Μαρτίου 2013



Εγώ μόνος. Τα πίνω στο μπαρ, πίνω για να ξεχάσω την καριόλα που με βασάνισε και τη βασάνισα για έξι μήνες. Μπορεί να δακρύζω κιόλας πού και πού, όχι για την καριόλα, αλλά για τους έξι χαμένους μήνες μου. Ο μπάρμαν με κοιτάει με οίκτο, και μόλις σχολάσει θα πάει να αγκαλιάσει στοργικά τη γυναίκα του, να την ευχαριστήσει που δεν είναι κι αυτή καμιά καριόλα, σαν όλες αυτές που φέρνουν τόσους πελάτες στο μαγαζί.

Κάποια στιγμή από το πολύ ποτό με πιάνει κατούρημα. Κάνω να σηκωθώ, αλλά πάνω στη ζαλάδα μου παραπατάω και πέφτω πάνω στον διπλανό. Τον ρίχνω από το σκαμπό. Τρίβω τα μάτια μου να συνέλθω, και βλέπω ότι ο «διπλανός» ήταν στην πραγματικότητα «διπλανή». Μία μελαχρινή, μικρόσωμη κοπέλα (σκέψου πόσο λιώμα ήμουν που την πέρασα για άντρα), που βρίσκεται ξαφνικά χυμένη στο πάτωμα, μην έχοντας ιδέα τι στο διάολο τη χτύπησε. Πιάνει το κεφάλι της. Πιάνω κι εγώ το δικό μου.

Κάνω να τη βοηθήσω να σηκωθεί. Κατουριέμαι ακόμα, αλλά προς στιγμήν το ξεχνάω. Της δίνω το χέρι.

Δεν υπάρχει κανένας άλλος γύρω. Είμαστε εγώ, αυτή, ο μπάρμαν που κοιτάζει αδιάφορα (προφανώς έχουν δει και χειρότερα τα μάτια του), ένα ζευγαράκι που χαμουρεύεται στη γωνία και δεν έχει πάρει χαμπάρι και ένας ημιλιπόθυμος μεθύστακας που έχει βουλιάξει μέσα στο ποτήρι του.

Tης δίνω το χέρι μου. Πιάνεται και τη σηκώνω στα πόδια της. Πιάνει ακόμα το κεφάλι της. Το πιάνω κι εγώ. Τη ρωτάω αν πονάει. Μου απαντά πως είναι εντάξει, μάλλον για να με ξεφορτωθεί, σκέφτομαι. Παίρνω το χέρι μου από κεφάλι της. Κρατάω ακόμα το χέρι της, ασυναίσθητα.

Φωνάζω στον μπάρμαν να της φέρει μία πετσέτα με πάγο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά το είχα δει σε μία ταινία. Μου τη φέρνει βαριεστημένα. Την ακουμπάω απότομα στο κεφάλι της. Παγώνει και τινάζεται πίσω. Πάλι μαλακία έκανα.

Την ακουμπάω ξανά, με μεγαλύτερη προσοχή αυτή τη φορά. Μοιάζει πιο ανακουφισμένη. Και τώρα που είπα «ανακουφισμένη», θυμάμαι πάλι ότι κατουριέμαι. Αλλά δεν μπορώ να φύγω. Την ξαναρωτάω αν είναι καλύτερα. Δεν αντιδρά. Μετά από λίγο πιάνει την πετσέτα με το χέρι της και απομακρύνει το δικό μου. Κάθεται για λίγο έτσι, με κλειστά μάτια, σαν να διαλογίζεται με το θεό της γκαντεμιάς. Και μετά πετάει κάτω την πετσέτα και πέφτει με το κεφάλι μπροστά στην μπάρα, πάνω στα χέρια της. Αρχίζει να κλαίει. Τι έκανα πάλι ο μαλάκας;

Πάω να την πλησιάσω για να της ζητήσω συγνώμη, αλλά σαν να είχε διαβάσει την σκέψη μου, μού λέει «δε φταίτε εσείς». Με πληγώνει που μου μιλάει στον πληθυντικό. Δεν είμαι και τόσο μεγάλος. Περιμένω να μου πει ποιος φταίει, αλλά δε μιλάει, μόνο κάθεται εκεί και κλαίει. Πάνω που ετοιμάζομαι να τη ρωτήσω εγώ, διαβάζει πάλι τη σκέψη μου. «Ο μαλάκας φταίει», μου εξηγεί.

Αρχίζω να νιώθω μία ταύτιση. Αυτή τα’χει με ένα μαλάκα, κι εγώ με μία καριόλα. «Η ισχύς εν τη ενώσει», σκέφτομαι, αλλά δε λέω τίποτα.

Και αυτή αρχίζει να μου λέει την ιστορία της ζωής της. Της ζωής της με τον μαλάκα. Πώς τον γνώρισε μέσω του φίλου μιας φίλης, πώς στην αρχή της φάνηκε λίγο μαλάκας, αλλά με την καλή έννοια, δηλαδή γλυκούλης μαλακάκος, αλλά έπρεπε να τον είχε καταλάβει από τότε, που για πρώτο ραντεβού την είχε πάει για μπόουλινγκ -«μα πού ακούστηκε, πρώτο ραντεβού για μπόουλινγκ, χάθηκε ένα σινεμά, ένα μπαράκι, ένα εστιατόριο, μία βολτα στην παραλία, έστω μια καφετέρια, ξέρω ‘γω» – ο θυμός της σε συνδυασμό με τη θλίψη της δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, που δε με αφήνει να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Μιλάει γρήγορα και δυνατά. Πρέπει να είναι και λίγο μεθυσμένη. Ούτε καν με κοιτάει την ώρα που μιλάει, λες και μιλάει στο άδειο ποτήρι μπροστά της και όχι σε μένα.

Συνεχίζει να μιλάει έτσι, στο πουθενά, λέει για τους μαλάκες φίλους του μαλάκα, για τις κακές συνήθειες του μαλάκα, για τις κάτω του μετρίου σεξουαλικές επιδόσεις του μαλάκα (ναι, σίγουρα είναι λίγο μεθυσμένη), και μέσα σε λίγα λεπτά έχω μάθει τα πάντα για τον μαλάκα και απολύτως τίποτα γι’ αυτήν. Αναρωτιέμαι πώς μπορεί να σπαταλά τόση φαιά ουσία και να δίνει τόση σημασία σε κάποιον που σιχαίνεται τόσο πολύ, και τότε σαν να με χτυπάει κάποιος στην πλάτη, γυρίζω και βλέπω τον εαυτό μου να μου λέει «κι εσύ το ίδιο δεν κάνεις με την καριόλα;». «Εσύ σκάσε», του απαντάω από μέσα μου, αλλά ίσως και να ακούγεται και από έξω μου, γιατί εκείνη τη στιγμή αυτή γυρίζει και με κοιτάζει. Πάλι μαλακία έκανα, σκέφτομαι. Αλλά αυτή δε λέει τίποτα, μόνο με κοιτάζει. Την κοιτάζω κι εγώ αμήχανα, περιμένοντας με αγωνία την επόμενη φράση της. Και όταν αυτή βγαίνει από το στόμα της, δεν είναι αυτή που περιμένω.

«Θα με κεράσεις ένα ποτό;»

Δεν μπορώ να πω όχι. Της χρωστάω σίγουρα κάτι για το καρούμπαλο που της προκάλεσα νωρίτερα. «Γιατί όχι;», της απαντάω. «Ήταν μία ιστορία που άξιζε ένα ποτό. Γελάω. Γελάει κι αυτή. Ζητάω από τον μπάρμαν δύο από αυτό που πίνει. Τα φτιάχνει στα γρήγορα και τα φέρνει μπροστά μας. Υψώνω το ποτήρι μου και κηρύσσω: » Στην υγειά του μαλάκα!». Με κοιτάζει με μισό μάτι. Σηκώνει κι αυτή το ποτήρι της και φωνάζει: «Ψόφος στον μαλάκα!». Γελάμε και οι δύο και πίνουμε. Με το ζόρι καταπίνω. Το ποτό της είναι άθλιο, σαν να έχεις ψεκάσει καθαρό οινόπνευμα πάνω σε λιωμένο αρωματικό κερί με άρωμα φράουλα. Προσπαθώ να κρύψω μία γκριμάτσα αηδίας πίσω από ένα αμήχανο χαμόγελο,και μάλλον τα καταφέρνω.

«Για πες μας κι εσύ την ιστορία σου, κύριε ατσούμπαλε», μου λέει. Με εκπλήσσει που δε ρωτάει το όνομά μου. Αλλά ακόμα περισσότερο με εκπλήσσει όταν συνειδητοποιώ ότι δεν την έχω ρωτήσει ούτε εγώ. Σαν να μη με ενδιαφέρει. Κι εδώ που τα λέμε, όντως δε με ενδιαφέρει. «Εκτός κι αν ήρθες σε αυτό το μπαρ επειδή σου αρέσει η ατμόσφαιρα», συνεχίζει. Με κοιτάζει για πρώτη φορά με διερευνητικό βλέμμα, σαν να συνειδητοποιεί μόλις τώρα ότι τόση ώρα είναι και κάποιος δίπλα της.

Πράγματι, δεν ήρθα σε αυτό το μπαρ επειδή μου αρέσει η ατμόσφαιρα. Για την ακρίβεια, σιχαίνομαι την ατμόσφαιρα σε αυτό το μπαρ. Οι μόνοι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα να μπω σε αυτό το μπαρ είναι ότι ήταν σχεδόν άδειο (και δεν είχα όρεξη για κουβέντες, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι πριν λίγο) και ότι η ατμόσφαιρα ήταν άθλια, και επομένως ταίριαζε γάντι στην ψυχολογία μου. Φαινόταν ιδανικό μέρος για να συνδυάσεις με μία καριόλα.

Κι έτσι, ανταποδίδοντας κι εγώ τη χάρη, βρίσκομαι από το πουθενά να διηγούμαι τη δική μου εκδοχή της ιστορίας μου (γιατί η εκδοχή της καριόλας θα ήταν ασφαλώς αρκετά διαφορετική, και πιθανότατα δε θα αναφερόταν στον εαυτό της ως «καριόλα») σε μία εντελώς άγνωστη κοπέλα, της οποίας δεν ξέρω και δε με ενδιαφέρει να μάθω το όνομά της, και η οποία παρατηρεί με ενδιαφέρον τα λεγόμενά μου, σαν να διαβάζει ένα ανοιχτό βιβλίο γεμάτο ίντριγκες, πάθη, αλλά σχεδόν καθόλου σεξ, και άρα πιθανότατα δε θα γίνει ποτέ ταινία, ούτε καν επεισόδιο στις «Οικογενειακές Ιστορίες», κι όμως αυτή το παρακολουθεί με ενδιαφέρον, λες και περιμένει στο τέλος να γίνει κάποια φοβερή ανατροπή, ίσως με τη συμμετοχή εξωγήινων ή μαφιόζων, που θα έσωζε έστω και την τελευταία στιγμή αυτή τη βαρετή ιστορία, η οποία όμως δεν έρχεται ποτέ, αλλά όταν τελειώνω τη διήγησή μου αυτή εξακολουθεί να με κοιτάζει, όχι με το βλέμμα του ανθρώπου που κλαίει τα δέκα λεπτά από το χρόνο του που σπατάλησε ακούγοντας αυτήν την κοινότοπη ιστορία, αλλά με ένα βλέμμα μεθυσμένης συγκατάβασης και κατανόησης.

Δε λέμε τίποτα. Μόνο πίνουμε τα ποτά μας. Εγώ προσποιούμαι ότι το πινω, βέβαια, γιατί δεν πίνεται. Βρίσκω την ευκαιρία να την κοιτάξω καλύτερα. Μοιάζει να προσπαθεί να μιμηθεί το ύφος της «μοιραίας γυναίκας», αν και είναι φανερό πως δεν της ταιριάζει. Της λείπει το έντονο κραγιόν, της λείπει το τσιγάρο, αλλά κυρίως της λείπει η σιγουριά, η αυτοπεποίθηση της γυναίκας που ξέρει ότι μπορεί να πείσει τον οποιονδήποτε να κάνει οτιδήποτε για χάρη της. Αυτή απλά πίνει για έναν μαλάκα, προσπαθώντας μάταια να πείσει και τον εαυτό της ότι δεν τον χρειάζεται. Δεν έχει τίποτα το μοιραίο. Είναι όμως όμορφη.

Νιώθω ότι είναι το κρίσιμο σημείο της βραδιάς. Το σημείο που θα κρίνει αν κάπου εδώ τελειώνει η σεμνή τελετή και σε πέντε λεπτά θα είμαστε απλά δύο ξένοι που έτυχε να τα τσούξουν ένα βράδυ στο ίδιο μπαρ, ή αν αυτή η γνωριμία θα έχει συνέχεια. Είναι η σειρά μου να πάρω την πρωτοβουλία των κινήσεων και να κρίνω το αποτέλεσμα. Την κοιτάζω έντονα στα μάτια. Ξαφνιάζεται και περιμένει την κίνησή μου. Αποφασίζω να αφήσω τον εαυτό μου ελεύθερο, να της πω αυθόρμητα αυτό που πραγματικά θέλω. Χωρίς αναστολές, χωρίς ταμπού, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Χωρίς καν πρώτες σκέψεις. Εντελώς αυθόρμητα. Σβήνω το διακόπτη του εγκεφάλου μου και τα λόγια βγαίνουν μόνα τους από το στόμα μου.

«Πρέπει να πάω για κατούρημα επειγόντως»

Αμηχανία. Από όλα τα μέρη του σώματος μου, ήταν ανάγκη να σπεύσει να πάρει τη θeση του εγκεφάλου μου η ουροδόχος κύστη; Με κοιτάζει με ένα βλέμμα έκπληκτης αηδίας ή αηδιασμένης έκπληξης. Ακόμα και γουρλωμένα, τα μάτια της φαίνονται μικρά και χαριτωμένα. Μην έχοντας πια τρόπο να διορθώσω τη μαλακία μου, σηκώνομαι από το σκαμπό και της υπόσχομαι ότι θα επιστρέψω αμέσως. Νιώθω το έκπληκτο βλέμμα της να με ακολουθεί καθώς πηγαίνω στην τουαλέτα, και σκέφτομαι ότι υπάρχει τελικά μία ελπίδα να σωθεί αυτή η βραδιά.

Καθώς κατεβάζω το φερμουάρ, αναρωτιέμαι αν θα την ξαναδώ όταν θα επιστρέψω στη θέση μου ή αν θα έχει γίνει καπνός, συνειδητοποιώντας ντροπιασμένη ότι τόση ώρα έβγαζε τα σώψυχά της σε έναν κάφρο του χειρίστου είδους. Καταλήγω ότι θα είναι ακόμα εκεί. Θες από περιέργεια, θες από βίτσιο, θες από αλκοόλ, θα είναι εκεί και θα περιμένει να συνεχίσουμε αυτό που αρχίσαμε κι ακόμα δεν ξέρουμε καν τι είναι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τις πιο καθαρές και σωστές σκέψεις μου τις κάνω στην τουαλέτα. Αν είναι και δημόσια τουαλέτα, μεγαλουργώ. Βγαίνω λοιπόν από την τουαλέτα σίγουρος ότι θα τη βρω εκεί. Και ναι, πράγματι, είναι εκεί, και φαίνεται να έχει συνέλθει από το κύμα βλακείας που τη χτύπησε λίγο νωρίτερα.

Κάθομαι ξανά απέναντί της. Πριν προλάβει να πει τίποτα, δικαιολογούμαι. «Ξέρεις τώρα, το ποτό». Κουνάει το κεφάλι της συγκαταβατικά. «Κάτι λέγαμε εμείς εδώ, ε;», συμπληρώνω αμέσως. Μοιάζει να έχει ξενερώσει. Σκέφτομαι ότι τα έκανα θάλασσα. Και θυμάμαι πως κάπως έτσι είχαμε ξεκινήσει και με την καριόλα. Εντάξει, τότε δεν ήταν μπαρ, αλλά καφετέρια και δεν είχα πέσει πάνω της, αλλά της είχα ρίξει κατά λάθος Sprite στην μπλούζα της. Μια ζωή ατσούμπαλος. Μια ζωή στον κόσμο μου. Μια ζωή πληρώνω αμαρτίες δικές μου. Και της εκάστοτε καριόλας.

Την κοιτάζω ξανά στα μάτια. Αυτή τη φορά δείχνει να μην περιμένει τίποτα από μένα. Σηκώνομαι και φωνάζω τον μπάρμαν για να πληρώσω. Αυτή ξαφνιάζεται. «Φεύγεις κιόλας;», με ρωτάει. Μοιάζει σαν να παραπονιέται. Κοιτάζω το ρολόι του μπαρ. Δείχνει 12.30. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται αυτό, αφού εγώ δεν ήρθα στο μπαρ πριν τη 1. Συνειδητοποιώ ότι είναι χαλασμένο και πιθανότατα δείχνει ότι είναι 12.30 εδώ και τρία-τέσσερα χρόνια. Αποκλείεται να είναι νωρίτερα από τις 4.

«Ναι, έλεγα να φύγω. Αλλά αν έχεις κάτι καλύτερο να προτείνεις, είμαι μέσα», της λέω. Της πετάω το μπαλάκι, να δω αν θα το πιάσει.

«Δε θέλω να μείνω μόνη απόψε», μου απαντά. Το πιάνει και το ξαναπετάει. Συνειδητοποιώ πως ούτε κι εγώ θέλω να μείνω μόνος απόψε.

«Θες να φύγουμε από ‘δω;», τη ρωτάω. Μου γνέφει καταφατικά. Ο μπάρμαν μοιάζει ανακουφισμένος, καθώς πληρώνω τα ποτά και των δύο. Δεν ξέρω αν νιώθει ανακουφισμένος επειδή φοβόταν ότι είχαμε πιει τόσο πολύ που δε θα είχαμε να πληρώσουμε ή επειδή φοβόταν ότι δε θα φεύγαμε ποτέ και θα ξημερωνόταν στο μαγαζί. Ελάχιστα με νοιάζει. Τη βοηθάω να βάλει το παλτό της και μου χαμογελά. Είναι όμορφη. Το έχω ξαναπεί αυτό, ε;

Βγαίνουμε έξω. Τη ρωτάω πού θέλει να πάμε. «Ας κάνουμε μια βόλτα», μου λέει. Κι έτσι ξεκινάμε στις 4.30 τα ξημερώματα να περπατάμε στην πιο άσχημη περιοχή της πόλης, δύο άγνωστοι, μεθυσμένοι, αμήχανοι άνθρωποι που το μόνο που τους ενώνει είναι το κοινό τους μίσος για τον/την πρώην τους.Δε μιλάμε φωναχτά, αλλά σκεφτόμαστε. Και ίσως να σκεφτόμαστε το ίδιο ακριβώς πράγμα.

Κάποια στιγμή σκοντάφτει και πάει να πέσει στο πεζοδρόμιο. Για μία φορά, τα αντανακλαστικά μου λειτουργούν κανονικά και την πιάνω πριν σωριαστεί. Μοιάζει ζαλισμένη. Θα μπορούσα να την οδηγήσω σπίτι μου και να τη φροντίσω, μένω δύο τετράγωνα πιο κάτω, αλλά δεν ξέρω πώς θα το πάρει. Είμαι ακόμα ένας άγνωστος γι’ αυτήν, όπως κι αυτή για μένα. Τη ρωτάω αν είναι καλά. Μου λέει πως είναι εντάξει, αλλά δεν είναι, απλώς δε θέλει να το παραδεχτεί. Τη ρωτάω αν θέλει να έρθει στο σπίτι μου να ξεθολώσει λίγο. Μου γνέφει με το κεφάλι κάτι που μπορεί να σήμαινε «ναι» ή «είμαι πολύ μεθυσμένη για να καταλάβω τι μπορεί να σημαίνει αυτό». Σε κάθε περίπτωση, την οδηγώ στο σπίτι μου.

Ξεκλειδώνοντας την πόρτα του διαμερίσματος, της ζητώ συγνώμη για την ακαταστασία. Στην πραγματικότητα δεν ντρέπομαι καθόλου, έτσι είναι πάντα το σπίτι μου. Άλλη μία αφορμή ομηρικών καβγάδων με την καριόλα. Όμως αυτή μάλλον δεν ενδιαφέρεται και πολύ. Εντελώς μηχανικά, σαν ρομπότ, βαδίζει προς τον καναπέ και σωριάζεται εκεί. Πάνω από δύο βρώμικες μπλούζες και το τηλεκοντρόλ. Δεν τη νοιάζει. Μέχρι να κρεμάσω το παλτό μου και να ξανακλείσω την πόρτα, έχει ήδη κοιμηθεί.

Εγώ πάλι δεν έχω όρεξη για ύπνο. Προτιμώ να την παρακολουθώ καθώς κοιμάται. Παίρνω μία καρέκλα και κάθομαι δίπλα της. Πώς την έκανε έτσι κουρέλι ένας μαλάκας; Είναι όμορφη. Ακόμα και μέσα στο χάλι της. Απογυμνωμένη από κάθε θετικό συναίσθημα, διαλυμένη, φοβισμένη, αλλά όμορφη.

Ούτε που το καταλαβαίνω πώς με παίρνει γλυκά ο ύπνος στην καρέκλα. Το επόμενο πρωί ξυπνάω με πονοκέφαλο και με μία άγνωστη δίπλα μου. Κοιμάται ακόμα. Πριν ακόμα ξυπνήσει, το ξέρω ήδη: Θα είμαστε μαζί. Αυτή ίσως να μην το ξέρει, αλλά εγώ είμαι σίγουρος. Την περιμένω να ξυπνήσει, για να αρχίσει επιτέλους αυτό το κάτι καινούργιο. Μετά από λίγο ανοίγει δειλά τα μάτια της. Δεν ξέρω αν θυμάται τι έγινε χθες, πού είναι, ποιος είμαι και άλλες ασήμαντες λεπτομέρειες. Ξέρω ότι μέσα στο βλέμμα της βλέπω το μέλλον μου.

Αυτά.

– Και μετά;

– Μετά τι;

– Μετά τι γίνεται;

– Δεν ξέρω.

– Πώς δεν ξέρεις;

– Δεν ξέρω, μέχρι εκεί έχω σκεφτεί.

– Και αν αποδειχθεί κι αυτή μια νέα καριόλα;

– Μπορεί.

– Και πρέπει όλα να γίνουν έτσι;

– Έτσι ακριβώς, αλλιώς δε βγαίνει νόημα.

– Και θες να είμαι εγώ αυτή;

– Ναι.

– Είσαι λίγο τρελός, ε;

– Και πολύ μεθυσμένος.

– Δεν είναι όμως πολύ κλισέ αυτή η ιστορία με το μπαρ;

– Ναι, αλλά σε μπαρ είμαστε.

– Εντάξει.

– Τι εντάξει;

– Εντάξει, θα το κάνω.

– Τέλεια. Ξεκινάμε;

– Ναι. Ξεκινάμε.


Λένε πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη τραγωδία από το να βλέπεις το παιδί σου να πεθαίνει. Δεν ξέρω αν ισχύει. Και μάλλον δε θα το μάθω ποτέ, γιατί δε νομίζω ότι θα μπορέσω να κάνω ποτέ παιδιά. Όμως οι γονείς μου το ξέρουν καλά. Βλέπουν το παιδί τους να πεθαίνει. Και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα γι’ αυτό.

Ξαπλωμένος εδώ, στο νεκροκρέβατό μου, μόνος μου, σκέφτομαι ότι πρέπει να κάνω έναν απολογισμό της σύντομης ζωής μου. Αλήθεια, πόσων χρονών είμαι; Τα τελευταία γενέθλια που γιόρτασα πρέπει να ήταν όταν ήμουν φοιτητής. Ο χρόνος περνά πολύ γρήγορα όταν είσαι σε αυτήν την κατάσταση, ούτε που καταλαβαίνεις πότε τελειώνει η μέρα, η εβδομάδα, ο μήνας, ο χρόνος, τα χρόνια. Πάντως πρέπει να είμαι κάτω από τριάντα. Και σίγουρα είμαι σε ηλικία που δε θα έπρεπε να μου έχει συμβεί αυτό.

Έτσι το λέω. «Αυτό». Δε μου αρέσει να το λέω με το όνομά του. Απο τότε που το συνειδητοποίησα, ποτέ δεν το είπα με το όνομά του. Και σε όσους με ρωτούσαν έλεγα ψέματα. Κι ας ήξερα καλά πως δεν ήμουν ο μόνος. Θες από ντροπή, θες από φόβο, δεν είμαι σίγουρος. Ίσως κατά βάθος πίστευα ότι έφταιγα εγώ.

Και ναι, μπορεί να φταίω κι εγώ. Ίσως θα μπορούσα να είχα επιλέξει άλλο τρόπο ζωής, άλλες συνήθειες, να είχα πάρει διαφορετικές αποφάσεις, να είχα διαφορετική ζωή. Καλύτερη. Και πιο μεγάλη. Να άφηνα πισω μου φεύγοντας κάτι παραπάνω από ένα άψυχο σώμα σε αποσύνθεση και μία απροσδιόριστα μελαγχολική μνήμη σε όσους με ξέρουν.

Οργή. Στην αρχή ένιωθα μέσα μου τρομερή οργή. Μου έφταιγαν όλοι. Ήθελα να βγω έξω και να κάψω όλο τον κόσμο, να τον εκδικηθώ για την αδικία του. Αλλά δεν το έκανα. Δεν είχα τη δύναμη πια. Ποτέ δεν την είχα.

Πέρασα μέρες ατελείωτες ξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι. Προσπάθησα να το δω σαν παιχνίδι. Παιδί ήμουν ακόμα. Παιδί είμαι ακόμα. Τι κακό είχε το να είμαι όλη μέρα ξαπλωμένος; Ξεκούραση. Πολλοί θα με ζήλευαν, έλεγα. Αλλά δεν κράτησε πολύ. Κάποια στιγμή λες μέσα σου ότι πρέπει κάτι να κάνεις, κάτι σημαντικό, για να μην πάει χαμένη η ζωή σου, όπως τόσων εκατομμυρίων άλλων ασήμαντων που τα ονόματά τους ξέπεσαν στη λήθη. Όμως εγώ δεν μπορούσα να κάνω ούτε τα βασικά. Και ήθελα και μεγαλεία ο μαλάκας.

Είχα αρχίσει όμως έναν απολογισμό της ζωής μου, και τον άφησα στη μέση. Αλλά εδώ που τα λέμε, δεν έχω και πολλά να θυμηθώ. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, σπούδασα, πεθαίνω. Σχεδόν η φυσιολογική πορεία της ζωής. Απλά αυτό το «πεθαίνω» έρχεται κάπως νωρίτερα. Και ίσως λίγο πιο επώδυνα.

Και το χειρότερο είναι η εξάρτηση. Να μην μπορείς να κάνεις τίποτα από μόνος σου. Ούτε καν να φας. Είναι ωραίο να σε φροντίζουν όταν είσαι πέντε ή δέκα χρονών, αλλά όταν φτάνεις τα τριάντα και χρειάζεσαι πάλι βοήθεια από τους δικούς σου για να επιβιώσεις νιώθεις άσχημα. Νιώθεις άχρηστος, ανήμπορος, ένα παράσιτο που ζει εις βάρος των άλλων. Και βλέπεις την αγάπη στα μάτια τους όταν σε βοηθάνε, αλλά δε σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Αντίθετα, νιώθεις χειρότερα, γιατί δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τους ανταποδώσεις αυτή την αγάπη. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάθεσαι σε ένα κρεβάτι και να περιμένεις το τέλος, που θα είναι η λύτρωση για όλους.

Κι όμως, είναι μερικά πρωινά που ξυπνάω με τόση όρεξη για ζωή, που λέω στον εαυτό μου ότι θα τα καταφέρει, και όχι μόνο θα επιβιώσει, αλλά τελικά θα κάνει και αυτό το μεγάλο κατόρθωμα που πάντα ονειρευόταν. Δεν ξέρω από πού αντλώ αυτή την αισιοδοξία. Ξέρω βέβαια ότι υπάρχουν και κάποιοι που το ξεπέρασαν αυτό, και τώρα ζουν μία κανονική ζωή. Αλλά συνήθως δεν πιστεύω ότι μπορεί να είμαι ένας από αυτούς. Είναι φαύλος κύκλος: Πρέπει να πιστεύεις στον εαυτό σου για να το ξεπεράσεις, αλλά αυτή η κατάσταση καταστρέφει την αυτοεκτίμησή σου.

Κι όμως, κάποια πρωινά ξυπνάω γεμάτος ελπίδα. Αδικαιολόγητη, ανεξήγητη, αναπάντεχη ελπίδα. Αλλά και πολύτιμη ελπίδα. Ότι μπορώ να βγω νικητής από αυτήν την ιστορία. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω τίποτα. Αλλά εκείνα τα πρωινά νιώθω σαν κάποιος να μου φόρτισε τις μπαταρίες. Παίρνω μπρος, διαβάζω, μαθαίνω, ενημερώνομαι, ψάχνομαι. Ζω. Και όσο πάει.

Ένα τέτοιο πρωί είναι και το σημερινό. Σήμερα σηκώθηκα από το κρεβάτι. Περπάτησα. Βγήκα έξω. Κανείς δε με κοιταζε περίεργα. Είμαι κι εγώ φυσιολογικός, σαν αυτούς, σκέφτηκα. Πήρα τη γνωστή εφημερίδα και άρχισα να ψάχνω.

«Θα σε νικήσω πουτάνα ανεργία», φώναξα από μέσα μου. Και για πρώτη φορά μίλησα στο τέρας με το όνομά του. Έτσι όπως είμαι, ανάπηρος, χωρίς πανοπλία, χωρίς σπαθί, χωρίς καν άλογο, το κοίταξα στα μάτια και του είπα ότι θα το κατατροπώσω. Δεν ξέρω αν τρόμαξε καθόλου. Ούτε ξέρω αν το πιστεύω αυτό που είπα. Αλλά σήμερα νιώθω πως ίσως να είναι η τυχερή μου μέρα. Ίσως.