Αυτό δεν είναι ένα ποστ ανασκόπησης του 2015. Δε βλέπω πια νόημα στις ανασκοπήσεις. Τα χρόνια έχουν γίνει πια σαν τα πολιτικά κόμματα: Όλα είναι σκατά, απλά κάποια είναι πιο φρέσκα σκατά, κάποια είναι μπαγιάτικα σκατά, και κάποια είναι τοξικά σκατά. Το ότι θα πατήσεις σκατά είναι σίγουρο, απλά πρέπει να διαλέξεις τα πιο ανώδυνα. Ή απλά να μη διαλέξεις τίποτα, και τελικά να φας στη μάπα τα σκατά που θα διαλέξουν οι άλλοι.

Θυμάμαι από μικρό παιδί να ακούω τέτοιες μέρες στην τηλεόραση αυτή τη φράση: “Κάθε πέρσι και καλύτερα”. Ακόμα και σε εποχές ευημερίας, επιμέναμε να ξορκίζουμε τον χρόνο που έφευγε με τις χειρότερες αναμνήσεις και να ευχόμαστε ότι με κάποιον μαγικό τρόπο ο επόμενος χρόνος θα ήταν καλύτερος, θα μας έφερνε αγάπη, ειρήνη, ευτυχία, “και πάνω απ’ όλα υγεία”.

Εχμ, ας πούμε ότι οι ευχές μας δεν ήταν ακριβώς επιτυχημένες. Ίσως επειδή προτιμήσαμε να ευχηθούμε πως ένας ουράνιος πατερούλης θα τις εκπληρώσει για μας, αντί να προσπαθήσουμε να τις κάνουμε πραγματικότητα από μόνοι μας. Ήθελε κόπο, βλέπεις. Και πού να τρέχεις τώρα.

Τα τελευταία χρόνια μου φαίνονται εντελώς ίδια μεταξύ τους. Το τελευταίο πράγμα που συνέβη στη ζωή μου και θα μπορούσε κανείς (αλλά σίγουρα όχι εγώ) να θεωρήσει συναρπαστικό ή έστω διαφορετικό ήταν όταν πήγα φαντάρος, κι αυτό πρέπει να ήταν το 2009 ή το 2010 – δε θυμάμαι, όλα ίδια μου φαίνονται. Σκέφτομαι καμιά φορά πράγματα που μου μοιάζουν σαν να έγιναν χθες, και συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει χρόνια ολόκληρα από τότε. Ο Μάικλ Τζάκσον πέθανε το 2009 μαλάκα μου, και θα έπαιρνα όρκο ότι δεν έχουν περάσει πάνω από δύο ή τρία χρόνια.

Λες να είναι η μελαγχολία των Χριστουγέννων; Όχι, δεν είναι η μελαγχολία των Χριστουγέννων, ούτε καν η μελαγχολία του 2015 ή η μελαγχολία μίας οικονομικής κρίσης. Είναι η μελαγχολία μίας ολόκληρης ζωής που δεν είναι αυτό που θα έπρεπε (ή θα ήθελα; Ποιος ορίζει τι θα έπρεπε να είναι η ζωή;) να είναι.

Σκέφτηκα μία εικόνα τις προάλλες που νιώθω ότι περιγράφει απόλυτα τη ζωή μου, και πιθανότατα τις ζωές πολλών από μας: Νιώθω σαν να με πέταξαν σε έναν γκρεμό, και καθώς πέφτω πιάνομαι κάθε τόσο από τις προεξοχές του βράχου (που τον φαντάζομαι σαν αυτούς τους τεράστιους, χαοτικούς γκρεμούς από τους οποίους έπεφτε πάντα με χάρη το κογιότ όταν το ξεγελούσε το μπιπ-μπιπ). Και κρατιέμαι όσο μπορώ από αυτές τις προεξοχές, τις μικρές χαρές της ζωής μου που τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο κενό, κρατιέμαι για όσα δέκατα του δευτερολέπτου μπορώ να κλέψω από τον χρόνο μου για να τις απολαύσω πριν συνεχίσω την απαρέγκλιτη πορεία μου προς το τέλος, ελπίζοντας πως αφού δεν υπάρχει τρόπος να γλιτώσω, τουλάχιστον μπορώ να σταματήσω για λίγο το χρόνο και να ζήσω κάποιες στιγμές ευτυχίας, χωρίς να σκέφτομαι τον τρόμο της πτώσης.

Ναι, δεν είναι μια ευτυχισμένη εικόνα, αλλά δεν είναι και μία ευτυχισμένη ζωή. Δεν θα μπορούσε να είναι, τελικά.

Καμιά φορά σκέφτομαι το μέλλον, και καταλήγω να νοσταλγώ το παρελθόν. Είμαι πλέον 31 χρονών, σχεδόν 32, και το μόνο που βλέπω μπροστά είναι ένα χάος. Το να δημιουργήσω οικογένεια μου φαίνεται τόσο απίθανο όσο το να ανέβω στην κορυφή του Έβερεστ φορώντας μαγιό και βατραχοπέδιλα. Το να ζήσω με αξιοπρέπεια σε συνθήκες εργασιακού Μεσαίωνα μοιάζει με άπιαστο όνειρο, και κάθε φορά που κάποιος μου λέει “χρόνια πολλά” σκέφτομαι ότι αν ζήσω μέχρι τα γεράματά μου θα παίρνω μία σύνταξη της πλάκας, ή ακόμα πιο πιθανό, θα πεθάνω δουλεύοντας, με τα μούτρα πάνω σε ένα πληκτρολόγιο, και ο επιθανάτιος ρόγχος μου θα είναι ένα “adsggehfgjilhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhhh” στο notepad. Και δε θέλω πια να ζήσω “χρόνια πολλά”.

Να σου πω τι μου λείπει πια από τη ζωή μου; Μου λείπει η πίστη ότι μπορώ να αλλάξω τον κόσμο. Ακόμα χειρότερα: Μου λείπει η πίστη ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να αλλάξει αυτόν τον κόσμο, ώστε να πω ότι ναι, δεν μπορώ να αλλάξω εγώ αυτόν τον κόσμο, αλλά θα βοηθήσω τον Χ άνθρωπο, το Ψ κόμμα, την Ζ οργάνωση να τον αλλάξει. Μου λείπει η πίστη στην ανθρωπότητα, η κινητήριος δύναμη για να δραστηριοποιηθώ. Δε νιώθω καν μέλος αυτής της ανθρωπότητας, νιώθω σαν ένας περιθωριακός που περπατά σαν λαθρεπιβάτης ανάμεσά της και προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος, γιατί αν πέσει στα νύχια της θα τον κατασπαράξει. Δε θα τον ακούσει, δε θα συζητήσει μαζί του, δε θα τον αποδεχθεί. Θα τον κατασπαράξει.

Ξέρω. Ξέρω πως για να αλλάξει ο κόσμος θέλει προσπάθεια. Και ντρέπομαι που δεν αισθάνομαι πια ικανός να καταβάλω αυτήν την προσπάθεια, γιατί κάθε φορά που καταφέρνεις ένα καλό στον κόσμο, συμβαίνουν την ίδια στιγμή άλλα δέκα κακά. Και μετά θέλει όλο και περισσότερη προσπάθεια για να καταφέρεις κάτι καλό, μέχρι που εξαντλείσαι. Μέχρι που αισθάνεσαι πως τραβάς μόνος σου ένα κουπί προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που κατευθύνεται η γαλέρα, την κατεύθυνση που τραβάνε όλοι κουπί.

Όχι, αυτό δεν είναι ένα ποστ ανασκόπησης. Είναι μάλλον ένα ποστ ενδοσκόπησης. Ένα ποστ γεμάτο μαυρίλα, γιατί μου ρημάξανε το κόκκινο. Ένα ποστ για το αύριο που απειλεί να γίνει τώρα και το τότε που δεν θα ξαναγίνει ποτέ τώρα. Ένα ποστ που δεν εύχεται χρόνια πολλά, που δεν εύχεται τίποτα για το νέο έτος. Ένα κουρασμένο ποστ.