Δεν ξέρω αν το λένε διαίσθηση ή κάπως αλλιώς, αλλά από την πρώτη στιγμή είχα μία βεβαιότητα ότι αυτό το interview δε θα πήγαινε καλά. Κάποιες φορές το καταλαβαίνεις από την πρώτη στιγμή πως ο άλλος απλά δε σου κάνει, δεν θα μπορούσες να συνεργαστείς μαζί του.

Όταν μπήκε μέσα, τον κοίταξα καλά, όπως και όλους τους άλλους – είναι υποχρέωσή μου να το κάνω. Χαμογελαστός, αλλά όχι αρκετά χαμογελαστός για να κρύψει το άγχος του. Περιποιημένος, αλλά όχι αρκετά για να κρύψει την ηλικία του – τουλάχιστον σαραντάρης. Καλοντυμένος, αλλά όχι αρκετά άνετος μέσα σε αυτό το κοστούμι.

Η χειραψία του στιβαρή, αλλά όχι αρκετά πειστική.

– Είστε ο κύριος Νικολάου, σωστά;

– Ναι, ναι, σωστά.

– Καθίστε.

Κάθισε αμήχανα στην αναπαυτική πολυθρόνα, με τον χαρτοφύλακά του στο πλάι. Κρατούσε ακόμα αυτό το χαμόγελο από τα δόντια, να μην του φύγει, όμως φαινόταν ότι το έκανε με δυσκολία.

– Θα θέλατε έναν καφέ, ένα χυμό;

– Όχι, ευχαριστώ, είμαι εντάξει.

Ντροπαλός ή ακατάδεχτος; Δεν μπορούσα να αποφασίσω.

– Πολύ ωραία. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.

Πήρα τον φάκελο με το βιογραφικό του και τον άνοιξα μπροστά μου.

– Βλέπω εδώ στο βιογραφικό σας κάποια ενδιαφέροντα πράγματα. Έχετε μεταπτυχιακό στη διοίκηση επιχειρήσεων;

– Ναι, από το University of Philadelphia.

Το είπε με τόσο προσποιητά βρετανική προφορά, που τον κοίταξα με μισό μάτι πίσω από τα γυαλιά μου. Μάλλον κατάλαβε ότι έκανε μαλακία, γιατί ξαφνικά το χαμόγελό του συρρικνώθηκε.

– Απ’ ό,τι βλέπω έχετε αρκετή εμπειρία στο χώρο. Ήσασταν στην Intermacro το 2003;

– Ναι, είχα διευθυντική θέση.

– Ήσασταν και το 2004, όταν φαλίρισε;

– Όχι, είχα φύγει πολλούς μήνες πριν. Είχα διαφωνήσει με τη στρατηγική της εταιρείας.

Σιγά μην το παραδεχόταν ότι έσκασε στα χέρια του η βόμβα.

– Μάλιστα…

Δεν είχε νόημα να συνεχίσω με την εργασιακή του εμπειρία. Άφησα στην άκρη το βιογραφικό του. Ίσως να μπορούσε να το σώσει με τις κλασικές ερωτήσεις-παγίδες.

– Πείτε μου, για ποιο λόγο πιστεύετε πως θα ήταν επωφελής και για τις δύο πλευρές μία ενδεχόμενη συνεργασία μας;

Ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα, σαν να περίμενε από καιρό για να απαντήσει σε αυτήν τη ερώτηση.

– Θεωρώ πως με την εμπειρία μου και τις δικές σας δυνατότητες, που γνωρίζω ότι είναι πολύ μεγάλες, θα μπορούσαμε να κάνουμε σημαντικά βήματα μπροστά και να αναδειχθούμε σε υπολογίσιμη δύναμη στον κλάδο.

Φαινόταν πολύ ικανοποιημένος από την προκάτ απάντηση που μου έδωσε, νομίζοντας ότι δεν είχα ακούσει το ίδιο ποίημα άλλες τριάντα φορές μόνο την τελευταία εβδομάδα.

– Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας σε πέντε χρόνια;

Άλλο ένα χαμόγελο ικανοποίησης, άλλη μία προκάτ απάντηση.

– Μία διευθυντική θέση, ελπίζω σε αυτήν την εταιρεία, με έναν ικανοποιητικό μισθό, γενικά εκτιμώ την εργασιακή σταθερότητα, δε μου αρέσει να αλλάζω συχνά δουλειές.

Το σιχαίνομαι όταν δεν αγχώνονται. Τους εμποδίζει να βγάλουν τον πραγματικό τους εαυτό.

– Πείτε μου για τις σχέσεις σας με τους συναδέλφους σας, τους ανωτέρους και τους κατωτέρους σας. Είχατε ποτέ προβλήματα;

– Όχι, ποτέ. Φροντίζω πάντα στη δουλειά μου να διατηρώ τις ισορροπίες και δεν έχει τύχει ποτέ να έρθω σε σύγκρουση με κάποιον συνάδελφό μου.

Ναι, ο κύριος τέλειος. Πολύ πειστικό.

– Δηλαδή αν ρωτούσα παλιούς συναδέλφους σας δε θα έβρισκα κανέναν που να έχει κάτι να σας προσάψει;

– Όχι, σίγουρα όχι.

Έπιασα πάλι το βιογραφικό του, και βρήκα κάτι ενδιαφέρον.

– Το 2006 ήσασταν στην εταιρεία Marcolin, σωστά;

– Ναι, ήμουν διευθυντής ανθρώπινου δυναμικού.

– Λοιπόν, φοβερή σύμπτωση, η φίλη μου η Κατερίνα δούλευε εκείνη την περίοδο στην ίδια εταιρεία. Κατερίνα Λαρίση, σας λέει κάτι το όνομα;

Μου φάνηκε πως χλώμιασε, αλλά ίσως να ήταν ιδέα μου, επειδή πραγματικά ήθελα να τον δω να χλωμιάζει.

– Όχι, δε μου θυμίζει κάτι.

Ναι, καλά.

– Δε θα σας πείραζε να της τηλεφωνήσω ένα λεπτό, να τη ρωτήσω αν σας ξέρει, έτσι;

– Όχι, καθόλου.

Φυσικά και τον πείραζε. Πήρα τηλέφωνο την Κατερίνα και την έβαλα σε ανοιχτή ακρόαση.

– Έλα, Κατερίνα, τι κάνεις;

– Καλά, πες μου.

– Είμαι εδώ με τον κύριο Θέμη Νικολάου, δεν ξέρω αν σου λέει κάτι το όνομα, δούλευε στη Marcolin πριν από μερικά χρόνια.

– Φυσικά και τον θυμάμαι, το μεγαλύτερο καθίκι που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Φερόταν σε όλους σαν να ήμασταν σκλάβοι του, μιλάμε για πραγματικό κάθαρμα. Να του πεις εκ μέρους μου να πάει να γαμηθεί.

Αν γινόταν εκείνη τη στιγμή να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί μαζί με την πολυθρόνα, θα το ήθελε όσο τίποτα.

– Σε ευχαριστώ, Κατερίνα μου, θα του το πω.

Έβγαλα την ανοιχτή ακρόαση και συνέχισα να μιλάω μαζί της, χωρίς να τον αφήνω να ακούει τι μου έλεγε. Εκεί, να βασανιστεί. Έκλεισα το τηλέφωνο και τον κοίταξα να προσπαθεί να συμμαζέψει τα κομμάτια του.

– Ξέρετε, δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα…

– Κύριε Νικολάου, μόλις βρήκα έναν άνθρωπο, και μάλιστα της απόλυτης εμπιστοσύνης μου, που μίλησε με τα χειρότερα λόγια για σας, κι ενώ εσείς μου είπατε ότι δεν έχετε έρθει ποτέ σε σύγκρουση με κανέναν. Θεωρείτε πως θα έπρεπε να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση;

Δε μίλησε καν. Απλώς σηκώθηκε, μάζεψε τον χαρτοφύλακά του και έκανε να φύγει.

– Αναρωτιέμαι γιατί το κάνετε όλοι αυτό το πράγμα. Όλοι, όμως. Γιατί; Γιατί λέτε ψέματα; Γιατί να μην είστε ο εαυτός σας; Πείτε μου, θα ήταν τόσο δύσκολο να απαντήσετε σε μία ερώτηση χωρίς να μοιάζει η απάντηση σαν να την έγραψε υπολογιστής;

Γύρισε και με κοίταξε, ανοίγοντας την πόρτα. Το βλέμμα του είχε κάτι από μία ειλικρινή μετάνοια.

– Μετά αναρωτιέστε γιατί δε βρίσκετε ανθρώπους να δουλέψουν για σας. Φυσικά και δε θα δουλέψω για έναν άνθρωπο που λέει τόσο εύκολα ψέματα και προκατασκευασμένες μισές αλήθειες. Έχω και μία αξιοπρέπεια, που προφανώς ορισμένοι δεν έχουν.

Με χαιρέτησε αμήχανα και έφυγε από το σπίτι ταπεινωμένος. Άλλη μία συνέντευξη είχε άδοξο τέλος.

Να πάρει. Είναι τόσο δύσκολο να βρεις καλό εργοδότη στις μέρες μας.