Τα περισσότερα κείμενα αυτού του blog απευθύνονται κυρίως στους αναγνώστες μου. Είναι σκέψεις μου που θέλω να μοιραστώ με άλλους, να συζητήσουμε πάνω σε αυτές, να διαφωνήσουμε και τέλος πάντων να δω αν μόνο εγώ σκέφτομαι όλες αυτές τις μαλακίες που συνήθως σκέφτομαι. Αυτό το post όμως απευθύνεται περισσότερο σε μένα. Είναι και πάλι οι σκέψεις μου, αυτή τη φορά σχετικά με τις εκλογές που μας πέρασαν. Είναι ένα post στο οποίο θέλω να ανατρέχω στο μέλλον, όταν θα προσπαθώ να θυμηθώ τι συνέβη σε αυτές τις εκλογές, όταν πια θα έχω ξεχάσει τις περισσότερες λεπτομέρειες και στο μυαλό μου αυτή η εκλογική αναμέτρηση θα μοιάζει ίδια με όλες τις άλλες που έχω ζήσει. Τούτων δοθέντων, παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω:

– Πρώτα τα καλά νέα: Ο δικομματισμός πέθανε, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του για να μην στριφογυρνάει σαν πόλτεργκαϊστ στοιχειώνοντας ευάλωτους κακομοίρηδες, η κηδεία έγινε ήδη και σε 40 μέρες έχουμε το μνημόσυνο. Ήμουν κι εγώ στην κηδεία, ήμουν από αυτούς που, την ώρα που το φέρετρο βυθιζόταν στο χώμα, δεν κατέβαλαν καμία απολύτως προσπάθεια να κρύψουν το πλατύ χαμόγελό τους. Εξάλλου, αυτός ήταν ο στόχος μου ως ψηφοφόρου σε αυτές τις εκλογές: Να μείνουν τα δύο μεγάλα (χο-χο-χο) κόμματα αρκετά χαμηλά, ώστε να μην μπορούν καν να συγκεντρώσουν 151 έδρες μαζί. Και τα καταφέραμε. ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία προσπάθησαν πολύ για να μας πείσουν να τους εμπιστευθούμε. Είτε με εκβιαστικά διλήμματα τύπου «αν δε μας ψηφίσετε θα εισβάλει στη χώρα ο Βόλντεμορτ και θα σκοτώσει όλους τους πρωτότοκους», είτε με ψεύτικες υποσχέσεις όπως «δε θα πληγούν άλλο οι μισθωτοι και οι συνταξιούχοι, γι’αυτό και τα επόμενα μέτρα θα πλήξουν αποκλειστικά και μόνο τους κατοίκους του πλανήτη Γκράμπαργκον», είτε με τρομακτικά σενάρια σαν το «αν δε με ψηφίσετε η χώρα θα βυθιστεί στην ακυβερνησία και αυτό θα έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εισαγωγές προϊόντων από το εξωτερικό και θα ξεμείνουμε από Louis Vuitton και Hermes». Δε μας έπεισαν. Αθροιστικά, τα δύο κόμματα που άλλοτε έπαιρναν για πλάκα 80%, σε αυτές τις εκλογές μετά βίας ξεπέρασαν το 32%. Και αυτό πρέπει να είναι καλό.

– Αν τη δούμε μεμονωμένα και ανεξάρτητα από όλα τα άλλα αποτελέσματα, αυτή η κατάρρευση του δικομματισμού είναι κάτι το υπέροχο. Δείχνει ότι ο κόσμος ξαφνικά απαγκιστρώθηκε από τα δύο κόμματα στα οποία φαινόταν προσκολλημένος εδώ και δεκαετίες και θέλησε να τα τιμωρήσει για τα λάθη τους, δίνοντας την ψήφο τους σε κάποιο άλλο κόμμα. Είναι η μοναδική φυσιολογική αντίδραση απέναντι στα δύο κόμματα που ευθύνονται για την κατάσταση της χώρας αυτή τη στιγμή. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει όλους αυτούς τους ψηφοφόρους για αχαριστία – στο κάτω-κάτω, ποιος ξέρει πόσοι από αυτούς διορίστηκαν στο δημόσιο χάρη σε ένα από αυτά τα δύο κόμματα και τώρα το πετάνε σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Αλλά αυτό θα έπρεπε να το ξέρουν τα κόμματα: Όταν χτίζεις την κυριαρχία σου πάνω σε πελατειακές σχέσεις, τότε είναι βέβαιο πως θα χάσεις τον «πελάτη» σου όταν δε θα μπορείς πια να τον εξυπηρετήσεις.

– Το θέμα είναι: Πού πήγαν όλες αυτές οι ψήφοι που έχασαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ; Εδώ αρχίζουν να συρρικνώνονται τα χαμόγελα, μέχρι που φτάνουν να γίνουν γκριμάτσες ανείπωτου τρόμου. Το πιο εντυπωσιακό ποσοστό τους το απέσπασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα που υποσχέθηκε αυτό που οι περισσότεροι από εμάς θέλαμε να ακούσουμε: Ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, ότι μπορούμε να γλιτώσουμε από τα βάρη των μνημονίων, ότι υπάρχει ελπίδα για κάτι καλύτερο τέλος πάντων. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας σύγχρονος Ανδρέας Παπανδρέου: Τσαμπουκάς, επαναστατικό προφίλ, δέσμευση ότι θα κάνει φοβερά ριζοσπαστικά πράγματα. Τότε ήταν η έξοδος από το ΝΑΤΟ, σήμερα είναι η έξοδος από το μνημόνιο. Θα τα καταφέρει όμως όλα αυτά που ευαγγελίζεται; Ή θα περάσει στην ιστορία σαν ένας ακόμα «τζάμπα μάγκας»; Θα ήταν άδικο να τον κρίνουμε από τώρα, χωρίς να έχει προλάβει να μας δείξει τι μπορεί να κάνει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το 16,78% που απέσπασε τον βαραίνει με τεράστιες ευθύνες.

– Μεγάλο ποσοστό πήρε και ο «ΣΥΡΙΖΑ της Δεξιάς», οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Μεταξύ μας, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Κι εγώ αν κατέβαινα με ένα κόμμα που θα φιλοξενούσε όλους τους μέχρι πρότινος ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας που δεν ήθελαν μνημονιακή πολιτική, το ίδιο ποσοστό θα έπαιρνα. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες «έκλεψαν» από τη ΝΔ μία πολύ συγκεκριμένη (και αρκετά πολυπληθή) μερίδα ψηφοφόρων που διαφωνούσαν με τις αμέτρητες κωλοτούμπες του Σαμαρά. Έξυπνο. Και ακόμα πιο έξυπνο το γεγονός ότι εν μία νυκτί διαγράφηκε ως δια μαγείας το παρελθόν του Πάνου Καμμένου, που δεν ήταν και ιδιαίτερα λαμπρό εδώ που τα λέμε.

– Πάμε τώρα στο πιο θλιβερό κομμάτι αυτών των εκλογών: Την επιτυχία της Χρυσής Αυγής. Θα ήταν πραγματικά αστείο, αν δεν ήταν τόσο φρικτό: Ένας σατανιστής ροκ σταρ, ένας σωσίας του Αθανάσιου Διάκου, ένας (τουλάχιστον) οπαδός του αρχαίου θεού Πάνα – η λίστα των στελεχών της Χρυσής Αυγής προκαλεί γέλια. Προκαλεί όμως και τρόμο. Γιατί, για όσους δεν το ξέρατε, η Χρυσή Αυγή είναι ένα νεοναζιστικό κόμμα. Όχι απλά ένα γραφικό ακροδεξιό κόμμα, αλλά ένα ΝΑΖΙΣΤΙΚΟ κόμμα. Πολλοί μάλλον δεν το είχαν πάρει χαμπάρι. Ήδη, το περίφημο «ΕΓΕΡΘΗΤΟΥ» έκανε κάποιους από τους ψηφοφόρους της να φρίξουν. «Δεν ήξερα τι ψήφισα», δικαιολογούνται μερικοί. Όμως αυτό δεν είναι δικαιολογία. Γιατί η ψήφος είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να το εμπιστευτείς σε κάποιον που δεν ξέρεις τι πρεσβεύει. Α, και επίσης μετά την απομάκρυνση εκ της κάλπης ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Θα’πρεπε να το γνωρίζεις αυτό.

– Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι πολλοί προσπαθούν να ρίξουν το βάρος για την άνοδο της Χρυσής Αυγής εκεί που τους βολεύει: Στην Αριστερά («η παλαβή Αριστερά με τις μαλακίες της έστειλε τον κόσμο στη Χρυσή Αυγή» και στους Αγανακτισμένους («φωνάζατε για κρεμάλες και ενισχύσατε τη Χρυσή Αυγή». Είναι βέβαια εντελώς γελοίο να τα λέει κανείς αυτά χωρίς να αναφέρει τον υπ’αριθμόν 1 υπεύθυνο για την επέλαση της Χρυσής Αυγής: Το ίδιο το κράτος. Γιατί, φίλε μου, όταν προβάλλεις καθημερινά το πόσο κακοί είναι οι λαθρομετανάστες και πώς μας τρώνε τις δουλειές και μας σκοτώνουν μέρα μεσημέρι στο δρόμο (κι όμως, δεν κάνεις τίποτα για να επιλύσεις το πρόβλημα εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον), όταν σκορπάς τον τρόμο με αλλοδαπές ιερόδουλες που σπέρνουν το AIDS «στον Έλληνα οικογενειάρχη» (που τελικά είναι κατά κύριο λόγο Ελληνίδες, αλλά μην το κάνουμε θέμα και χαλάσουμε την ακροδεξιά φαντασίωση, ε;), τι ακριβώς περιμένεις; Να πάμε όλοι στην εξοχή και να μαδάμε μαργαρίτες; Προφανώς και θα πάει ο κόσμος στην ακροδεξιά. Σε περιόδους τέτοιας κρίσης, δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από ένα «κλικ» για να υποστηρίξει ένας άνθρωπος μία τόσο ακραία ιδεολογία. Και τα τελευταία χρόνια είχαμε αμέτρητα τέτοια «κλικ».

– Φυσικά και φταίει ΚΑΙ η Αριστερά. Φταίει γιατί δεν κατάφερε να προσελκύσει όλους τους απογοητευμένους ψηφοφόρους στους κόλπους της, αφήνοντας πολλούς να παρασυρθούν από την «αντιμνημονιακή» φορεσιά της Χρυσής Αυγής. Αλλά δεν είναι δυνατόν να της επιρρίπτεις το σύνολο της ευθύνης. Είναι γελοίο. Άλλωστε, εδώ μιλάμε πια για ένα δίλημμα ανάμεσα στον ανθρωπισμό και τον μισανθρωπισμό. Δεν είναι για όλους τους ανθρώπους ξεκάθαρη η επιλογή σε ένα τέτοιο δίλημμα. Πολλοί προτιμούν τον μισανθρωπισμό. Δε θα τους πείσεις ποτέ για το αντίθετο. Ακόμα κι αν τα κάνεις όλα σωστά.

– Ένας άλλος βολικός μύθος που ακούγεται πολύ, ειδικά από τα κανάλια: Το εντυπωσιακό ποσοστό της αποχής, που έφτασε το 35%. Πολλοί είπαν «να μωρέ, ό,τι κι αν πάθουμε μας αξίζει, αφού στις πιο κρίσιμες εκλογές της μεταπολίτευσης το 35% προτίμησε να κάτσει στο σπιτάκι του». Είναι έτσι όμως; Μπα, δε θα το’λεγα. Γιατί αν από αυτό το 35% αφαιρέσεις τους μετανάστες του εξωτερικού, στους οποίους δε δίνεται η δυνατότητα να ψηφίσουν αλλά συμπεριλαμβάνονται στους εκλογικούς καταλόγους, τους ψηφοφόρους που δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν εκεί που ψηφίζουν λόγω οικονομικών προβλημάτων (δεν είναι κι εύκολο να κάνεις ένα ταξίδι που κοστίζει πια 300 ευρώ μαζί με βενζίνη και διόδια) αλλά και τους… νεκρούς ψηφοφόρους, που λογικά θα ήταν αρκετοί, αφού για την κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων χρησιμοποιήθηκε η απογραφή του 2001, τότε μάλλον θα μείνει ένα πραγματικά πολύ μικρό ποσοστό αποχής. Πολλά μπορεί κανείς να προσάψει στους ψηφοφόρους σε αυτές τις εκλογές, η αδιαφορία όμως δεν είναι ένα από αυτά. Ίσως πριν προχωρήσουμε σε βολικούς αφορισμούς θα έπρεπε να αναλύσουμε λίγο το φαινόμενο της αποχής. Αλλά γιατί να μπουν σε τέτοιο κόπο τα κανάλια, ε;

– Δεν ξέρω τι κυβέρνηση μπορεί να βγει από αυτές τις εκλογές. Και ακόμα κι αν ξαναγίνουν εκλογές, πάλι δε θα αλλάξει τίποτα δραματικά. Οπότε; Να τρομάξουμε μπροστά στο φάντασμα της ακυβερνησίας που μας κυνηγά; Φυσικά και όχι. Ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι δουλειά των πολιτικών, και όχι των πολιτών. Όταν ο κόσμος δε δίνει σαφές προβάδισμα σε κανένα κόμμα, δεν τους λέει απαραίτητα «να πάτε να γαμηθείτε όλοι», αλλά ίσως «συνεργαστείτε γαμώ την πουτάνα μου». Οι συνεργασίες, βέβαια, θέλουν πολιτική ωριμότητα, που είναι πολύ σπάνια στην Ελλάδα. Ωστόσο, το ίδιο ακριβώς θα έλεγε κανείς και για την ωριμότητα των ψηφοφόρων πριν από λίγα χρόνια. Σήμερα αυτό δείχνει να έχει αλλάξει. Ε, καιρός να γίνει το ίδιο και με τους πολιτικούς. Ας το πάρουν χαμπάρι ότι βαρεθήκαμε τις μονοκομματικές κυβερνήσεις και θέλουμε να δούμε κάτι διαφορετικό. Κάτι πραγματικά εποικοδομητικό και αποτελεσματικό.

– Για το τέλος κράτησα το πιο σημαντικό: Αυτόν τον ελεεινό εκλογικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο το πρώτο κόμμα παίρνει σαν «μπόνους» 50 έδρες στη Βουλή, με το πρόσχημα της «πολιτικής σταθερότητας». Παράξενο, δε θυμάμαι πού γράφει στο Σύνταγμα ότι επιτρέπεται η αλλοίωση της λαϊκής βούλησης με αυτό το πρόσχημα. Πρόκειται για έναν νόμο που βόλευε παραδοσιακά τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, με τη λογική ότι ένα από αυτά θα ήταν πάντα στην εξουσία και το άλλο απλά θα περίμενε τέσσερα χρόνια για να έρθει η σειρά του, και ούτω καθεξής. Κανείς δεν είχε προβλέψει ότι κάποτε θα φτάναμε σε τέτοιο σημείο ώστε το πρώτο κόμμα να συγκεντρώνει το 19% των ψήφων, όσο περίπου και όλα τα πιθανά και απίθανα κόμματα που δεν κατάφεραν να μπουν στη Βουλή. Και όταν συνέβη αυτό, ο νόμος Παυλόπουλου έγινε ρόμπα, για να το θέσω επιστημονικά. Για παράδειγμα, στην Α’ Αθηνών ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε ποσοστό 19,11%, ενώ η ΝΔ 15,78%. Κι όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε 3 έδρες στη Βουλή, ενώ η ΝΔ 8! Ακόμα πιο εντυπωσιακή η διαφορά στη Β’ Αθηνών, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει 21,81% και 9 έδρες, ενώ η ΝΔ 12,39% και 14 έδρες! Αλλά ίσως το πιο παρανοϊκό παράδειγμα εφαρμογής αυτού του απίθανου νόμου το βρίσκουμε στον νομό Χανίων: Εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και πάλι πρώτο κόμμα με 17,19% και παίρνει τη μία από τις τέσσερις έδρες του νομού. Ποιος παίρνει τις άλλες τρεις; Μα φυσικά η ΝΔ, που κατατάσσεται στην πέμπτη θέση με 8,43%! Αν αυτό δεν είναι ικανό επιχείρημα για την εφαρμογή της απλής αναλογικής το συντομότερο δυνατό, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι. Και με αυτό κλείνω.


Ξεκίνησα να γράφω κάτι σαν «γράμμα σε έναν πασόκο» ή «γράμμα σε έναν νεοδημοκράτη» ή «γράμμα σε έναν μαλάκα». Ήταν μια σκέψη που έκανα εδώ και μέρες, μετά την «επιτυχία» που γνώρισε το «γράμμα σε έναν χρυσαυγίτη», χάρη στο οποίο έχω σίγουρη μια καλή θέση στη Μακρόνησο σε λίγα χρόνια, αν κρίνω από τα οργίλα σχόλια που απέσπασε στο Facebook και σε ακροδεξιά blogs. Ωστόσο, αν κάτι έχω μάθει στα πεντέμισι χρόνια που είμαι blogger, είναι ότι τα sequel ενός post συνήθως είναι εξίσου κακή ιδέα με τα sequel των κινηματογραφικών ταινιών, που σπάνια καταφέρνουν έστω και να πλησιάσουν την ποιότητα της αυθεντικής ταινίας. Οπότε σκέφτηκα αντ’αυτού να παραθέσω τις ατάκτως ερριμμένες σκέψεις μου σχετικά με τις εκλογές. Σκέψεις που δεν έχουν σκοπό να επηρεάσουν κανέναν, αλλά να ξαλαφρώσουν το κεφάλι μου που τις κουβαλάει τόσο καιρό. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο τίμιο.

– Διάβασα αρκετά posts τις τελευταίες μέρες όπου διάφοροι δηλώνουν τι θα ψηφίσουν, και υποστηρίζουν την επιλογή τους. Μου φάνηκε ενδιαφέρον σαν σκέψη, αλλά αποφάσισα να μην το αποκαλύψω. Κι αυτό γιατί δεν είμαι κανένα κομματόσκυλο που ψηφίζει ψυχαναγκαστικά το ίδιο κόμμα εδώ και δέκα χρονια, ούτε και θεωρώ τη δική μου επιλογή πιο σωστή από αυτή των άλλων. Η επιλογή μου είναι αυτή που μετά από προσωπική εκτίμηση και μελέτη κατέληξα ότι με εκφράζει καλύτερα. Δεν είναι απαραίτητο να εκφράζει και τους άλλους. Και δεν τους αφορά. Αν στο μέλλον η επιλογή μου με απογοητεύσει, θα την κράξω χειρότερα απ’όσο έχω κράξει ποτέ τον οποιονδήποτε και θα χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο μέχρι να ματώσει. Γιατί θα είμαι κι εγώ συνυπεύθυνος για την υποστήριξή μου. Τούτων δοθέντων, η ψήφος μου θα μείνει μυστική. Όπως πρέπει.

– Βέβαια, είναι προφανές για μένα ότι δεν θα μπορούσα να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία. Δε δίνεις βιάγκρα σε αυτούς που σε βίασαν. Εκτός βέβαια κι αν τελικά σου άρεσε ο βιασμός και θες να τον υποστείς ξανά, σαν το ανέκδοτο με τον κυνηγό και την αρκούδα. Εμένα πάντως δε μου άρεσε. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο κανείς έχων σώας τας φρένας θα ψήφιζε ένα από αυτά τα δύο κόμματα. Ξέρεις, παλιά έπαιζαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Δεν ψήφιζες ΠΑΣΟΚ επειδή σου άρεσε το προεκλογικό πρόγραμμα του Σημίτη, αλλά επειδή ο Χ υποψήφιος βουλευτής σου είχε τάξει διορισμό για το παιδί σου. Δεν ψήφιζες ΝΔ επειδή σου ενέπνεε εμπιστοσύνη ο Καραμανλής, αλλά επειδή ως «γαλάζιο παιδί» περίμενες κι εσύ ένα κομμάτι από την πίτα. Τώρα, όμως; Δεν υπάρχει τίποτα από αυτά. Είσαι άραγε τόσο χαζός που πιστεύεις ότι οι ίδιοι άνθρωποι που σου βούτηξαν το κεφάλι στη θάλασσα θα σε σώσουν από τον πνιγμό; Μάλλον όχι. Το πιο πιθανό είναι να έχεις τρομοκρατηθεί από τη ρητορική και των δύο κομμάτων και να έχεις πιστέψει κι εσύ ότι δεν υπάρχει καμία άλλη λύση πέρα από αυτήν που προτείνουν (γιατί μη γελιέσαι, την ίδια ακριβώς λύση προτείνουν, απλά ντρέπονται να το παραδεχτούν προεκλογικά). Ξέρεις κάτι; Μπορεί και να ισχύει. Εγώ, ως απλός πολίτης που δε συμμετείχε σε καμία διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους ή το ΔΝΤ, δεν μπορώ να ξέρω. Αλλά ακόμα και αν ισχύει, είναι δυνατόν να εμπιστευθεί κανείς πάλι τους ίδιους; Δηλαδή θα τους επιβραβεύσεις πάλι με την ψήφο σου; Ε, αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω.

– Μας λένε να μην ψηφίσουμε με οργή, αλλά με λογική. Και αναρωτιέμαι: Είναι πρακτικά αδύνατο να ψηφίσεις και με τα δύο μαζί; Δε νομίζω. Οργισμένος από την πολιτική που μας έφερε μέχρι εδώ, αναζητάς λύσεις σε άλλα κόμματα πλην της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Γιατί είναι παράλογο αυτό; Παράλογο θα ήταν να αφήσουμε την οργή να καταλαγιάσει και να πούμε «έλα μωρέ, ούτε 40 χρόνια δεν κυβερνούν αυτά τα δύο κόμματα, ας τους δώσουμε μία ευκαιρία ακόμα». Σου ζητούν να μην τους τιμωρήσεις για όσα σου έκαναν. Γιατί να τους κάνεις τη χάρη; Αυτό θα ήταν παράλογο. Όχι το να τους γυρίσεις την πλάτη.

– Νομίζω ότι θα χαρώ πολύ να δω τα δύο «μεγάλα κόμματα» να παίρνουν τρομακτικά χαμηλό ποσοστό. Το ιδανικό για μένα θα ήταν κάπου στο 30% αθροιστικά, αν και φοβάμαι πως το 40% φαίνεται μάλλον πιο πιθανό. Δεν είναι θέμα εκδίκησης. Είναι θέμα απλής λογικής. Έχω την αίσθηση ότι και τα δύο αυτά κόμματα έκαναν τον κύκλο τους και ήρθε ο καιρός να διαλυθούν ησύχως και να ανοίξουν το δρόμο σε κάτι καινούργιο. Τώρα, για το τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στην επόμενη κυβέρνηση, δε με αφορά. Δε θα πρέπει να με αφορά. Εγώ, ως πολίτης, ψηφίζω. Αυτοί, ως πολιτικοί, οφείλουν να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο για να υπάρχει μία σωστή διακυβέρνηση. Δεν είναι δική μου υποχρέωση να βάλω όλα τα κόμματα σε ένα τραπέζι και να τους φτιάξω μία κυβέρνηση. Είναι δική τους υποχρέωση. Προσπαθούν να ρίξουν το βάρος σε μένα, τον ψηφοφόρο, ζητώντας να τους δώσω μία ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση. Όμως αυτό δεν είναι δική μου δουλειά. Αν αυτοί αποτύχουν να με πείσουν και πάρουν ένα μικρό ποσοστό στις εκλογές, δε φταίω εγώ. Φταίνε αυτοί. Ας μην επωμιζόμαστε λοιπόν ευθύνες που δε μας αναλογούν. Η μοναδική μας ευθύνη στις εκλογές είναι να ψηφίσουμε αυτό που μας εκφράζει πραγματικά. Όλα τα άλλα δε μας αφορούν.

– Βέβαια, υπάρχουν και πολλοί που λένε «δε θέλω να ψηφίσω ΝΔ/ΠΑΣΟΚ, αλλά αναγκαστικά θα το κάνω επειδή δε με πείθει κανένα άλλο κόμμα». Ομολογουμένως, δεν μπορείς να τους ρίξεις άδικο. Η Αριστερά αποτελείται από το προσκολλημένο στη δεκαετία του 1950 ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει δέκα διαφορετικές απόψεις για το κάθε θέμα και τη Δημοκρατική Αριστερά ή αλλιώς «Μίνι ΠΑΣΟΚ». Η Δεξιά πάλι έχει τον άρχοντα της κωλοτούμπας Καρατζαφέρη, τον Καμένο του «μας ψεκάζουν» και την «αναμάρτητη» Μπακογιάννη. Γιατί να εμπιστευτείς κάποιον από όλους αυτούς; Δεν είσαι και υποχρεωμένος. Βέβαια, μπορείς να αναζητήσεις τη λύση σε κάποιο άλλο κόμμα. Μπορεί να σου ταιριάζει περισσότερο ο ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή η Δράση, ή η Δημιουργία Ξανά, ή οι Οικολόγοι Πράσινοι, ή η Ένωση Κεντρώων ρε παιδί μου. Ψάξε, διάβασε, και σκέψου τι σου ταιριάζει. Το γεγονός ότι ένα κόμμα είναι μικρό δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και χειρότερο από τα «μεγάλα».

– Βέβαια, ο εκλογικός νόμος έχει φροντίσει να «ποινικοποιήσει», εκτός από τα λευκά, τα άκυρα και την αποχή, και την ψήφο σε μικρά κόμματα. Ουσιαστικά, κανένας από αυτούς τους τέσσερις παράγοντες δεν υπολογίζεται στο τελικό αποτέλεσμα. Άρα, αν το κόμμα που θα ψηφίσεις δεν μπαίνει στη Βουλή, ουσιαστικά δεν έχεις καμία συμμετοχή στη Βουλή που θα σχηματιστεί. Είναι δίκοπο μαχαίρι: Είτε ψηφίζεις με βαριά καρδιά κοινοβουλευτικό κόμμα και καταριέσαι το σύστημα, είτε ψηφίζεις αυτό που πραγματικά σε εκφράζει και καταριέσαι το σύστημα. Το ίδιο σύστημα που δίνει 50 έδρες δώρο στο πρώτο κόμμα, απλά και μόνο για να μπορεί ένα κόμμα να είναι αυτοδύναμο ακόμα και με το 40% των ψήφων, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, η οποία βέβαια πάει κόντρα στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά ποιος τα χέζει όλα αυτά, εδώ έχουμε δημοκρατία, ε;

– Παλιότερα έχω γράψει ύμνους για την αποχή ως πολιτική στάση, και ακόμα την αναγνωρίζω ως πολιτική στάση. Ωστόσο, σε ένα σύστημα όπως αυτό στο οποίο βρισκόμαστε, το οποίο θεωρεί την αποχή αδιαφορία, φοβάμαι πως δεν υπάρχει περιθώριο αποχής, τουλάχιστον όχι αυτή τη φορά, που οι εκλογές είναι πιο κρίσιμες από ποτέ. Είναι εκνευριστικό, πραγματικά εκνευριστικό να αναγκάζεσαι να ψηφίσεις κάτι μόνο και μόνο για να μη βγει κάτι άλλο. Αλλά ίσως και να είναι για καλό σκοπό.

– Για τη Χρυσή Αυγή: Ο ναζισμός δεν είναι λύση. Όσο απογοητευμένος κι αν είσαι από οποιοδήποτε κόμμα. Εδώ δε μιλάμε για μία κλασική διαμάχη αριστεράς-δεξιάς, αλλά για ένα σοβαρό δίλημμα ανθρωπισμού-αποκτήνωσης. Πάνω απ’όλα είμαστε άνθρωποι, γαμώτο. Αν αρχίσουμε (πάλι) να κυνηγιόμαστε λόγω της καταγωγής μας ή της σεξουαλικής μας προτίμησης, θα γυρίσουμε σε εποχές που νομίζαμε ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Μακάρι να υπερβάλλω.

– Κλείνοντας, ένα πράγμα έχω να πω μόνο: Ας ψηφίσει ο καθένας αυτό που πραγματικά τον εκφράζει. Δε με ενδιαφέρει τι θα είναι αυτό. Με ενδιαφέρει όμως όταν τον ρωτήσω ΓΙΑΤΙ ψήφισε αυτό που ψήφισε, να μπορεί να μου δώσει μία πιο σοβαρή απάντηση από το «επειδή θα διορίσει το παιδί μου» ή το «επειδή είναι υποψήφια η Μπάρμπα». Ξέρεις κάτι; Αυτή τη στιγμή, με την εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία και την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει, θεωρητικά είμαστε ένας λαός μαλάκας. Ένας λαός που εδώ και δεκαετίες ψηφίζει με κριτήρια ασόβαρα, οδηγώντας σε εξίσου ασόβαρες κυβερνήσεις. Είναι φέτος μία ευκαιρία επιτέλους να αποδείξουμε ότι τελικά δεν είμαστε και τόσο μαλάκες. Ότι πήραμε το μάθημά μας. Μέχρι τις 6 Μαΐου, όμως, είμαστε όλοι μαλάκες. Μέχρι αποδείξως του εναντίου.


Αγαπητέ χρυσαυγίτη,

απευθύνομαι σε σένα που για πρώτη φορά σε αυτές τις εκλογές σκοπεύεις να ψηφίσεις Χρυσή Αυγή. Αν έχεις ψηφίσει και στο παρελθόν Χρυσή Αυγή, τότε δεν απευθύνομαι σε σένα. Θα ήταν χαμένη υπόθεση, γιατί σημαίνει ότι είσαι συνειδητά χρυσαυγίτης, και άρα υποστηρικτής των νεοναζί. Αν όμως για πρώτη φορά φέτος σκέφτεσαι την ψήφο στην Χρυσή Αυγή, απευθύνομαι σε σένα.

Βέβαια, θα μου πεις, αν απευθύνομαι σε σένα που δεν έχεις ψηφίσει ποτέ Χρυσή Αυγή, τότε γιατί σε αποκαλώ «Χρυσαυγίτη»; Σε αποκαλώ έτσι για να το συνηθίσεις. Γιατί αν τελικά όντως ρίξεις εκεί την ψήφο σου, θα έχω κάθε δικαίωμα να σε λέω χρυσαυγίτη. Όπως κι εσύ, κι εγώ, και όλος ο κόσμος έχει δικαίωμα να αποκαλεί απαξιωτικά «πασόκο» οποιονδήποτε ψήφισε ΠΑΣΟΚ στις τελευταίες εκλογές, έτσι κι εγώ θα σε αποκαλώ χρυσαυγίτη. Δεν ξέρω αν σου αρέσει ή όχι. Ελπίζω να μη σου αρέσει.

Δεν είναι ότι δεν καταλαβαίνω τους λόγους που σε ωθούν σε αυτήν την απόφαση. Ναι, ξέρω. Φοβάσαι. Νιώθεις ότι απειλείσαι από παντού. Νιώθεις απογοητευμένος, παρατημένος στην τύχη σου, μόνος και τρομαγμένος, αβοήθητος. Από τα κόμματα, από τα ΜΜΕ, από τους συνανθρώπους σου, από όλους. Και αντιδράς σε όλα αυτά απερίσκεπτα. Και λες «θα ψηφίσω Χρυσή Αυγή να ξεβρωμίσει ο τόπος».

Μα από ποιον να ξεβρωμίσει ο τόπος; Οι μετανάστες είναι το πρόβλημά σου; Το ΑΛΗΘΙΝΟ σου πρόβλημα είναι οι μετανάστες; Για ξανασκέψου το. Το πραγματικό σου πρόβλημα είναι ο μισθός σου που πετσοκόβεται (όχι από τους μετανάστες). Η σύνταξή σου που όλο και μειώνεται (όχι από τους μετανάστες). Οι δυσβάσταχτοι φόροι και τα άδικα χαράτσια που πληρώνεις (όχι για τους μετανάστες). Οι δουλειές που δεν υπάρχουν (όχι επειδή σου τις παίρνουν οι μετανάστες). Και μέσα σε όλα αυτά, κάπου στη μέση της λίστας όλων όσων σου φταίνε, θα βρεις και τους μετανάστες. Γιατί λοιπόν εσύ το βάζεις στην κορυφή της λίστας σου; Εσύ ο ίδιος, που λες ότι θες να τιμωρήσεις αυτούς που σε φέρανε ως εδώ, γιατί κάνεις σημαία σου το μεταναστευτικό πρόβλημα; Αυτοί σε φέρανε ως εδώ; Ε, δε νομίζω.

Αν θες να τιμωρήσεις αυτούς που φταίνε για όσα συμβαίνουν γύρω σου, υπάρχουν πολύ καλύτερες λύσεις. Στην πραγματικότητα, οτιδήποτε θα ήταν καλύτερο από την ψήφο σε ένα κόμμα απροκάλυπτα φιλοναζιστικό. Λες ότι θα ψηφίσεις Χρυσή Αυγή. Ξέρεις τι πρεσβεύει η Χρυσή Αυγή; Έχεις ακούσει τα «κατορθώματά» της; Είσαι περήφανος γι’αυτά; Θες κι εσύ να γίνεις μέλος μίας εγκληματικής οργάνωσης; Αν απάντησες «ναι» στις τρεις αυτές ερωτήσεις, τότε αυτό το γράμμα δε σε αφορά. Μπορείς να σταματήσεις να το διαβάζεις και να πας να δείρεις κανέναν Πακιστανό. Και σε ευχαριστώ για το χρόνο σου. Αν όμως έστω και σε μία απάντησες «όχι», συνέχισε.

Ξέρεις κάτι; Δεν τα λέω για μένα όλα αυτά. Εγώ θα ψηφίσω αυτό που με εκφράζει και δε θα το επιβάλω σε κανέναν. Κι εσύ το ίδιο θέλω να κάνεις, όχι για μένα, αλλά για σένα και την κοινωνία που ζεις, ως άνθρωπος και πολίτης. Δε θέλω να σε πείσω να ψηφίσεις κάτι που δε θέλεις. Θέλω να σε πείσω να μην ψηφίσεις κάτι που στην πραγματικότητα δεν θέλεις, και αναπόφευκτα θα μετανιώσεις. Γιατί νομίζω ότι κατά βάθος δεν είσαι νεοναζί. Ίσως δεν είσαι καν ακροδεξιός. Πιθανότατα στις προηγούμενες εκλογές ψήφισες ΝΔ ή ΠΑΣΟΚ, ακόμα και ΣΥΡΙΖΑ ή ΚΚΕ. Πιθανότατα δε θα έπαιρνες μια ωραία πρωία ένα λοστάρι από το σπίτι σου με σκοπό να ξυλοφορτώσεις όποιον είναι πιο μελαμψός από το μέσο όρο. Πιθανότατα νιώθεις αηδία όταν βλέπεις κάποιον να χαιρετάει ναζιστικά ή όταν βλέπεις τη ναζιστική σβάστικα. Αν ισχύουν αυτά για σένα, τότε γιατί να ψηφίσεις ένα τέτοιο κόμμα;

Δε θέλω να σου αλλάξω γνώμη. Δεν έχω δικαίωμα να το κάνω, άλλωστε. Θέλω να σε βάλω σε σκέψεις, απλά. Να σκεφτείς πολύ καλά πριν τελικά ρίξεις την ψήφο σου εκεί. Σκέψου. Ίσως αν σκεφτόμασταν περισσότερο σαν ψηφοφόροι, να είχαμε αποφύγει όλα αυτά τα δεινά. Ίσως αν ήμασταν καλύτεροι ψηφοφόροι να είχαμε και καλύτερους πολιτικούς. Ίσως αν ψάχναμε τα πάντα (και εννοώ ΤΑ ΠΑΝΤΑ) πριν καταλήξουμε στο πού θα δώσουμε την ψήφο μας να ήταν όλα διαφορετικά. Σκέψου, λοιπόν, αν το έχεις κάνει εσύ αυτό μέχρι σήμερα, και αν δεν το έχεις κάνει, σκέψου μήπως ήρθε η ώρα να το κάνεις. Αν, πάλι, το έχεις κάνει και θεωρείς ότι και φέτος κατόπιν ωρίμου σκέψεως κατέληξες στη Χρυσή Αυγή, δεν μπορώ να σου πω τίποτα, παρά μόνο να σου γράψω με μαύρο μαρκαδόρο στον καθρέφτη σου «καλωσήρθες στον κόσμο του μίσους».

Σου εύχομαι να μην ψηφίσεις κάτι που στο μέλλον θα μετανιώσεις, κι εσύ και οι γύρω σου.

Φιλικά,

Ένας συμπολίτης σου


Μία από τις αγαπημένες μου σχολικές αναμνήσεις (και δεν είναι και πολλές οι ευχάριστες) είναι η εξής: Πρώτη Λυκείου. Η φιλόλογος δεν έχει όρεξη για μάθημα και έχουμε πιάσει κουβεντούλα. Κάποια στιγμή αρχίζουμε να λέμε ανέκδοτα. Παίρνω λοιπόν κι εγώ το λόγο και λέω το εξής ανέκδοτο:

– Τι κάνεις όταν ο Θανάσης σου πετάξει μία χειροβομβίδα;
– Δεν ξέρω, τι κάνεις;
– Βγάζεις την περόνη και του την πετάς πίσω.

(ναι, ξέρω, δεν το βρίσκεις και ΤΟΣΟ αστείο, αλλά ήμασταν 15 χρονών, εντάξει;)

Όλη η τάξη γελάει, και μένω με την ικανοποίηση ότι ο στόχος επετεύχθη. Μετά από τα γέλια, η κουβέντα συνεχίζεται, χωρίς ανέκδοτα αυτή τη φορά. Και ξαφνικά, από την άλλη άκρη της τάξης ακούγεται ένα τρανταχτό γέλιο. Είναι η επίτιμη μις Ξινίλα της τάξης. Η οποία μόλις κατάλαβε το ανέκδοτο, δύο λεπτά μετά απ’όλους τους άλλους. Ακολουθούν τρανταχτά γέλια απ’όλη την τάξη, αυτή τη φορά όχι για το ανέκδοτο, αλλά για τη χρονοκαθυστέρηση του γέλιου της. Έχουν περάσει 12 χρόνια από τότε, κι όμως όταν χρειάζομαι έναν ορισμό για τη λέξη «μπετόβλακας», μου έρχεται πάντα στο μυαλό το πρόσωπο αυτής της κοπέλας.

Πάμε τώρα στο ερώτημα της ημέρας: Ποιος αποφασίζει αν ένα αστείο είναι πετυχημένο ή όχι; Και με τι κριτήρια; Είναι πιο αστείο ένα ανέκδοτο με κλανιές του Λαζόπουλου από ένα που λέει κάποιος στην παρέα του, απλά και μόνο επειδή με αυτό του Λαζόπουλου γελάει ένα υπνωτισμένο κοινό 500 ατόμων ενώ με το άλλο 2-3 μπακούρια; Είναι λιγότερο αστεία μία ατάκα του Σεφερλή από ένα σκετς των Μόντι Πάιθον; Και τελικά είναι πάντα πιο αστεία μία κωμωδία από ένα δράμα;

Μην περιμένεις απαντήσεις. Το χιούμορ είναι κάτι το υποκειμενικό, σαν την ομορφιά. Αυτήν που εγώ θα πω «μπάζο», εσύ θα την δεις «θεά» και τούμπαλιν. Αυτό που εγώ θα πω «ηλίθιο αστείο», εσύ θα το πεις «LOL» και τούμπαλιν. Δεν υπάρχει λοιπόν «αντικειμενικά καλό» και «αντικειμενικά κακό» αστείο – για μένα ακόμα και ένας να γελάσει με ένα αστείο, το δικαιώνει. Δε χρειάζεται καμία άλλη απόδειξη της επιτυχίας του. Αλλά βέβαια αυτή είναι απλά η γνώμη μου, και είναι ιδιαίτερα βολική για μένα όταν λέω ένα ανέκδοτο και γελάει μόνο ένας, την ίδια στιγμή που οι άλλοι ξινίζουν τα μούτρα τους.

Αφορμή για αυτό το αμπελοφιλοσοφικό παραλήρημα στάθηκε ένα αστείο που κυκλοφόρησε στο Internet λίγες ώρες μετά από την αυτοκτονία του 77χρονου Δημήτρη Χριστούλα στο Σύνταγμα. Πρόκειται για το παρακάτω:

Για οποιονδήποτε έχει ένα IQ άνω του μετρίου (ή έστω γύρω στο μέτριο) είναι σαφές ότι πρόκειται περί χιούμορ – θες μαύρου χιούμορ; Κατάμαυρου. Δε θα ήταν δυνατό μέσα σε λίγες ώρες όλοι αυτοί που αναφέρονται να εξέφρασαν άποψη μέσα σε λίγες ώρες από το περιστατικό, ειδικά αφού η prime time των δηλώσεών τους είναι τα δελτία ειδήσεων και τα τηλεοπτικά talk shows. Και άλλωστε, ποιος είναι τόσο βλάκας που απλά διαβάζει κάτι και το αναπαράγει άκριτα, χωρίς να το διασταυρώσει πρώτα; Χωρίς να γκουγκλάρει στα γρήγορα αν όντως το είπε ρε παιδί μου αυτό ο Πρετεντέρης.

Προφανώς, πολλοί είναι τόσο βλάκες. Αλλά και κακόβουλοι. Γιατί στο post του Άγγελου Τσέκερη (που είναι και ο εγκέφαλος πίσω από την όλη υπόθεση) αναφέρεται ξεκάθαρα σαν λεζάντα το «τι θα διαβάσουμε αύριο». Είναι εμφανές ότι πρόκειται περί κατασκευάσματος – δεν προσπαθεί να το παρουσιάσει σαν πραγματικό γεγονός, ώστε να αναπαραχθεί με viral τρόπο και να βλάψει αυτούς στους οποίους αναφέρεται. Κι όμως, βρέθηκαν πολλοί που αναπαρήγαγαν απλώς την εικόνα του post, χωρίς τη λεζάντα, ή ακόμα χειρότερα βάζοντας σαν δική τους λεζάντα κάτι σαν «ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΤΙ ΛΕΝΕ ΤΑ ΚΑΘΑΡΜΑΤΑ, ΣΑ ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ». Ε, πες μου εσύ ποιος φταίει μετά.

Πες μου λοιπόν: Ήταν επιτυχημένο το χιούμορ του Τσέκερη; Για μένα ναι. Απόλυτα, ξεκάθαρα, αναμφίβολα. Γιατί έπιασε τόσο εύστοχα τον τρόπο σκέψης αυτών των πέντε προσώπων που αναφέρονται στο post, ώστε πολλοί μπερδεύτηκαν και πίστεψαν ότι όντως αυτές οι δηλώσεις είχαν γίνει στην πραγματικότητα. Και δεν το έκανε κακόβουλα, αλλά καθαρά με σατιρικό ύφος – όσοι έχουν διαβάσει έστω και μία φορά την «Τζιχάντ» στην Athens Voice, ξέρουν.

Φυσικά, πολλοί διαμαρτυρήθηκαν, φώναξαν, κατηγόρησαν για διάφορα τον Τσέκερη. Πολλοί «κλειδοκράτορες της ηθικής», από αυτούς που σε κάθε κείμενο, λόγο ή πράξη θα βρουν κάτι προσβλητικό. Οι περισσότεροι θύματα «εξαπάτησης», άνθρωποι που πίστεψαν ότι το αστείο ήταν σοβαρό, και τώρα συμπεριφέρονται σαν τον βλάκα που δεν κατάλαβε το αστείο και υποστηρίζει ότι απλά «ήταν ηλίθιο», για να μην παραδεχθεί τη δική του βλακεία. Και ίσως άνθρωποι που, μετά από δύο μέρες, θα ξαναδιαβάσουν πιο ψύχραιμα το ίδιο post και θα γελάσουν δυνατά. Σαν εκείνη την κοπέλα.

Προφανώς, αυτό το «γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος» δεν έχει κυριολεκτική εφαρμογή. Γιατί όποιος γελάει τελευταίος συνήθως είναι αυτός που δεν κατάλαβε το αστείο με την πρώτη.


Σπάνια η φράση «σοκ προκαλεί στην κοινή γνώμη», ακολουθούμενη από οποιαδήποτε παπαριά, προκαλεί όντως σοκ στην κοινή γνώμη. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κατασκεύασμα των ΜΜΕ, που συνήθως σημαίνει «σοκ θέλουν να προκαλέσουν στην κοινή γνώμη τα ΜΜΕ με την ακόλουθη είδηση που μπορεί να μην είναι καν αληθινή». Αλλά μερικές φορές είναι η μόνη φράση που πραγματικά περιγράφει αυτό που νιώθει ο καθένας από μας.

Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε δει τόσα να συμβαίνουν γύρω μας, που τίποτα δε θα μπορούσε αληθινά να μας σοκάρει. Κι όμως. Γιατί αν δε σε σοκάρει η αυτοκτονία ενός ανθρώπου στην πλατεία Συντάγματος, την πιο κεντρική και πολυσύχναστη πλατεία της Ελλάδας, μπροστά στους περαστικούς, τότε συγχαρητήρια, είσαι ρομπότ. Μόνο μην ξεχάσεις να πας να σου κοιτάξουν τα λάδια, μήπως χάνεις από πουθενά.

Το να μπει κανείς στο μυαλό ενός ανθρώπου που αποφάσισε να αυτοκτονήσει είναι αδύνατο. Μόνο ο ίδιος ξέρει τι σκέφτηκε, τι συνέβη μέσα του, τι τον οδήγησε σε μία τέτοια πράξη. Θα ήταν, λοιπόν, μάταιο να αναλύσει κανείς την πράξη του. Ναι, «θα ήταν». Αν δεν υπήρχε ένα σημείωμα που να τα εξηγεί όλα.

Φυσικά, δεν είναι ο πρώτος άνθρωπος που αυτοκτόνησε λόγω χρεών. Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, δε θα είναι ούτε ο τελευταίος. Όμως είναι ο πρώτος που αποφάσισε να το κάνει δημόσια. Μπροστά σε κόσμο.

Δεν είμαι σίγουρος πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό. Είπαμε, δεν μπορείς να μπεις στο μυαλό ενός ανθρώπου που πλέον δε ζει για να σου εξηγήσει το σκεπτικό του. Όμως είναι μάλλον προφανές ότι ένας άνθρωπος που αυτοκτονεί δημοσίως θέλει να περάσει ένα μήνυμα. Κάτι θέλει να πει. Και επειδή δε θα τον ακούσει κανείς αν αυτοκτονήσει στο σπίτι του, ούτε αν απλά το φωνάξει στην πλατεία Συντάγματος, αποφασίζει να γράψει ένα σημείωμα με το μήνυμά του και να αυτοκτονήσει μπροστά στους ανύποπτους περαστικούς. Έτσι το βλέπω εγώ τουλάχιστον.

Και μάλλον έτσι το βλέπουν πολλοί. Κρίνοντας από τα μηνύματα που είδα καρφωμένα στα δέντρα της πλατείας Συντάγματος. Μηνύματα γραμμένα από ανθρώπους που ένιωσαν «κάτι» στο άκουσμα αυτής της αυτοκτονίας. Αγανάκτηση; Απόγνωση; Οργή; Κάτι, πάντως. Κάτι ανθρώπινο.

Δε χρειαζόμουν κανένα «κάλεσμα» για να κατέβω σήμερα στο Σύνταγμα. Θα κατέβαινα έτσι κι αλλιώς. Αυθόρμητα. Όπως αυθόρμητα κατέβηκαν και τόσοι άλλοι – όχι ιδιαίτερα πολλοί, αλλά αρκετοί. Που θέλησαν απλώς να αποτίσουν έναν φόρο τιμής. Να αφήσουν ένα λουλούδι, ή έστω απλά να δουν από κοντά αυτό το σημείο, κινούμενοι όχι από τη διαστροφική περιέργεια του περαστικού που ρίχνει μια ματιά σε ένα πολύνεκρο τροχαίο για να δει τα πτώματα, αλλά από την ανάγκη τους να δείξουν «κάτι». Να δώσουν έναν συμβολισμό.

Είναι φοβερά ισχυρός ο συμβολισμός της πράξης του 77χρονου. Πρώτα απ’όλα, δε μιλάμε για έναν νέο άνθρωπο που πάνω στην τρέλα του έκανε μία στιγμιαία απερισκεψία. Μιλάμε για έναν άνθρωπο που είχε 77 χρόνια πίσω του, και κρίνοντας και από το σημείωμά του είχε πλήρη επίγνωση του τι έκανε και γιατί το έκανε. Θα μπορούσε να είναι ο πατέρας μας που δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα. Ή ο παππούς μας. Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε, σε τελική ανάλυση. Μετά, ο συμβολισμός της αυτοκτονίας στην πιο πολυσύχναστη πλατεία της Αθήνας. Πόσο απεγνωσμένος μπορεί να είσαι ώστε να αποφασίζεις να τερματίσεις τη ζωή σου με τη θέλησή σου, μπροστά σε ένα σωρό αγνώστους, σε μία πλατεία που συχνά γίνεται σύμβολο της λαϊκής αντίδρασης ενάντια στο καθεστώς;

Κάποιοι δε βλέπουν κανέναν συμβολισμό. Κάποιοι βλέπουν απλά έναν σαλταρισμένο παππού που ήθελε να μετατρέψει το θάνατό του σε σόου. Είναι οι ίδιοι που δεν αναγνωρίζουν κανένα σύμβολο, πουθενά. Οι ίδιοι που προπαγανδίζουν τον πραγματισμό και απορρίπτουν συλλήβδην κάθε «ρομαντικό» συμβολισμό που κάποιος επιχειρεί να αποδώσει σε μία πράξη του.

Όμως δεν είναι έτσι ρε πούστη μου. Η ζωή μερικές φορές είναι σαν ποίημα του Σεφέρη: Υπάρχουν συμβολισμοί που μπορεί να έχουν διπλές και τριπλές ερμηνείες, συμβολισμοί που ο καθένας τοποθετεί και ερμηνεύει διαφορετικά. Και αν δοκιμάσεις να εξηγήσεις τη ζωή (ή την ποίηση του Σεφέρη) γδύνοντάς την από οποιονδήποτε συμβολισμό, τότε απλά δεν καταλαβαίνεις απολύτως τίποτα.

Ίσως πολλοί δεν το έχουν καταλάβει, αλλά βρισκόμαστε σε οριακό σημείο. Αν αυτού του ανθρώπου δηλαδή του γύριζε το κεφάλι και αντί για μία σφαίρα στο κεφάλι του έριχνε 100 σφαίρες σαν τον Μπρέιβικ και σκότωνε 100 αθώους περαστικούς; Πόσο μακρινό είναι πια ένα τέτοιο σενάριο; Ο άνθρωπος που φτάνει σε απόγνωση δεν έχει όρια και περιορισμούς. Είτε σκοτώσει 100 ανθρώπους και μετά αυτοκτονήσει, είτε απλά αυτοκτονήσει, δεν έχει καμία διαφορά. Και φυσικά θα πρέπει να βρούμε μετά τι τον οδήγησε σε αυτήν την απόγνωση.

Ε, δεν είναι και δύσκολο. Προφανώς δεν ήταν οι μετανάστες που μας τρώνε τις δουλειές – κι ας ακούς μόνο γι’αυτούς πια στις ειδήσεις. Ήταν οι άνθρωποι που οδήγησαν τη χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται τώρα. Οι ίδιοι άνθρωποι που σήμερα θα πουν «εντάξει, ήταν ένα μεμονωμένο περιστατικό, ένας τρελός ήταν, μην συνδέουμε την αυτοκτονία με την κρίση, ποιος ξέρει μαζί με ποιον τα έφαγε», και τέτοια. Την ίδια στιγμή που πολλοί από εμάς νιώθουμε τύψεις για έναν συνάνθρωπό μας που αναγκάστηκε να αυτοκτονήσει για να μην ψάχνει στα σκουπίδια για φαγητό, οι άνθρωποι που ευθύνονται για την κατάστασή του κάνουν τις πάπιες. Όχι πως θα έπρεπε αυτό να μας εκπλήσσει.

Αλλά πού να καταλάβουν αυτοί από σύμβολα. Αυτοί όταν πολεμάνε «για ένα αδειανό πουκάμισο», πολεμάνε όντως για ένα αδειανό πουκάμισο. Αυτό που θα γεμίσουν με την παρουσία τους σε κάποια συνεδρίαση της Βουλής.


Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων: Αυτοί που μελετούν τις δημοσκοπήσεις σαν να είναι η Αγία Γραφή, αυτοί που τις θεωρούν απλώς ενδεικτικές για κάποιες καταστάσεις, και αυτοί που τις απορρίπτουν συλλήβδην επειδή θεωρούν πως είναι «μαγειρεμένες». Και οι τρεις έχουν τα δίκια τους, εκτός από τους πρώτους. Γεγονός είναι, πάντως, ότι αν ρίξεις μια ματιά σε μία δημοσκόπηση, σε όποιο είδος κι αν ανήκεις, όλο και κάποιο συμπέρασμα μπορείς να βγάλεις.

Θυμάμαι ότι η πρώτη δημοσκόπηση στην οποία είδα να συμπεριλαμβάνεται η Χρυσή Αυγή (και μάλιστα να εμφανίζεται να μπαίνει στη Βουλή) ήταν μία απίθανη δημοσκόπηση, που έδινε στη Δημοκρατική Αριστερά ποσοστό που θύμιζε ΦΠΑ και άλλα τέτοια τρελά. Δεν μπορούσα να την πάρω στα σοβαρά. Όμως από εκεί και μετά ήρθαν κι άλλες δημοσκοπήσεις. Και σχεδόν όλες, αν όχι όλες, έδειχναν το ίδιο πράγμα: Η Χρυσή Αυγή οριακά στη Βουλή. Δεν ήταν πια για γέλια.

Για την ακρίβεια, δεν ήταν ποτέ για γέλια. Ίσως το πήραμε πολύ χαλαρά όταν η Χρυσή Αυγή έβγαλε δημοτικό σύμβουλο στην Αθήνα, είπαμε «εντάξει, μόνο στον Άγιο Παντελεήμονα τους ψηφίζουν, και σιγά τη ζημιά που μπορούν να κάνουν με έναν δημοτικό σύμβουλο». Αλλά να που ξαφνικά βρίσκονται προ των πυλών της Βουλής. Και αυτό δεν είναι καθόλου για γέλια.

Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς φήμες, μαγειρέματα ή οτιδήποτε άλλο. Φαίνεται ότι είναι η αλήθεια. Οι περισσότεροι από μας ξέρουν τουλάχιστον έναν που θα ψηφίσει ή έστω σκέφτεται να ψηφίσει Χρυσή Αυγή. Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν, ζουν ανάμεσά μας, μπαίνουν στο ίδιο βαγόνι του μετρό μαζί μας, μπορεί να μοιραζόμαστε το γραφείο μας μαζί τους. Υπάρχουν.

Θα μου πεις «και ποιος είσαι εσύ ρε μουρόχαβλο που θα μας πεις ποιος πρέπει να μπει στη Βουλή και ποιος όχι;». Έλα ντε, κανένας δεν είμαι. Έχω στα χέρια μου μία ψήφο, την οποία θα ακυρώσει κάποιος λοβοτομημένος που θα ψηφίσει τη σελέμπριτι που κατέβηκε υποψήφια και του άρεσε όταν έπαιζε σε εκείνο το σίριαλ πριν από δέκα χρόνια, ή τον ίδιο άνθρωπο που βρίζει εδώ και τρία χρόνια, κατηγορώντας τον ότι του κατέστρεψε τη ζωή. Ή, ίσως ακόμα χειρότερα, ένα κόμμα για το οποίο δε γνωρίζει απολύτως τίποτα, πέρα από το ότι έχει ανοίξει βεντέτα με τους μετανάστες.

Η λογική πολλών από αυτούς που σκέφτονται να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή είναι «έλα μωρέ, σαν το ΛΑΟΣ είναι, ένα ακροδεξιό κόμμα, και επειδή οι μετανάστες μας τρώνε το ψωμί και μας σκοτώνουν τα παιδιά και το ΛΑΟΣ έκανε κωλοτούμπα και μπήκε σε μνημονιακή κυβέρνηση, θα ψηφίσω Χρυσή Αυγή». Δεν είναι σκληροπυρηνικοί ακροδεξιοί, αλλά άνθρωποι που θέλουν να την ψηφίσουν επειδή πιστεύουν ότι θα πιέσει για το θέμα της μετανάστευσης, επειδή ουσιαστικά αυτό έχουν ακούσει ότι κάνει αυτή η οργάνωση. Πόσοι από αυτούς, όμως, ξέρουν τι άλλο πρεσβεύει η Χρυσή Αυγή σαν οργάνωση;

Το τι εστί Χρυσή Αυγή δε χρειάζεται να σου το πω εγώ. Τα παιδιά του Jungle Report το έχουν ήδη κάνει με εξαιρετικό τρόπο σε αυτό το must-read άρθρο. Αλλά επειδή υποψιάζομαι ότι βαριέσαι να το διαβάσεις (είναι και μεγάλο, εμένα μου πήρε 50 λεπτά να το διαβάσω, αλλά αξίζει τον κόπο), ας το συνοψίσω σε λίγα λόγια: Η Χρυσή Αυγή είναι μία οργάνωση φιλοναζιστική, εμφορούμενη από τα ιδανικά του Χίτλερ και της παρέας του, τυχοδιωκτική, που υποστηρίζει όποια θρησκεία είναι trendy αυτήν την περίοδο, βίαια, που ευθύνεται για ένας θεός ξέρει πόσους τραυματισμούς και θανάτους μεταναστών, και, με μία λέξη, ε π ι κ ί ν δ υ ν η.

Πόσοι από αυτούς που θα ψηφίσουν Χρυσή Αυγή επειδή έχουν πρόβλημα με τους μετανάστες το ξέρουν αυτό; Και πόσοι πραγματικά το ενστερνίζονται; Ειλικρινά, αν το 3% των Ελλήνων είναι νεοναζί, τότε ας τη διαλύσουμε τη χώρα να τελειώνουμε, δεν υπάρχει ελπίδα. Μιλάμε για την Ελλάδα, μία χώρα που υπέφερε τα πάνδεινα από το ναζιστικό καθεστώς, μιλάμε για μία χώρα όπου οι περισσότερες οικογένειες έχουν έναν νεκρό παππού ή προπάππου από τους ναζί. Και θα βάλουμε στη Βουλή ένα τέτοιο κόμμα; Μου φαίνεται εξωφρενικό.

Τα ΜΜΕ δεν προωθούν καθόλου αυτό το κομμάτι της Χρυσής Αυγής. Την παρουσιάζουν σαν «ακόμα ένα ακροδεξιό κόμμα», που έχει τις γνωστές ακροδεξιές απόψεις που έφερε στη Βουλή το ΛΑΟΣ. Λάθος: Εδώ μιλάμε για κήρυκες της βίας, της μισαλλοδοξίας και του ναζισμού, μιλάμε ουσιαστικά για το εκτελεστικό κομμάτι του ΛΑΟΣ, αν θες. Έχω την αίσθηση ότι πολλοί από αυτούς που σκέφτονται να τους ψηφίσουν θα άλλαζαν γνώμη αν μάθαιναν για τα «κατορθώματά» τους κατά καιρούς.

Θα μου πεις, «και για το ΛΑΟΣ τα ίδια λέγατε, και τελικά ήταν εντελώς ακίνδυνο». Ναι, σε κάποια από αυτά που λέγαμε για το ΛΑΟΣ πέσαμε έξω, σε άλλα όμως πέσαμε διάνα. Η είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή έφερε στην επιφάνεια μία ακροδεξιά ατζέντα, που πλέον επηρεάζει ακόμα και τα δύο μεγάλα κόμματα (σε αυτό βέβαια δε φταίει ο ΛΑΟΣ, αλλά όσοι υποκύπτουν στις πιέσεις του). Σκέψου μόνο αυτό: Ένας παρανοϊκός τηλεβιβλιοπώλης με εμμονή στην προγονολατρεία και ένας τύπος που στα νιάτα του κυνηγούσε με αυτοσχέδιο τσεκούρι τους αριστερούς σήμερα βρίσκονται στο δυναμικό ενός «κεντρώου» κόμματος, παίρνοντας τη μεγάλη μεταγραφή που ονειρευόντουσαν. Η Ακροδεξιά δεν είναι πια δυο-τρεις γραφικοί που κάθονται στο περιθώριο και κηρύσσουν το μίσος, αλλά μία ιδεολογία βαθιά χωμένη στο κατεστημένο.

Για να προλάβω αντιδράσεις: Ξέρω ότι το πρόβλημα της μετανάστευσης ωθεί πολλούς προς την ακροδεξιά. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς ότι πρέπει να γίνει για να λυθεί αυτό το πρόβλημα, η μετακίνηση προς την ακροδεξιά είναι μία αντίδραση φυσιολογική, που δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα. Και ξέρω ότι δε ζω στο κέντρο της Αθήνας και δεν μπορώ να ξέρω τι περνάνε όσοι ζουν εκεί. Φαντάζομαι ότι δε θα είναι και πολύ ευχάριστο. Και σέβομαι όσους πιστεύουν ότι η απέλαση/φυλάκιση/δενξερωκιεγωτί των μεταναστών θα σώσει τη χώρα. Κι ας διαφωνώ. Όμως αυτός δεν είναι σε καμία περίπτωση λόγος να πεσει κανείς στην αγκαλιά ενός νεοναζιστικού κόμματος που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του έθνους, κρύβοντας κάτω από τον μανδύα του εθνικισμού τα τσεκούρια και τα καδρόνια. Δεν ξέρω, ψηφίστε κάτι άλλο ρε παιδιά. Ψηφιστε Κόμμα Κυνηγών, ξέρω’γω; Μην ψηφίσετε τίποτα – πάντως η Χρυσή Αυγή δεν είναι λύση.

Αυτό που θέλω να πω, σε τελική ανάλυση, είναι ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να ψηφίζει ό,τι θέλει. Όμως θα πρέπει να ξέρει και τι είναι αυτό το πράγμα που ψηφίζει. Θα πρέπει να ξέρει αυτός που θα ψηφίσει Χρυσή Αυγή ότι δεν ψηφίζει απλά ένα ακροδεξιό κόμμα, αλλά ένα κόμμα νεοναζί. Όπως αυτός που ψηφίζει ΚΚΕ ξέρει ότι ψηφίζει ένα κόμμα που ασπάζεται τον κομμουνισμό και θεοποιεί ακόμα τον Στάλιν, και δε θα τον ενοχλήσει αν τον πει κανείς «κομμουνιστή». Αν όμως εσύ ψηφίσεις Χρυσή Αυγή, είσαι σίγουρος ότι θα σου αρέσει να σε λένε «ναζιστή»;


25η Μαρτίου. Μεγάλη μέρα, που κάθε χρόνο την περιμένουμε όλοι με ανυπομονησία. Εντάξει, φέτος όχι και με ΤΟΣΗ ανυπομονησία, γιατί πέφτει Κυριακή και χάνεται η αργία. Από την άλλη, είναι τόσοι λίγοι πια αυτοί που δουλεύουν, που σε λίγο μόνο δυο-τρεις τυχεροί θα θυμούνται ότι «ρε, μαλάκα, 25 Μαρτίου δεν είναι αύριο; Αργία δεν είναι αυτό;». Όταν είσαι άνεργος, όλες οι μέρες ίδιες είναι.

Την απογοήτευση για την απώλεια της αργίας ισοσταθμίζει κάπως η αναμονή για το τι θα δούμε φέτος να συμβαίνει αυτήν τη μέρα. Μετά τα ντροπιαστικά γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου, όταν οι μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις αμαυρώθηκαν από μεμονωμένες, σποραδικές παρελάσεις, η 25η Μαρτίου ήταν η επόμενη μέρα που κύκλωσαν στο ημερολόγιό τους στη Γ.Α.Δ.Α. (Γαμάμε Αβέρτα, Δέρνουμε Αβέρτα) με τη σημείωση «πω ρε πούστη, πάλι της πουτάνας θα γίνει, ούτε μια αργία δεν μπορούμε να χαρούμε γαμωτοκερατάκι».

Να ξεκαθαρίσω κάτι: Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με τις παρελάσεις. Απλά μου τη δίνουν στα νεύρα, θεωρώ ότι είναι ηλίθιες, εθνικιστικές και οπισθοδρομικές, ότι απευθύνονται σε δεκα φασίστες και τρεις παππούδες που έζησαν τα αυθεντικά γεγονότα (αυτό ισχύει για την 28η Οκτωβρίου, αλλά πού ξέρεις, μπορεί και για την 25η Μαρτίου), ότι είναι ανιστόρητες (όταν μου βάζεις τους παπάδες να ευλογούν την επέτειο μίας επανάστασης που οι τότε προκάτοχοί τους αποκήρυξαν, εγώ τι να πω;), ότι είναι προσβλητικές για τα παιδιά που (συχνά χωρίς να το θέλουν και να το νιώθουν) περπατούν σαν στρατιωτάκια σε γραμμές με βήμα, σαν άβουλα όντα που τα θέλουν και ότι υπάρχουν και πολύ καλύτεροι τρόποι για να τιμήσεις μία εθνική επέτειο από το να σέρνεις στο δρόμο τανκς και στρατιώτες σε καιρό ειρήνης και δημοκρατίας (εντάξει, πλάκα κάνω, σβήστο το τελευταίο). Αλλά κατά τ’άλλα, κανένα απολύτως πρόβλημα. Με τις παρελάσεις έχω περίπου την ίδια σχέση που έχω με τον Βεζούβιο: Δεν τον ενοχλώ, δε με ενοχλεί και είμαστε και οι δύο χαρούμενοι και δε βγάζουμε καπνούς από τ’αυτιά μας.

Γι’αυτό και προσωπικά δε με ενδιαφέρει σαν γεγονός η στρατιωτική παρέλαση. Βέβαια, μεταξύ μας φέτος η παρέλαση καθαυτή δεν ενδιαφέρει καν τους παππούδες που πηγαίνουν με θρησκευτική ευλάβεια κάθε χρόνο μπας και πάρει ο αέρας καμιά φουστίτσα και θυμηθούν πώς μοιάζουν οι γυναίκες εκεί κάτω, και νομίζω ότι ακόμα κι αυτοί την Κυριακή θα πάρουν την Εστία και θα πάνε σε κάποια καφετέρια να πιουν έναν τούρκικο καφέ να γιορτάσουν την ημέρα. Ακόμα και οι ανάπηροι πολέμου φέτος δε θα παρελάσουν, και το not attending τους στο event κάνει πάταγο.

Θα μου πεις, «καλά ρε γκιόζη, αφού δε σε ενδιαφέρει η στρατιωτική παρέλαση γιατί γράφεις γι’αυτήν;». Πολύ καλή ερώτηση. Προβοκατόρικη, αλλά καλή. Η απάντηση είναι απλή: Εγώ δε θα πάω στην παρέλαση, και δεν έχω πάει ποτέ από τα 5 μου χρόνια, που με τράβηξε η γιαγιά μου με το ζόρι και ανάθεμα αν θυμάμαι τίποτα άλλο εκτός από μένα με μία πλαστική σημαιούλα στο χέρι να κοιτάζω γύρω μου με απορία. Κάποιοι άλλοι όμως θέλουν να πάνε. Και δεν εννοώ μόνο ευτούς που θέλουν να πάνε για να δουν τους ΟΥΚάδες να φωνάζουν ρατσιστικά συνθήματα, αλλά και αυτούς που θέλουν να πάνε για να δείξουν με τον τρόπο τους την αποδοκιμασία τους προς την κυβέρνηση. Και νομίζω ότι θα έπρεπε να έχουν αυτό το δικαίωμα.

Νομίζω ότι είναι εντελώς ανούσιο να προσπαθείς να διαχωρίσεις την επέτειο μίας εθνικής εορτής από την επικαιρότητα. Γιατί ναι, πρέπει να τιμήσουμε τη μνήμη των ανθρώπων που έδωσαν και τη ζωή τους για να μπορούμε εμείς σήμερα να έχουμε iPad και iPhone με ελληνικό μενού και όχι τούρκικο, αλλά μήπως αυτά που συμβαίνουν γύρω μας (και πάνω μας) δεν έχουν καμία αντιστοιχία με όσα συνέβαιναν πριν από 200 χρόνια; Ξέρω, άλλες εποχές, μη συγκρίσιμες. Και γι’αυτό είναι τυχεροί οι πολιτικοί μας: Γιατί αν αυτά που συμβαίνουν σήμερα συνέβαιναν πριν από 200 χρόνια ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης δε θα τους έπαιρναν με τα γιαούρτια και τα νεράντζια, αλλά με τα καρυοφύλλια και τα γιαταγάνια.

Βρίσκω εντελώς γελοία τα μέτρα που λαμβάνονται εν όψει των εορτασμών για την 25η Μαρτίου. Κλείνουν σταθμοί του μετρό, μαζεύονται τα νεράντζια από τα δέντρα, απαγορεύεται η κυκλοφορία σε δρόμους γύρω από το Σύνταγμα, η παρέλαση γίνεται πριβέ, και εμείς γιορτάζουμε την ελευθερία μας. Το’πιασες; «Ελευθερία».

Και ξέρεις κάτι; Όταν υπάρχει μία σατανική δύναμη (μία τρομοκρατική οργάνωση, ένας αντίπαλος στρατός ή ο Βόλντεμορτ π.χ.) που επιβουλεύεται το κράτος και τους πολίτες, θέλοντας να τους τρομοκρατήσει, να τους κατατροπώσει, να τους ταπεινώσει, τότε μπορεί και να το καταλάβω. Ναι, θα κλείσεις τους δρόμους και θα περιορίσεις λίγο τις ελευθερίες των πολιτών για το καλό τους, για την προστασία τους. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η «σατανική δύναμη» είναι… οι ίδιοι οι πολίτες; Πώς αποκρούεις τον ίδιο σου τον λαό όταν στρέφεται εναντίον σου; Και γιατί πρέπει να προστατευτείς από τους ίδιους ανθρώπους που σου έδωσαν την ψήφο τους πριν από τρία χρόνια;

Πάντως όσοι κατεβείτε στις παρελάσεις καλό θα είναι να προσέχετε. Η ΕΜΥ έχει εκδώσει δελτίο έκτακτων καιρικών φαινομένων, προβλέποντας έντονες γιαουρτοπτώσεις και νεραντζοπτώσεις σε όλη τη χώρα, με κατά τόπους καταστολή.


Όταν έχεις μεγαλώσει και ζεις σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, δεν μπορείς παρά να είσαι καχύποπτος με τους πάντες και τα πάντα. Πίσω από καθετί που λέει, κάνει ή υπονοεί οποιοσδήποτε «πρέπει» να υπάρχει ένα βαθύτερο προσωπικό κίνητρο, μία συνωμοσία, ένα σκοτεινό κέντρο, κάτι τέλος πάντων διαφορετικό από αυτό που φαίνεται. Και το χειρότερο είναι ότι συνήθως αυτή η καχυποψία είναι απολύτως βάσιμη. Γιατί έχουμε μάθει να μην εμπιστευόμαστε ούτε τη σκιά μας, αφού την έχουμε πατήσει τόσες φορές – ή ακόμα χειρότερα, έχουμε εξαπατήσει οι ίδιοι τους άλλους τόσες φορές. Και αυτός είναι ο λόγος που οι κινήσεις αλληλεγγύης στη χώρα μας είναι τόσο δύσκολο πράγμα, όσο αξιόλογες προσπάθειες κι αν γίνονται. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Αν λοιπόν βλέπεις με καχυποψία τον γείτονά σου, τον συνάδελφό σου ή τον μπακάλη της γειτονιάς, φαντάσου με πόση καχυποψία πρέπει να αντιμετωπίζεις τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, που ακόμα και σε χώρες πολύ πιο υγιείς από την Ελλάδα αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση με επιφύλαξη. Γιατί αν ο μπακάλης της γειτονιάς σου πλασάρει άτσαλα ένα πιο ακριβό προϊόν από αυτό που παίρνεις συνήθως, με σκοπό να βγάλει περισσότερα χρήματα, ο τρόπος που τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί «πλασάρουν» τους εαυτούς τους και ο ένας τον άλλο για να επωφεληθούν αμφότεροι είναι πολύ πιο περίτεχνος. Και σαφώς το διακύβευμά του είναι πολύ πιο σοβαρό από το αν θα αγοράσεις τις ντόπιες σαρδέλες ή τις εισαγόμενες.

Όταν βέβαια μπεις σε αυτήν τη διαδικασία να υποψιάζεσαι τους πάντες και τα πάντα, πέφτεις στην παγίδα της συνωμοσιολογίας, μετά γράφεις καμιά εικοσαριά βιβλία με τίτλους όπως «ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΚΟΡΓΚΟΝ-14 ΠΟΥ ΕΧΤΙΣΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΤΑΝ ΤΑΞΙΔΕΨΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΟ 1860 Π.Χ.» (πάντα με κεφαλαία) και χέζεσαι στο τάλιρο. Μαλακία, δεν έχω τέτοιο επιχειρηματικό πνεύμα, οπότε αναγκαστικά θα πρέπει να φιλτράρω κάποιες από τις πιο ακραίες θεωρίες μου (όπως αυτή στην οποία υποστηρίζω ότι οι πλαστικές κούκλες στα καταστήματα είναι στην πραγματικότητα πραγματικοί άνθρωποι, ζωντανοί, που κακές μάγισσες τους έχουν κάνει βουντού για να φαίνονται έτσι και να βασανίζονται στον αιώνα τον άπαντα, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω ακόμα, γαμώτο, οι μάγισσες είναι καλά κρυμμένες, τις προστατεύουν οι πράσινοι φτερωτοί δράκοι).

Μία αρκετά πιο μετριοπαθής (και μάλλον αυταπόδεικτη) θεωρία μου είναι ότι στην Ελλάδα κατά την προεκλογική περίοδο γίνεται της πουτάνας το κάγκελο. Η προπαγάνδα φτάνει στο peak της (από όλες τις πλευρές), η τρομολαγνεία κάνει πάρτυ, οι κατηγορίες εκτοξεύονται εκατέρωθεν σε ρυθμούς που θυμίζουν Ανάσταση στο Βροντάδο, οι υποσχέσεις πάνε κι έρχονται, τα ψέματα είναι περισσότερα κι από τα άτομα υδρογόνου στον Ατλαντικό Ωκεανό, και τέλος πάντων γιου γκετ δε πίκτσερ. Και επειδή η προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει ανεπίσημα, το εν λόγω κάγκελο έχει ήδη την τιμητική του.

Τον τελευταίο καιρό οι φίλοι του Μνημονίου (οι λεγόμενοι και «ΠΟΠΠ: Πιστεύουμε Ό,τι Παπαριά Πουν») θυμήθηκαν το περίφημο «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου. Μία δήλωση που εμπεριέχει μία αλήθεια (ότι δηλαδή σε μία διεφθαρμένη κοινωνία δε φταίει αποκλειστικά ο διαφθορέας, αλλά και αυτός που δέχεται να διαφθαρεί) και ένα ψέμα (ότι ευθύνεται ΕΞΙΣΟΥ ο διαφθορέας με αυτόν που δέχεται να διαφθαρεί). Φυσικά δε θα περίμενε κανείς να ακούσει κάτι καλύτερο από έναν πολιτικό που εύλογα νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί με όσο το δυνατόν περισσότερους τη βαρυστομαχιά από το μεγάλο φαγοπότι του «μαζί τα φάγαμε», έστω κι αν οι υπόλοιποι τσίμπησαν απλά λίγο ψωμί.

Βέβαια, οι ΠΟΠΠ έχουν κάποια νέα όπλα στη φαρέτρα τους: Ένα κύκλωμα στο ΙΚΑ που έδινε επιδόματα στα δέντρα και τους θάμνους, κάτι τυφλούς στη Ζάκυνθο που αποδείχθηκαν αετομάτηδες (και αετονύχηδες), ένα σωρό «αναπήρους» στην Κάλυμνο, λες και εκεί η αναπηρία είναι μεταδοτική ασθένεια και την παθαίνουν όλοι, τέτοια πράγματα. Γερά «όπλα», που επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι θέλουν να πιστέψουμε: Ότι είμαστε όλοι λαμόγια, που βρήκαμε τους κακομοίρηδες τους πολιτικούς σε μεγάλη ανάγκη για ψήφους, τους εκμεταλλευτήκαμε για να πλουτίσουμε, και τώρα υφιστάμεθα όλοι μαζί τις δίκαιες συνέπειες των εγκλημάτων μας.

Δε λέω ότι δεν υπήρξαν όντως τέτοια λαμόγια. Το αντίθετο: Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς στο διάολο έτυχε να αποκαλυφθούν όλα αυτά τα κυκλώματα έτσι ξαφνικά, τώρα που μπαίνουμε σε σκληρή προεκλογική περίοδο. Έχω αυτήν την εντύπωση ότι «κάποιοι» προσπαθούν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα τη λογική του «μαζί τα φάγαμε» (και με μεγάή επιτυχία, αν κρίνω από πολλά που διαβάζω τελευταία), ώστε να αποτινάξουν τις ευθύνες από τους πολιτικούς και να τις μεταφέρουν σε όσους αποδιοπομπαίους τράγους βρουν πρόχειρους – ει δυνατόν και σε όλους τους υπόλοιπους. Να βλέπεις τα αποτρόπαια κυκλώματα που λυμαίνονται τον δημόσιο τομέα και να σκεφτείς «μωρέ δε φταίνε κι αυτοί οι κακόμοιροι οι πολιτικοί, να, εμείς οι ίδιοι ήμασταν λαμόγια, γι’αυτό πήγε κατά διαόλου η χώρα, αλλά όχι, δε θα πέσω πάλι στην παγίδα, να, θα ψηφίσω ΠΑΣΟΚ/ΝΔ επειδή είμαι υπεύθυνος πολίτης, όχι σαν τους αριστερούς που θέλουν το κακό της χώρας γιατί το έχουν παίξει διπλό στο Στοίχημα». Α, και πού’σαι, λεφτά υπάρχουν. Θα το ακούσεις κι αυτό σύντομα.

Φυσικά, αυτή είναι απλά μία θεωρία μου, και μπορεί κάποτε να αποδειχθεί ότι είναι μία παπαριά και μισή. Και δυστυχώς ή ευτυχώς εμένα δε με καλούν στα τοκ σόου, οπότε τις θεωρίες μου τις διαβάζουν τρεις-τέσσερις τρελοί σαν εμένα, και δεν παρουσιάζονται ως θέσφατα σε έναν ολόκληρο λαό. Εξάλλου, όπως βλέπεις με καχυποψία ένα τηλεοπτικό δελτίο γιατί δεν ξέρεις τι συμφέροντα κρύβονται από πίσω, έτσι λογικά θα βλέπεις και με καχυποψία έναν ανθυπομπλόγκερ που γράφει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Μπορεί, ξέρω’γω, να κατέβω υποψήφιος στις επόμενες εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή με τον Καμμένο, ή με τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή με τη Λούκα Κατσέλη (θα πνιγώ από τα γέλια), ή μπορεί να είμαι κανένας από αυτούς τους αντιμνημονιακούς του ΠΑΣΟΚ, που αφού ψήφισαν πρόθυμα για δύο χρόνια ό,τι τους είπε το αφεντικό τους και κούναγαν χαρούμενα την ουρά τους όταν τους χάιδευε το κεφαλάκι, θυμήθηκαν ξαφνικά ότι είχαν ξεχάσει να πάρουν τσιγάρα, βγήκαν να πάνε μέχρι το περίπτερο και δεν ξαναγύρισαν ποτέ, βρίσκοντας νέα φωλιά στου Κουβέλη το κονάκι.

Πάντως, μία άλλη θεωρία που έχω λέει ότι ανεξαρτήτως από το πόσο έφαγε ο καθένας, όλοι μαζί θα τον πιούμε. Γιατί όταν συμφωνείς να βγεις για φαγητό με γύφτουλες όπως οι βουλευτές μας, ξέρεις από πριν ότι ακόμα κι αν αυτοί φάνε τον αγλέορα κι εσύ δεν αγγίξεις το πιρούνι σου, αυτοί θα επιμένουν να πληρώσετε μισά-μισά. Αν, βέβαια, κουβαλάνε λεφτά πάνω τους και δε σου ζητήσουν να τα πληρώσεις όλα εσύ, επειδή πέρασε ένα ρακούν και τους πήρε το πορτοφόλι, βούτηξε τα λεφτά και τα κατέθεσε σε έναν λογαριασμό στην Ελβετία.


Μου έχουν λείψει λίγο εκείνες οι εποχές που όταν δεν είχα τι να γράψω απλά άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο μπροστά από ένα άδειο notepad, με τον κέρσορα να αναβοσβήνει ρυθμικά, σαν τη θυμωμένη γυναίκα που χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο πάτωμα περιμένοντας να της εξηγήσεις πώς βρέθηκε εκείνη η πιπιλιά στο λαιμό σου. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεσαι για να βάλεις τις τάξεις σου σε σκέψη τις σκέψεις σου σε τάξη είναι να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να στέκεσαι μπροστά στο κενό και να πηδάς πριν προλάβεις να σκεφτείς «τι μαλακία πάω να κάνω;». Χωρίς delete, χωρίς undo, χωρίς escape.

«Τι σκέφτεσαι;». Τίποτα δε σκέφτομαι ρε μαλάκα. 28 χρόνια τώρα σκέφτομαι, και τι κατάλαβα; Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου ήταν όταν δε σκεφτόμουν τίποτα. Εσύ τι σκέφτεσαι; Και γιατί σκέφτεσαι; Και πώς σκέφτεσαι; Και είσαι σίγουρος ότι σκέφτεσαι σωστά; Κι αν ο άλλος σκέφτεται κάτι διαφορετικό; Θα σκεφτείς ότι ίσως έχει δίκιο; Ή θα σκεφτείς ότι είναι απλώς μαλάκας, ένας μαλάκας που σκέφτεται;

Τι ωραία λέξη το «μαλάκας». Παρεξηγημένη. Λέξη-μπαλαντέρ, που μπορεί να αντικαταστήσει με ευκολία καμιά 500αριά άλλες. Και λίγες λέω. Αλλά τι να πεις, οι βρισιές είναι ακόμα ταμπού. Να, τις προάλλες άκουγα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο, και κάποιος έλεγε «γαμώ τον Αντίχριστό μου». Και έβαλαν *ΜΠΙΠ*. Σε τι βάζεις *ΜΠΙΠ* ρε μεγάλε; Στο «γαμώ» που ένα παιδάκι 5 χρονών το ακούει πιο συχνά και από το όνομά του; Ή στο «αντίχριστο», μην παρεξηγηθεί κανένας σατανιστής και διαμαρτυρηθεί στο ΕΣΡ;

Θυμάμαι όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω, που ντρεπόμουν να γράψω βρισιές. Έγραφα μα**κας, π**τσος μ**νί, τσαπερδονο**λοσφυρίχτρα. Και πάλι ήταν καλύτερα από το αγαπημένο μου τότε περιοδικό, το FREE, που αντίστοιχα έγραφε μαμάκας, λούτσος, νουνί και τσαπερδονολολοσφυρίχτρα. Ίσως έχω απωθημένο από τότε, γι’αυτό και βρίζω τόσο πολύ όταν γράφω. Ξέρεις, είναι αυτή η κλασική αντίδραση, που όταν σου απαγορεύουν κάτι για πολλά χρόνια και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι είσαι απολύτως ελεύθερος να το κάνεις και δε θα σου πει κανένας τίποτα, του δίνεις και καταλαβαίνει. Κατοχικό σύνδρομο, σαν να λέμε.

Είμαι περίεργος άνθρωπος, τι να πω. Να σκεφτείς ότι για χρόνια ολόκληρα, το Backspace ήταν το αγαπημένο μου πλήκτρο στον υπολογιστή. Όταν κάποιο πρόγραμμα μου ζητούσε να «press any key», εγώ πάντα πατούσα ψυχαναγκαστικά το Backspace (τουλάχιστον δεν έψαχνα το κουμπί «any», σαν την ξανθιά). Και όταν έγραφα οτιδήποτε, δεν πατούσα ποτέ το Delete, ακόμα κι αν ήταν πιο εύχρηστο. Μόνο Backspace, ρε μουνιά. Δε θυμάμαι πώς ξεπέρασα αυτήν την εμμονή με το Backspace. Ξέρω μόνο ότι τώρα έχω θέμα με το Num Lock. Για κάποιον λόγο, δε θέλω να είναι ποτέ αναμμένο το φωτάκι του Num Lock. Με αποσυντονίζει. Είναι ο κρυπτονίτης μου. Με το Caps Lock δεν έχω πρόβλημα. Ούτε με το Scroll Lock, που ανάθεμα αν κατάλαβα ποτέ τι ακριβώς κλειδώνει. Κι ούτε με ενδιαφέρει κιόλας.

Έχω αυτή τη συνήθεια να προσδίδω ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε άψυχα αντικείμενα. Ξέρεις, να βλέπω ανθρώπινα πρόσωπα στις «φάτσες» των αυτοκινήτων, να νομίζω ότι ο υπολογιστής και τα πλήκτρα του με επιβουλεύονται, να μιλάω στα βιβλία και στα περιοδικά μου λες και με ακούνε. Τέτοια, καθημερινά πράγματα. Μικρός νόμιζα ότι ήμουν λίγο τρελός, και όταν μεγάλωνα θα με τρέχανε από ψυχιατρείο σε ψυχιατρείο. Τελικά αποδείχθηκε ότι όλοι μας είμαστε λίγο τρελοί, και αυτοί που κλείνουν στα ψυχιατρεία είναι μάλλον οι πιο λογικοί που δεν αντέχουν την τρέλα αυτού του κόσμου. Και εδώ που τα λέμε, σε μία χώρα που έβγαλε πρωθυπουργό τον Παπανδρέου, αν όλα πήγαιναν με τη λογική θα έπρεπε να έχουμε μερικά εκατομμύρια τροφίμους σε ψυχιατρεία αυτή τη στιγμή.

Ξέρεις τι είναι τρέλα; Να πηγαίνεις κόντρα στη φύση σου. Αν έβλεπες έναν άνθρωπο να κρατάει δύο πούπουλα και να προσπαθεί να πετάξει, θα τον έλεγες τρελό. Θα έλεγες το ίδιο όμως και για έναν άνδρα που αποφασίζει να περάσει όλη του τη ζωή με μία γυναίκα; Μάλλον όχι. Αλλά γιατί όχι; Και οι δύο κόντρα στη φύση τους πηγαίνουν. Απλά ο ένας κάνει κάτι που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό, ενώ ο άλλος υποτάσσεται στα κοινωνικά «πρέπει». Προσπαθούμε με μανία να καταπιέσουμε τα ένστικτά μας, λες και ντρεπόμαστε για τις ζωώδεις καταβολές μας. Ίσως δικαιολογημένα. Αλλά ποιο ον μπορεί να αυτοχαρακτηριστεί «λογικό», όταν ανά πάσα στιγμή συγκρούονται μέσα του ένα ζωώδες ένστικτο και μία ομοβροντία από κοινωνικές επιταγές που μονίμως τον προστάζουν να κάνει διαφορετικά πράγματα από αυτά που κατά βάθος θέλει;

Μου είχαν λείψει λίγο εκείνες οι εποχές που όταν δεν είχα τι να γράψω απλά άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο μπροστά από ένα άδειο notepad, με τον κέρσορα να αναβοσβήνει ρυθμικά, σαν τον μετρονόμο που ορίζει βασανιστικά το τέμπο σου και σε προκαλεί να κινηθείς στο ρυθμό του. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεσαι για να βάλεις τις τάξεις σου σε σκέψη τις σκέψεις σου σε τάξη είναι να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να στέκεσαι μπροστά στο κενό και να πηδάς πριν προλάβεις να σκεφτείς «τι μαλακία πάω να κάνω;». Χωρίς delete, χωρίς undo, χωρίς escape.


Έχω βαρεθεί μετά από κάθε πορεία να γράφω εδώ τι ωραία που ήταν, και πόσος κόσμος μαζεύτηκε, και πόσο ελπιδοφόρο είναι να ξυπνάει ο κόσμος, και πόσο κακοί είναι οι μπάτσοι που μας ψεκάζουν, και πόσο κοντεύει να σπάσει το κεφάλι μου από τα γαμημένα τα χημικά. Βαρέθηκα. Όσοι κατέβηκαν χθες στο Σύνταγμα, όλοι ανεξαιρέτως, ξέρουν. Όσοι δεν ξέρουν, μπορούν να αναζητήσουν το τι συνέβη σε άλλα, πολύ πιο αξιόπιστα και αντικειμενικά sites και blogs από το δικό μου. Αν και, μεταξύ μας, αν είσαι Αθηναίος, έχων σώας τας φρένας και αρτιμελής, και δεν κατέβηκες χθες στο Σύνταγμα, δε δικαιούσαι να ξέρεις τι έγινε χθες. Δεν ενδιαφέρθηκες αρκετά για να κερδίσεις αυτό το δικαίωμα.

Ξέρεις, η πόλη δεν είναι μία νεκρή μάζα τσιμέντου. Η πόλη είμαστε εμείς οι ίδιοι. Και αν εμείς οι ίδιοι καθόμαστε στους καναπέδες μας και βλέπουμε την πόλη μας από τις τηλεοράσεις, τότε είναι που αυτή η πόλη πεθαίνει. Η πόλη δε θα πεθάνει με μία φωτιά, ούτε με έναν πόλεμο. Θα πεθάνει όταν πια δε θα ενδιαφέρεται κανείς γι’αυτήν.

Ας δούμε λοιπόν εν συντομία τι συνέβη χθες γενικά:

– (κανείς δεν ξέρει πόσες) Χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και άλλες πόλεις της χώρας για να εναντιωθούν σε ένα εξοντωτικό νομοσχέδιο.

– Οι πολίτες αυτοί δέχτηκαν αναίτιες επιθέσεις από τις δυνάμεις των ΜΑΤ, που τους φλόμωσαν στο δακρυγόνο ενώ διαδήλωναν ειρηνικά.

– Παράλληλα με τη διαδήλωση, ομάδες κουκουλοφόρων έβαλαν φωτιά σε κάποια κτίρια, προκαλώντας υλικές ζημιές, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές.

– 199 από τους 300 βουλευτές ψήφισαν το εξοντωτικό νομοσχέδιο στο οποίο η πλειοψηφία των πολιτών εναντιώθηκε.

– Μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, 45 βουλευτές που ξέφυγαν από την κομματική τους γραμμή διαγράφηκαν σε χρόνο dt, όπως άλλωστε συμβαίνει σε κάθε δημοκρατία.

– Πέθανε η Γουίτνι Χιούστον.

Μπορεί κανείς να πει ότι όλα τα παραπάνω γεγονότα αποτελούν πολύ ενδιαφέρουσες ειδήσεις, που θα άξιζαν να αναφερθούν σε ένα δελτίο ειδήσεων. Ακόμα και σε ένα τόσο διεφθαρμένο και προπαγανδιστικό δελτίο ειδήσεων όσο αυτά που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε. Όποιος όμως άντεξε σήμερα να δει δελτία ειδήσεων (και τα συγχαρητήριά μου σε όσους τα κατάφεραν χωρίς ηρεμιστικά), ξέρει ήδη ότι κάποια από αυτά δεν αναφέρθηκαν καν, ενώ κάποια άλλα υπεραναλύθηκαν, μέχρι που έγιναν νιανιά.

Αν, λοιπόν, αγαπητέ και αγαπητή μου, δεν είχες κατέβει χθες στο Σύνταγμα, σήμερα ενημερώθηκες μόνο για τα κτίρια που κάηκαν, τους ταραξίες που έκαψαν την Αθήνα, τους βουλευτές που διεγράφησαν από τα κόμματά τους και την αιτία του θανάτου της Γουίτνι Χιούστον. Με το μικροσκόπιο ίσως ανακαλύψεις κάπου κάποια αναφορά στο πλήθος και το πείσμα των ειρηνικών διαδηλωτών και στις συνέπειες από την ψήφιση του νέου μνημονίου στους πολίτες (ενώ αντίθετα οι «καταστροφικές» συνέπειες της χρεοκοπίας απέσπασαν δεκάλεπτα ρεπορτάζ σε πολλά κανάλια τις προηγούμενες μέρες), ενώ ούτε με μικροσκόπιο δε θα βρεις αναφορές στην αστυνομική βία.

Είναι αλήθεια πιο σημαντικός ο θάνατος της Γουίτνι Χιούστον από την ασφάλεια και το μέλλον των Ελλήνων; Έτσι φαίνεται.

Εσύ, λοιπόν, Αθηναίε που δεν κατέβηκες χθες στο Σύνταγμα, μπορείς να πεις ό,τι θες. Μπορείς να επιχειρηματολογήσεις για τους κακούς κουκουλοφόρους που καίνε την πόλη σου (ωστόσο σκέψου λίγο το ενδεχόμενο κάτω από τις κουκούλες να μην είναι αυτοί που διαρρηγνύεις τα ιμάτιά σου ότι είναι), να χαρακτηρίσεις συλλήβδην ταραξίες όλους όσοι κατέβηκαν στο Σύνταγμα, να κοιμηθείς με ήσυχη τη συνείδησή σου ότι εσύ έπραξες το σωστό. Μπορείς να πεις ό,τι θες. Δημοκρατία έχουμε, άλλωστε. Όμως εμείς που βρεθήκαμε εκεί, κινδυνεύσαμε (όχι από κουκουλοφόρους, αλλά από κρανοφόρους αστυνομικούς), τρέξαμε, φωνάξαμε, κλάψαμε, μας κόπηκε η ανάσα, πέσαμε κάτω, ξαναγυρίσαμε, ξανακλάψαμε, ξανατρέξαμε, ξαναφωνάξαμε… Εμείς ξέρουμε. Ζήσαμε. Ήμασταν εκεί. Εσύ παπαγαλίζεις ό,τι άκουσες. Γι’αυτό, φάε δύο κρακεράκια, άκου κι ένα τραγούδι της μακαρίτισσας της Γουίτνι Χιούστον και άντε για ύπνο. Δεν έχουμε ανάγκη τις νουθεσίες σου εκ του μακρώθεν. Να ήσουν εκεί να μας τις πεις από κοντά.

Γιατί έξω απ’τον χορό πολλά τραγούδια λέει κανείς. Αλλά τα λέει φάλτσα.