Ιανουαρίου 2011



Αγαπητό ημερολόγιο,

συχνά σου παραπονιέμαι ότι η ζωή μου είναι βαρετή, χωρίς νόημα και προορισμό, χωρίς κανένα απολύτως ενδιαφέρον. Τώρα που το σκέφτομαι, το μόνο που πραγματικά περισσεύει στη ζωή μου είναι η γκρίνια. Όμως σήμερα δε θα σου γκρινιάξω. Καλά, μπορεί να σου γκρινιάξω λίγο γιατί αδυνατώ να πάω κόντρα στη φύση μου, όμως το θέμα είναι ότι η χθεσινή μέρα ήταν με διαφορά η πιο συναρπαστική του 2011, και μία από τις πιο ενδιαφέρουσες από τότε που ξεκίνησα να σου γράφω.

Η καλή μέρα από το πρωί φαινόταν, αφού χθες είχαμε κανονίσει με την παρέα μου να επισκεφθούμε το Μουσείο Σοκολάτας του Παυλίδη (λιχούδηδες γαρ). Φτάνοντας εκεί, απογοητεύτηκα διπλά. Αφενός γιατί είχε απρόσμενα πολύ κόσμο στην ουρά που περίμενε να μπει (δε θα ήταν καμιά 500αριά άτομα; Μπορεί και παραπάνω), και αφετέρου γιατί τελικά επρόκειτο για Μουσείο Σοκολάτας ΥΓΕΙΑΣ, η οποία δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσιάζει. Όταν, μάλιστα, υποστήριξα ότι η σοκολάτα υγείας ΔΕΝ δικαιούται να λέγεται σοκολάτα, οι άλλοι υποστήριξαν (ορθώς) ότι η υγείας είναι η αυθεντική σοκολάτα, όμως εγώ αντέταξα το ακλόνητο επιχείρημα ότι η σοκολάτα γάλακτος είναι η ΝΟΣΤΙΜΗ σοκολάτα και τους βούλωσα.

Τέλος πάντων, δε μας πτόησε ούτε αυτό το γεγονός, ούτε η 50λεπτη αναμονή στην ουρά, ούτε το τσουχτερό κρύο (μας πρόσφεραν και καφέ φίλτρου λίγο πριν μπούμε, να ζεσταθεί το κοκκαλάκι μας). Είχαμε έρθει για σοκολάτα, και δε θα φεύγαμε χωρίς σοκολάτα. Τελικά καταφέραμε να μπούμε στο Μουσείο, όπου μας έκαναν μία δεκάλεπτη ξενάγηση στην ιστορία του εργοστασίου και τον τρόπο που παρασκευάζεται η σοκολάτα, στην οποία κανείς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία και όλοι περιμέναμε να μας φέρουν τις σοκολάτες. Σε μία από τις αίθουσες υπήρχαν τρία σιντριβάνια σοκολάτας, στα οποία οι εκεί υπάλληλοι βουτούσαν ένα marshmallow και σου το έδιναν σε ένα κυπελλάκι. Η ρευστή, ζεστή σοκολάτα είναι το κάτι άλλο. Και μετά σου έδιναν σοκολάτες υγείας με το κιλό. Όρεξη να’χεις να τρως. Κρίμα που είχαν μόνο σκέτες υγείας, και όχι έστω με πορτοκάλι ή αμύγδαλα, να σπάσει λίγο η πικρίλα, αλλά δε θα διαμαρτυρηθώ κιόλας, τζάμπα ήταν.

Ένα από τα περιώνυμα σιντριβάνια σοκολάτας. Σλουρπ.

Φεύγοντας από το Μουσείο και πηγαίνοντας προς το Γκάζι, εντόπισα κάποια ενδιαφέροντα συνθήματα στους γύρω τοίχους κι έτσι, αφού καθήσαμε με την παρέα μου για σουβλάκια (εγώ δεν έφαγα, γιατί για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο δε μου πήγαινε καθόλου μετά από σοκολάτες να φάω σουβλάκια), ξεκίνησα μία βόλτα στους δρόμους των Πετραλώνων, του Γκαζιού και του Κεραμεικού, η οποία σύμφωνα με τον αρχικό υπολογισμό δεν θα κρατούσε πάνω από μία ώρα. Τελικά, κράτησε πάνω από δύο ώρες, αφού οι φωτογραφίες είναι σαν τα πατατάκια: Κανείς δεν μπορεί να βγάλει μόνο μία. Μετά από όσα είδα χθες, ανακηρύσσω χωρίς κανέναν δισταγμό το Γκάζι σε πρωτεύουσα των σουρεαλιστικών τοίχων – θα καταλάβεις αργότερα γιατί. Επίσης, στην οδό Σαλαμίνος στον Κεραμεικό έβγαλα τις περισσότερες συνεχόμενες φωτογραφίες απ’ό,τι σε οποιονδήποτε άλλο δρόμο της Αθήνας – ανάσα δεν πρόλαβε να πάρει η κάμερα. Ούτε στα Εξάρχεια τέτοιο πράγμα.

Πριν σου δείξω τις φωτογραφίες, όμως, να σου πω για το βράδυ. Κανονίσαμε με την ίδια πρωινή παρέα να βγούμε σε μία ντισκοτέκ να χορέψουμε. Εγώ σε ντισκοτέκ δεν είχα ξαναπάει, και η πιο κοντινή σε ντισκοτέκ εμπειρία μου ήταν ένα πάρτυ αποφοίτων του σχολείου μου που είχα πάει πριν κάτι χρόνια (ξέρεις, για να πετύχω καμιά παλιά συμμαθήτρια, αλλά τελικά ελάχιστοι ήταν εκεί από τη «σειρά» μου) και έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά 70s και 80s τραγούδια. Για να σου πω την αλήθεια, δεν ήξερα καν αν υπάρχει ντισκοτέκ στην Αθήνα. Τελικά, όχι μόνο υπάρχουν, αλλά είναι και τουλάχιστον δύο. Στην πρώτη που πήγαμε φάγαμε πόρτα, αλλά δικαιολογημένη: Κάποιος είχε κλείσει ολόκληρο το μαγαζί, για bachelor party αν κατάλαβα καλά. Κι έτσι πήγαμε στην άλλη, που μας καλοδέχτηκε. Αν η συγκεκριμένη ντισκοτέκ είναι χαρακτηριστικό δείγμα του είδους, τότε από τη χτεσινή μου εμπειρία καταλήγω στα εξής συμπεράσματα:

1. Όσο χάλια κι αν χορεύεις, στην ντισκοτέκ θα υπάρχει ανά πάσα στιγμή τουλάχιστον ένας άνθρωπος που θα χορεύει πιο γελοία από σένα.

2. Η ντίσκο είναι ο πιο εύκολος χορός: Απλά κουνιέσαι στο ρυθμό, και με τα χέρια αυτοσχεδιάζεις ανάλογα με το τραγούδι – δηλαδή, σε επίπεδο ευκολίας η ντίσκο είναι ο πρόδρομος της R&B.

3. Η ντισκοτέκ είναι ιδανικό μέρος για να πιάσεις γκόμενα. Αρκεί να είσαι πάνω από 40.

4. Το τραγούδι των Ghostbusters όχι μόνο χορεύεται, αλλά χορεύεται μετά μανίας. Πώς δεν έβαλε και τη μουσική από τα Χελωνονιντζάκια, δηλαδή.

5. Αν δεν έχεις πάρει ναρκωτικά, η «ψυχεδέλεια» της ντίσκο δεν είναι και τόσο ψυχεδελική.

Πάντως, πέρασα τέλεια – ούτε που θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που βγηκα Σάββατο βράδυ. Αλλά μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι η χθεσινή δε θα είναι η τελευταία.

Λοιπόν, θα σε αφήσω τώρα, παρέα με τις φωτογραφίες από τη χθεσινή βόλτα – μην ανησυχείς, είναι μπόλικες. 48 φωτογραφίες σύνολο, ατομικό ρεκόρ για μία μέρα. Απόλαυσε ανεύθυνα.

Πόσο ταιριαστό δείχνει αυτό στο Γκάζι, ε;

Ο φίλος μου ο Κ., που δεν τον ενδιαφέρουν κάτι τέτοια, μου ζήτησε αυτή τη φωτογραφία για να τη βάλει background στο κινητό του. Αυτό έχω να πω μόνο.

Λίγο έξω από το Μουσείο Σοκολάτας, στα Πετράλωνα. Πέγκυ, μας εμπνέεις.

Ναι, κι εγώ τους αποφεύγω τους σκουπιδοτενεκέδες, είναι κακή φάρα.

Η θέση αυτής της φωτογραφίας είναι σε Μουσείο Υπερρεαλισμού. Μόνο.

Κατόπιν Google search: "Siempre Hay Esperanza" είναι ο τίτλος ενός τραγουδιού της Sade. "Υπάρχει πάντα ελπίδα" σημαίνει. Όμορφα.

Απ'όλα αυτά, άντε να είμαι τρελός. Πού έχω κάνει λάθος, άραγε;

Μπέμπη, άμα δέχεσαι να σε αποκαλεί έτσι, Μπέμπη, είσαι άξιος της μοίρας σου, Μπέμπη.

Επιτέλους, ένα λογικό αίτημα. Προσυπογράφω.

...γιατί και η προπαγάνδα θέλει την τέχνη της.

Άλλες εποχές. Αθώες. Αγνές. Βαρετές.

Ρόζι, σήκω φύγε όσο είναι καιρός. Στο λέω εγώ που μένω μια ζωή στην Αθήνα.

Το αντίστροφο: Πρέπει να ανοίξεις τα μάτια σου για να κλείσεις την TV. Πώς αλλιώς θα βρεις το τηλεκοντρόλ;

Μπλε Μπανάνα is the new Πράσινα Άλογα.

Αυτοί οι θρησκόληπτοι τύποι που γράφουν διάφορα στους τοίχους έχουν πολλή πλάκα τελικά.

Προτιμώ το "Ρούχα Gucci, Μυαλό Κουκούτσι", αλλά κι αυτό καλό είναι.

Μάθετε πρώτα πώς το λένε, και το συζητάμε.

Πες στο στον Παλαιοκώστα αυτό.

Πήγαινε μία εκδρομή στην ύπαιθρο, εκεί το έχουν όλο μαζεμένο.

Κι εγώ θέλω να είμαι αστροναύτης, αλλά δεν το γράφω στους τοίχους.

Αυτό δεν κατάλαβα αν είναι απλή παρατήρηση ή προτροπή, αλλά όπως και να'χει μου άρεσε.

Ναι, ξέρω: God created Adam and Steve.

Λοιπόν, αυτό με έκανε να γελάσω. Πολύ. Μάλλον ανήκω στη μειοψηφία.

Νομίζω ότι οι Τρύπες δίνουν εντελώς άλλη διάσταση σε έναν τοίχο...

Κάπως αλλιώς το ξέρω, αλλά τέλος πάντων καταλαβαίνεις τι εννοεί.

Επίσης, ότι αξίζει παχαίνει κι είναι δύσπεπτο.

Αυτό σαν στίχος από τραγούδι φαίνεται, αλλά δε μου θυμίζει κάτι. Καμιά ιδέα;

Αυτό μάλλον γράφτηκε στις 23:59 κάποιας μέρας.

...και η συνέχεια του προηγούμενου. Ενδιαφέρον.

Τι, δηλαδή άμα αποφασίσουμε να αλλάξουμε τον Γιωργάκη, θα μας παρατήσει και θα πάει να κυβερνήσει το Βανουάτου;

Αυτό μου άρεσε πολύ. Και μου θυμίζει ότι πρέπει να πάρω μια φωτογραφική μηχανή της προκοπής κάποτε.

Εντάξει, αυτό δεν είναι πια επίκαιρο, αλλά θα μας θυμίζει πάντα την εκλογική ήττα του Niquita. Και αυτό είναι καλό.

Να ξαναγίνουμε Δον Κιχώτες, ε; Ωραία ιδέα. Να βρούμε και κανέναν ανεμόμυλο να χτυπήσουμε.

Ανορθόγραφος, πάντως, γίνεσαι, δε γεννιέσαι.

Και να μια πολύτιμη συμβουλή. Follow your heart ρε.

Εμένα πάντως τα αληθινά λούνα παρκ ακόμα μου το ξυπνάνε.

Και πάλι καλά να κρέμεσαι από τ'αρχίδια του άλλου. Μερικών η ζωή κρέμεται από μία πουτσότριχα.

Αρχαία δε λες τίποτα. Έχει και κάτι κόκκαλα από τυραννόσαυρους.

Το ίδιο, αλλά στο δεξιό του. Και με απαγόρευση κυκλοφορίας. Και με εξορίες. Και με γελοία μουστάκια.

Και τώρα ξέρουμε γιατί οι παπάδες απέχουν από το σεξ.

Αυτό θέλω πολύ να ζήσω για να το δω.

Πολύ ευρηματικό το βρήκα αυτό. ("Hoxton" και "Κάνδαυλος" είναι γνωστά μαγαζιά στο Γκάζι, για τους αμύητους)

"Home fucking is killing prostitution". Μην πηδάτε σπίτι σας ρε, κάνετε κακό στον κλάδο των μπουρδέλων.

Η Μέριλιν ζει. Και κυκλοφορεί ανάμεσά μας.


Αγαπητό ημερολόγιο,

μπορεί πολλές φορές να υποστηρίζουμε το αντίθετο, αλλά οι άνθρωποι είμαστε πολύ εγωιστές. Θέλουμε πάντα όλα να γίνονται με τον τρόπο μας. Κατά βάθος, δεν θέλουμε ποτέ να αλλάζουμε εμείς, αλλά να αλλάζουν οι άλλοι για να ταιριάζουν σε αυτό που περιμένουμε από αυτούς. Και, κατ’επέκταση, όταν μας πάει κάτι στραβά, θέλουμε να αλλάξει ο κόσμος και όχι να αλλάξουμε εμείς, έστω κι αν η δική μας αλλαγή θα μπορούσε να κάνει τον κόσμο λίγο καλύτερο. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι, μολονότι βλέπουμε πως ο κόσμος από μόνος του δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, δεν αλλάζουμε ούτε κι εμείς, με το πείσμα των 7χρονων που δεν μπορούν να παίξουν Κλέφτες κι Αστυνόμους, επειδή θέλουν όλοι να είναι κλέφτες.

Φυσικά, αν λειτουργούσαμε πάντα έτσι, τότε δε θα είχε μείνει ρουθούνι στον πλανήτη. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να βάλουμε στην άκρη τον εγωισμό μας και να συμβιβαστούμε. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ο εγωισμός μας δεν υπάρχει. Απλά, περνάει σε δεύτερη μοίρα, καθαρά από ανάγκη και όχι επειδή έτσι μας αρέσει. Και φυσικά δε σημαίνει ότι αυτός που συμβιβάζεται το κάνει επειδή είναι καλός άνθρωπος, επειδή θέλει να προσφέρει στην κοινωνία ή για να έχει καλό κάρμα στην επόμενη ζωή του. Κάτι τέτοιο γίνεται σπάνια, και όταν γίνεται είναι ένας καλός λόγος για έκτακτα δελτία ειδήσεων, ακριβώς επειδή είναι κάτι που πάει κόντρα στην ανθρώπινη φύση.

Και επειδή αρκετά σε κούρασα με τη φιλοσοφία, ας τα δούμε όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο. Με το που τελείωσα τη σχολή, πίστευα ότι είμαι πολύ γαμάτος. Ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα κάπου δουλειά, θα εξέπλησσα τα αφεντικά μου με το έμφυτο ταλέντο μου, θα ανέβαινα με συνοπτικές διαδικασίες την ιεραρχία και θα απολάμβανα μια μεγάλη και επιτυχημένη καριέρα στη δημοσιογραφία. Τα χρόνια πέρασαν, και συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση στον επαγγελματικό κλάδο που είχα επιλέξει δεν ήταν καθόλου καλή. Δούλεψα για την ψυχή της μάνας μου, δούλεψα για 10 ευρώ τη σελίδα (και είχα μονοσέλιδη στήλη σε μηνιαίο περιοδικό), έμεινα πολύ καιρό άνεργος περιμένοντας να έρθει μια ουρανοκατέβατη πρόταση από κάπου για δουλειά, έστειλα αμέτρητα βιογραφικά στα οποία δεν πήρα ποτέ απάντηση. Κι όμως, δεν πτοήθηκα. Δούλεψα για τρεις μήνες σε ένα βιβλιοπωλείο – «προσωρινά», βέβαια. Δεν ήθελα καν να σκεφτώ το ενδεχόμενο να παραμείνω εκεί για μεγαλύτερο διάστημα. Ο εγωισμός μου δε μού επέτρεπε να το βάλω κάτω και να βολευτώ σε μία δουλειά που μου απέφερε καλά λεφτά, βέβαια (μου πλήρωνε και υπερωρίες το αφεντικό, σπάνιο πράγμα), αλλά δεν ικανοποιούσε τις φιλοφοξίες μου. Ήθελα κάτι καλύτερο. Από τότε, πέρασαν επτά μήνες μέχρι να ξαναβρώ μία άλλη, «προσωρινή» δουλειά, αυτή τη φορά σαν πλασιέ, χτυπώντας κουδούνια και εκλιπαρώντας άγνωστους ανθρώπους να αγοράσουν, ελπίζοντας πως θα έκανα αρκετές πωλήσεις και θα έβγαζα καλά λεφτά από τα ποσοστά. 20 μέρες άντεξα εκεί, αυτή η δουλειά δε μου πήγαινε καθόλου.

Από τότε, σχεδόν έξι μήνες μετά, δεν κάνω τίποτα άλλο από το να κωλοβαράω. Ο πληγωμένος εγωισμός μου (μην γελιέσαι, όλοι οι άνεργοι έχουν πληγωμένο εγωισμό), ανίκανος πια να πειστεί κι ο ίδιος ότι μπορεί να βρει μία καλή δουλειά, αποφάσισε να υποχωρήσει. Και να συμβιβαστεί. Αποφάσισε ότι, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, το σημαντικότερο δεν είναι να κάνει μια δουλειά που να τον ικανοποιεί, αλλά μια δουλειά που να τον τρέφει (και με τις δύο έννοιες, κυριολεκτικά και μεταφορικά). Να μαζευτούν κάποια χρήματα στην άκρη, και μετά βλέπουμε. Αγγλία; Ατομική επιχείρηση; Ποιος ξέρει.

Σήμερα, λοιπόν, είχα συνέντευξη. Σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Ναι, είμαι υποψήφιος για υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ. Και δε νιώθω άσχημα. Ξέρεις, πάντα σκεφτόμουν «πώς να πάω να δουλέψω σαν υπάλληλος σε μαγαζί; Κι αν με δει κανένας παλιός μου συμμαθητής από το σχολείο; Τι θα σκεφτεί;». Δε με νοιάζει πια. Είναι ζούγκλα εκεί έξω. Και αν βρεις μια μικρή, σκοτεινή σπηλιά να χωθείς για να επιβιώσεις, δεν πρέπει να ντρέπεσαι, αλλά να νιώθεις ανακούφιση που κατάφερες για άλλη μια μέρα να παραμείνεις ζωντανός. Ο εγωισμός σου θα σου λέει πάντα «μην κάνεις αυτό, γιατί θα κατέβω σε απεργία, και μαζί μου θα πάρω την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό και δεν θα μπορέσεις να επιβιώσεις χωρίς εμάς», εμποδίζοντάς σε να δεις την προφανή αλήθεια: Όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη, τίποτα άλλο δε μετράει, παρά μόνο το να επιβιώσεις όπως μπορείς. Ο εγωισμός μου πλέον υπέκυψε στην ανάγκη, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα επανέλθει δριμύτερος όταν με το καλό πιάσω δουλειά κάπου, οπουδήποτε. Έτσι είναι αυτός, μπορεί να υποχωρήσει για λίγο, αλλά ποτέ δεν θα υψώσει λευκή σημαία. Είναι η φύση του τέτοια.

Τι γίνεται τώρα, λοιπόν; Ο εγωισμός μπαίνει στην κατάψυξη, μαζί με τα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τις σπουδές μου. Ξέρω ότι κάποτε θα τα χρειαστώ ξανά όλα αυτά, αλλά για την ώρα η θέση τους είναι στην κατάψυξη. Θα κυνηγήσω κι άλλες παρόμοιες δουλειές. Βιβλιοπωλεία, καταστήματα, δισκάδικα, οπουδήποτε. Α ναι, τώρα που το ανέφερα, να θυμηθώ να βγάλω από την κατάψυξη την ελπίδα. Αυτή θα μου χρειαστεί.

Λοιπόν, λέω να πηγαίνω – έχω πρωινό ξύπνημα αύριο, θα πάω από τον ΟΑΕΔ (Όταν Αποφοιτήσεις Έλα Δω) να ανανεώσω την κάρτα ανεργίας μου. Συμπληρώνω έναν χρόνο, λες να μου δώσουν κανένα δωράκι; Ξέρω ‘γω, κανένα μπρελόκ με το σήμα του ΟΑΕΔ ή καμιά κούπα για καφέ που να γράφει «Will Work For Coffee»; Μπα, ε;

Τέλος πάντων. Καληνύχτα, αγαπητό μου ημερόλόγιο, και να θυμάσαι:


Αγαπητό ημερολόγιο,

τα τελευταία βράδια ξενυχτάω αρκετά, βλέποντας κυρίως τις επαναλήψεις της «Μηχανής του Χρόνου» στον Alpha, και βλέπω συχνά κάποιες διαφημίσεις κοινωνικού περιεχομένου, οι οποίες προβάλλονται από τα κανάλια μόνο τέτοιες μεταμεσονύχτιες ώρες. Τώρα που το ξαναδιαβάζω αυτό που έγραψα, καταλαβαίνω ότι είναι παρεξηγήσιμο. Όχι, δεν εννοώ τις «ροζ» διαφημίσεις τύπου «είμαι ένα ζουμερό μελαχρινό μωράκι» – κι αυτές «κοινωνικού περιεχομένου» είναι, αλλά δεν εννοώ αυτές. Εννοώ κάποιες διαφημίσεις για σωματεία υποστήριξης κακοποιημένων γυναικών, πρώην καταδίκων, ναρκομανών κ.α.. Μία από αυτές είναι για την δωρεά οργάνων. Δείχνει έναν γιατρό να ρωτάει τον ασθενή τι γνώμη έχει για τη δωρεά οργάνων, και αυτός απαντάει ότι ναι, είναι πολύ γενναιόδωρη και ανθρωπιστική πράξη και θαυμάζει όσους το κάνουν, αλλά ο ίδιος δεν θέλει με τίποτα να το κάνει. Και μετά ο γιατρός του λέει ότι θα χρειαστεί να του γίνει μεταμόσχευση. Και το motto είναι κάτι σαν «μην περιμένεις να σου συμβεί για να πιστέψεις». Τη βρίσκω πολύ έξυπνη διαφήμιση, και με έχει πείσει πως η δωρεά οργάνων είναι κάτι που θα έπρεπε να κάνω. Ταιριάζει με τα πιστεύω μου: Ο θάνατός μου μπορεί να βοηθήσει κάποιους άλλους ανθρώπους να παραμείνουν ζωντανοί. Ο θάνατός μου, η ζωή σου. Καθαρός αλτρουισμός. Κινητοποιήθηκα, μάλιστα, να μάθω πώς θα γίνω δωρητής οργάνων, και το βρήκα: Αρκεί μία δήλωση στο Κ.Ε.Π. της γειτονιάς. Θα πάω αυτήν την εβδομάδα να την κάνω. Νομίζω πως θα με βοηθήσει να νιώσω λίγο χρήσιμος στην κοινωνία, αυτή θα ήταν μια ευχάριστη αλλαγή στη ζωή μου.

Η διαφήμιση προφανώς στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του κόσμου σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα, αλλά σε κάνει να σκέφτεσαι γενικά πόσα πράγματα στη ζωή τα θεωρείς ξένα, μακριά από σένα, μέχρι που τελικά σου συμβαίνουν. Θυμάσαι που βλέπαμε παλιά οικονομίες να καταρρέουν από τη μία μέρα στην άλλη σε ξένες χώρες, και ανθρώπους να μένουν ξαφνικά στον δρόμο, άφραγκοι, και λέγαμε «ευτυχώς, εδώ δε θα γίνουν ποτέ αυτά», γιατί νομίζαμε ότι αυτά συμβαίνουν μόνο σε τριτοκοσμικές χώρες, και εμείς δεν είμαστε τριτοκοσμικοί, αλλά «αναπτυσσόμενοι»; Ε, να που τώρα παθαίνουμε τα ίδια. Γιατί όταν δεν παίρνεις μαθήματα από όσα συμβαίνουν γύρω σου και συνεχίζεις να κάνεις τα ίδια λάθη, κινδυνεύεις να πάθεις κι εσύ τα ίδια. Συχνά το ξεχνάμε αυτό, και θεωρούμε κάποια πράγματα δεδομένα. Λάθος. Τίποτα δεν είναι δεδομένο, και καλό θα ήταν να το θυμόμαστε πάντα αυτό, σε όλους τους τομείς της ζωής μας, ώστε να μην πιανόμαστε στον ύπνο.

Τέλος πάντων, ας αλλάξω θέμα προτού πέσουμε και οι δύο σε κατάθλιψη. Σήμερα κατέβηκα στην Αθήνα για καφέ, και με την ευκαιρία πέρασα από το Παζάρι Βιβλίου στην Κλαυθμώνος. Δεν είχα ακούσει πουθενά να μιλάνε γι’αυτό, μέχρι που είδα τυχαία ένα θέμα σε ένα δελτίο ειδήσεων – ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που έμαθα κάτι από την τηλεόραση, πριν το μάθω από το Internet. Ξέρεις, πηγαίνω κάθε χρόνο στο Παζάρι. Η αλήθεια είναι πως με τα βιβλία ποτέ δεν είχα καλή σχέση, επειδή ποτέ δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και να τα διαβάσω. Η συντριπτική πλειοψηφία των βιβλίων που έχω διαβάσει στη ζωή μου ήταν βιβλία κόμικς, που κυλάνε πιο εύκολα. Και γι’αυτό ακριβώς πηγαίνω στο Παζάρι: Επειδή πάντα βρίσκω 2-3 «διαμαντάκια» που πραγματικά αξίζουν μια θέση στη βιβλιοθήκη μου, και μάλιστα σε εξευτελιστικές τιμές.

Πέρσι είχα πάει την τελευταία μέρα πριν κλείσει, και δεν είχε μείνει τίποτα. Έτσι, φέτος αποφάσισα να πάω πιο νωρίς. Βέβαια, δεν είχα καμία όρεξη να πάω κυριακάτικα, ακριβώς επειδή ήξερα ότι θα είχε αφόρητα πολύ κόσμο, αλλά σκέφτηκα ότι θα συνδυαζόταν ωραία με εκείνο τον καφέ που είχα ήδη κανονίσει. Και πήγα.

Είχε τόσο κόσμο, που σε έκανε να αναρωτιέσαι «διαβάζουν όλοι αυτοί βιβλία; Και πού είναι κρυμμένοι όλο τον υπόλοιπο χρόνο;». Και οι περισσότεροι δεν πήγαιναν για βόλτα, αλλά για να αγοράσουν. Είδα ανθρώπους με καρότσια και καλάθια γεμάτα βιβλία όλων των ειδών: Παιδικά, ιστορικά, μαγειρικής, φιλοσοφίας, μυθιστορήματα, ό,τι μπορεί να διαβαστεί. Βέβαια, πρέπει να σου πω ότι υπήρχαν κάποια βιβλία (όχι και λίγα), για τα οποία θα έπρεπε να σε πληρώνουν για να τα αγοράσεις – κάτι εθνικιστικά, κάτι μυστικιστικά, κάτι περίεργα βιβλία από εκδοτικούς οίκους με ύποπτα ονόματα. Αλλά υποθέτω ότι μέσα στα χιλιάδες βιβλία είναι λογικό να υπάρχουν κι αυτά. Επιπλέον, δεν είδα και κανέναν να τα περιεργάζεται, και αυτό με χαροποίησε.

Στο τέλος, για να πληρώσω, περίμενα πάνω από 20 λεπτά στην ουρά. Ειλικρινά, ακόμα κι αν αντί για ταμεία είχαν εκεί μπροστά δεμένο τον Πάγκαλο και άφηναν τον κόσμο να του ρίχνει φάπες δωρεάν, τόση ουρά δε θα είχε. Αλλά χαλάλι, άξιζε τον κόπο.

Πρέπει να σου πω ότι φέτος έκανα ατομικό ρεκόρ σπατάλης σε Παζάρι Βιβλίου: Πλήρωσα 20 ευρώ, και αν η οικονομική μου κατάσταση μού το επέτρεπε, θα ξόδευα πολλά περισσότερα. Σου παρουσιάζω, λοιπόν,την προσωπική μου dream team από το φετινό παζάρι:

Έχουμε και λέμε:

Πάνω αριστερά, το άλμπουμ «Πυρ» του Κυρ (εκδόσεις Γρηγόρη, 1980), με πολιτικά κυρίως σκίτσα του Κυρ και το κόμικ «Πραξικόπημα στην Ιθάκη», μία πολιτική σάτιρα της Οδύσσειας (που φαίνεται πολύ έξυπνη). Μόλις 2 ευρώ. Νιώθω ότι τους έκλεψα.

Πάνω δεξιά, το κόμικ «Τα Πάντα γύρω από το Sex» των Larry Gonick και Christine Devault(εκδόσεις Περίπλους, 2004), που το είχα πάντα υπ’όψιν σαν πιθανή αγορά, αλλά πάντα έχανε στο νήμα από κάποιο άλλο κόμικ, όμως σήμερα δεν μπορούσα να το αγνοήσω, ειδικά από τη στιγμή που κόστιζε μόνο 6 ευρώ. Και δεν είναι ότι έχω να μάθω κάτι γύρω από το σεξ (όλοι οι άντρες τα ίδια δε λέμε;), αλλά φαίνεται πολύ πρωτότυπος ο τρόπος που το προσεγγίζουν οι συγγραφείς.

Κάτω αριστερά, η συλλογή «1980-1990, Η Δεκαετία της Αλητείας», του Gary Trudeau (εκδόσεις Ευρύαλος, 1990). Πρόκειται για μία ανθολογία κόμικς της σειράς Doonesberry, μέρη της οποίας έχω διαβάσει μόνο σε κάτι παλιές Βαβέλ, και αναρωτιόμουν πού θα τις έβρισκα. Και τις βρήκα στο Παζάρι, μόνο με 5 ευρώ. Πολιτικό κυρίως χιούμορ, που αναφέρεται στην πάντα ενδιαφέρουσα (ειδικά για όσους δεν τη ζήσαμε) δεκαετία του ’80. Είναι 200 σελίδες, και μεγάλες μάλιστα. Θα μου πάρει καιρό να το τελειώσω.

Κάτω και στη μέση, βλέπεις το «Οι Περιπέτειες του Viagraman», του Ufuk (εκδόσεις Οξύ, 2001). Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει κάτι τέτοιο, μου φάνηκε πολύ χοντροκομμένο το χιούμορ του, και επομένως το πήρα χωρίς δεύτερη σκέψη (3 ευρώ έκανε, σιγά την σπατάλη). Μέχρι τώρα, είναι το μόνο από τα πέντε που πρόλαβα να διαβάσω, 80 σελιδούλες είναι μόνο. Έχει την πλάκα του, αλλά δε θα το βάλω και σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη μου.

Και τέλος, κάτω δεξιά μπορείς να θαυμάσεις την «Ανθολογία του Μαύρου Χιούμορ», του Αντρέ Μπρετόν (εκδόσεις Αιγόκερως, 1996). Αυτό είναι το πιο σημαντικό από τα πέντε για τρεις λόγους. Πρώτον, είναι το πρώτο βιβλίο χωρίς εικόνες που αγοράζω τα τελευταία δύο χρόνια τουλάχιστον – ούτε που θυμάμαι ποιο ήταν το προηγούμενο. Είπαμε, έχω μια τρέλα με τα κόμικς. Δεύτερον, είναι 400 σελίδες, με κείμενα μεταξύ άλλων των Μποντλέρ, Νίτσε, Ρεμπό, Νταλί και πολλών άλλων, και κόστιζε ΜΟΝΟ 4 ευρώ – είχε μακράν το καλύτερο value for money. Και τρίτον, έχω μια ιδιαίτερη συμπάθεια στον Μπρετόν, επειδή ήταν, μαζί με τον Τριστάν Τζαρά, τα κεντρικά πρόσωπα του τελευταίου μαθήματος που μου είχε μείνει για να τελειώσω τη σχολή, το οποίο ουσιαστικά ήταν το μοναδικό μάθημα για το οποίο πραγματικά έστρωσα τον κώλο μου και διάβασα, και έμαθα τα πάντα για τον σουρεαλισμό και το νταντά. Και τα αγάπησα, ειδικά τον σουρεαλισμό. Α, και φυσικά, όπως θα έχεις ήδη καταλάβει, έχω μία ιδιαίτερη συμπάθεια στο μαύρο χιούμορ, οπότε αυτό το βιβλίο αποκλείεται να με απογοητεύσει.

Και τώρα θα σε αφήσω – όπως καταλαβαίνεις, έχω πολύ διάβασμα. Κανονικά, πρέπει να κλειδωθώ στο δωμάτιό μου για μία ολόκληρη εβδομάδα και να διαβάζω σερί. Αλλά μην ανησυχείς, θα κάνω ένα διάλειμμα για να σου γράψω.

Καληνύχτα, και να θυμάσαι:


Αγαπητό ημερολόγιο,

ο άνθρωπος θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα μηχάνημα που το αποκτάς χωρίς εγγύηση, χωρίς ανταλλακτικά και η συντήρησή του κοστίζει πολύ ακριβά. Αν κάτι πάει στραβά με κάποιο από τα εξαρτήματά του (και κάποια στιγμή είναι μαθηματικά βέβαιο ότι κάτι θα πάει στραβά, αφού τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν κρατάει για πάντα), δεν μπορείς να ζητήσεις αντικατάσταση, δεν μπορείς καν να ζητήσεις αποζημίωση από κάποιον, και είναι δύσκολο να βρεις αξιόπιστα ανταλλακτικά. Και βέβαια, όσο αυτό το μηχάνημα σου ανήκει, πρέπει να το φροντίζεις καθημερινά, αφιερώνοντάς του πολύ χρόνο και πολλά χρήματα. Με αυτά τα δεδομένα, αν ο άνθρωπος ήταν όντως μηχάνημα, και υπήρχαν «ανθρωποπωλεία» που το πουλούσαν, κανείς δεν θα το αγόραζε – για να μη σου πω ότι κανείς δε θα ήταν αρκετά φρενοβλαβής ώστε να κατασκευάσει ένα τέτοιο, καταδικασμένο να αποτύχει εμπορικά, μηχάνημα.

Βέβαια, στην πραγματικότητα ο άνθρωπος δεν είναι μηχάνημα. Γεννιέται με μια πολύπλοκη διαδικασία, που περιλαμβάνει μεγάλη ταλαιπωρία, εννιάμηνη αναμονή, νεύρα, έντονες σωματικές μεταβολές, και τελικά με φρικτό πόνο. Και πάλι, όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να αποτρέψουν τον οποιονδήποτε να κάνει παιδί. Αλλά, με κάποιον μαγικό τρόπο, οι άνθρωποι εξακολουθούν να αναπαράγονται. Φυσική επιλογή; Ανθρώπινο ένστικτο; Ρομαντικά γουτσουγούτσου για τον «καρπό του έρωτά μας»; Δεν ξέρω πώς εξηγείται. Αλλά συμβαίνει. Και μερικές φορές συμβαίνει σε δικούς μας ανθρώπους.

Αυτά σκεφτόμουν, πάνω-κάτω, όταν έμαθα ότι η ξαδέρφη μου η Κ. γέννησε ένα υγιέστατο αγοράκι πριν από λίγες μέρες. Μερικούς μήνες πριν, είχα πάθει σοκ όταν έμαθα ότι η Κ. ήταν έγκυος. Δεν ήταν ότι θα αποκτούσα (περίπου) ανίψι – έχω μεγάλο σόι και πολλά μεγαλύτερα ξαδέρφια, οπότε πρέπει να έχω ήδη καμιά δεκαριά από δαύτα, πάντα τα χάνω στο μέτρημα. Επίσης, ποσώς με ενδιέφερε το γεγονός ότι η Κ. είναι ανύπαντρη – σιγά μην τη λιθοβολήσουμε κιόλας επειδή έχει προγαμιαίες σχέσεις. Το θέμα είναι ότι η ξαδέρφη μου είναι μόλις 9 μήνες μεγαλύτερη από μένα, και αυτό έκανε το βιολογικό μου ρολόι να χτυπάει σαν τρελό, με ήχο αφύπνισης το «Μαμά Γερνάω». Ξέρεις, αυτά είναι πράγματα που λίγο-πολύ όλοι αρχίζουμε να τα σκεφτόμαστε σε αυτήν την ηλικία: Οι μέρες της παιδικής μας αθωότητας έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, κάποια στιγμή, για να μη μας κουτσομπολεύει κι η γειτονιά, πρέπει (;;;) να βρούμε μια σταθερή δουλειά, να κάνουμε οικογένεια, να πάρουμε ένα σπίτι με δάνειο, να μας απολύσει το αφεντικό μας, να χάσουμε το σπίτι λόγω χρεών, να μείνουμε στο δρόμο, να μας χωρίσει το έτερόν μας ήμισυ και να επιστρέψει στη μάνα της, παίρνοντας τα παιδιά μαζί, να βρούμε μια δουλειά της πλάκας ίσα-ίσα για να βγάλουμε τα ένσημα, να πάρουμε μια συνταξούλα και στα τελευταία μας να γυρίσουμε στο χωριό μας και να αφήσουμε την τελευταία μας πνοή στην κουνιστή καρέκλα μας, ατενίζοντας τον ήλιο που βασιλεύει πίσω από το καταπράσινο βουνό. Ή κάπως έτσι, τέλος πάντων.

Είναι αυτό που λέμε «κύκλος της ζωής» – αν και δεν είναι καθόλου κύκλος, είναι μία εντελώς γραμμική πορεία: Γεννιέσαι, κάνεις παιδιά, πεθαίνεις, κάνουν παιδιά τα παιδιά σου, πεθαίνουν, κάνουν παιδιά τα παιδιά των παιδιών σου, πεθαίνουν κι αυτά, και ούτω καθεξής. Και αυτός μοιάζει να είναι ο μοναδικός ενστικτώδης αυτοσκοπός κάθε ζωντανού πλάσματος στον πλανήτη. Αν κάτσεις να αναρωτηθείς ποιο είναι, τελικά, το νόημα της ζωής, η πιθανότερη απάντηση στην οποία θα καταλήξεις είναι «για να βάλω κι εγώ το λιθαράκι μου στην αναπαραγωγή του είδους μου, ώστε μακροπρόθεσμα ο πλανήτης να γεμίσει από ανθρώπους, και να αρχίσουν να αλληλοσκοτώνονται επειδή δεν θα τους φτάνει το φαγητό και το νερό, και τελικά να γίνει ένας πυρηνικός πόλεμος και να επιβιώσουν μόνο οι δολοπλόκες κατσαρίδες, που θα κατακτήσουν τον πλανήτη και μετά από 200 δισεκατομμύρια χρόνια θα εξελιχθούν σε Cucarachus Sapiens που θα δημιουργήσουν δικές τους κοινωνίες, οι οποίες σταδιακά θα αυτοκαταστραφούν επίσης, αφήνοντας τον πλανήτη ακατοίκητο μέχρι η ΔΕΗ να κόψει το ρεύμα στον ήλιο και να ολοκληρωθεί η γήινη ιστορία». Ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων.

Δεν ξέρω, μου φαίνεται ότι πάνω στα νεύρα μου από το απότομο ξύπνημα πέταξα το βιολογικό μου ρολόι τόσο δυνατά στον τοίχο, που έγινε βίδες και δεν ξέρω αν θα λειτουργήσει ποτέ ξανά. Ίσως είναι κι αυτό ένα από τα εξαρτήματα που ο άνθρωπος έχει εκ κατασκευής, και αν χαλάσει δεν υπάρχει εγγύηση, ούτε ανταλλακτικά, και αναγκαστικά συνεχίζεις να λειτουργείς χωρίς αυτό. Το θέμα είναι: Θα το χρειαστώ ποτέ ξανά; Θέλω στα αλήθεια κάποτε να συνεισφέρω στην αναπαραγωγή του είδους; Θέλω στα αλήθεια να φέρω έναν άνθρωπο στη ζωή, παρά τη θέλησή του, ο οποίος μέχρι να αφήσει την τελευταία του πνοή θα με καταριέται που δεν είχα την προνοητικότητα να σκεφτώ ότι αυτός ο κόσμος δεν είναι μέρος για να φέρνεις ένα παιδί; Ή μήπως θέλω απλά ένα ωραίο υποχείριο, να το κάνω όλα αυτά που δεν θα καταφέρω ποτέ να γίνω εγώ, να του μεταφέρω τα κόμπλεξ και τις φοβίες μου, και στο τέλος της ζωής μου να ξέρω ότι υπάρχει ένας μαλάκας που θα τρέχει από πίσω μου να μου αλλάζει τις πάνες ακράτειας;

Μάλλον δεν είμαι ακόμα αρκετά ώριμος για να σκεφτώ ένα τέτοιο ζήτημα. Ακόμα κι αυτά που μόλις σου έγραψα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα παραλήρημα, που θα μπορούσε άνετα να αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα γραφής προς δικαιολόγηση εισαγωγής ασθενούς σε φρενοκομείο. Προφανώς δεν είμαι έτοιμος να κάνω παιδιά. Ίσως να μην είμαι ποτέ, ποιος ξέρει; Ίσως δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για γονείς. Όπως υπάρχουν άνθρωποι ομοφυλόφιλοι, οι οποίοι δεν εξυπηρετούν τις αναπαραγωγικές συνήθειες της ανθρωπότητας (και μαγκιά τους), έτσι μπορεί να υπάρχουν και άνθρωποι που είναι προορισμένοι να διάγουν εργένικο βίο, προσφέροντας στην ανθρωπότητα πολλά πράγματα, αλλά όχι ένα παιδί. Και φυσικά μπορεί και να λέω μεγάλες μαλακίες, που σε δέκα χρόνια θα τις ανακαλύψω τυχαία ψάχνοντας τις παλιές μου καταχωρίσεις στο ημερολόγιό μου, θα αλλάξω χίλια χρώματα και θα τις εξαφανίσω από προσώπου γης, πριν προλάβει κάποιος να δει τα γραφόμενά μου και χάσει πάσα ιδέα για μένα, τον οικογενειάρχη με τα δύο αγγελούδια και την πιστή σύζυγο.

(Disclaimer: Δηλώνω υπεύθυνα ότι δεν βρίσκομαι υπό την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, και όλο αυτό το παραλήρημα είναι το αυθόρμητο προϊόν σκέψεων που δεν φιλτράρονται, καθώς ο εγκέφαλός μου δεν διαθέτει σώμα καταστολής ταραχοποιών σκέψεων και τις αφήνει να κυκλοφορούν ελεύθερες. Αλήθεια.)

Λοιπόν, πάω για ύπνο πριν προλάβω να γράψω κι άλλα, γιατί με βλέπω να γράφω μέχρι τον Απρίλιο σερί αν δεν σταματήσω τώρα. Καληνύχτα, και να θυμάσαι: Το δύσκολο με τις γυναίκες δεν είναι να τους λες πάντα αυτό που θέλουν να ακούσουν, αλλά να τις πείσεις ότι πραγματικά το εννοείς (ακόμα κι αν δεν το εννοείς).


Αγαπητό ημερολόγιο,

σου έγραφα πριν από λίγο καιρό για τα μυστήρια της ζωής, και πώς η μαγεία τους χαλάει όταν ανακαλύπτεις την πεζή πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από το «μυστήριο». Ευτυχώς, κάποια από τα μυστήρια της ζωής θα παραμείνουν για πάντα μυστήρια. Όπως, ας πούμε, το γιατί βρήκα στο κινητό μου μία υπενθύμιση για σήμερα, με την αινιγματική σημείωση «ΟΑΕΔ», αφού η ανανέωση της κάρτας ανεργίας μου είναι σε 15 μέρες; Τι στο διάολο σκεφτόμουν όταν έβαζα αυτήν την υπενθύμιση; Μήπως το «ΟΑΕΔ» είναι συνθηματικό για κάτι άλλο που έχω διαγράψει εντελώς από τη μνήμη μου; Μήπως προσβλήθηκε το κινητό μου από κάποιον ιό που προσθέτει άκυρες υπενθυμίσεις στα καλά καθούμενα; Μάλλον το μυστήριο δεν θα λυθεί ποτέ. Καλύτερα, αν θες τη γνώμη μου.

Σε 15 μέρες, λοιπόν, ανανεώνω την κάρτα ανεργίας μου και πάλι. Ξέρεις, είναι μεγάλη μέρα για μένα. Συμπληρώνω έναν χρόνο ως επισήμως άνεργος, από τότε δηλαδή που έβγαλα την κάρτα ανεργίας. Έναν χρόνο, μαλάκα μου. 365 μέρες. 8.760 ώρες. Όσο 5.840 ματς ποδοσφαίρου χωρίς τις καθυστερήσεις και χωρίς παράταση και πέναλτι. Όσο 13.140 αγώνες μπάσκετ χωρίς παράταση. Όσο το να δω 4.138 φορές συνεχόμενες το Se7en. Όσο το να ακούσω 10.512 φορές το Black Holes and Revelations των Muse στο καπάκι. Όσο το να δώσω 52.560 φορές «10 λεπτά από τον χρόνο μου» για αιμοδοσία. Όσο το να ετοιμάσω 175.200 έτοιμα γεύματα με νουντλς. Τέλος πάντων, νομίζω ότι καταλαβαίνεις το point μου: Είναι πολύς καιρός.

Σκεφτόμουν να διοργανώσω ένα πάρτυ έξω από το τοπικό παράρτημα του ΟΑΕΔ. Να καλέσω και όλους τους άλλους άνεργους της Αθήνας, να συγκεντρωθούμε όλοι μαζί εκεί και να πνίξουμε τον πόνο μας στο νερό βρύσης, που είναι το μόνο πόσιμο υγρό που μπορούμε να προμηθευτούμε στην (οικονομική) κατάστασή μας. Και μετά να μερακλώσουμε και να τραγουδάμε όλοι μαζί καψουροτράγουδα, όπως τα «Δεν Πληρώνω Τώρα Πια τα Δάνεια», «Χρεωμένοι κι οι Δυο», «Στο Άδειο μου Ταμείο», και άλλα παρόμοια. Σαν να λέμε, οι anergistas. Ωραίο δεν ακούγεται;

Λοιπόν, ξέρεις κάτι; Χωρίς την επιστήμη θα ήμασταν πολύ πίσω, όμως έχει κι αυτή τα κακά της. Να, χθες ας πούμε είδα να απλώνεται μπροστά μου το πιο όμορφο ουράνιο τόξο που έχω δει στη ζωή μου. Ήταν πλήρες, σαν όντως να ξεκινούσε από κάπου και να κατέληγε κάπου αλλού, τα χρώματά του ήταν ασυνήθιστα ζωηρά και έκανε φοβερή αντίθεση με τον μουντό ουρανό τον οποίο στόλιζε. Σε αυτήν τη φάση της ζωής μου, που έχω απεγνωσμένα ανάγκη από θετικά σημάδια, η έλευση του ουράνιου τόξου θα μπορούσε να είναι ακριβώς αυτό: Ένα σημάδι ότι όλα θα περάσουν, η μαυρίλα και η μιζέρια θα εξαφανιστούν, και στη θέση τους θα έρθει η χαρά και η αγαλλίαση. Έλα όμως που στο σχολείο μας έμαθαν οτι το ουράνιο τόξο δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια τυχαία αντανάκλαση των ακτίνων του ηλίου στις σταγόνες της βροχής, καταστρέφοντάς μας ακόμα ένα μυστήριο της φύσης! Κι έτσι, το ουράνιο τόξο δεν φέρνει καμία αισιοδοξία, καμία ελπίδα, κανέναν συμβολισμό – είναι απλώς ένα γαμημένο «φυσικό φαινόμενο». Γαμώ την επιστήμη.

Στο μεταξύ, σήμερα ανακάλυψα ένα ακόμα επάγγελμα που θα έπρεπε να έχω ακολουθήσει αν ήθελα να βγάζω λεφτά: Τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών. Και το ανακάλυψα με έναν μάλλον οδυνηρό τρόπο, όταν ο τεχνικός στον οποίο έχω δώσει τον υπολογιστή μου για να μου αλλάξει τον αυτόχειρα σκληρό δίσκο μου ανακοίνωσε το κόστος της επισκευής: 120 ευρώ. Εκατόν είκοσι ευρώ. Όσο δύο ολοκαίνουργια παιχνίδια του Playstation 3. Όσο 8 βράδια στον Σφανιανάκη (στα όρθια, εννοείται). Όσο 14 επισκέψεις στο σινεμά (και μένει και ένα ευρώ για να πάρεις μια κοκακόλα απ’έξω). Όσο 24 κάρτες ανανέωσης των 5 ευρώ για το κινητό μου. Όσο 120 χάμπουργκερ από τα McDonald’s. Τέλος πάντων, νομίζω ότι καταλαβαίνεις το point μου: Είναι πολλά λεφτά.

Και εκτός του ότι είναι πολλά λεφτά, δεν τα έχω κιόλας. Με την κατάσταση σήμερα, ακόμα και δουλειά να βρω, αμφιβάλλω αν θα βγάζω τόσα το μήνα. Και σκέφτομαι τι ωραία που θα ήταν να ήξερα να αλλάζω μόνος μου τον σκληρό δίσκο. 50 ευρώ κάνει ο συγκεκριμένος σκληρός, το έψαξα. Θα γλίτωνα 70 ολόκληρα ευρώ. Φαντάσου ρε, 70 ευρώ. Για να κάνει ένα «κλικ» ο δίσκος στον υπολογιστή, για μια υπόθεση πέντε λεπτών. Κι όλα αυτά επειδή δεν ξέρω πώς να το κάνω μόνος μου. Μεταξύ μας, αν το ήξερα από πριν ότι θα κόστιζε τόσο, θα έμπαινα στο YouTube, και όλο και κάποιο βίντεο θα έβρισκα που να εξηγεί πώς μπαίνει ένας σκληρός δίσκος. Και μάλλον είναι ένα καλό μάθημα αυτό, για να προσέξω την επόμενη φορά τι θα κάνω σε αντίστοιχη περίπτωση.

Τέλος πάντων, σημασία έχει ότι ο υπολογιστής μου θα επιστρέψει σύντομα δριμύτερος, έστω και χωρίς τον καλό μου φίλο, τον προηγούμενο δίσκο, με τον οποίο περάσαμε εκατοντάδες ώρες διασκέδασης και ήδη μου λείπει. Όλα για τον άνθρωπο και τους υπολογιστές είναι, τι να κάνουμε…

Και τώρα θα σε αφήσω, γιατί το κρεβάτι μου με καλεί και δεν θα ήταν ευγενικό εκ μέρους μου να απορρίψω την πρόσκλησή του. Καληνύχτα και μην ξεχνάς: Καταλαβαίνεις ότι ο κόσμος έχει πάρει λάθος δρόμο, όταν οι άνθρωποι εμπιστεύονται περισσότερο τους αστρολόγους, παρά τους διανοούμενους.


Αγαπητό ημερολόγιο,

συνήθως, όταν έχω καιρό να σου γράψω, η αιτία είναι ότι βαριέμαι ή δεν έχω τι να γράψω – άσε τι δικαιολογίες σου προβάλλω κάθε φορά, αυτή είναι η αλήθεια. Όμως, αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Τόσο σοβαρά, που έχω πάρει το σχεδόν σοβαρό μου ύφος τώρα που σου γράφω, αυτό που χρησιμοποιώ σε κηδείες και συνεντεύξεις για δουλειά (τι σύμπτωση, και στις δύο περιπτώσεις κάποιος ή κάτι πεθαίνει, είτε άνθρωπος, είτε ελπίδα). Θρηνώ, λοιπόν, για τον χαμό ενός καλού, πιστού φίλου, που όμως δεν άντεξε στις δυσκολίες της δουλειάς του και αυτοκτόνησε, αφήνοντας πίσω του έναν θλιμμένο, άδειο υπολογιστή, και έναν ακόμα πιο θλιμμένο και άδειο χρήστη. Ναι, αγαπητό μου ημερολόγιο, ο λατρεμένος μου σκληρός δίσκος μας άφησε χρόνους. Και αυτό ήταν ένα γερό πλήγμα στην ψυχολογία μου.

Ξέρεις, υπάρχουν δύο διαμετρικά αντίθετοι τύποι ανθρώπων που πλήττονται βαριά από την αυτοκτονία ενός σκληρού δίσκου. Οι μεν, οι πολυάσχολοι και σκληρά εργαζόμενοι άνθρωποι, μαζί με έναν σκληρό δίσκο χάνουν και το εργαλείο με το οποίο βγάζουν το μισθό τους, και μπορεί στον τάφο του ο σκληρός δίσκος να πάρει μαζί του και σημαντικά αρχεία, έγγραφα και εφαρμογές, που οι χρήστες του θα τα κλαίνε πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον δίσκο, με την ίδια λογική που οι συγγενείς του νεκρού νοιάζονται περισσότερο για την κληρονομιά που θα τους αφήσει ο θείος, παρά για τον ίδιο τον θείο. Οι δε, οι αργόσχολοι και ουδόλως εργαζόμενοι άνθρωποι, μαζί με τον σκληρό τους δίσκο χάνουν έναν καλό φίλο – όχι απλά έναν συνεργάτη, αλλά έναν καλό φίλο, που τους έκανε συντροφιά στις ατέλειωτες ώρες τεμπελιάς τους. Χάνουν κι αυτοί τα αρχεία τους, και τις εφαρμογές τους, και τα έγγραφά τους – αλλά πάνω απ’όλα χάνουν τη συντροφιά τους. Τον φίλο τους. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, πόσο με έχει επηρεάσει όλη αυτή η ιστορία. Σκεφτόμουν, μάλιστα, ότι αν ήμασταν λίγο πιο ανοιχτόμυαλοι (και ανοιχτοχέρηδες), ίσως θα έπρεπε με τον ίδιο τρόπο που κηδεύουμε έναν άνθρωπο, να κηδεύουμε και τις χαλασμένες ηλεκτρικές μας συσκευές. Και να γεμίζουμε τη γειτονιά με κηδειόχαρτα, που να γράφουν «το πολυαγαπημένο μας modem/router κηδεύομεν την Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου, ώρα 10.00 π.μ. στο ηλεκτρονικό νεκροταφείο Μαλακάσας. Κατόπιν επιθυμίας του, θα ταφεί δίπλα στο πολυμίξερ της οικογένειας, που απεβίωσε τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ο χρήστης, Χαράλαμπος, ο υπολογιστής, Sony Vaio, το σκουπάκι Black & Decker». Και να μαζευόμαστε στις κηδείες και να παρηγορούμε τους χαροκαμένους, λέγοντάς τους «κι εγώ έχασα πέρσι την τηλεόρασή μου, πόνεσα πολύ, αλλά όλα για τον άνθρωπο και τις ηλεκτρικές συσκευές είναι» και «έλα, μην κάνεις έτσι, είμαι σίγουρος ότι το laptop σου είναι τώρα στον ουρανό και παίζει ανέμελα με άλλα χαρωπά mp3 laptop…». Αλλά τι να κάνεις, εδώ ακόμα συζητάμε για την καύση των νεκρών, ποιος να μιλήσει για ταφή ηλεκτρονικών συσκευών.

Όπως καταλαβαίνεις, αυτές τις μέρες είμαι ένας κυβερνοπρόσφυγας. Προσπαθώ να μπω στο Internet από σπίτια φίλων, από Internet Cafe, και κυρίως από το κινητό μου – αν μου έχει αφήσει ένα καλό αυτή η ιστορία, είναι ότι έχουν γυμναστεί αφάνταστα τα δάχτυλα των χεριών μου, καθώς τα χρησιμοποιώ συνέχεια για να γράφω στο Twitter. Και αν υπολογίσεις ότι κάθε tweet είναι, κατά μέσο όρο πες, 100 χαρακτήρες, για να το γράψω χρειάζεται να πατήσω τα κουμπιά του κινητού μου γύρω στις 200 φορές – ξέρεις, εκείνα τα κουμπάκια που έχουν το abc στο 2, το def στο 3 και πάει λέγοντας. Τεχνολογία, ρε πούστη μου.

Ο χρόνος, που λες, περνάει πολύ αργά όταν δεν έχεις υπολογιστή. Ξέρεις, σκεφτόμουν ότι για μένα η φράση «βαριέμαι να κάτσω στον υπολογιστή» ισοδυναμεί με τη φράση «βαριέμαι να κάνω οτιδήποτε». Get a life, θα μου πεις και θα’χεις και δίκιο. Αλλά καλώς ή κακώς, ο υπολογιστής είναι ο καλύτερος φίλος ενός ανέργου (μετά το ημερολόγιό του, φυσικά, μην γκρινιάζεις), η καλύτερη συντροφιά. Τα κάνει όλα και δε σου ζητάει τίποτα σε αντάλλαγμα – μόνο λίγο φαγάκι (ηλεκτρικό ρεύμα) και νεράκι (σύνδεση Internet). Είναι καλύτερο και από κατοικίδιο, γιατί δεν μαδάει, δεν χρειάζεται να το βγάζεις βόλτα, δεν γαβγίζει, δεν νιαουρίζει, δεν δαγκώνει, δεν θέλει κάθε τόσο να ζευγαρώσει, δε σου καβαλάει το πόδι, δε χρειάζεται να του αλλάζεις το νερό, δε χρειάζεται να του καθαρίζεις το κλουβί – συμφέρει, γενικά. Και είναι ο ιδανικός τρόπος να γεμίσεις τα κενά της μέρας, όταν δεν έχεις τίποτα να κάνεις. Τώρα, η μέρα μου έχει μόνο κενά, χρόνο που περνάει άσκοπα. Αν γράψω ποτέ αυτοβιογραφία για το χρονικό διάστημα που έμεινα και θα μείνω άνεργος, έχω σκεφτεί ένα γαμάτο όνομα, αλλά με πρόλαβε ένας τύπος, κάποιος Προυστ: «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο». Κρίμα, θα ταίριαζε γάντι.

Σε έναν ιδανικό κόσμο, θα υπήρχε κάποιος εκεί πάνω που θα κατέγραφε αναλυτικά τον χαμένο χρόνο του καθενός, και θα προσέθετε αυτόν τον χαμένο χρόνο στα χρόνια του καθενός, σαν καθυστερήσεις σε ποδοσφαιρικό αγώνα, και θα του έδινε την ευκαιρία να τον αξιοποιήσει καλύτερα αυτή τη φορά. Αλλά κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται στον κόσμο μας (ίσως να προβλέπεται για την επόμενη έκδοση του κόσμου, που θα καταργήσει τον τρέχοντα και αναμένεται να βγει στην αγορά το 2012), κι έτσι ο χρόνος που περνάει, περνάει για πάντα, και μοιάζει να μην έχει συμβεί ποτέ. Γι’αυτό και σημασία τελικά δεν έχει πόσα χρόνια θα ζήσεις, αλλά πόσα από αυτά τα χρόνια τα έζησες πραγματικά, χωρίς να υπολογίζεις τον χαμένο χρόνο.

Αλλά πολύ βαριά φιλοσοφία έπιασα βραδιάτικα, και δεν θα μπορώ να κοιμηθώ μετά. Όπως τις προάλλες, που είδα στον ύπνο μου ότι συμμετείχα σε μία πορεία διαμαρτυρίας στο κέντρο και μας περικύκλωσαν απρόκλητα τα ΜΑΤ, και ξύπνησα έντρομος τη στιγμή που θα άρχιζαν να μας σαπίζουν στο ξύλο. Και απαιτώ εξηγήσεις από τον Υπουργό Προστασίας του Πολίτη για την αδικαιολόγητη βία των ματατζήδων στον ύπνο μου. Από ποιον πήραν εντολές; Και τι δουλειά είχαν στο όνειρό μου, απρόσκλητοι και απρόκλητοι; Πού θα φτάσει πια η αστυνομική βία;

Λοιπόν, θα σε καληνυχτίσω τώρα, με μία γενική παρατήρηση που ρίχνει λάδι στη φωτιά της αιώνιας αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο φύλων: Αν δεν υπήρχαν γυναίκες στον πλανήτη, η ανθρωπότητα θα εξαφανιζόταν λόγω αδυναμίας αναπαραγωγής. Αν δεν υπήρχαν άνδρες, θα εξαφανιζόταν λόγω ξεμαλλιάσματος μεχρι θανάτου.


Αγαπητό ημερολόγιο,

η ζωή είναι γεμάτη μυστήρια. Μυστήρια τα οποία ο άνθρωπος, λόγω της έμφυτης περιέργειάς του, παλεύει να αποκρυπτογραφήσει. Στην προσπάθειά του αυτή, αφήνει την φαντασία του να καλπάσει και καταλήγει σε απίθανες εικασίες για να εξηγήσει αυτά τα μυστήρια. Το πρόβλημα είναι ότι πάντα (μα ΠΑΝΤΑ) όταν το μυστήριο τελικά λύνεται, όλοι απογοητεύονται. Κι αυτό γιατί η πραγματικότητα είναι πάντα πολύ πιο πεζή από την ανθρώπινη φαντασία. Πάρε παράδειγμα τους κεραυνούς: Δε θα ήταν πιο ωραίο να νομίζουμε ότι υπάρχει ένας οξύθυμος μουσάτος τύπος στον ουρανό, που όταν τον τσαντίζουμε μας στέλνει κεραυνούς για να μας τρομάξει και να μας συνετίσει, από την επιστημονική εξήγηση περί νεφών, βαρομετρικών χαμηλών, ανέμων και υδάτων;

Αυτό σκεφτόμουν σήμερα, καθώς έβγαινα από τα δικαστήρια ανηλίκων. Όπως σου είχα πει, πριν από πολλούς μήνες μου είχε έρθει μία κλήτευση, η οποία με ενημέρωνε ότι έπρεπε σήμερα να παραβρεθώ στο δικαστήριο αυτό σαν μάρτυρας. Φτάνοντας στο κτίριο της λεωφόρου Αλεξάνδρας, τα πιο απίθανα σενάρια περνούσαν από το μυαλό μου. Ότι κάποιος παλιός μου συμμαθητής που τώρα ήταν δικηγόρος με είχε καλέσει σκόπιμα ως μάρτυρα, ώστε να ψευδομαρτυρήσω υπέρ του πελάτη του. Ότι είχα γίνει μάρτυρας κάποιου εγκλήματος αλλά δεν το θυμόμουν, γιατί μου το είχαν διαγράψει από τη μνήμη οι Men in Black. Ότι ήταν όλα στημένα από τον πατέρα μου, για να δω τι ωραία που είναι στο δικαστήριο και να πειστώ να γίνω δικηγόρος. Πολλές εικασίες, όλες ευφάνταστες, όλες χαριτωμένες, και όλες καταδικασμένες να διαψευσθούν.

Φυσικά, όταν λύθηκε το μυστήριο, η αλήθεια ήταν πολύ πιο πεζή: Απλά, πριν από δύο χρόνια μου είχαν κλέψει ένα laptop, και το παράξενο αραβικό όνομα που έβλεπα στην κλήτευση και αναρωτιόμουν τι σχέση θα μπορούσα να έχω μαζί του ήταν το όνομα του τύπου που το είχε κλέψει. Προφανώς, είχαν βρει το όνομά μου από την δήλωση κλοπής που είχα κάνει στην Αστυνομία τότε. Εγώ το μόνο που έκανα σήμερα ήταν να μπω μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου (ο Θεός να το κάνει, δηλαδή, πιο μικρή κι από το σαλόνι του σπιτιού μου ήταν), να ορκιστώ στο Ευαγγέλιο ότι θα πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια (άκυρος όρκος, βέβαια, γιατί είμαι άθεος, αλλά δε βαριέσαι τώρα, μην μπλέκουμε) και να απαντήσω στην ερώτηση της δικαστίνας για το τι μου είχαν κλέψει πριν δύο χρόνια στου Παπάγου. Κατόπιν, η δικαστίνα μου είπε ότι «εντάξει, τον βρήκαμε», και μετά βγήκα έξω και πέρασε ο επόμενος. Βέβαια, μου έμεινε η απορία για το πώς ξέρουμε ότι το έκανε αυτός, πού είναι οι αποδείξεις, πού είναι το laptop και άλλα τέτοια, αλλά είδα ότι όλοι εκεί πέρα βιάζονταν (και ήταν μόλις το 4ο δικαστήριο, σε σύνολο 150) και δεν επέμεινα. Ελπίζω απλά να μην έκανα μαλακία.

Και μπορεί να έφυγα με άδεια χέρια από το δικαστήριο, αφού το laptop πλέον στην καλύτερη περίπτωση το χαίρεται κάποιος που το αγόρασε στη μαύρη αγορά, και στη χειρότερη έχει γίνει βίδες, όμως στο σπίτι δε γύρισα με άδεια χέρια. Γύρισα με ένα κινητό γεμάτο φωτογραφίες από την περιοχή του Γκύζη, όπου περπάτησα μετά. Δεν είχα βολτάρει ποτέ ξανά εκεί, και αυτό που μου έκανε φοβερή εντύπωση ήταν το πόσο περίεργα ονόματα έχουν οι δρόμοι εκεί. Πίστευα ότι τα πιο περίεργα ονόματα δρόμων τα είχα δει στο Παγκράτι, αλλά νομίζω ότι του Γκύζη είναι ακόμα πιο τρελά. Κρίμα που δε θυμάμαι κανένα να σου πω.  Επίσης, η περιοχή του Γκύζη πρέπει να είναι το πιο ανισόπεδο μέρος στο ηλιακό μας σύστημα. Παντού ανηφόρες και κατηφόρες, πουθενά ίσωμα. Τσάκισα τα πόδια μου για να βγάλω αυτές τις φωτογραφίες, όμως πραγματικά άξιζε τον κόπο, όπως θα καταλάβεις. Πάμε να τις δούμε μαζί:

Γιατί, τις περνάνε για μάγισσες;

Έτσι μπράβο, να μην τα ρίχνουμε όλα στο ΔΝΤ.

Αυτή εδώ κάνει ωραίο σετάκι με την άλλη, που λέει "Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα".

Το θέμα δεν είναι οι σεξουαλικές προτιμήσεις του αφεντικού σου, το θέμα είναι να μην πηδάει εσένα.

Μία (σαφώς κατώτερη) βερσιόν του "Φασίστες κουραμπιέδες έρχονται Χριστούγεννα". Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, ο Τζίγκερ δεν έχει σχέση με όλα αυτά, είναι από άλλο σύνθημα.

Ενώ το vivere pericolosamente είναι ασφαλές;

Ανέκδοτα, τώρα και σε τοιχογραφίες.

Δεν έχω ιδέα τι σημαίνει αυτό. Άμα έχεις εσύ, το συζητάμε.

Σου παρουσιάζω το νέο background του κινητού μου, και το νέο μου motto.

Δυστυχώς, αυτό το μαγαζί έχει κλείσει. Δεν ξέρω τι πούλαγε, αλλά αν ήταν ανοιχτό θα έμπαινα να αγοράσω. Οτιδήποτε.

Κιάμος στου Γκύζη; ΚΙΑΜΟΣ;;;

Καλή επιτυχία κι από μένα, Θωμούλη!

Εντάξει, το ξέρω ότι έχω βγάλει 4-5 παρόμοιες φωτογραφίες, αλλά όταν βλέπεις μια φατσούλα σε έναν μουντό τοίχο να σου χαμογελάει, πώς μπορείς να την αγνοήσεις;

Κάποιος ανακάλυψε την Αμερική. Και το φωνάζει.

Κλασική ελληνική τεμπελιά: Γιατί να γράψεις ολόκληρο το σύνθημα, όταν όλοι θα καταλάβουν τι εννοείς απλά με τα αρχικά;

Το γεγονός ότι κάποιος/α έκατσε κι έφτιαξε ένα στένσιλ για να δηλώσει ότι θέλει τον/την Μάντσαν, με συγκινεί βαθύτατα. Αγάπη, ρε μουνιά.

Κάτω το Master Chef.

Γαμώτο, και σιχαίνομαι τα αίματα...

Ένα σύνθημα celebrity, που το έχω δει πολλές φορές σε διάφορα sites στο Internet, και επιτέλους συναντηθήκαμε. Είναι εξίσου ωραίο κι από κοντά.

Μία πολύ σοβαρή απειλή...

...που ωστόσο δεν τρομάζει και τόσο αυτούς που γράφουν.

Επιτέλους, ένα σύνθημα που ξεκινά με "Λευτεριά" και μας βρίσκει όλους σύμφωνους.

Οι Έλληνες να μείνουμε στην Ελλάδα ή να μεταναστεύσουμε στην (άδεια πια) Περσία;

Όντως, κι εμένα μου αρέσει να επιτίθεμαι στην τάξη, πετώντας σκουπίδια όπου βρω. Αταξία και τσαπατσουλιά, ρε.

Ελπίζω να εκτιμάς τον κόπο μου για να τραβήξω όλες αυτές τις φωτογραφίες – για μερικές από αυτές χρειάστηκε να κάνω αναρρίχηση σε απόκρημνες ανηφόρες. Τι στο διάολο, αγριοκάτσικα τα γράφουν τα συνθήματα; Τέλος πάντων.

Και τώρα θα σε καληνυχτίσω, με αυτήν την πολύτιμη συμβουλή: Ποτέ μην πιστεύεις πως κάτι λέγεται «μεταξύ σοβαρού και αστείου». Στην πραγματικότητα, αυτός που λέει κάτι «μεταξύ σοβαρού και αστείου» το λέει σοβαρότατα, απλά το «ντύνει» με ένα διάφανο πέπλο πλάκας, επειδή το θέμα είναι λεπτό και φοβάται μην παρεξηγηθεί.


Αγαπητό ημερολόγιο,

υπάρχουν μέρες στη ζωή ενός ανθρώπου που πραγματικά τον σημαδεύουν, τον διαμορφώνουν σαν προσωπικότητα και τις θυμάται για πάντα. Και μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι η σημερινή μέρα δεν ήταν επ’ ουδενί μία από αυτές. Θα’λεγα ότι ήταν περισσότερο μία από αυτές τις μέρες που απλά γεμίζουν το ημερολόγιο με λευκές σελίδες, μέχρι να φτάσει εκείνη η μέρα που θα αξίζει να λερώσεις το ημερολόγιο για χάρη της. Κι αυτό γιατί είναι τόσο λίγες οι πραγματικά σημαντικές μέρες σε σχέση με το πόσα χρόνια ζούμε, που αν ερχόντουσαν όλες μαζεμένες, μετά δε θα είχες τι να κάνεις για καμιά σαρανταριά χρόνια.

Ξημερώνουν Φώτα. Λοιπόν, τα Φώτα είναι η πιο ριγμένη γιορτή όλου του χρόνου. Αν και είναι μια σημαντική θρησκευτική γιορτή (γιατί δε γιορτάζουμε μόνο τη βάφτιση του Χριστού, αλλά και το γεγονός ότι κατέβηκε το Άγιο Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού και κουτσούλησε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, επειδή βούταγε τον Χριστό με δύναμη στο νερό και είχε πλαντάξει στο κλάμα, κι ας ήταν 30 χρονών), κανείς δεν της δίνει σημασία, επειδή έχουν προηγηθεί δύο ακόμα πιο μεγάλες γιορτές, τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά. Έχει κι αυτή κάλαντα, αλλά κανένας δεν τα ξέρει και μόνο κάτι μούλικα του κατηχητικού βγαίνουν και τα λένε. Και έχει και το φοβερό event της ρίψης του σταυρού στο νερό, όπου βουτάνε διάφοροι μαζοχιστές για να τον πιάσουν. Θυμάμαι ένα κείμενο από το βιβλίο της Γλώσσας, στην Δευτέρα Δημοτικού νομίζω, στο οποίο ένα αγοράκι διηγείτο το πόσο ήθελε να βουτήξει και να πιάσει τον σταυρό, και σκέφτομαι: «Τι μαλακίες μας φύτευαν ρε στο μυαλό όταν ήμασταν μικρά;». Νομίζω ότι τα κείμενα της Γλώσσας στο Δημοτικό, όταν μεγαλώσουν, θα γίνουν βιβλίο του Άδωνι Γεωργιάδη.

Φυσικά, τα Φώτα δεν είναι απλά μια θρησκευτική εορτή. Είναι και το ψυχολογικό όριο που σημαίνει το τέλος της γιορτινής χαλάρωσης και την απότομη μετάβαση στην καθημερινή ρουτίνα. Από εκεί που χάνεις τις μέρες και δεν έχει καμία σημασία αν είναι Δευτέρα ή Παρασκευή ή Τετάρτη ή Κυριακή, ξαφνικά η εβδομάδα έχει και πάλι μέρες, έχει και πάλι τη γνωστή ρουτίνα. Βέβαια, όλα αυτά ισχύουν για αυτούς που έχουν κάτι να κάνουν όλη μέρα, π.χ. να δουλεύουν, ας πούμε. Για έναν άνεργο, η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι ότι από τη μία μέρα στην άλλη εξαφανίζονται τα στολίδια, τα δέντρα, οι αγιοβασίληδες, τα γλυκά, και μαζί τους εξαφανίζεται και η χαρούμενη διάθεση των περισσοτέρων από μας.

Ωστόσο, αυτός ο Ιανουάριος μπορεί να είναι ο τυχερός μου. Βλέπεις, αποφάσισα να δραστηριοποιηθώ. Ήδη, σήμερα έψαξα και βρήκα όλες τις διαφημιστικές εταιρείες, μάζεψα τα e-mail τους και αύριο θα στείλω παντού το βιογραφικό μου. Στη δημοσιογραφία δεν κάνω καν τον κόπο πια – κουράστηκα. Η διαφήμιση (και η επικοινωνία, γενικά) είναι η τελευταία μου ελπίδα πριν το πάρω απόφαση ότι δεν θα βρω ποτέ δουλειά στην Ελλάδα και να μεταναστεύσω στο εξωτερικό. Και ξέρεις, πολλές φορές το έχω πει αυτό χωρίς να το εννοώ, απλά για να δώσω έμφαση, αυτό το κλασικό «θα τα παρατήσω όλα και θα πάω στην Αγγλία», αλλά αυτή τη φορά το εννοώ. Αν μέχρι το καλοκαίρι δεν έχω ακόμα σταθερή δουλειά, τον Σεπτέμβριο θα εξαφανιστώ, ρίχνοντας πίσω μου μαύρη πέτρα και μια μούντζα. Αλλά για την ώρα, είμαι αισιόδοξος ότι όλο και κάποια από αυτές τις εταιρείες θα με προσλάβει – κι ας μου δίνουν «ένα σακί πατάτες» για πληρωμή, όπως μου είχε πει και κάποιος που ανήκει στον χώρο. Ή ας μη μου δίνουν ούτε αυτό – μου αρκεί να μου δώσουν απλά μία ελπίδα, ένα πάτημα για να πετύχω κάτι εδώ πέρα, έστω κάτι να κάνω στον ελεύθερο χρόνο μου. Οτιδήποτε. Ε, λοιπόν, άμα δε βρω δουλειά αυτόν το χειμώνα, να μη με λένε Πρωτεσίλαο.

Παράλληλα με την δραστηριοποίησή μου στα επαγγελματικά μου, αποφάσισα επίσης να βλέπω και περισσότερες ταινίες – ευτυχώς, αυτό το χόμπι είναι πλέον δωρεάν, χάρη στο Internet, αλλιώς ούτε καν αυτό δεν θα μπορούσα να κάνω. Από τις αρκετές ταινίες που είδα τελευταία, η καλύτερη (και με διαφορά) ήταν το Black Swan του Ντάρεν Αρονόφσκι, που για μένα έχει το πιο συγκλονιστικό φινάλε ταινίας μετά το Se7en – άφησε μόλις στην τρίτη θέση το φινάλε του V for Vendetta. Ξέρεις, είναι από αυτές τις ταινίες που μπορείς να κάθεσαι και να αναλύεις για ώρες αφού την έχεις δει, όχι τόσο επειδή είναι πολύπλοκη, όσο επειδή είναι πολυδιάστατη. Και είναι ένα από τα λίγα και καλά 10άρια μου στο IMDB.

Α, είναι και κάτι άλλο που ήθελα να σου πω και θα το ξεχνούσα. Πριν από αρκετούς μήνες, όταν δεν είχα αρχίσει να σου γράφω, ήρθε ένα χαρτί στο σπίτι μου. Ήταν μία κλήτευση, με την οποία με καλούσαν σαν μάρτυρα σε μία δίκη, κάποιου ανθρώπου που εγώ δεν γνωρίζω, για ένα γεγονός που δεν έχω ιδέα πότε, πού ή πώς έγινε. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήταν λάθος, όμως πόσο λάθος μπορεί να έκανε ένα χαρτί που έγραφε ξεκάθαρα το ονοματεπώνυμό μου, το πατρώνυμό μου και την διεύθυνσή μου; Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία τότε, όμως, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, μπορεί να έχω κυρώσεις αν δεν παραστώ στο δικαστήριο. Και να που η μέρα του δικαστηρίου έφτασε. Μεθαύριο είναι. Είμαι πραγματικά περίεργος να μάθω ποιος και γιατί με όρισε σαν μάρτυρα, και τι ακριβώς θα ρωτήσουν έναν άνθρωπο που είναι εντελώς άσχετος με την υπόθεση. Σίγουρα θα σου έχω νέα μεθαύριο επί του θέματος.

Και τώρα θα μου επιτρέψεις να πέσω για ύπνο. Όταν θα ξυπνήσω, θα είναι Φώτα – εκτός κι αν το πάω σερί και ξυπνήσω στις 7 Ιανουαρίου. Δε θα χάσω και τίποτα, ούτως ή άλλως. Καληνύχτα και να θυμάσαι: Ό,τι κι αν σου έχουν πει, η μόνη κυριολεκτική σημασία της φράσης «καταστροφή βιβλικών διαστάσεων» είναι να σου φέρουν για δώρο στα γενέθλιά σου ένα τεράστιο, βαρετό βιβλίο.


Αγαπητό ημερολόγιο,

πρώτα απ’όλα, καλή χρονιά. Εύχομαι ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου προσθέτει σελίδες. Τώρα που το σκέφτομαι, αυτή η ευχή δε με συμφέρει καθόλου, γιατί όσο περισσότερες είναι οι σελίδες σου, τόσο περισσότερες θα είναι και οι μέρες ανεργίας μου. Αλλά ούτως ή άλλως, αυτές οι γιορτινές ευχές έχουν εντελώς τυπικό χαρακτήρα και ουσιαστικά όλες σημαίνουν «σε θυμήθηκα και σ’αυτήν τη γιορτή, και απλά σου πετάω μία κλισέ ευχή για να μην παρεξηγηθούμε». Οπότε θα εμμείνω σε αυτήν την ανέξοδη ευχή.

Σπάνια σου γράφω αισιόδοξες σκέψεις εδώ, και γι’αυτό ίσως θα πρέπει να σημειώσεις την ώρα και τη στιγμή που σου γράφω αυτό: Πιστεύω ότι το 2011 θα είναι καλύτερο από το 2010, και ίσως κι από το 2009. Και έχω σοβαρούς λόγους να το πιστεύω αυτό. Βλέπεις, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει παράδοση στην παρέα μου να παίζουμε χαρτιά στις γιορτές, τουλάχιστον μία φορά. Και κάθε χρόνο, εγώ έφευγα πάντα με κέρδος, έστω και μικρό, και ποτέ με χασούρα. Δεν ξέρω για την επίδρασή αυτής της επιτυχίας στην αγάπη, πάντως στα επαγγελματικά μου δε μου έφερε πολλή τύχη. Φέτος, όμως, έχασα. Μπορεί να μην τα έχασα όλα, αλλά έχασα πολλά. Και αυτός, παραδόξως, πρέπει να είναι ένας καλός οιωνός για το 2011.

Αλλά υπάρχει και ένας ακόμα οιωνός: Φέτος δεν μου έπεσε το φλουρί. Πέρσι μου είχε πέσει, και το 2010 ήταν μία από τις χειρότερες χρονιές της ζωής μου. Επομένως, το γεγονός ότι φέτος το φλουρί έπεσε στη γάτα μου μπορεί να με κάνει να ανησυχώ για το τι θα συμβεί σε αυτήν, αλλά με κάνει και να αισιοδοξώ ότι το 2011 θα είναι, αν όχι καλό, τουλάχιστον λιγότερο σκατένιο από το 2010.

Στο μεταξύ, εκεί που παίζαμε χαρτιά συνειδητοποίησα κάτι που με έβαλε σε σκέψεις: Οι υπόλοιποι της παρέας, όλοι συμφοιτητές μου από τη δημοσιογραφία, δουλεύουν. Μόνο εγώ είμαι άνεργος. Μήπως τελικά είμαι εγώ ο προβληματικός της παρέας, και όλα αυτά που λέω για την κρίση, την ανεργία και την πουτάνα τη ζωή που μου φορτώσανε, είναι απλά μπούρδες; Ναι, μπορεί. Μπορεί να φταίει που είμαι άτολμος, ή που είμαι αντικοινωνικός και δεν έχω αρκετούς γνωστούς που να με «χώσουν» κάπου (γιατί, κακά τα ψέματα, ειδικά στη δημοσιογραφία είναι πάντα χρήσιμο να έχεις διασυνδέσεις), ή απλά το ότι δε συμβιβάζομαι με έναν μισθό-κοροϊδία, όπως προστάζει η παρούσα κατάσταση στον κλάδο. Γιατί μη νομίζεις ότι οι φίλοι μου βγάζουν καλά λεφτά εκεί που δουλεύουν – αν δεν είχαν τους γονείς τους, πιθανότατα ούτε κι αυτοί θα τα έβγαζαν πέρα. Όμως, τουλάχιστον έχουν κάτι να κάνουν όλη μέρα, στις εφημερίδες και τα sites που δουλεύουν. Από την άλλη, δε με ελκύει ιδιαίτερα η ιδέα να γίνω οικειοθελώς σκλάβος κάποιου, ο οποίος θα βάζει λεφτά στην τσέπη του κι εμένα θα μου δίνει μόνο τις κλωστές που προεξέχουν από τη φόδρα. Αλλά αυτό είναι μάλλον δικό μου πρόβλημα, και μόνο δικό μου.

Πάμε, όμως, σε κάτι πιο ευχάριστο, μέρες που είναι. Θέλω να σου δείξω τι δώρα μου έφερε ο προσωπικός μου Άη-Βασίλης την Πρωτοχρονιά:

Αυτό είναι το Roasted, ένα κόμικ στριπ που δημοσιευόταν από το 2002 μέχρι το 2010 στο εβδομαδιαίο περιοδικό Observer, και στο συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνονται τα στριπ που δημοσιεύτηκαν τα πρώτα πέντε χρόνια. Ίσως να μην έριχνα καν το βλέμμα μου σε αυτό το βιβλίο, αν δεν έβλεπα στο εξώφυλλο το όνομα του Andy Riley, του εμπνευστή του πιο διεστραμμένα αστείου βιβλίου όλων των εποχών, του «Bunny Suicides». Το χιούμορ του Riley είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται κανείς για να γελάσει – ο Καρλ του Roasted, κυνικός και κατσούφης, μου θυμίζει ήρωα του Αρκά. Το βιβλίο το «ρούφηξα» μέσα σε μία ώρα. Υπέροχο.

Αυτό είναι το graphic novel «Fahrenheit 451», του Ρέι Μπράντμπερι, σε σχέδιο του Τιμ Χάμιλτον. Η ιστορία γνωστή: Σε μία φανταστική κοινωνία, όπου τα βιβλία καίγονται στην πυρά, ένας «πυροσβέστης» (όπως ονομάζονται οι άνθρωποι που είναι επιφορτισμένοι με το να βάζουν τις φωτιές) αρχίζει να διαβάζει βιβλία και αλλάζει «στρατόπεδο». Εξαιρετική η ιστορία, φοβερή η εισαγωγή του Μπράντμπερι, όπου αναφέρει το γεγονός που τον ενέπνευσε να την γράψει, επιβλητικό το σχέδιο του Χάμιλτον, που δίνει ζωή στο κείμενο. Για να είμαι ειλικρινής, εγώ το graphic novel για τη ζωή του Τσε Γκεβάρα ήθελα, το Fahrenheit ήταν αναπληρωματικό – αλλά δε μου έκατσε καθόλου άσχημα.

Και αυτό εδώ ήταν η μεγάλη έκπληξη της Πρωτοχρονιάς. Παντελώς άγνωστο (σε μένα, τουλάχιστον), το «Θανατάδικο» (εκδόσεις Γράμματα, «Fun Home» ο πρωτότυπος τίτλος) το ξεφύλλισα απλά, και μου φάνηκε ενδιαφέρον. Τελικά, ήταν κάτι πολύ παραπάνω από ενδιαφέρον – ήταν συγκλονιστικό. Το βιβλίο είναι ουσιαστικά μία αυτοβιογραφία της Άλισον Μπέχντελ σε μορφή graphic novel, όπου διηγείται τα παιδικά της χρόνια, την προβληματική της σχέση με τον πατέρα της, την ανακάλυψη της σεξουαλικής της ταυτότητας και όλα τα γεγονότα που τη σημάδεψαν. Ξέρεις, συνήθως όταν διαβάζεις μία αυτοβιογραφία, θες να είναι γραμμένη από κάποιον διάσημο – τι νόημα έχει να διαβάσεις την αυτοβιογραφία κάποιου που δεν ξέρεις; Κι όμως, έχει. Γιατί όλοι μας έχουμε μια ενδιαφέρουσα ιστορία να διηγηθούμε, και ορισμένοι έχουν πολλές, πάρα πολλές ενδιαφέρουσες ιστορίες στο μυαλό τους. Και γι’αυτό αξίζουν κάτι τέτοια βιβλία.

Όπως βλέπεις, ο Άη Βασίλης ξηγήθηκε σπαθί φέτος. Κρίμα που όλη μου η ενασχόληση με τα τρία αυτά βιβλία κράτησε λιγότερο από μία μέρα – αν και είναι σίγουρο ότι θα επιστρέψω κάποια στιγμή και θα τα ξαναδιαβάσω, ενώ θα αποκτήσουν περίοπτη θέση στην βιβλιοθήκη μου. Μου θυμίζει τα παιχνίδια που έπαιρνα δώρο όταν ήμουν μικρός: Ενθουσιαζόμουν όταν τα έπιανα στα χέρια μου, έπαιζα μαζί τους για μία ολόκληρη μέρα ασταμάτητα, και μετά δεν ασχολιόμουν ξανά μαζί τους ποτέ, εκτός κι αν με έπιανε τέτοια βαρεμάρα που δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω. Ναι, μεγάλωσα – αλλά να ωριμάσω; Ποτέ.

Κάπου εδώ θα σε αφήσω, αγαπητό μου ημερολόγιο – πρέπει να ετοιμαστώ. Θα βγω για καφέ με δύο φίλους μου. Ο ένας δουλεύει στην Αγγλία και ο άλλος σπουδάζει στην Σκωτία. Κάτι μου λέει ότι θα νιώθω σαν τον πτωχό συγγενή μετά από αυτήν τη συνάντηση.

Καλό βράδυ, και να θυμάσαι: Υπάρχουν ψέματα και ψέματα, αλλά το πιο απροκάλυπτο, προκλητικό και ψευδές είναι το «δεν έφαγα τίποτα τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, έκανα δίαιτα».