βρω το κουράγιο να σου ξαναγράψω σύντομα. Αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα.

Κλασικό, θα μου πεις, αλλά δεν το είχα στη συλλογή μου. Το είχα βγάλει παλιότερα στου Ζωγράφου, αλλά κάπου το έχασα μετά. Push the button.

Νομίζω ότι η εκδοχή "ζήτω το sex" μου αρέσει περισσότερο.

Μπα, δεν αξίζει. Δεν είχα τίποτα αξίας, ούτως ή άλλως.

Για να πω την αλήθεια, εγώ είμαι 8 ώρες στη δουλειά για μια ώρα ξάπλα στο κρεβάτι να παίζω PSP για να χαλαρώσω. Δεν το λες και γκλαμουριά.

Πόσο πολύ με εκφράζει αυτό. "Βόλτες στους δρόμους". Έτσι απλά.

Ρώτα την Πέγκυ Ζήνα, έχει τις ίδιες ανησυχίες.

Εγώ δεν είμαι ευτυχισμένος. Είμαι υπηρέτης.

Προσοχή στις λεπτομέρειες: Το Λ είναι υψωμένο στο τετράγωνο. Είναι σαλονικιώτικο "λλ".

Αυτό που ξεκίνησε σαν "αίμα και σπέρμα", κατέληξε ένα αηδιαστικό συνονθύλευμα.

Επίσης, αυτό που ξεκίνησε σαν "αίμα και σπέρμα" κατέληξε χιτ του Σάκη Ρουβά. Ακόμα πιο αηδιαστικό.

Ή εγώ είμαι βλάκας, ή αυτός που το έγραψε ήταν μαστουρωμένος, γιατί δεν καταλαβαίνω Χριστό.

Μην κάνεις σήμερα αυτό που θα μπορούσες να είχες κάνει χθες.

Atenistas, μπορείτε να σταματήσετε τις δράσεις σας. Οι πολίτες δεν θεωρούν πια την πόλη άσχημη.

Και πάνω στον γύψο, κάποιος υπέγραψε ως "ΔΝΤ".

Αυτό δεν κατάλαβα αν είναι συγκεκαλυμμένη οπαδική προπαγάνδα από Ολυμπιακούς ή αντι-οικολογικό μήνυμα.

Άσε, μια φορά πήγα σε παγοδρόμιο και έφαγα τα μούτρα μου. Δεν είναι για μένα αυτά.

Κατάλαβες, Νταίζη; "Κατάλαβα", να λες.

Ορίστε, οι ίδιες οι συνθήκες δηλώνουν απερίφραστα ότι έχουν ωριμάσει. Η Μπάγερν Μονάχου δεν ξέρω πού κολλάει.

Χεστήκαμε, τώρα βλέπουμε την Lady GaGa, που είναι ξανθιά.

Κουφάλες πλαστικοί χειρούργοι, μισές δουλειές κάνατε.

Οι άνδρες δεν κλαίνε. Μονάχα πονάνε. Τάδε έφη Μαζωνάκης.

Ένα παράξενο πράγμα, αλλά νιώθω μια φοβερή ταύτιση με αυτό εδώ.

Θα συμφωνούσε; Ή θα στριφογύριζε στον τάφο;


Αγαπητό ημερολόγιο,

ίσως να παρατήρησες μια μικρή αλλαγή στον τίτλο, σε σχέση με τις προηγούμενες καταχωρίσεις μου. Και ίσως να κατάλαβες και για ποιον λόγο έγινε αυτή η (μικρή, αλλά) σημαντική αλλαγή. Ίσως, πάλι, να έχεις πάρει από τον μπαμπά σου και να είσαι χαζό, οπότε θα πρέπει να σου εξηγήσω ότι το σερί που λέγαμε την προηγούμενη φορά, αυτό των 200 ημερών της ανεργίας, επιτέλους έσπασε και ως εκ τούτου ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ ΑΝΕΡΓΟΣ! Ναι, σωστά διάβασες! Περνάμε σε άλλα επίπεδα πλέον!

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Σου είχα πει ότι την περασμένη Παρασκευή, πριν μία εβδομάδα δηλαδή, είχα βγει σε ένα μπαρ στο κέντρο για ένα Twitter meeting, όπου γνώρισα πολλούς (και ενδιαφέροντες) συνtweeters μου. Αυτό που δε σου είχα πει, είναι ότι εκείνο το βράδυ, όσο ήμουν ακόμα στο μπαρ, έσκασε ένα μήνυμα-βόμβα στο inbox μου, από αυτά που αν δεν προλάβεις να τα διαβάσεις εγκαίρως, έρχεται η αντιτρομοκρατική και σε αρχίζει στις ανακρίσεις. Το μήνυμα αφορούσε μία ευκαιρία για δουλειά. Την επόμενη κιόλας μέρα (καίτοι Σάββατο – φαίνεται ότι τελικά είναι πολύ περισσότεροι απ’ό,τι νόμιζα αυτοί που ΔΕΝ θεωρούν το Σάββατο μέρα αναψυχής, αλλά μέρα εργασίας) πήρα τηλέφωνο. Και τη Δευτέρα το πρωί, δέχτηκα τηλέφωνο. Με ήθελαν για συνέντευξη. Κι έτσι, την Τρίτη πήγα για συνέντευξη. Βέβαια, πήγα σε κακά χάλια: Άρρωστος, αξύριστος (ακριβώς επειδή κρύωνα και δεν μπορούσα να ξυριστώ), ιδρωμένος (επειδή αναγκάστηκα να πάω με το λεωφορείο, λόγω απεργίας του μετρό), ακούρευτος (επειδή βαριέμαι θανατηφόρα τα κομμωτήρια), γενικά χάλια. Απ’ό,τι φαίνεται, όμως, τους ενδιέφερε περισσότερο ο πλούσιος εσωτερικός μου κόσμος, κι έτσι με προσέλαβαν. Επιτόπου. Μην ακούς τις συμβουλές που λένε ότι στις συνεντεύξεις πρέπει να πηγαίνεις ξυρισμένος, γυαλισμένος, υπέρλαμπρος και λοιπά. Δεν πιάνουν. Μία φορά έκανα το αντίθετο, και βρήκα δουλειά.

Δε θα σου πω τι δουλειά είναι αυτή, γιατί έχω υποσχεθεί εχεμύθεια, και η υπόσχεση αυτή καλύπτει και το προσωπικό μου ημερολόγιο – εξάλλου, έπαθα κι έμαθα. Θα σου πω, όμως, ότι δεν έχει σχέση με τη δημοσιογραφία, αλλά ανήκει σε έναν διαφορετικό κλάδο, και είναι κάτι που δεν έχω δοκιμάσει ξανά. Είναι μια ευχάριστη αλλαγή στη ζωή μου και στην καριέρα μου, και ελπίζω να αποδειχθώ πολύ γαμάτος σε αυτό και να παραμείνω στον κλάδο.

Α, και το καλύτερο δε σου το είπα ακόμα: Όχι απλά βρήκα δουλειά, αλλά βρήκα και δουλειά με μισθό! Ξέρεις, στις μέρες μας πρέπει να πανηγυρίζεις ακόμα και για τα αυτονόητα, γιατί αυτό που για σένα είναι αυτονόητη ανάγκη, για το μελλοντικό σου αφεντικό μπορεί να είναι περιττή πολυτέλεια.

Έχω αρχίσει, που λες, από την Τετάρτη σε αυτήν τη δουλειά. Δε θα σου πω ότι είναι εύκολη, γιατί δεν είναι καθόλου εύκολη. Είναι πολύ απαιτητική και χρειάζεται να είμαι συνέχεια συγκεντρωμένος σε αυτήν όσο δουλεύω. Βέβαια, δε θα σου πω και ότι είναι κουραστική, γιατί τότε θα ήμουν προσβλητικός απέναντι στους οικοδόμους, τους οδοκαθαριστές και όλους τους χειρώνακτες εν γένει, που λιώνουν το κορμί τους για να κάνουν τη δουλειά τους, την ίδια στιγμή που εγώ λιώνω σε μία καρέκλα, μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή. Ε, δεν είναι και το ίδιο.

Πάντως είναι ακόμα οι πρώτες μέρες, αλλά με προβληματίζει λίγο η ρουτίνα. Το πρωινό ξύπνημα που με σκοτώνει, η ταλαιπωρία με τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς για να πάω μέχρι εκεί (όταν δεν απεργούν, φυσικά), οι 8 και βάλε ώρες μπροστά σε έναν υπολογιστή, μετά πάλι ταλαιπωρία με τα μέσα, ακόμα πιο ανυπόφορη αυτή τη φορά (γιατί έχεις και 8 ώρες δουλειάς από πίσω), η στιγμή που γυρίζεις στο σπίτι και συνειδητοποιείς ότι νυστάζεις περισσότερο απ’όσο πεινάς (και πεινάς ΠΑΡΑ πολύ), ο ύπνος με συνοπτικές διαδικασίες πριν από τις 12, το πρωινό ξύπνημα της επόμενης μέρας που σε σκοτώνει, και φτου κι απ’την αρχή. Βέβαια, δουλειά χωρίς ρουτίνα δεν είναι δουλειά, είναι χόμπι επί πληρωμή. Αλλά δεν είναι κι εύκολο για κάποιον που έχει 200τόσες μέρες να μπει σε μια ρουτίνα, να το κάνει μέσα σε δυο-τρεις μέρες. Υποθέτω πως σύντομα θα το συνηθίσω – λες και μπορώ να κάνω αλλιώς, δηλαδή.

Όπως καταλαβαίνεις, η θεματολογία των καταχωρίσεών μου μεταβάλλεται θεαματικά, τουλάχιστον μέχρι να καταφέρω να απολυθώ και πάλι: Αντί να σου γράφω πόσο βαριέμαι που δεν έχω δουλειά, θα σου λέω πόσο βαριέμαι στη δουλειά. Και αντί να σου γκρινιάζω που δεν έχω λεφτά επειδή είμαι άνεργος, θα σου γκρινιάζω που δεν έχω λεφτά επειδή τα χαλάω όλα σε εισιτήρια και τυρόπιτες. Ναι, το ημερολόγιο αυτό γυρίζει επιτέλους σελίδα – το πρόβλημα είναι ότι οι προηγούμενη είναι γραμμένη με τόσο έντονα γράμματα, που έχει αφήσει το στίγμα της και στις επόμενες.

Θα προσπαθήσω να καταπολεμήσω την κούραση και να σε ενημερώνω τακτικά για τα τεκταινόμενα στη ζωή μου, εντός και εκτός δουλειάς, αλλά δεν εγγυώμαι τίποτα. Μόνο τα Σαββατοκύριακα είναι σίγουρο πως θα προλαβαίνω να σου γράψω, που είναι πιο χαλαρά τα πράγματα. Και να που επιτέλους οι Παρασκευές θα αποκτήσουν ένα νόημα – αλλά, δυστυχώς, ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τις Δευτέρες…

Καληνύχτα, και να θυμάσαι: Η ομορφιά είναι παντού, αρκεί να είσαι παρατηρητικός.