Δεκέμβριος 2011



Άλλη μια χρονιά φεύγει, άλλη μια χρονιά που οι περισσότεροι από μας αποχαιρετάμε με γαμωσταυρίδια και αφορισμούς. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, στο τέλος κάθε χρόνου άκουγα από παντού το ίδιο ρεφραίν: «Κάθε πέρσι και καλύτερα». Κανείς δεν ήταν ικανοποιημένος με τη χρονιά που τελείωνε, αλλά παραδόξως όλοι καλοδέχονταν τον νέο χρόνο, ελπίζοντας ότι θα έφερνε την αλλαγή. Λες και ο νέος χρόνος ήταν ένας τύπος με μαγικό ραβδάκι, που θα μεταμόρφωνε μεμιάς τα σκατά σε χρυσάφι.

Ίσως είμαστε κι εμείς λίγο αχάριστοι. Σε εποχές οικονομικής ευρωστίας, στραβομουτσουνιάζαμε με τη φορολογία ή με κάποιες αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων και γκρινιάζαμε ότι «κάθε πέρσι και καλύτερα». Κι όμως, εκείνο το πέρσι ήταν μια χαρά – αλλά εμείς το στέλναμε κακήν κακώς στη λήθη, για να το θυμηθούμε και πάλι την επόμενη χρονιά και να πούμε «ααααα, πρόπερσι ήταν πολύ καλή χρονιά, καμία σχέση με την κωλοχρονιά αυτή, κάθε πέρσι και καλύτερα».

Νομίζω ότι πρόκειται για κατασκευαστικό λάθος: Ο άνθρωπος από τη φύση του δεν είναι ποτέ ικανοποιημένος με αυτό που έχει και θέλει πάντα το κάτι παραπάνω. Αν υποθέσουμε ότι μας έφτιαξε ο Θεός, τότε έχει πολλή δουλειά να κάνει όταν η ανθρωπότητα αυτοκαταστραφεί και κληθεί να φτιάξει το μοντέλο «Άνθρωπος 2.0» (προσωπικά θα ήθελα να εισηγηθώ ένα διακοπτάκι on/off στον σβέρκο, για να εξαλειφθούν οι αϋπνίες και οι δυσκολίες στο πρωινό ξύπνημα), ενώ αν πιστέψουμε τη θεωρία της Εξέλιξης, τότε απλά πρέπει να περιμένουμε μερικά εκατομμύρια χρόνια μέχρι να διορθωθεί από μόνο του το λάθος.

Χρονιές σαν κι αυτήν που μας πέρασε είναι σίγουρα κακές για την τσέπη μας και την ψυχολογία μας, αλλά (όπως και καθετί επιζήμιο) είναι και πολύ χρήσιμες για να καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει γύρω μας, ποια λάθη έχουμε κάνει και τι μπορούμε να κάνουμε για να τα διορθώσουμε. Ναι, το 2011 ήταν με διαφορά η χειρότερη χρονιά που έχουμε ζήσει πολλοί από εμάς. Όμως αν δεν πάρουμε τα μαθήματά μας από αυτήν τη χρονιά και κάτσουμε να κλάψουμε τη μαύρη μοίρα μας, τότε το μόνο σίγουρο είναι ότι το 2012 θα συνεχίσει το σερί του «κάθε πέρσι και καλύτερα» κι εμείς δε θα ξέρουμε από πού μας ήρθαν οι απανωτές σφαλιάρες.

Ας δούμε, λοιπόν, συνοπτικά τι μας έμαθε το 2011 και αξίζει να κρατήσουμε στη μνήμη μας:

– Προσέχουμε τι ψηφίζουμε. Το 90% των όσων ψήφισαν ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες εκλογές το έχουν μετανιώσει – ένα ακόμα 5% πέθανε πριν το μετανιώσει, ενώ το υπόλοιπο 5% επωφελήθηκε, εις βάρος όλης της Ελλάδας. Η λέξη «πασόκος» είναι πλέον χειρότερη βρισιά από το «μαλάκας», ενώ για να βγει ένας βουλευτής του ΠΑΣΟΚ να φάει σε ένα εστιατόριο χρειάζεται έναν μικρό στρατό να τον προστατεύει από τους αγριεμένους ψηφοφόρους του. Έπρεπε να φτάσουμε σε ακραίες καταστάσεις για να αποκτήσουμε εκλογική συνείδηση, αλλά τουλάχιστον προλαβαίνουμε ακόμα. Που σημαίνει ότι στις επόμενες εκλογές ΔΕΝ ψηφίζουμε αυτόν που θα βολέψει το παιδί μας στο Δημόσιο (όχι πως υπάρχουν και θέσεις πια, δηλαδή), ΔΕΝ ψηφίζουμε αυτόν που ξέρουμε επειδή έπαιξε σε μια-δυο ταινίες και δέκα σίριαλ της δεκαετίας του ’90, ΔΕΝ ψηφίζουμε το ένα μεγάλο κόμμα μόνο και μόνο για να μην κερδίσει το άλλο μεγάλο κόμμα. Ίσως τότε η δημοκρατία αποκτήσει νόημα.

– Μια και είπα δημοκρατία: Το 2011 μάθαμε (όσοι δεν το ξέραμε ήδη) ότι το πολίτευμά μας δεν είναι δημοκρατία, αλλά μία νέα μορφή πολιτεύματος που έχει αποδοθεί με πολλά ονόματα όπως «αχρηστοκρατία», «μπασταρδευομένη δημοκρατία» και άλλα. Τις τελευταίες μέρες του 2011, μάλιστα, γνωρίσαμε και μία πιο ακραία μορφή αυτού του πολιτεύματος, με μία νέα κυβέρνηση που κανείς δεν ψήφισε, όμως όλοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι έχει την στήριξη του ελληνικού λαού. Ελπίζω να καταλάβαμε όλοι πια, ειδικά με τη φαρσοκωμωδία που εκτυλίχθηκε μέχρι να καταλήξουμε σε αυτήν την κυβέρνηση, ότι οι παλαιού τύπου, φθαρμένοι πολιτικοί κοιτάζουν πρώτα το δικό τους προσωπικό και κομματικό συμφέρον και μετά (αν τους περισσέψει χρόνος) το συμφέρον της κοινωνίας που υπηρετούν. Και ελπίζω με την πρώτη ευκαιρία που θα μας δοθεί να τους πετάξουμε κλωτσηδόν από τη Βουλή και να τους στιγματίσουμε για όλη τους τη ζωή ως καιροσκόπους, εκμεταλλευτές, ανίκανους, δόλιους, και όποιο άλλο κοσμητικό επίθετο ή ουσιαστικό μπορεί κανείς να σκεφτεί.

– Άλλο πολύτιμο δίδαγμα του 2011: Όταν μεγάλες κοινωνικές ομάδες ξεσηκώνονται, τελικά έχουν περισσότερη δύναμη απ’όση νομίζαμε. Μέχρι πέρσι πολλοί από μας πιστεύαμε ότι με τις διαμαρτυρίες δεν πετυχαίνεις τίποτα και είμαστε έρμαια των πολιτικών στους οποίους εμπιστευτήκαμε τις τύχες της χώρας για τέσσερα χρόνια (και άρα, σου λέει, αφού εσύ με ψήφισες δε δικαιούσαι να διαμαρτύρεσαι για τις αποφάσεις που εγώ παίρνω χάρη στην ψήφο σου). Όμως το κίνημα των Αγανακτισμένων, έστω κι αν τελικά διαλύθηκε (μέχρι νεωτέρας) δεν απέτυχε τελείως. Κάποιοι «τρόμαξαν». Κάποιοι βουλευτές παράτησαν το καράβι που έβλεπαν ότι βουλιάζει, ελπίζοντας σε μία σωσίβια λέμβο επανεκλογής. Άλλοι επαναστάτησαν, μόνο και μόνο για να φορέσουν μετά πάλι την προβιά τους και να βροντοφωνάξουν «μπεεεεεεε» σε κάθε απόφαση του κόμματός τους. Όμως είναι γεγονός ότι «κάτι» επετεύχθη με τους Αγανακτισμένους. «Κάτι» που ίσως να ωριμάσει το 2012 ή σε κάποια χρόνια ή και ποτέ, αν εμείς δε φροντίσουμε γι’αυτό. Μπορεί εδώ να έχουμε τους σπόρους από τους οποίους θα ξεπεταχτεί κάτι μεγάλο.

– Τελευταίο και ίσως πιο σημαντικό απ’όλα: Φέτος μάθαμε ότι η κοινωνική αλληλεγγύη είναι κάτι που δεν πρέπει να περιμένουμε ουρανοκατέβατο από τους πολιτικούς μας, αλλά κάτι που εμείς οι ίδιοι οφείλουμε να επιδείξουμε, τόσο συλλογικά, συμμετέχοντας σε ανεξάρτητες φιλανθρωπικές δράσεις και βοηθώντας εθελοντικά αξιόλογες οργανώσεις, όσο και ατομικά, βοηθώντας ανθρώπους που ξέρουμε ότι έχουν ανάγκη δίπλα μας. Όσο μειώνεται το βιοτικό μας επίπεδο, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να αυξηθεί η ανθρωπιά μας, για να μη γίνουμε μία απέραντη ζούγκλα, όπου θα επιβιώνει μόνο ο ισχυρός και οι άλλοι θα είναι καταδικασμένοι.

Το 2012 έρχεται με τις χειρότερες προοπτικές, ως ένα ακόμα «φέτος» που θα είναι χειρότερο από το «πέρσι», που ήταν χειρότερο από το «πρόπερσι». Αλλά ποιος ξέρει, αν καταπολεμήσουμε λίγο την ελαττωματική μας φύση και πάρουμε το μάθημά μας, ίσως να καταφέρουμε να σπάσουμε το σερί της μοιρολατρείας.

Εύχομαι καλή χρονιά, και ας βάλουμε για το 2012 έναν και μόνο στόχο: Να μάθουμε από τα λάθη μας.


Surprise! Ακολουθεί ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα που γράψαμε από κοινού με τη συντουιτερίτισσα, συμblogίτισσα και φίλη Κλεοπάτρα Κομνηνού – μας πήρε μερικές μέρες το γράψε-σβήσε-ξαναγράψε, αλλά μάλλον άξιζει τον κόπο τελικά. Enjoy!

View this document on Scribd

Δεν έχω πια λόγο να το κρύβω: Τελευταία βαριέμαι να γράψω. Η επίσημη δικαιολογία μου είναι η χαλάρωση των εορτών, οι ανεπίσημες δικαιολογίες μου είναι τόσες πολλές που θα μπορούσα να γράψω βιβλίο μόνο με αυτές – αν δε βαριόμουν, ασφαλώς. Και τι κάνει ο σωστός blogger όταν βαριέται να γράψει; … Πολύ σωστά, απέχει. Αλλά μια και δεν είμαι καθόλου σωστός blogger, όταν βαριέμαι να γράψω αφήνω τις εικόνες να αντικαταστήσουν τις λέξεις. Ξέρεις τι σημαίνει αυτό: Άλλη μία συλλογή από φωτογραφίες, όλες τραβηγμένες μέσα στον Δεκέμβριο. Χο-χο-χο, merry κρίσημας.

Το σλάιντ απαιτεί την χρήση JavaScript.


(όπως και κάθε μήνα, ένα διήγημα για το αγαπημένο skooliki – αυτή τη φορά, μία πρώτη απόπειρα ενασχόλησης με την επιστημονική φαντασία. Πιθανότατα και η τελευταία.)
– Μαμά, γιατί δεν έχει φεγγάρι απόψε;
– Τι εννοείς; Έχει συννεφιά και δε φαίνεται;
– Όχι, δεν είναι πουθενά, δε βγήκε απόψε.
– Δε γίνεται αυτό, παιδί μου, κάπου θα είναι και δεν το είδες.
– Αλήθεια σου λέω, πάμε στη σκεπή να δεις και μόνη σου.
«Τι περίεργο που είναι ώρες-ώρες αυτό το παιδί. Από τον πατέρα του πρέπει να το πήρε αυτό», σκέφτηκε. Άκου «δε βγήκε το φεγγάρι». Είπε όμως να του κάνει το χατίρι και ανέβηκε μαζί του στη σκεπή. Κοίταξε τον νυχτερινό ουρανό. Ήταν πεντακάθαρος, ούτε ένα μικρό σύννεφο. Όλα τα αστέρια ήταν στη θέση τους, όπως κάθε βράδυ. Το φεγγάρι όμως πουθενά. Λες και ένα αόρατο χέρι είχε πάρει μια γομολάστιχα και το είχε σβήσει.
– Είδες που σου τα ‘λεγα; Πού είναι το φεγγάρι;
Ξεροκατάπιε και σκέφτηκε λίγο. Τι απαντάς σε ένα παιδί όταν δεν έχεις την παραμικρή ιδέα για την απάντηση; Και πώς διατηρείς την ψυχραιμία σου όταν είσαι πολύ πιο μπερδεμένη από αυτό;
– Δεν ξέρω. Άσε με τώρα, έχω δουλειά να κάνω.
Φυσικά, δεν ήταν οι μόνοι που παρατήρησαν την απουσία του φεγγαριού. Το πρόσεξαν κάποια ζευγαράκια που το αναζήτησαν και δεν το βρήκαν. Το πρόσεξαν μερικές νοικοκυρές που βγήκαν να απλώσουν και δεν το είδαν. Και βέβαια το πρόσεξαν στο Αστεροσκοπείο.
Εκεί επικράτησε πραγματικός πανικός. Άνθρωποι έτρεχαν αλλόφρονες δεξιά κι αριστερά, στα τηλεσκόπια, στα τηλέφωνα, στα γραφεία, στους διαδρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει. Το φεγγάρι δε φαινόταν καν στο τηλεσκόπιο, λες και είχε τσουλήσει από μόνο του ξαφνικά στην άλλη άκρη του γαλαξία.
Το θέμα πήρε έκταση την επόμενη μέρα, όταν τα τηλεοπτικά δελτία μετέφεραν την είδηση, κι έτσι όλοι έμαθαν για την ανεξήγητη εμφάνιση του φεγγαριού του. Στα παράθυρα των δελτίων, διακεκριμένοι αστρονόμοι διαφωνούσαν για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει κάτι τέτοιο στον πλανήτη, με κάποιους να σπέρνουν τον πανικό, τονίζοντας ότι θα μπορούσε να είναι η αρχή του τέλους για τον παγκόσμιο πληθυσμό.
Εκείνο το βράδυ, όλοι κοίταξαν στον ουρανό περιμένοντας να δουν ξανά το φεγγάρι εκεί που το είχαν αφήσει. Όμως αυτό δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν πουθενά.
Τις επόμενες μέρες ακούστηκαν αμέτρητες επιστημονικές και ψευδοεπιστημονικές απόψεις για το τι συνέβαινε. «Εξωγήινοι απήγαγαν το φεγγάρι», ανακοίνωνε στο πρωτοσέλιδό της μία μεγάλη εφημερίδα, ενώ ένας δημοσιογράφος υποστήριζε ότι επρόκειτο για ένα άκρως απόρρητο πείραμα μίας μυστικής υπηρεσίας που πήγε στραβά και έβγαλε το φεγγάρι από την τροχιά του. Άλλοι πάλι μιλούσαν για έναν νέο «ψυχρό πόλεμο», θύμα του οποίου έπεσε το φεγγάρι, ενώ πολλοί κατηγορούσαν τους επιστήμονες ότι «ξέρουν, αλλά δε μιλάνε».
Με την Επιστήμη να τα έχει τελείως χαμένα, πολλοί ήταν αυτοί που στράφηκαν στη μεταφυσική. Εκπρόσωποι της κάθε θρησκείας βρήκαν εδάφια των ιερών τους βιβλίων που ανέφεραν σαν προφητεία για το τέλος του κόσμου την εξαφάνιση του φεγγαριού από τον ουρανό, με αποτέλεσμα εκατομμύρια πιστοί να συρρέουν σε εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές, ελπίζοντας να εξασφαλίσουν μία καλή θέση στον Παράδεισο. «Ο Θεός πήρε το φεγγάρι για να μας τιμωρήσει, είναι απλώς ένα σημάδι, το επόμενο βήμα θα είναι να μας πάρει και τον ήλιο, και τότε θα εξαλειφθεί το είδος μας, μόνο όσοι εξ ημών πιστεύουν σε Αυτόν θα σωθούν», ήταν πάνω-κάτω η ρητορική των εκπροσώπων της κάθε θρησκείας.
Κάθε άνθρωπος και μία διαφορετική θεωρία. Τα οικολογικά κινήματα υποστήριζαν ότι για την εξαφάνιση του φεγγαριού ευθυνόταν η υπερθέρμανση του πλανήτη. Διάφορες ανθρωπιστικές οργανώσεις την εξελάμβαναν συμβολικά, σαν σημάδι των καιρών. Οι λαοί κατηγορούσαν ο ένας τον άλλο. Υπήρχαν, από την άλλη, κι αυτοί που δεν τους ενδιέφερε καθόλου το όλο θέμα. «Χθες υπήρχε το φεγγάρι, σήμερα δεν υπάρχει, ε, χεστήκαμε, έτσι κι αλλιώς άχρηστο ήταν», έλεγαν. «Άλλωστε, άμα δεν το έλεγαν στις ειδήσεις, κανείς δε θα το είχε χαμπάρι».
Πέρασαν μέρες, εβδομάδες, μήνες. Το φεγγάρι εξακολουθούσε να αγνοείται. Λίγοι ασχολούνταν πια, έτσι κι αλλιώς. Η ζωη συνεχιζόταν κανονικά, και οι περισσότεροι είχαν πιο σημαντικά προβλήματα από το αν θα έβγαινε το βράδυ το φεγγάρι ή όχι. Οι εκκλησίες άδειασαν ξανά και η υπόθεση ξεχάστηκε. Υπήρχαν βέβαια και κάποιοι που επέμεναν σε αυτό το θέμα. Κάποιοι που το είχαν βάλει σκοπό της ζωής τους να λύσουν το μυστήριο.Ή κάποιοι άλλοι που πίστευαν ότι το είχαν λύσει, και περίμεναν από μέρα σε μέρα να στείλουν ένα μήνυμα η εξωγήινοι, ζητώντας λύτρα για να μας παραδώσουν το φεγγάρι.
Και ήταν και κάποιοι που ανησυχούσαν μήπως ξαφνικά εξαφανιζόταν κάποιος άλλος πλανήτης και τι θα συνέβαινε σε αυτήν την περίπτωση, θα επηρεαζόταν η τροχιά του πλανήτη; Θα άλλαζε το κλίμα, η περιστροφή, η κλίση του άξονά του; Τι θα γινόταν τότε;
Οι περισσότεροι όμως ήταν απορροφημένοι στα καθημερινά τους προβλήματα. Κοιτούσαν μπροστά τους ή κάτω – ποτέ προς τα πάνω. Κι έτσι κανείς δεν πρόσεξε ότι κάθε βράδυ όχι μόνο δεν εμφανιζόταν το φεγγάρι, αλλά εξαφανίζονταν και μερικά αστέρια. Γι’αυτό και κανείς δεν περίμενε ότι μια μέρα θα εξαφανιζόταν έτσι αναπάντεχα και ο ήλιος, παγώνοντας τον πλανήτη και εξολοθρεύοντας το ανθρώπινο είδος.
Την ίδια στιγμή, σε μία μακρινή γωνιά του σύμπαντος, εμφανιζόταν από το πουθενά ένας ήλιος στο κέντρο μίας συστάδας από άλλους πλανήτες και έφτιαχνε ένα νέο ηλιακό σύστημα. Και κάπου εκεί γύρω ήταν και ένα φεγγάρι, που έκανε βόλτες γύρω από έναν άλλο, μεγαλύτερο πλανήτη…

Άλλες χρονιές τέτοια εποχή θα είχα ξεσκιστεί στα posts. Χριστούγεννα, ρε φίλε. Είτε τα αγαπάς είτε τα μισείς, πάντα κάτι βρίσκεις να γράψεις. Αλλά φέτος δε μου έρχεται τίποτα. Δεν έχω καν καταλάβει ότι είναι Χριστούγεννα. Είναι 21 Δεκεμβρίου και τα περισσότερα σπίτια είναι αστόλιστα. Θα στολίσουν; Δεν έχουν καταλάβει κι αυτοί ότι είναι Χριστούγεννα;  Το έχουν καταλάβει αλλά φοβούνται να ανάψουν τα γιορτινά λαμπιόνια επειδή ξέρουν πόσο θα τους έρθει η ΔΕΗ; Δεν ξέρω.

Είχα γράψει πριν από τέσσερα χρόνια ένα post με τίτλο «Αυτά τα Χριστούγεννα ΔΕΝ θα γιορτάσει κανείς!», στο οποίο μία υποθετική τρομοκρατική οργάνωση καταστρέφει τα Χριστούγεννα, αναγκάζοντας τον κόσμο να μην τα γιορτάσει. Παραδόξως, αυτό το εντελώς φανταστικό κείμενο μου μοιάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Γράφτηκε σε μία περίοδο ευφορίας, όπου θα ήταν αδιανόητο να βλέπεις κατεβασμένα μούτρα στο δρόμο τέτοιες μέρες. Σήμερα, τα κατεβασμένα μούτρα είναι ο κανόνας. Κανείς δεν έχει όρεξη να γιορτάσει.

Στην περίπτωσή μας δεν είναι μία τρομοκρατική οργάνωση που προκάλεσε το κακό. Ή, αν το καλοσκεφτείς, ΕΙΝΑΙ μία τρομοκρατική οργάνωση. Είναι μία εγκληματική οργάνωση ανθρώπων που αποφάσισαν ότι μπορούν να βάλουν πάνω απ’όλα το προσωπικό τους συμφέρον και συνασπίστηκαν για να το εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, εις βάρος όλων των υπολοίπων φυσικά. Μία εγκληματική οργάνωση που έκλεψε, κατέστρεψε, σκότωσε, λεηλάτησε, εκμεταλλεύτηκε. Μία κρατική τρομο-κρατική οργάνωση, που ουσιαστικά είναι η μόνη κρατική οργάνωση που δουλεύει ρολόι και δεν τη σταματά καμία γραφειοκρατία. Μία παρέα ανθρώπων που σκόρπισε τον τρόμο και παραμένει ασύλληπτη, αν και βρίσκεται σε κατ’οίκον περιορισμό (αφού τα μέλη της δεν τολμούν πια να εμφανιστούν δημοσίως).

Συγνώμη αν φέτος τα βλέπω όλα μίζερα, αλλά είναι. Ρώτα έναν ζαχαροπλάστη πόσα μελομακάρονα πούλησε φέτος. Ρώτα έναν χασάπη πώς πάνε οι γαλοπούλες. Ρώτα έναν οποιονδήποτε μαγαζάτορα να σου πει αν ο κόσμος αγοράζει δώρα.

Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι και οι ίδιοι με τις συμπεριφορές και τις νοοτροπίες τους τα προηγούμενα χρόνια εκμεταλλεύτηκαν τον υπερκαταναλωτισμό των Χριστουγέννων, αυξάνοντας επίτηδες τις τιμές τους, όμως και έτσι να μην ήταν, φέτος μόνο αν έδιναν τα προϊόντα τους δωρεάν θα έφευγαν. Όχι πως είναι βέβαια εντελώς κακό πράγμα όλο αυτό: Ίσως χρειαζόμασταν ένα σοκ για να συνέλθουμε από το όργιο καταναλωτισμού στο οποίο συμμετείχαμε ενεργά κάθε Χριστούγεννα, να κατανοήσουμε ότι δε χρειάζεται να ξοδέψεις λεφτά για να περάσεις καλά. Και το σοκ ήρθε πολύ απότομα.

Όμως πέρα από αυτήν την πλευρά, υπάρχει και η άλλη, η ανθρώπινη. Γιατί ναι, δε χρειάζεται να ψωνίσεις ρούχα και φωτεινούς αγιοβασίληδες για να νιώσεις Χριστούγεννα, το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα ζεστό σπίτι, μία οικογένεια γύρω από το γιορτινό τραπέζι και αγάπη (ρε μουνιά). Σκέψου όμως πόσοι θα περάσουν τα Χριστούγεννα χωρίς ένα ζεστό σπίτι, είτε γιατί δεν έχουν να πληρώσουν το πετρέλαιο είτε επειδή δεν έχουν καν σπίτι λόγω της οικονομικής κρίσης, σκέψου πόσες οικογένειες στο γιορτινό τραπέζι θα φάνε κονσέρβες (αν τους μείνουν χρήματα και για κονσέρβες) επειδή οι γονείς είναι άνεργοι και τους έχουν κόψει το ρεύμα, και δε μιλάω καν για την αγάπη.

Θα μου πεις, αυτά συμβαίνουν κάθε χρόνο, δεν είναι μόνο φετινά. Ναι, αλλά φέτος συμβαίνουν περισσότερο από κάθε άλλη χρονιά. Για σκέψου, πότε θυμάσαι να ήταν τόσοι πολλοί οι άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για φαγητό ή στην ανακύκλωση για κάτι που μπορούν να πουλήσουν; Και δε σου λέω μόνο για ανθρώπους ρακένδυτους, ναρκομανείς ή εξαθλιωμένους μετανάστες. Σου λέω και για ανθρώπους που αν τους έβλεπες στο λεωφορείο δεν θα μπορούσες να φανταστείς ότι έχουν ανάγκη να ψάχνουν στα σκουπίδια.

Το μόνο που μπορεί να μας βγάλει από όλη αυτή τη μιζέρια είναι η αλληλεγγύη. Η δική μας αλληλεγγύη, ο ένας με τον άλλο. Γάμα τους πολιτικούς, αυτοί θα κοιτάξουν πρώτα να καλύψουν τον δικό τους κώλο και μετά θα ασχοληθούν μαζί σου, αν δε βαριούνται. Το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς, σαν μονάδες. Γιατί κάποτε οι μονάδες θα αλλάξουν το σύνολο, και αν οι μονάδες δεν αλλάξουν σήμερα, με αυτά τα δεδομένα, τότε δε θα αλλάξουν ποτέ, ή θα αλλάξουν προς το χειρότερο. Αν δεν το έχεις καταλάβει, είμαστε ένα βήμα πριν την αποκτήνωση, και είναι η ώρα να κάνουμε βήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Πέρασα το Σάββατο από τον radiobubble στα Εξάρχεια, όπου συγκεντρώνονταν τρόφιμα για τους Γιατρούς του Κόσμου. Ήταν μία εκστρατεία που δεν ακούστηκε πουθενά, δεν είχε χορηγό τον ΣΚΑΪ, δεν είχε υποστήριξη από εφημερίδες, παρά μόνο διάφορες πηγές στο Διαδίκτυο, απλοί άνθρωποι που διέδιδαν το γεγονός ανιδιοτελώς, ώστε να ευαισθητοποιηθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι. Κι όμως, τελικά το έμαθαν πολλοί. Και συνεισέφεραν πολλοί. Όταν πέρασα από εκεί το απόγευμα, είχαν ήδη μαζευτεί κούτες ολόκληρες γεμάτες μακαρόνια, παιδικές τροφές, όσπρια, γάλατα.

Αυτό λέγεται «αλληλεγγύη»: Να περνάς κι εσύ δύσκολα λόγω της κρίσης, αλλά να εξακολουθείς να βοηθάς αυτούς που περνάνε ακόμα πιο δύσκολα από σένα. Και το Διαδίκτυο δείχνει τον δρόμο: Μακριά από διαφημίσεις και χορηγίες, μακριά από φανταχτερές εκδηλώσεις με υπέρλαμπρους αστέρες, χωρίς προμήθειες, σκιώδεις οργανώσεις και διαμεσολαβητές, απλοί άνθρωποι συνεννοούνται για να προσφέρουν ό,τι μπορούν σε αυτούς που έχουν ανάγκη.

Αν κάτι πρέπει να μας μείνει από αυτά τα ελεεινά Χριστούγεννα, είναι η αλληλεγγύη. Αν ξεμείνουμε από χριστουγεννιάτικα δέντρα, θα επιβιώσουμε. Αν ξεμείνουμε από μελομακάρονα, θα επιβιώσουμε. Αν ξεμείνουμε από λεφτά για ψώνια, θα επιβιώσουμε. Αν ξεμείνουμε από ανθρωπιά, όμως, είμαστε ξεγραμμένοι. Και ό,τι μας συμβεί θα μας αξίζει.


Καθώς έμπαινα στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη για το Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, κοίταζα τους απέναντι τοίχους, τους οποίους κοσμούσαν έργα φοιτητών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών για την παγκόσμια μέρα κατά του AIDS. Ήταν πραγματικά καταπληκτικά. Άλλα ήταν φοβερά έξυπνα, με χιούμορ και καυστικές ατάκες, συνοδευόμενες από τις σχετικές εικόνες. Άλλα ήταν πολύ δυνατά, με έντονο συναίσθημα. Όλα ανεξαιρέτως, όμως, ήταν πραγματικά έργα τέχνης.

Αναρωτήθηκα: Αν έπρεπε να διαλέξω ένα ή δύο από αυτά για να τους δώσω ένα βραβείο, ποια θα διάλεγα; Με ποια κριτήρια θα έκρινα ότι «το Α είναι καλύτερο από το Β, αλλά το Γ είναι καλύτερο κι από τα δύο, ενώ το Δ είναι λίγο καλύτερο από το Β, αλλά όχι καλύτερο από το Α»; Πώς βάζεις την τέχνη στη ζυγαριά και βλέπεις ποιο από τα δύο βαραίνει περισσότερο;

Και μετά, κατ’επέκταση, πώς κρίνεις οτιδήποτε έχει να κάνει με τέχνη; Η τέχνη είναι υποκειμενική. Γιατί ο τάδε ηθοποιός είναι πιο άξιος να πάρει το Όσκαρ από τον δείνα; Και τι κάνει πιο σημαντικό τον Χ που κέρδισε το βραβείο Booker από τον Ψ που έμεινε εκτός της shortlist; Και ποιος μπορεί να πει ότι αυτή η μουσική είναι «καλή» ενώ η άλλη είναι «κακή» ή έστω κατώτερη; Ακόμα και το ποδόσφαιρο είναι μία μορφή τέχνης: Πώς αποφασίζεις ποιος είναι ο καλύτερος ποδοσφαιριστής ή ο καλύτερος προπονητής;

Θα μου πεις ότι αυτοί που αναλαμβάνουν το δύσκολο έργο της κριτικής επιτροπής σε τέτοιες περιπτώσεις είναι άνθρωποι έμπειροι, σχετικοί με το αντικείμενο και όσο γίνεται πιο αντικειμενικοί. Εντάξει, αλλά σκέψου το εξής: Αν έδινες σε 100 κριτικούς τέχνης εννέα πίνακες σπουδαστών της Καλών Τεχνών και έναν άγνωστο πίνακα του Πικάσο και τους ζητούσες να δώσουν το βραβείο σε έναν από αυτούς, πόσοι από αυτούς θα έδιναν το βραβείο στον Πικάσο; Και αν δεν το έκαναν, θα σήμαινε ότι ο Πικάσο ήταν κατώτερος από κάποιον τυχαίο φοιτητή; Και αν σε μένα προσωπικά ο Πικάσο δε λέει τίποτα, αλλά το έργο ενός φοιτητή με άγγιξε όσο τίποτα άλλο ποτέ;

Θέλω να πω το προφανές: Η τέχνη δεν είναι μαθηματικά, για να πεις ότι το 5 είναι μεγαλύτερο του 3 και το 7 μεγαλύτερο κι από τα δύο, όμως η ρίζα του 7 είναι μικρότερη κι από τα δύο. Επομένως, κάποιος που κερδίζει σε έναν καλλιτεχνικό διαγωνισμό μπορεί φυσικά να είναι ευτυχισμένος και ικανοποιημένος με τον εαυτό του, και φυσικά δικαιωμένος για τους κοπους του, αλλά αυτός που χάνει δε σημαίνει ότι απέτυχε. Απλώς δεν αναγνωρίστηκε ακόμα. Βέβαια, υπάρχει πάντα και η πιθανότητα να είναι απλά ατάλαντος (ειδικά σε τέχνες όπως η μουσική και η ζωγραφική), αλλά ακόμα και οι ατάλαντοι μπορεί κάποια στιγμή να έχουν έστω μία αναλαμπή μεγαλείου και να φιλοτεχνήσουν κάτι αριστουργηματικό. Στην τέχνη υπάρχει χώρος για όλους όσους νιώθουν πως έχουν κάτι να πουν.

Επιστρέφοντας στο αρχικό ερώτημα, μπροστά σε όλα αυτά τα έργα για την παγκόσμια ημέρα του AIDS δεν θα μπορούσα να επιλέξω κανένα. Ίσως θα μπορούσα να ξεχωρίσω δέκα ή δώδεκα έργα που προσωπικά μου έκαναν εντύπωση και τα θυμάμαι ακόμα και τώρα, τέσσερις μέρες αργότερα, αλλά να ξεχωρίσω ένα ή δύο; Αδύνατον. Και δεν θα μπορούσα να το κάνω ούτε και σε κάτι που είμαι ειδικός (δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είμαι ειδικός σε τίποτα, οπότε ούτως ή άλλως δεν τίθεται τέτοιο θέμα). Γιατί όταν μιλάμε για τέχνη, πάντα κάποιος θα νιώθει αδικημένος, και ίσως να έχει και καλούς λόγους να νιώθει έτσι.

Θέλω να ξεκαθαρίσω (αν και δεν περιμένω να με πιστέψουν και πολλοί) ότι όλα αυτά τα σκεφτόμουν ήδη πριν ανακοινωθούν τα αποτελέσματα του λογοτεχνικού διαγωνισμού που διεξήχθη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, και θα έγραφα ακριβώς τα ίδια (αν και σαφώς σε πιο θριαμβευτικό τόνο) αν είχα κερδίσει κάτι. Και ότι η εμπειρία μου από τον διαγωνισμό (και γενικά από το Φεστιβάλ) ήταν πολύ ευχάριστη, ίσως ακόμα πιο ευχάριστη από μια διάκριση.

Το διήγημα με το οποίο συμμετείχα στον διαγωνισμό είναι το αμέσως προηγούμενο post, με τίτλο «Η Άλλη Πλευρά». Γράφτηκε επιτόπου, με θέμα που μας δόθηκε εκείνη τη μέρα, και ήταν: «Η καλύτερη μέρα της ζωής μου». Εντελώς κόντρα θέμα για μένα, που έχω κι ένα βίτσιο να σκοτώνω πάντα κάποιον, κατά προτίμηση τον πρωταγωνιστή μου, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα. Και είμαι ικανοποιημένος με αυτό.

Εξάλλου, στην τέχνη τα μόνα έργα που πάνε χαμένα είναι αυτά που δεν αγγίζουν κανέναν.


«Καλημέρα σας, κυρίες και κύριοι, καλή σας μέρα! Καλημέρα πέρα ως πέρα! Μία υπέροχη μέρα ξημερώνει! Ξυπνήστε, υπναράδες, να δείτε τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από την όμορφη πόλη μας! Ξυπνήστε, να μπει το φως στην ψυχή σας! Ξυπνήστε, να…»

*ΚΛΙΚ*

Είχα μετανιώσει την ώρα και τη στιγμή που όρισα σαν ήχο για το ξυπνητήρι μου αυτό το λογύδριο ενός δημοφιλούς παρουσιαστή πρωινής εκπομπής, που ο ίδιος διαφήμιζε σαν «εμψυχωτική ομιλία για να πάει καλά η μέρα». Παραδόξως, καμία μέρα ποτέ δε μου πήγαινε καλά, παρά τις φιλότιμές προσπάθειές του. Πώς μπορεί να πάει κάτι καλά σ’αυτήν την πόλη, αλήθεια;

Άνοιξα τα παντζούρια. Έξω ο ήλιος πάλευε μάταια να απελευθερωθεί από τη φυλακή όπου τον κρατούσε όμηρο μία άγρια συμμορία από κατάμαυρα σύννεφα, και όλα έδειχναν ότι πάλι θα έβρεχε. Για άλλη μια φορά, το ξυπνητήρι με είχε ξεγελάσει. Πόσο τον μισούσα αυτόν τον τύπο…

Αν ήταν στο χέρι μου, δε θα σηκωνόμουν καν από το κρεβάτι. Θα καθόμουν όλη μέρα ανάσκελα, να μετράω τις ρωγμές στο ταβάνι και να ακούω τη βροχή να πέφτει στο κάγκελο του μπαλκονιού. Αλλά δεν μπορούσα. Έπρεπε να πάω στη δουλειά, όπως όπως και κάθε μέρα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η ζωή μου ήταν τόσο βαρετή όλα αυτά τα χρόνια, που θα μπορούσα να κρατάω ημερολόγιο απλώς αντιγράφοντας με καρμπόν τι έκανα μία οποιαδήποτε μέρα: «Ξύπνησα το πρωί, άνοιξα τα στόρια, έβρεχε, πλύθηκα, ντύθηκα, ήπια καφέ, περπάτησα μέχρι τον σταθμό του τρένου, πήρα το τρένο, πήγα στη δουλειά, δούλεψα, έφυγα από τη δουλειά, πήρα το τρένο, περπάτησα μέχρι το σπίτι, έφαγα, είδα τηλεόραση πριν κοιμηθώ, κοιμήθηκα». Αυτή ήταν η ζωή μου. Και τη μισούσα.

Έτσι κι εκείνη τη μέρα, λοιπόν, πλύθηκα, ντύθηκα, έφτιαξα έναν άγευστο καφέ (θα περίμενε κανείς ότι μετά από είκοσι χρόνια θα είχα μάθει να φτιάχνω έναν καφέ της προκοπής, αλλά φευ) και περπάτησα μέσα στη βροχή μέχρι τον σταθμό του τρένου. Έφτασα στις 8:02 ακριβώς, όπως πάντα. Οι καθημερινές μου κινήσεις ήταν τόσο ακριβείς, που θα’λεγε κανείς ότι κάποιος με είχε κουρδίσει. Τα έκανα όλα πια μηχανικά, από συνήθεια, χωρίς καν να σκέφτομαι τι κάνω.

Έβγαλα λοιπόν μηχανικά το εισιτήριό μου, το ακύρωσα μηχανικά και ήμουν έτοιμος να κατέβω μηχανικά τις σκάλες για την αποβάθρα, όταν ξαφνικά όλα θόλωσαν γύρω μου. Λες και ο μηχανισμός που με όριζε είχε μείνει από μπαταρίες, έμεινα να κοιτάζω τις δύο σκάλες, τη μία που κατέβαινα κάθε μέρα για να πάω στη δουλειά μου και την άλλη που οδηγούσε προς την αντίθετη μεριά. Εντελώς απροσδόκητα, βρισκόμουν μπροστά σε ένα δίλημμα. Ένα δίλημμα που θα είχε λυθεί σε κλάσματα δευτερολέπτου μηχανικά, όμως τώρα έπρεπε να το λύσω χωρίς τη βοήθεια κάποιου μηχανισμού. Αφού κοντοστάθηκα για λίγο, κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά, ξαφνικά άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη αποβάθρα. Είχα πάρει την απόφασή μου. Έτρεχα λες και με κυνηγούσαν, λες και φοβόμουν μήπως επανέλθει ο μηχανισμός και με επαναφέρει στην τάξη, λες και με κυνηγούσε η αστυνομία ρουτίνας για να με συλλάβει και να με οδηγήσει σιδηροδέσμιο στη δουλειά μου.

Όμως ήταν πια αργά. Μόλις ένα λεπτό αργότερα βρισκόμουν ήδη στο τρένο που οδηγούσε στην αντίθετη πλευρά της πόλης. Δεν ήξερα καν πώς ήταν εκεί, δεν είχα πάει ποτέ. Επί είκοσι χρόνια έκανα κάθε μέρα την ίδια διαδρομή και ποτέ δεν αναρωτήθηκα τι υπήρχε από την άλλη πλευρά. Αλλά ήταν καιρός να το μάθω.

Προσπαθώντας να συνέλθω από το λαχάνιασμα – πόσο καιρό είχα να τρέξω, άραγε; – κοίταξα γύρω μου. Η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που είχα συνηθίσει: Όλοι στο βαγόνι ήταν χαμογελαστοί, μιλούσαν μεταξύ τους και δεν υπήρχε κανένας κατσούφης. Μάλιστα, κάποιος που με είδε έτσι λαχανιασμένο και ιδρωμένο μου προσέφερε ευγενικά τη θέση του. Αρχικά σάστισα, αλλά τελικά τον ευχαρίστησα και κάθισα να ηρεμήσω. Οι άλλοι επιβάτες που κάθονταν ήδη με καλημέρισαν, κι εγώ τους ανταπέδωσα την καλημέρα. Μετά μου έπιασαν την κουβέντα. Ήταν πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι, πρόσχαροι και ευγενικοί, δεν είχαν καμία σχέση με τους συναδέλφους μου που για να σου πουν «καλημέρα» έπρεπε να τους τάξει το αφεντικό ειδικό επίδομα καλημέρας. Και με την κουβέντα, ούτε που κατάλαβα πότε φτάσαμε στον τερματικό σταθμό.

Αποχαιρέτισα τους συνεπιβάτες μου, βγήκα από το βαγόνι και αυτό που αντίκρυσα δυσκολεύομαι να το περιγράψω: ήταν ένας μικρός παράδεισος. Έμοιαζε με ένα τεράστιο πάρκο, καλυμμένο από καταπράσινο χορτάρι – πουθενά δρόμοι. Όλοι κυκλοφορούσαν με ποδήλατα, και χτυπούσαν χαρούμενα τα κουδούνια τους όταν διασταυρώνονταν. Πιο κάτω, μια παιδική χαρά και ένα λούνα παρκ, όπου μικρά παιδιά έπαιζαν γελώντας. Και λίγο πιο πέρα – θεέ μου, θάλασσα! Είχα να δω τη θάλασσα από παιδί, είχα ξεχάσει και το χρώμα της ακόμα! Και το καλύτερο; Αυτόν τον μικρό παράδεισο τον έλουζε ένας ήλιος, τόσο λαμπερός όσο τίποτα απ’όσα έχω δει στη ζωή μου. Ένιωθα σαν να είχα έρθει όχι στην άλλη πλευρά της πόλης, αλλά σε έναν άλλο κόσμο. Ώστε αυτή ήταν η άλλη πλευρά;

Μπήκα αμέσως στο κλίμα. Έβγαλα το σακάκι μου, το πέταξα παραδίπλα και άρχισα να κυλιέμαι στο γρασίδι. Κυλώντας, έφτασα μέχρι την παιδική χαρά. Κάθισα σε μια κούνια και άρχισα να πηγαίνω πέρα-δώθε, σαν μικρό παιδί. Και μετά πήγα στο λούνα παρκ. Στην είσοδο με περίμεναν οι γονείς μου – δεν είχαν αλλάξει καθόλου! Με πήραν από το χέρι και ανεβήκαμε στη ρόδα. Κοίταξα από ψηλά αυτόν τον παράδεισο: Όπου έπιανε το μάτι, έβλεπα ή το πράσινο του χαρταριού, ή το γαλάζιο του ουρανού, ή το βαθύ μπλε της θάλασσας. Πουθενά μαύρο, πουθενά γκρι.

Ύστερα αποφάσισα να μπω στη θάλασσα. Έτσι όπως ήμουν, με το πουκάμισο και το παντελόνι της δουλειάς. Βράχηκα μέχρι το κόκκαλο, αλλά δε με πείραζε καθόλου. Βγαίνοντας είδα μία παρέα να κάθεται στην άμμο, γύρω από μια σβησμένη φωτιά, και να μιλάνε δυνατά γελώντας. Τους αναγνώρισα αμέσως: Ήταν οι φίλοι μου, η παρέα μου από τη σχολή, οι άνθρωποι που με συντρόφευσαν για χρόνια ολόκληρα πριν αποφοιτήσουμε, πιάσουμε δουλειές και χαθούμε. Και ανάμεσά τους, ο άνθρωπος με τον οποίο περάσαμε τόσα χρόνια μαζί, που λέγαμε πως θα παντρευτούμε, όμως τελικά ο χρόνος και οι δουλειές μας χώρισαν. Τους πλησίασα, και με θυμήθηκαν αμέσως, κι ας είχαν περάσει τόσα χρόνια. Κάθισα μαζί τους και μιλούσαμε για ώρες, είχαμε τόσα πολλά να πούμε, εξάλλου…

Όλα όμως έχουν ένα τέλος, έτσι  δε λένε; Ε, σε εκείνη την περίπτωση το τέλος ήρθε πολύ απότομα: Με ένα κουδούνισμα του κινητού μου, που δυστυχώς δεν είχε επηρεαστεί καθόλου από το θαλασσινό νερό που το είχε καταβρέξει νωρίτερα. Με το που ακούστηκε το κουδούνισμα, όλα ξαφνικά έγιναν ασπρόμαυρα, η παρέα μου εξαφανίστηκε και βρέθηκα ξανά στον σταθμό του τρένου, ανάμεσα στις δύο σκάλες που οδηγούσαν στις δύο αποβάθρες. Μηχανικά, απάντησα στο τηλέφωνο. Ήταν το αφεντικό μου, που ωρυόταν επειδή δεν είχα πάει ακόμα στη δουλειά. Πόση ώρα στεκόμουν εδώ; Κοίταξα το ρολόι του σταθμού: 9:26. Ζήτησα μηχανικά συγνώμη από τον προϊστάμενό μου και τον διαβεβαίωσα ότι θα ήμουν εκεί το συντομότερο δυνατό. Εντελώς μηχανικά, κατέβηκα τις σκάλες και βγήκα στην αποβάθρα που οδηγούσε προς τη δουλειά μου.

Στο τρένο έβλεπα πάλι τα γνωστά, μελαγχολικά πρόσωπα. Έμοιαζαν όλοι με πρόβατα που κάθε μέρα τα πήγαιναν για σφαγή, τους έδιναν χάρη την τελευταία στιγμή, και την επόμενη μέρα ξαναπήγαιναν στο σφαγείο. Μηχανικά, φόρεσα κι εγώ ένα μελαγχολικό προσωπείο, όπως πάντα.

Όταν τελικά έφτασα στη δουλειά, με υποδέχθηκε με άγριες διαθέσεις το αφεντικό μου. «Άργησες», γρύλισε. «Πράγματι, άργησα», του απάντησα. «Άργησα είκοσι ολόκληρα χρόνια. Αλλά προλαβαίνω ακόμα. Παραιτούμαι.»

Έφυγα γελώντας από το γραφείο, με τους (πρώην, πλέον) συναδέλφους μου και τον πρώην προϊστάμενό μου να με κοιτάζουν εμβρόντητοι. Πήγα ξανά στον σταθμό του τρένου. Ήταν πια καιρός να πάω στ’αλήθεια από την άλλη πλευρά. Ο ήλιος επιτέλους έλαμπε, και το φως έμπαινε μέσα στην ψυχή μου.


Κάθε χρόνο τέτοια μέρα γράφω κάτι για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Μπορεί να έχουν περάσει τρία χρόνια από τότε, κι όμως νιώθω την ανάγκη σήμερα να το κάνω περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Πίστευα ότι πρόκειται για μία ιστορία που δε θα ξεχαστεί ποτέ, μία ιστορία που θα γίνει βιβλίο, ταινία, τραγούδι, που θα μεταδίδεται από γενιά σε γενιά και θα θυμίζει σε όποιον την ακούει κάποια πράγματα. Προφανώς, έκανα λάθος, υπερεκτιμώντας τη λειτουργία της μνήμης μας.

Είναι περίεργο πράγμα η μνήμη, τόσο η ατομική όσο και η συλλογική. Μερικές φορές συνειδητοποιείς ότι θυμάσαι πράγματα ασήμαντα, όπως τους στίχους ενός τραγουδιού που έχεις να ακούσεις 20 χρόνια, και άλλες φορές «θυμάσαι» πράγματα που δε συνέβησαν ποτέ, πράγματα που απλά σου είπαν ότι συνέβησαν και τα έχεις μετατρέψει σε αναμνήσεις ή πράγματα που έχεις δει σε όνειρα, και δυσκολεύεσαι να διαχωρίσεις το όνειρο από την πραγματικότητα. Αντίθετα, μερικές φορές κάποιος άλλος σου θυμίζει κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που έπρεπε και ο ίδιος να θυμάσαι, και συνειδητοποιείς ότι μέσα στους λαβύρινθους της μνήμης σου έχει καλυφθεί από ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες και αναμνήσεις. Άλλοι έχουν «καλή» μνήμη και άλλοι «κακή» μνήμη. Όλοι μας όμως έχουμε ελαττωματική μνήμη.

Μόλις τρία χρόνια μετά, θα δεις ανθρώπους να θεωρούν ασήμαντο γεγονός τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, θα δεις άλλους να προσπαθούν να παραχαράξουν τη μνήμη με θεωρίες συνωμοσίας, να λένε «καλά του έκανε του κωλόπαιδου» και άλλους ακόμα και να το έχουν ξεχάσει, να θυμούνται την 6η Δεκεμβρίου επειδή πρέπει να πάρουν τηλέφωνο τον ξάδελφό τους τον Νίκο να του ευχηθούν, και όχι επειδή υπάρχει κάποια επέτειος από πίσω. Ξεχνάμε, και ξεχνάμε γρήγορα.

Για μένα η 6η Δεκεμβρίου είναι μέρα μνήμης. Όπως είναι και η 17η Νοεμβρίου. Σε αντίθεση με τις «εθνικές επετείους» της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου, δεν υπάρχει τίποτα το εθνικό σε αυτές τις μέρες, και γι’αυτό δεν θεωρούνται καν εθνικές επέτειοι (να θυμίσω ότι η 17η Νοεμβρίου είναι εργάσιμη ημέρα). Είναι όμως μέρες που πρέπει να τις θυμόμαστε, ίσως και ακόμα περισσότερο από τις εθνικές επετείους. Γιατί κάτι συνέβη, και μάλιστα κάτι σοβαρό.

Όπως κάτι σοβαρό συνέβη στις 17 Νοεμβρίου του 1985, όταν ο αστυνομικός Μελίστας δολοφόνησε τον 15χρονο Μιχάλη Καλτεζά. Ποιος τον θυμάται τον Καλτεζά, όμως; Ποιος τιμά τη μνήμη του; Πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσες κάπου το όνομα του Καλτεζά ή του Μελίστα;

Φοβάμαι ότι μετά από είκοσι χρόνια θα θυμούνται τον Γρηγορόπουλο όσοι θυμούνται σήμερα τον Καλτεζά. Φοβάμαι ότι η μνήμη μας θα λειτουργήσει πάλι ανορθόδοξα, καλύπτοντας τα ονόματα αυτάκάτω από ένα σωρό σκορ ποδοσφαιρικών αγώνων, στίχους τραγουδιών, ονόματα ηθοποιών, «ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις», τηλεοπτικά σόου, και πρακτικά εξαφανίζοντάς τα.

Το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να θυμάμαι κι εγώ και να γράφω κάθε χρόνο ένα τέτοιο κείμενο. Και κάποτε, όταν (και αν, γιατί δεν το βλέπω) κάνω παιδιά, να τα πηγαίνω κάθε χρόνο στη γωνία εκείνη στα Εξάρχεια και να τους θυμίζω τι έγινε εκεί το 2008 και γιατί πρέπει να το θυμόμαστε όλοι. Και ελπίζω ότι εκεί θα συναντώ και άλλους ανθρώπους της γενιάς μου, με τα δικά τους παιδιά, που θα κάνουν το ίδιο, την ίδια στιγμή που στα σχολεία θα γίνονται εκδηλώσεις στη μνήμη του Γρηγορόπουλου.

Όμως προσοχή: Μνήμη δε σημαίνει μίσος. Είναι άλλο πράγμα να τιμάς τη μνήμη ενός νεκρού και άλλο πράγμα να εκδικείσαι στο όνομά του. Στα παιδιά μας δε θα πρέπει να μάθουμε το μίσος, αλλά τη μνήμη.

Άσε λοιπόν τους δολοφόνους του Γρηγορόπουλου, άσε τον Κούγια, άσε τον Μελίστα. Να θυμάσαι όμως τι αντιπροσωπεύουν όλοι αυτοί και από τι πρέπει να φυλάγεσαι. Και πάνω απ’όλα: Να μην ξεχάσεις ποτέ τον Γρηγορόπουλο και τον Καλτεζά, και κυρίως αυτό που αντιπροσωπεύουν: Τα αθώα θύματα μίας ανεξέλεγκτης εξουσίας.


Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πόσες φορές πανηγύρισες για κάτι που τελικά δεν ήταν άξιο πανηγυρισμών; Πόσες φορές σπατάλησες ενέργεια και πάθος για να στηρίξεις κάτι που τελικά αποδείχθηκε κατώτερο των προσδοκιών σου; Όσο μετριοπαθής κι αν είσαι σαν άνθρωπος, σίγουρα θα έχεις τουλάχιστον μία τέτοια περίπτωση να θυμηθείς. Για παράδειγμα ένα ματς ποδοσφαίρου, όπου πανηγύρισες έξαλλα το γκολ της ομάδας σου, μόνο και μόνο για να ηττηθεί τελικά με 3-1. Ή μια ταινία (ή ένα βιβλίο, ή ένα σίριαλ, ή ένα βιντεοπαιχνίδι, ή οτιδήποτε) που περίμενες για μήνες πώς και πώς να πέσει στα χέρια σου, και τελικά δεν άξιζε την αναμονή, γιατί τελικά δεν ήταν αυτό που περίμενες. Ή ακόμα και εκείνη η κοπέλα στο Λύκειο που μετά από επίμονο φλερτ δέχτηκε τελικά να γίνει το κορίτσι σου, αλλά τη χώρισες μετά από λίγο καιρό γιατί δεν την άντεχες. Ή το πιθανό απ’όλα: Ένας πολιτικός ή ένα κόμμα που στήριζες με όλες σου τις δυνάμεις, που χάρηκες με την ψυχή σου όταν κέρδισε τις εκλογές, όμως λίγους μήνες μετά ένιωθες ήδη μαλάκας για όλα αυτά.

Μέχρι πριν ένα χρόνο είχα περάσει όλα τα παραπάνω στη ζωή μου λίγο-πολύ, εκτός από το τελευταίο. Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στην πολιτική και τους πολιτικούς, και ποτέ δεν είχα πανηγυρίσει αληθινά για κάποια εκλογική νίκη. Πριν ένα χρόνο, όμως, κάτι συνέβη. Οι υποψήφιοι δήμαρχοι Αθηναίων ήταν ο Νικήτας Κακλαμάνης και ο Γιώργος Καμίνης. Έμοιαζαν να αντιπροσωπεύουν εντελώς διαφορετικά πράγματα: Δεξιά-Αριστερά. Μεγαλοστομίες-Ρεαλισμός. «Παλιός» πολιτικός-«Νέος» πολιτικός. Κατεστημένο-Καινοτομία. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα την ανάγκη να στηρίξω κάποιον σε μία εκλογική μάχη. Αν και δεν ψηφίζω στην Αθήνα (ετεροδημότης γαρ), στήριζα τον Καμίνη σε συζητήσεις με φίλους και στο Διαδίκτυο. Πιθανότατα δεν επηρέασα κανέναν, βέβαια, αλλά σημασία έχει ότι εκείνο το βράδυ της Κυριακής που ο Καμίνης κέρδισε τη δημαρχία πανηγύρισα. Χάρηκα απίστευτα, γιατί θεώρησα ότι εκείνο το βράδυ συνέβη κάτι καλό στην πόλη μου.

Έναν χρόνο μετά, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι δεν αξίζει να πανηγυρίζεις για μία εκλογική νίκη. Ποτέ. Είναι σαν να χειροκροτάς έξαλλα στην αρχή μίας θεατρικής παράστασης, πριν καν πέσει η πρώτη ατάκα. Πώς ξέρεις ότι οι ερμηνείες θα είναι καλές; Κι αν ο θίασος είναι στα μαχαίρια και η παράσταση βγει χάλια; Κι αν το αστέρι της παράστασης χάσει τα λόγια του; Εσύ που χειροκρότησες και φώναξες «μπράβο» προκαταβολικά θα αισθάνεσαι εντελώς μαλάκας και θα δαγκώνεις τα χείλη σου. Ειδικά αν ήσουν εσύ που έπεισες και τους φίλους σου να δουν αυτήν την παράσταση.

Δεν ξέρω αν μπορείς να βάλεις στη ζυγαριά τους δημάρχους και να τους συγκρίνεις, και δεν έχει και καμία σημασία εδώ που τα λέμε. Αλλά μια με τις δηλώσεις του ότι «το μόνο που απομένει είναι ο στρατός», την άλλη με την «έξωση» στους άστεγους για να γίνει η Αθήνα «ευρωπαϊκή πρωτεύουσα» (γιατί μόνο αυτό εμποδίζει την Αθήνα να γίνει πόλη της προκοπής, οι άστεγοι), φοβάμαι πως ο Καμίνης μπαίνει στο πάνθεον των πολιτικών κατηγορίας «ήσουν η ελπίδα μας/πήδα-πήδα-πήδα μας». Μπορεί να κάνω λάθος (και δε θα είναι ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά), αλλά για μένα η περίπτωσή του είναι κλασικό παράδειγμα του πώς η εξουσία παίρνει ανθρώπους με προσωπικότητα και φιλοδοξίες και τους μετατρέπει σε πανομοιότυπα πρεζόνια που χρειάζονται τη δόση τους κάθε τέσσερα χρόνια για να μην πάθουν σύνδρομο στέρησης. Φυσικά, έχει κάνει και κάποια θετικά πράγματα και το δίκαιο είναι να κριθεί από το συνολικό του έργο, αλλά ας πούμε ότι έχουμε δει κάποια spoilers.

Από τη μία θα ήταν καταστροφικό αυτό το ισοπεδωτικό «όλοι ίδιοι είναι», θα σήμαινε ότι οι εκλογές είναι μία διαδικασία ανούσια και περιττή, αφού όποιος και να εκλεγεί θα κάνει τα ίδια. Από την άλλη, όμως, αυτό μας διδάσκει η εμπειρία μας με την πολιτική. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, βέβαια – εδώ δε μιλάμε για ένα «ελληνικό» ελάττωμα, αλλά για μία ανθρώπινη αδυναμία. Αν έχουμε κάποια ελπίδα για κάτι καλύτερο στο μέλλον, δε χρειαζόμαστε διαφορετικούς ανθρώπους – οι άνθρωποι πάντα ίδιοι θα είναι. Διαφορετικά συστήματα είναι που χρειαζόμαστε, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά. Συστήματα που να μη δημιουργούν ματαιόδοξους ηγέτες, αλλά ηγέτες που δρουν για το συμφέρον των συμπολιτών τους. Τώρα, το πώς θα δημιουργηθούν τέτοια συστήματα είναι ένα άλλο θέμα, που δεν μπορεί κανείς να αναλύσει σε ένα blogpost, αλλά σε μία δωδεκάτομη εγκυκλοπαίδεια πολιτικών επιστημών.

Όλα αυτά δε σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι θα ήταν μια λύση να σταματήσουμε να ψηφίζουμε, γιατί κάτι τέτοιο θα αποθράσυνε εντελώς το τωρινό κατεστημένο. Θα ήταν ακόμα πιο καταστροφικό από το να ψηφίσουμε τον λάθος άνθρωπο. Απλά για την ώρα, απλώς ας μην πανηγυρίζουμε για ανθρώπους και θεσμούς που δεν το αξίζουν. Γιατί είναι στατιστικά βέβαιο ότι θα μας απογοητεύσουν. Πάλι.