Με μεγάλο ενδιαφέρον αναμένεται φέτος η τελετή απονομής των πολιτικών Όσκαρ 2012, μετά τη σημερινή ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων από την Ακαδημία.

Μεγάλη μάχη αναμένεται να έχουμε στην κατηγορία του Α’ Ανδρικού Ρόλου, όπου κοντράρονται ο συγκλονιστικός Κίμωνας Κουλούρης, που μας άφησε άναυδους με την ερμηνεία του στην καθηλωτική περιπέτεια Drive, όπου υποδύεται έναν πρώην βουλευτή που καταδιώκεται από θεούς και δαίμονες (υποψήφιος για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου ο Χρήστος Παπουτσής) και ο απολαυστικός Γιώργος Παπανδρέου, που μας χάρισε απλόχερα το γέλιο στην σπαρταριστή κωμωδία «Ο Απόγονος» (The Descendant), όπου υποδύεται τον γκαφατζή απόγονο μίας μεγάλης οικογένειας πολιτικών, που τα κάνει θάλασσα. Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει από τα φαβορί και τον ανυπέρβλητο Μάκη Ψωμιάδη, που πρωταγωνίστησε στο αποκαλυπτικό «Moneyball», το οποίο καταπιάνεται με το μείζον ζήτημα των στημένων ποδοσφαιρικών αγώνων. Για την ίδια ταινία ο Αχιλλέας Μπέος είναι υποψήφιος για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου.

Στην κατηγορία του Β’ Ανδρικού Ρόλου φαβορί είναι και πάλι ο Γιώργος Παπανδρέου, για την ερμηνεία του στο αριστουργηματικό θρίλερ «Μεσάνυχτα στις Κάννες», δίπλα στον Νικολά Σαρκοζί και την Άνγκελα Μέρκελ, ενώ δύο υποψηφιότητες στην κατηγορία έχει η ευφυέστατη κομεντί «Οι Υπηρέτριες («The Help»), με τους Ευάγγελο Βενιζέλο και Γιώργο Παπακωνσταντίνου να υποδύονται υποδειγματικά τους υπηρέτες της Τρόικας.

Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι ακόμα υποψήφιος (και ακλόνητο φαβορί) στην κατηγορία καλύτερης σκηνοθεσίας, για το ασπρόμαυρο κομψοτέχνημα «Ο Αρτίστας της Διαπλοκής» («The Artist»), ενώ μία άλλη δυνατή υποψηφιότητα είναι αυτή του Γιάννη Αλαφούζου, για την επικών διαστάσεων τηλεταινία «Βατοπέδι: Όλη η Αλήθεια».

Σε ό,τι αφορά τους γυναικείους ρόλους, έχουμε τρεις πολύ δυνατές υποψηφιότητες στην κατηγορία Α’ Γυναικείου Ρόλου: Αυτές της Ντόρας Μπακογιάννη (για την ερμηνεία της στη «Σιδηρά Κυρία»), της Βάσως Παπανδρέου (για την ερμηνεία της στο σοκαριστικό σπλάτερ «Επτά μέρες με τη Βάσω – My Week With Vaso») και της Εύας Καϊλή (για την ερμηνεία της στο πολυσυζητημένο «Κορίτσι με το Ντεκαπάζ). Εντύπωση προκάλεσε, ωστόσο, η απουσία της Άννας Διαμαντοπούλου από τις υποψηφιότητες, με την αιτιολογία ότι δεν έπεισε καθόλου στον ρόλο της Υπουργού Παιδείας στην ταινία «Ο Απόγονος».

Στις μικρότερες κατηγορίες, σίγουρη θεωρείται η επικράτηση της ταινίας Transformers 3: Η Σκοτεινή Πλευρά του ΠΑΣΟΚ (Transformers 3: Dark of the PASOK) στα ειδικά εφέ, αφού οι σκηνές στις οποίες οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ μεταμορφώνονται από τη μία στιγμή στην άλλη από αντιμνημονιακοί επαναστάτες σε άβουλα ρομποτάκια έχουν ήδη περάσει στην κινηματογραφική ιστορία. Αναμφίβολη είναι, επίσης, η επικράτηση της ταινίας Drive στην κατηγορία του καλύτερου make-up, με τη μάσκαρα του Κίμωνα Κουλούρη να κλέβει την παράσταση.

Από τις υποψηφιότητες στην κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας ξεχωρίζει σίγουρα το «Ελλήνων Έγερσις» του Άδωνι Γεωργιάδη, που έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου στα αρχαία ελληνικά, καθώς και το αινιγματικό ντοκιμαντέρ «Γιώργος Παπανδρέου: Όλοι μου οι λόγοι», το οποίο ακόμα δεν έχει διευκρινιστεί σε ποια γλώσσα έχει γυριστεί, αφού ούτε και οι συντελεστές του το γνωρίζουν.

Στην κατηγορία πρωτότυπου σεναρίου δυνατό φαβορί φαίνεται να είναι το «Ο Γιώργος Καρατζαφέρης και οι Κλήροι του Θανάτου», που περιγράφει μία δυστοπική κοινωνία όπου ένα μικρό ακροδεξιό κόμμα φτάνει να κυβερνά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται να γίνει η έκπληξη με το πρωτότυπο «Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Εξέγερση των Θρησκόληπτων», με θέμα τις μαζικές αντιδράσεις για τη φυλάκιση ενός άκακου μοναχού. Στην κατηγορία διασκευασμένου σεναρίου, αντίθετα, φαβορί φαίνεται να είναι το μελόδραμα του Κάρολου Παπούλια «Extremely Proud and Incredibly Close-minded».

Τέλος, για πρώτη φορά στην ιστορία του θεσμού δεν θα απονεμηθεί βραβείο καλύτερης μουσικής επένδυσης, αφού η μοναδική υποψηφιότητα, αυτή του τραγουδιού «Καλημέρα Ήλιε» για την ταινία «Ο Απόγονος» αποσύρθηκε κατόπιν απαίτησης των συντελεστών.


Αγαπητό ημερολόγιο,

είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι είμαστε αχάριστα πλάσματα. Δεν εκτιμάμε αυτό που έχουμε, γιατί ανά πάσα στιγμή επιθυμούμε κάτι άλλο που δεν έχουμε, και όταν αποκτήσουμε αυτό το κάτι άλλο, ανακαλύπτουμε ότι πάλι δεν είμαστε πλήρεις, γιατί μας λείπει και κάτι ακόμα, το οποίο κι αυτό όταν το αποκτήσουμε θα γκρινιάζουμε για κάτι άλλο που θέλουμε, και πάει λέγοντας. Και ίσως αυτό είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της θεωρίας της εξέλιξης (γιατί μια τέτοια συμπεριφορά την περιμένεις και από τις μαϊμούδες) και κατά της θεωρίας της Δημιουργίας (γιατί αν ο Θεός μας έφτιαξε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, τότε έχει κι αυτός το ίδιο ελάττωμα, άρα δεν είναι Παντοδύναμος).

Έτσι κι εγώ, μια ζωή θεωρούσα τον εαυτό μου γκαντέμη. Έναν από αυτούς τους τύπους που ακόμα κι αν παίξουν 43 νούμερα στο Λόττο, θα κληρωθούν τα άλλα έξι. Και η αλήθεια είναι ότι, σε ό,τι έχει να κάνει με τα λεγόμενα «τυχερά» παιχνίδια, πολύ σπάνια κερδίζω. Ακόμα και στο κορώνα-γράμματα, συνήθως χάνω. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι είμαι αρτημελής, έχω μια οικογένεια και ένα σπίτι να μείνω, και γενικά σίγουρα δεν δικαιολογώ σε καμία περίπτωση τον χαρακτηρισμό του «γκαντέμη», δεδομένου του πόση δυστυχία υπάρχει στον κόσμο. Γκαντέμης είναι αυτός που γεννήθηκε σε μια φαβέλα στη Βραζιλία και πετάει χαρταετούς για να ειδοποιεί τους μαφιόζους ότι έρχονται οι μπάτσοι. Γκαντέμης ειναι αυτός που ζει μια χαρά τη ζωή του στη Χιροσίμα, και μια ωραία πρωία σκάει μια ατομική βόμβα και εξαϋλώνεται. Γκαντέμης είναι το βρέφος που γεννιέται στο Νταρφούρ, και έχει τόσες ελπίδες να φτάσει τα 50 χρόνια, όσες το καναρίνι μου να πατήσει στο φεγγάρι. Εγώ δεν είμαι «γκαντέμης». Κανένας από μας δεν είναι. Γκρινιάρηδες είμαστε όλοι, απλά γκρινιάρηδες. Και αχάριστοι.

Που λες, πάντα με θεωρούσα γκαντέμη. Σαν απόδειξη αυτής της θεωρίας, πρόβαλλα πάντα το επιχείρημα ότι δεν είχα κερδίσει ποτέ σε έναν, έστω, διαγωνισμό. Έστω ένα σετ κατσαρόλες, ή έναν αποχυμωτή. Κάτι, τέλος πάντων, έτσι, για να μη γκρινιάζω. Προχθές, όμως, κέρδισα για πρώτη φορά. Ήταν ένας διαγωνισμός για μια «μυστική προβολή» σε έναν κινηματογράφο. Όταν μου έστειλαν το μήνυμα ότι κέρδισα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Μια ολόκληρη θεωρία, που πίστευα πια ότι ήταν ακλόνητη, κατέρρεε μπροστά μου εντελώς απροσδόκητα. Αλλά όλα αυτά, φυσικά, τα σκέφτηκα πολύ αργότερα, γιατί εκείνη την ώρα ήμουν απλά χαρούμενος που είχα κερδίσει επιτέλους κάτι.

Πηγαίνοντας χθες στο σημείο προβολής, είχα αγωνία. Τι θα μας έδειχναν; Για να είμαι ειλικρινής, είχα την ελπίδα ότι θα ήταν κάτι πολύ σπέσιαλ, π.χ. το «The Social Network», που το περιμένω με αγωνία. Τελικά δεν ήταν και τόσο σπέσιαλ: Είδαμε το «Buried», αυτήν την ταινία που ένας τύπος είναι για μιάμιση ώρα κλεισμένος σε ένα φέρετρο, θαμμένος κάτω από το έδαφος, και σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε βλέπεις τίποτα άλλο, παρά έναν απελπισμένο τύπο να μιλάει σε ένα κινητό. Δε θα πω ψέματα, η ταινία δεν είναι κακή. Ή, για να το θέσω αλλιώς: Η ταινία είναι όσο καλή μπορεί να είναι μια ταινία με έναν και μοναδικό πρωταγωνιστή, σε ένα και μοναδικό φέρετρο. Δηλαδή, αν εξαιρέσεις κάτι βαρβάτα χασμουρητά στη μέση του έργου, ήταν αρκετά ενδιαφέρον. Αλλά ακόμα κι αν βλέπαμε το «Ο Μπάτμαν και η επίσκεψη στον οδοντίατρο», πάλι δεν θα γκρίνιαζα – τζάμπα ταινία είδα, στο κάτω-κάτω. Και αυτό το δικαίωμα, να δω τζάμπα ταινία, το ΚΕΡΔΙΣΑ.

Σε άλλες ειδήσεις από το εσωτερικό, τώρα: Βρήκα δουλειά. Που λέει ο λόγος, δηλαδή.

Εξηγούμαι: Σήμερα είχα και πάλι interview, στην εταιρεία που είχα πάει και την προηγούμενη εβδομάδα, για να συζητήσουμε τη συμμετοχή μου σε ένα ταξιδιωτικό site. Μετά από λίγα λεπτά, το interview μετατράπηκε σε μίτινγκ μεταξύ όλων των συντελεστών της ιστοσελίδας, και πριν καλά-καλά το καταλάβω, βρέθηκα με δουλειά: Μέχρι την Τρίτη πρέπει να γράψω μια σειρά σύντομων τουριστικών κειμένων, για έναν νομό της Ελλάδας. Αν όλα πάνε καλά, θα γράψω κι άλλες παρόμοιες σειρές για έναν ή δύο άλλους νομούς, και θα πληρωθώ με 250 ευρώ (καθαρά) για κάθε μία από αυτές τις σειρές κειμένων. Δεν είναι πολλά τα χρήματα, αλλά από το σπίτι θα δουλεύω, τι απαιτήσεις να έχω; Άλλωστε, αν όλα πάνε καλά, μπορεί να παραμείνω σαν μόνιμος συνεργάτης, με πιο μόνιμο μισθό.

Φυσικά, το να γράφω για τα τουριστικά αξιοθέατα της Ελλάδας δεν ήταν ποτέ το όνειρό μου, αλλά είναι ένα καλό ξεκίνημα. Εξάλλου, η εταιρεία στην οποία ανήκει το site έχει και πολλά άλλα παραρτήματα, αρκετά πιο ενδιαφέροντα, στα οποία ελπίζω ότι ίσως κάποτε να μεταπηδήσω και να κάνω κάτι που μου αρέσει περισσότερο. Και όπως και να το κάνεις, δεν έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω, έτσι δεν είναι;

Εννοείται ότι, γυρίζοντας το βράδυ από την εταιρεία, ήμουν χαρούμενος. Αλλά ξέρεις τι είναι ακόμα καλύτερο από το να γυρίζεις στο σπίτι μετά από ένα επιτυχημένο interview; Να γυρίζεις στο σπίτι μετά από ένα επιτυχημένο interview, και να βρίσκεις μια ζεστή πίτσα να σε περιμένει. Ναι, αν πρέπει να οπτικοποιήσω την απόλυτη ευτυχία, αυτή θα ήταν η εικόνα της: Ψυχική ικανοποίηση, ζεστή πίτσα και μια σοκολάτα γάλακτος για επιδόρπιο. Και σεξ, ίσως, αλλά αυτό δε μας έκατσε σήμερα.

Θυμάσαι που σου έλεγα για αυτήν την αλλαγή στη ζωή μου, αυτό το απροσδόκητο change of fortune; Ε, συνεχίζεται. Και συνεχίζει να με εκπλήσσει και να με αποστομώνει. Και σε παρακαλώ, αν αρχίσω να ακούγομαι σαν τον Κοέλιο, να μου ρίχνεις καμιά σφαλιάρα να συνέλθω. Θα μου αξίζει.

Λοιπόν, θα σε αφήσω στην ησυχία σου (και αυτή τη φορά μάλλον θα σε αφήσω για μερικές μέρες, γιατί πρέπει να βάλω τα δυνατά μου για να τελειώσω αυτή τη δουλειά μέχρι την Τρίτη), και θα σε καληνυχτίσω με μια εικόνα, από αυτές που βλέπεις κάθε μέρα στους δρόμους, αλλά συνήθως τις προσπερνάς αδιάφορα, χάνοντας μια πολύ καλή ευκαιρία στιγμιαίας φιλοσοφίας:

(αν τολμάς, απάντα καταφατικά)


Αγαπητό ημερολόγιο,

η βαρεμάρα είναι μια πολύ σοβαρή ασθένεια. Μπορεί να προκαλέσει ολική παράλυση στους μύες του σώματος, μαζική εξόντωση εγκεφαλικών κυττάρων, ακόμα και θάνατο (θα έχεις ακούσει τη φράση «βαριέμαι μέχρι θανάτου»). Αυτά είναι τα κακά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι η βαρεμάρα μπορεί να καταπολεμηθεί με εκατομμύρια διαφορετικούς τρόπους. Ο καλύτερος τρόπος, κατά τη γνώμη μου, είναι η εύρεση εργασίας, γιατί άπαξ και πιάσεις δουλειά δεν προλαβαίνεις όχι να βαρεθείς, αλλά ούτε καν να πεις «Πάτερ Ημών», ή «Κύριε, καρνέησον», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσεις τον Θεό να σου στειλει ένα σοκολατούχο, μπας και τη βγάλεις καθαρή και σήμερα. Μέχρι να γίνει το θαύμα, όμως, και να βρω δουλειά, πρέπει να εφαρμόσω άλλες θεραπείες. Ως τώρα έχω δοκιμάσει την αποχαύνωση στο Playstation, την αποχαύνωση στο Internet και την αποχαύνωση στην τηλεόραση, χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα. Οπότε, είπα να δοκιμάσω κάτι καινούργιο: Ταινίες. Ναι, ταινίες.

Η αλήθεια είναι ότι κάποτε ήμουν ταινιοφάγος. Μπορούσα να βλέπω δύο και τρεις ταινίες τη μέρα. Αλλά φαίνεται πως κάποια στιγμή στη ζωή μου αποφάσισα ότι είχα καλύτερα πράγματα να κάνω για δύο συνεχόμενες ώρες από το να παρακολουθώ μια ταινία, η οποία στο τέλος μπορεί να έβγαινε και πατάτα (είναι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα που λένε οι γυναίκες για το ποδόσφαιρο, ότι βλέπεις απί δύο ώρες ένα ματς, στο οποίο μπορεί τελικά να μην μπει κανένα γκολ, αλλά στην κινηματογραφική του εκδοχή). Αν σκεφτείς, επίσης, ότι στο μεταξύ η τιμή του εισιτηρίου στο σινεμά σχεδόν διπλασιάστηκε, ήταν μάλλον αναπόφευκτο εγώ και ο κινηματογράφος να πάρουμε χωριστούς δρόμους. Η σχέση μας αναθερμάνθηκε (για να μη σου πω ότι υπερθερμάνθηκε κιόλας) όταν έμαθα πώς να βρίσκω ταινίες στο Internet, με αποκορύφωμα τους τελευταίους μου μήνες ως φαντάρος, όταν έβλεπα το λιγότερο δύο ταινίες τη μέρα, στο μακαρίτικο το laptop μου ή στα laptop των άλλων φαντάρων. Αλλά μην τα πεις αυτά πουθενά παραέξω, μη νομίζουν ότι κάθε βράδυ στον Στρατό κάναμε πάρτυ και κάθε τόσο φέρναμε Βουλγάρες να μας κάνουν στριπτίζ. Μετά το τέλος της θητείας μου, όμως, και κατόπιν του άδοξου χαμού του laptop μου (το οποίο μου έκλεψαν μέσα από το αυτοκίνητο – τραυματική εμπειρία, δε σου λέω τίποτα), οι σχέσεις μας ψυχράνθηκαν ξανά.

Και τις τελευταίες δύο μέρες ξεκίνησα μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης, η οποία νομίζω ότι πηγαίνει αρκετά καλά. Μέσα σε δύο μέρες έχω δει τρεις ταινίες: Το Leap Year (ρομαντική κομεντί, από αυτές που βγάζει με το κιλό το Χόλιγουντ – φιλική συμβουλή: Μην αφήσεις ΠΟΤΕ γυναίκα να διαλέξει ταινία για σένα), το Kick-Ass (που το λάτρεψα, γιατί μου θύμισε πώς είναι να είσαι παιδί και να θες να γίνεις υπερήρωας) και, τελευταίο και καλύτερο, τον Κυνόδοντα του Λάνθιμου (που με έκανε να εκτιμήσω ξανά τον ελληνικό κινηματογράφο). Α, και τις προάλλες είδα το Sex and the City 2 (που είναι τόσο ενδιαφέρον, όσο το να βλέπεις τον παππού σου να κόβει τα νύχια του με τον νυχοκόπτη). Έχω ακόμα 5-6 ταινίες που περιμένουν στην ουρά για να τις δω, και μου φαινεται πως η βαρεμάρα έχει κιόλας αρχίσει να υποχωρεί. Ήδη νιώθω τα εγκεφαλικά μου κύτταρα να ξαναγεννιούνται.

Ξέρεις, τέτοια εποχή πριν από ακριβώς έναν χρόνο έπιανα τη δουλειά στο βιβλιοπωλείο. Ήταν το υπέρτατο αντίδοτο για τη βαρεμάρα που με ταλαιπωρούσε τότε. Να φανταστείς πως, όταν τελικά έφυγα από αυτήν τη δουλειά, τρεις μήνες αργότερα, μου πήρε μια ολόκληρη εβδομάδα απερίσπαστης ξάπλας για να συνέλθω. Και μετά μου πήρε οκτώ ολόκληρους μήνες να βρω μια άλλη δουλειά για να αντιμετωπίσω τη νέα επιδημία βαρεμάρας, μόνο και μόνο για να φύγω και από εκεί μετά από τρεις εβδομάδες. Αρχίζω και σκέφτομαι μήπως το πρόβλημα δεν είναι η «αγορά», η «κρίση» και ο «καπιταλισμός», αλλά εγώ. Μήπως είμαι υπερβολικά τεμπέλης, υπέρμετρα φιλόδοξος ή απλά αδικαιολόγητα αισιόδοξος, που ψάχνω μια δουλειά που να μου ταιριάζει έστω και ελάχιστα, που να με γεμίζει και που να θέλω να την κάνω, και όχι μια δουλειά «ό,τι να’ναι»; Δεν ξέρω. Η δουλειά δεν είναι παίξε-γέλασε. Είναι κάτι που σε απασχολεί περίπου 12 ώρες τη μέρα (κι ακόμα περισσότερο αν προσθέσεις τα μεταφορικά, τη δουλειά στο σπίτι και τους εφιάλτες ότι έχεις πάει στη δουλειά χωρίς παντελόνι και γελάνε όλοι μαζί σου). Δεν θα έπρεπε αυτή η δουλειά να είναι κάτι που κάνεις με ευχαρίστηση και όχι σιχτιρίζοντας τη μάνα σου που σε γέννησε 25 χρόνια πριν την μεγάλη οικονομική ύφεση; Εγώ έτσι το βλέπω. Αλλά δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ να το βλέπω έτσι.

A, παραλίγο να το ξεχάσω: Θυμάσαι που σου έλεγα ότι όσο χτύπαγα κουδούνια στην τελευταία μου δουλειά είχα βγάλει και κάποιες φωτογραφίες; Ε, έφερα μερικές να σου τις δείξω:

Αυτή είναι από το Μετς, κοντά στον σταθμό Συγγρού-Φιξ. Ο τρομοκράτης-φαντασματάκι.

Αυτή είναι από το σταθμό του τρένου στην Κηφισιά. Και μετά αναρωτιούνται οι ταξιτζήδες γιατί τους έχει βγει το κακό όνομα.

Αυτή είναι πάλι από την Κηφισιά. Ακόμα και οι τοίχοι το ξέρουν.

Αυτή είναι από το Αιγάλεω. Πρόσεξε, σε παρακαλώ: Δεν πρόκειται για ένα τυπικό «Μαρία σ’αγαπώ». Είναι γραμμένο με stencil. Που σημαίνει ότι κάποιος έκατσε και κατασκεύασε ολόκληρο stencil, μόνο και μόνο για να δηλώσει ότι αγαπάει το μπαρμπουνάκι του. Respect.

Και αυτή είναι από τον Χολαργό. Η απάντηση στην ερώτηση είναι πολύ πιο πολύπλοκη από ένα απλό «ναι», πίστεψέ με.

Λοιπόν, σε αφήνω και πάλι στην ησυχία σου. Αλλά πριν σ’αφήσω θα σου πω το εξής: Ακόμα και το χαλασμένο ρολόι λέει σωστά την ώρα δυο φορές τη μέρα – αλλά ποιος χρειάζεται ένα ρολόι που λέει λάθος την ώρα 23.99 ώρες το 24ωρο;



Αααααααααχ…Πλησιάζει πάλι το Πάσχα…Και αυτό σημαίνει πρακτικά δύο πράγματα: Πρώτον, ήρθε η ώρα του Πέτρου Γαϊτάνου να χεστεί στο τάλιρο (καλά, τις υπόλοιπες 330 μέρες του χρόνου πώς ζει;). Και δεύτερον, ήρθε η ώρα να πλημμυρίσουν οι τηλεοράσεις μας από τα πατροπαράδοτα «πασχαλινά» φιλμ που γυρίστηκαν μερικές δεκαετίες πριν: «Ο Ιησούς Από τη Ναζαρέτ», «Βαραββάς», ξέρετε τώρα. Όλοι τα έχουμε δει έστω και για λίγο, σε μια στιγμή ασυνείδητης (και ανεξήγητης) πασχαλινής κατάνυξης.

Ωστόσο, αυτές οι ταινίες έχουν τόση σχέση με το ελληνικό Πάσχα, όση και ο Καλιγούλας με το σούσι. Αν όντως οι ταινίες που προβάλλονταν πριν το Πάσχα ήθελαν να έχουν επαφή με την πραγματικότητα, τότε θα έμοιαζαν περισσότερο με τις ακόλουθες:


«Δεν είναι η ιδέα πίσω από τον Χριστιανισμό που κατηγορώ, ή τον Ιουδαϊσμό, ή από οποιαδήποτε θρησκεία. Είναι οι επαγγελματίες που τις μετέτρεψαν σε εταιρείες. Υπάρχει πολύ χρήμα στη μπίζνα του Θεού. Πολύ χρήμα. Τα βασικά διδάγματα του Ιησού είναι θαυμάσια. Όπως, με την ευκαιρία, είναι και η αρχική πρόθεση του Καρλ Μαρξ, εντάξει; Ποιο είναι το κακό; Όλοι πρέπει να μοιράζονται τα πάντα με ισότητα. Κάνε αυτό που θες να σου κάνουν. Δημοκρατία. Διακυβέρνηση από το λαό. Όλες φοβερές ιδέες, είναι όλες φοβερές ιδέες. Αλλά όλες υποφέρουν από ένα μοιραίο σφάλμα. Που είναι ότι όλες βασίζονται στην λανθασμένη εντύπωση ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους αξιοπρεπείς. «Δώσε τους μια ευκαιρία να κάνουν το σωστό και θα την αρπάξουν». Ότι δεν είναι ηλίθια, εγωιστικά, άπληστα, δειλά, κοντόφθαλμα σκουλήκια. Αυτό που λέω είναι ότι οι άνθρωποι κάνουν τη ζωή τόσο πολύ χειρότερη απ’όσο πρέπει να είναι και, πιστέψτε με, (η ζωή) είναι ένας εφιάλτης και χωρίς τη βοήθειά τους. Αλλα γενικά, λυπάμαι που το λέω, αλλά είμαστε ένα αποτυχημένο είδος.»

Αυτή η εισαγωγή στο «Whatever Works» του Γoύντι Άλεν είναι από σήμερα ο αγαπημένος μου κινηματογραφικός μονόλογος (ρίχνοντας στη δεύτερη θέση τον μαγικό μονόλογο του Αλ Πατσίνο στο τέλος του «Δικηγόρου του Διαβόλου»). Λες και ο Γούντι διαβάζει τις σκέψεις μου. Ή λες και εγώ διαβάζω τις δικές του – πιο πιθανό αυτό. Απλά, υπέροχο. Όπως και η υπόλοιπη ταινία.

Α, ρε Γούντι τι μας κάνεις…


(εντάξει, το ξέρω ότι δεν είναι και ό,τι καλύτερο στην ιστορία του Photoshop, αλλά ακόμα μαθαίνω! Δείξτε κατανόηση!)


Ένα από τα (πολλά) πράγματα που μου τη δίνουν είναι να μιλάνε όλοι για ένα συγκεκριμένο θέμα, κι εγώ να μην μπορώ να συμμετάσχω στη συζήτηση, επειδή δεν ξέρω τίποτα για το θέμα. Εξάλλου, οι γνώμες είναι σαν τις πορδές – όλοι έχουν από μία. Εγώ κώλο δεν έχω;

Το μόνιμο θέμα συζήτησης εδώ και ένα μήνα περίπου σε παρέες, στα blogs και στο Twitter είναι το Avatar. Και «τι φοβερό που είναι το Avatar», και «τι μελαγχολία με έπιασε όταν τέλειωσε», και «τι γαμάτα που είναι τα 3D γυαλιά», δεν άκουγες τίποτα άλλο. Όλοι ήταν τόσο ενθουσιασμένοι, που έμοιαζαν σαν να είχαν καπνίσει δέκα μπάφους ο καθένας. Ε, μετά από ένα μήνα προβολής, το πήρα κι εγώ απόφαση να δω το Avatar.

Δεν ήταν μία από τις ταινίες που σκόπευα να δω στο σινεμά όταν άκουσα γι’αυτήν, γιατί δεν είμαι από αυτούς που εκπλήσσονται με τα απίστευτα χολιγουντιανά γραφικά και τους εντυπωσιακούς χαρακτήρες κατασκευασμένους από άψυχα pixels. Ναι, ήξερα ότι είναι η ταινία που ονειρευόταν να κάνει ο Κάμερον τα τελευταία 10 χρόνια (ε, δεν μπορεί, για να την ετοιμάζει τόσα χρόνια, δεν μπορεί να ήταν και για πέταμα), αλλά αρκούσε αυτό για να με πείσει να πληρώσω 12 ευρώ για να δω μια ταινία;

Τελικά, ας πούμε ότι υπέκυψα σε αυτό που στα αγγλικά λέγεται peer pressure και που δεν ξέρω πώς ακριβώς λέγεται επιστημονικά στα ελληνικά. Πήγαν όλοι οι άλλοι και το είδαν, κι εγώ απλά δεν ήθελα να είμαι ο μαλάκας που κατούρησε στο πηγάδι. Κάπως έτσι κάνουν ρεκόρ εισπράξεων μερικές ταινίες, από κάτι πρόβατα σαν εμένα.

Βέβαια, δεν ήμουν προετοιμασμένος να δω μια ταινία. Θα ήταν πιο ακριβές να πω ότι ήμουν προετοιμασμένος να πάω στο λούνα παρκ. Να ζήσω μια πρωτόγνωρη εμπειρία από άλλον πλανήτη (κυριολεκτικά). Ναι, είχα μεγάλες προσδοκίες, τις οποίες μου είχαν δημιουργήσει οι πολύ καλές κριτικές που ακολουθούσαν την ταινία, και οι οποίες προέρχονταν από εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους, γνωστούς και αγνώστους. Δεν μπορεί όλοι να έκαναν λάθος. Ωστόσο, οι μεγάλες προσδοκίες συνήθως διαψεύδονται. Όσο περισσότερα περιμένεις να έρθουν, τόσο λιγότερο ενθουσιάζεσαι όταν τελικά έρχονται. Έτσι δεν είναι;

Πρώτα απ’όλα, δεν πέρασε καν από το μυαλό μου η πιθανότητα να μην δω το Avatar σε 3D. Αν υπάρχει μία ταινία που εκμεταλλεύεται στο έπακρο την τεχνολογία του 3D, αυτή είναι το Avatar. Νομίζω ότι όσοι το είδαν σε κανονική έκδοση, έχασαν το 70% της ομορφιάς αυτής της ταινίας.

Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις βολεύτηκα στη θέση μου στο σινεμά, ήταν να βγάλω μια φωτογραφία του εαυτού μου με τα 3D γυαλιά φορεμένα. Μου φάνηκε απαίσια. Έμοιαζα με τον Cyclops από τους X-Men. Παρ’όλα αυτά, την κράτησα και την ανέβασα και στο Facebook – εξάλλου, πιστεύω ότι θα κάνει πολύ καιρό να βγει η ταινία που θα με αναγκάσει να ξαναφορέσω αυτά τα γυαλιά, οπότε η στιγμή που απαθανάτισε αυτή η φωτογραφία ήταν ιστορική.

(εντάξει, δεν είναι αυτή η αληθινή φωτογραφία, αλλά μοιάζει πολύ. Με μόνη διαφορά ότι εγώ στη φωτογραφία χαμογελάω.)

Όταν άρχισε η ταινία, ζαλίστηκα λίγο – δεν έχω συνηθίσει να βλέπω ταινίες όπου άλλα πράγματα και άνθρωποι είναι μπροστά, ενώ άλλα είναι στο βάθος. Αλλά μετά από ένα λεπτό περίπου είχα συνηθίσει. Και μου άρεσε.

Η πρώτη στιγμή που η ταινία με εξέπληξε ήταν όταν ο πρωταγωνιστής γύρισε και με σημάδεψε με το όπλο. Ναι, εμένα προσωπικά! Ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε. Με τις τρισδιάστατες ταινίες δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος.

Αλλά εκεί που πραγματικά πετάχτηκα από το κάθισμά μου ήταν όταν ένα αντικείμενο (που ούτε καν θυμάμαι τι ήταν, πάνω στην τρομάρα μου) ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα καταπάνω μου. Ένιωσα λίγο γελοίος, γιατί φυσικά δεν έπαθα τίποτα, ενώ απ’όσο μπόρεσα να δω, κανένας άλλος γύρω μου δεν είχε τρομάξει το ίδιο. Ευτυχώς που φόραγα τα γυαλιά και δεν μπορεί να με αναγνωρίσει κανείς.

Ας περάσουμε τώρα στο ζουμί: Η υπόθεση της ταινίας δεν είναι ούτε τόσο πρωτότυπη (δόξα τω Θεώ, το Χόλιγουντ έχει εξαντλήσει τη φαντασία του στον τομέα της επιστημονικής φαντασίας), η πλοκή της δεν είναι απρόβλεπτη (***spoiler alert για τους 2-3 από σας που δεν το έχετε δει ακόμα***: Έχει χάπι εντ) και οι ηθοποιοί δεν είναι ακριβώς τα ταλέντα του αιώνα – εδώ που τα λέμε, πάλι καλά που έμειναν λεφτά από το μπάτζετ και για να πληρωθούν ηθοποιοί. Με τόσα ειδικά εφέ, και 10 κορμούς δέντρων να έβαζαν να παίξουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, κανείς δε θα καταλάβαινε τη διαφορά.

Αλλά ειλικρινά, όλα αυτά δε μετράνε. Το Avatar είναι ένα πραγματικό διαμάντι. Πέρα από τα απίστευτα εφέ, που απεικονίζουν με φοβερό ρεαλισμό έναν εντελώς φανταστικό πλανήτη, με εντελώς φανταστική χλωρίδα και πανίδα, με μία εντελώς φανταστική ράτσα εξωγήινων, είναι τα μηνύματα που περνάει αυτή η ταινία, που δεν περνάνε καθόλου απαρατήρητα. Το Avatar είναι μία καθαρά αντιπολεμική ταινία: Ο στρατιωτικός ιθύνων νους των ανθρώπων εμφανίζεται ως παράφρων δολοφόνος και, μολονότι είναι ένας εξωφρενικός, υπερβολικός χαρακτήρας, το μήνυμα περνάει.

Επίσης, το Avatar προσφέρει και μια γερή τζούρα οικολογικής συνείδησης. Στο μακρινό μέλλον, στο οποίο διαδραματίζεται η υπόθεση, οι άνθρωποι σχεδόν κατέστρεψαν τον δικό τους πλανήτη, και τώρα σχεδιάζουν να καταστρέψουν και την Πανδώρα, μόνο και μόνο για να αποκτήσουν ένα πολύτιμο πέτρωμα. Οι (κακοί) άνθρωποι καταστρέφουν με πολυβόλα, φλογοβόλα, εκρηκτικά και ένα σωρό άλλα όπλα ό,τι βρουν μπροστά τους. Αντίθετα, οι (καλοί) εξωγήινοι όχι μόνο αγαπάνε τη φύση, αλλά και είναι ένα με αυτήν. Κυριολεκτικά.

Η πλάκα είναι ότι, σε αυτήν την ταινία, όλοι μας είμαστε οι «κακοί» της υπόθεσης, κι όμως δεν μπορούμε παρά να συμπορευτούμε με τους εξωγήινους στον δίκαιο αγώνα τους και να μισήσουμε τους «κακούς» ανθρώπους – δηλαδή τους εαυτούς μας. Όταν τελείωσε η ταινία, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ότι ντρεπόμουν που δεν είχα μπλε δέρμα, και άρα ήμουν με τους «κακούς». Και μετά σκέφτηκα πόσο μπροστά ήταν οι Eiffel 65, που μια δεκαετία νωρίτερα είχαν γράψει το θρυλικό τραγούδι «I’m blue, dabadee, dabadaaaaa» κλπ κλπ. 10 χρόνια μπροστά.

Παρ’όλα αυτά, πρέπει να παρατηρήσω ότι δεν ένιωσα συναισθήματα μελαγχολίας που βγήκα από αυτόν τον υπέροχο κόσμο και επανήλθα απότομα στα ίδια σκατά του κανονικού κόσμου, όπως πολλοί άλλοι που διαβάζω στα blogs ή ακούω από γνωστούς μου. Η Πανδώρα ήταν όντως ένας υπέροχος κόσμος, και η τεχνολογία του 3D όντως σε βάζει μέσα σε αυτόν τον υπέροχο κόσμο, αλλά όχι αρκετά για να μελαγχολήσεις που τον αφήνεις. Ίσως, πάλι, να φταίει που κάθε τόσο έβγαινα από την Πανδώρα για να πιάσω το μπουκαλάκι της Coca Cola που είχα ακουμπισμένο δίπλα μου. Ναι, μπορεί να έφταιγε κι αυτό.

Συμπερασματικά, εφαρμόζοντας την δικής μου εμπνεύσεως κλίμακα ταινιοκριτικής, πρέπει να πω ότι η ταινία ήταν ακόμα καλύτερη απ’ό,τι την περίμενα, παρά τις ήδη υψηλές προσδοκίες που μου είχαν καλλιεργήσει όλοι οι άλλοι που την είχαν δει πριν από μένα. Πρέπει να είναι στο κλειστό club των πλέον αγαπημένων μου ταινιών, που πολύ σπάνια δέχεται νέα μέλη. Και, ακολουθώντας το παράδειγμα όλων των προηγούμενων, το λέω κι εγώ: Όποιος δεν το έχει δει, ας τρέξει όσο προλαβαίνει. Αν περιμένετε να βγει σε DVD, θα χτυπάτε το κεφάλι σας στο DVD player με αυτά που θα έχετε χάσει.

Avatar 3D και τα μυαλά στα κάγκελα!


Χθες το απόγευμα πήγα και είδα την «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», με τον Τζιμ Κάρεϊ. Δεν ξέρω γιατί (ίσως να είναι που πλησιάζουν τα Όσκαρ), αλλά τελευταία βλέπω πολλές ταινίες, στο σινεμά, σε DVD ή σε πειρατικά downloads – να’ναι καλά το Pirate Bay. Μόνο την τελευταία εβδομάδα είδα το «Είναι Μπερδεμένο» (αυτά παθαίνουμε οι άντρες όταν αφήνουμε γυναίκα να διαλέξει ταινία…) και το «Βλέπω το Θάνατό σου 4» (αυτά παθαίνουν οι γυναίκες όταν αφήνουν τους άντρες να διαλέξουν ταινία). Ε, η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» ήταν, υποτίθεται, το ενδιάμεσο. Παιδική ταινιούλα, χαριτωμένη, πλάκα θα’χει, κινούμενα σχέδια κλπ. Μπα, σοβαρά;

Για όσους δεν έχετε δει το τρέιλερ της ταινίας, δείτε το και πείτε μου: Δε σας φαίνεται πολύ παιδικό; Εγώ, όταν είδα το τρέιλερ, σκέφτηκα πως, αν είχα παιδιά, θα τα πήγαινα πολύ ευχαρίστως να δουν αυτή την ταινία.

Ωστόσο, πρόκειται για άλλη μια περίπτωση παραπλανητικού τρέιλερ – σιγά το παράξενο, θα μου πείτε, στο κάτω-κάτω τι είναι τα τρέιλερ; Διαφημίσεις. Και οι διαφημίσεις ΠΡΕΠΕΙ να είναι παραπλανητικές για να πιάσουν. Αλλά ακόμα κι αν το ξέρεις αυτό, μερικές φορές σε πείθουν.

Να παρατηρήσω, σε αυτό το σημείο, ότι έχω ένα δικής μου εμπνεύσεως σύστημα κριτικής των ταινιών: Δεν τους βάζω βαθμούς, ή αστέρια, ή οτιδήποτε άλλο. Τις χαρακτηρίζω απλά «καλύτερες απ’ό,τι περίμενα» ή «χειρότερες απ’ό,τι περίμενα». Γιατί είναι άδικο να κρίνεις με το ίδιο σύστημα βαθμών ή αστεριών μία οσκαρική υπερπαραγωγή γεμάτη πρωτοκλασάτα ονόματα και μία αξιόλογη αλλά φτηνή ανεξάρτητη παραγωγή, όπως επίσης είναι άδικο να κρίνεις με το ίδιο σύστημα ένα σινεφίλ αριστούργημα και ένα σπλάτερ του θανατά. Σε κάθε ταινία, περιμένεις να δεις κάποια πράγματα – δεν πας σε σπλάτερ για να δεις μια αλληγορία για το πώς η ζωή και ο θάνατος είναι έννοιες αλληλεξαρτώμενες, ούτε πας σε ταινία σινεφίλ για να σου φύγουν τα νεφρά από τα γέλια. Επομένως, νομίζω ότι το σύστημά μου είναι πιο δίκαιο.

Τι περίμενα, λοιπόν, από τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία»; Υψηλής ποιότητας και τελευταίας τεχνολογίας κινούμενο σχέδιο (τσεκ), μια κλασικά εξωφρενική (οσο και απολαυστική) ερμηνεία του Τζιμ Κάρεϊ (τσεκ), και γενικά μία ταινία ιδανική για παιδιά. Όχι τσεκ.

Το παιδάκι που καθόταν ακριβώς από πίσω μου μάλλον δε θα θυμάται και πολλά πράγματα από την ταινία που είδε χθες. Κι αυτό γιατί, απ’ό,τι κατάλαβα, στα 3/4 της ταινίας είχε τα μάτια του κλειστά. Κι όταν δεν ούρλιαζε «ΜΑΜΑ, ΕΓΩ ΔΕ ΒΛΕΠΩ ΑΛΛΟ, ΦΟΒΑΜΑΙ!», φαντάζομαι ότι θα είχε κουλουριαστεί στην καρέκλα του, αγκαλιά με το μεγάλο κουτί ποπ-κορν, και παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, όπου πλέον ο μπαμπούλας που κρύβεται στο ντουλάπι θα του φαινόταν τερατάκι τσέπης.

Κακά τα ψέματα, η ταινία μου άρεσε. Αλλά δεν ήταν αυτό που περίμενα. Μάλλον ούτε ο Ντίκενς δεν θα περίμενε κάτι τέτοιο – νομίζω ότι κι ο ίδιος θα τρόμαζε με το δημιούργημα «του». Σκέφτομαι μήπως εγώ είμαι ο στραβός της υπόθεσης, που μεγάλωσα με παιδικά τύπου «Στρουμφάκια», «Χελωνονιντζάκια», «Τα Αρκουδάκια της Αγάπης» και τέτοια, κι όχι με τα σύγχρονα παιδικά, που είναι γεμάτα βία. Αλλά και πάλι, κάποιες σκηνές της ταινίας ήταν αρκετά «τρομακτικές» (εντάξει, δεν ήταν και σπλάτερ, αλλά σε κάνανε να πεταχτείς από την καρέκλα σου) για να μπουν σε ένα θριλεράκι – τι δουλειά είχαν σε μία «παιδική» ταινία; Αυτή θα έπρεπε να είναι ακατάλληλη για ανηλίκους!

Τελικά, αν είχα παιδιά και τα πήγαινα σε αυτήν την ταινία, μετά θα τα έτρεχα γρήγορα σε ψυχοθεραπευτή. Για να σιγουρευτούν ότι δεν υπάρχουν τρομακτικά φαντάσματα, μαύροι καβαλάρηδες με κατάμαυρα απειλητικά άλογα και άλλα τέτοια. Τέτοια τραυματική εμπειρία θέλει χρόνια για να επουλωθεί. Ελπίζω το παιδάκι στην πίσω σειρά να μην εξελιχθεί τελικά σε σίριαλ κίλερ.

(θα’λεγε κανείς ότι η Disney, με τόσες δεκαετίες εμπειρίας στις παιδικές ταινίες, θα ήξερε τι θέλουν τα παιδιά…Αν δεν μπορείς να εμπιστευτείς την Disney, ποιον μπορείς να εμπιστευτείς τελικά; Την Εκπαιδευτική Τηλεόραση;)

Ελπίζω σύντομα να δω και το Avatar. Πρέπει να είμαι ο μόνος που δεν το έχει δει ακόμα, και μου τη δίνει να είμαι έξω από το hype. Έτσι όπως το ακούω, θα γίνει το νέο Star Wars: Οι φανς της ταινίας θα συναντιούνται σε ειδικές συγκεντρώσεις, θα βάφονται μπλε και θα πληρώνουν όσο-όσο για ένα αυτόγραφο του πρωταγωνιστή. Αθάνατο Χόλιγουντ…

(Disclaimer: Μην κάνετε το λάθος να εκλάβετε το παρον κείμενο ως ταινιοκριτική, γιατί δεν είναι τέτοιο – δεν πιστεύω ότι είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να κρίνει αν μια ταινία είναι καλή ή κακή. Είναι απλά οι σκέψεις που μου δημιούργησε η ταινία, οι οποίες δεν έχουν σκοπό να επηρεάσουν τους αναγνώστες, θετικά ή αρνητικά. Αυτή τη δουλειά την αφήνω στους «ειδικούς», που ξέρουν τι κάνουν (ε;). Κοίτα ρε, που καταντήσαμε, να βάζουμε disclaimer στον εαυτό μας για να μη μας βρίζουνε…)


Χθες το απόγευμα πήγα και είδα το «2012». Ειλικρινά, αν δεν το έχετε δει σας συνιστώ να τρέξετε να το δείτε. Μιλάμε για την καλύτερη κωμωδία της χρονιάς, ίσως και της δεκαετίας. Έχω να γελάσω έτσι από τότε που είδα το Scary Movie 2 (μη με βρίζετε, ήμουν μόλις 16 χρονών, αν και αυτό δεν εξηγεί το γεγονός ότι έχω δει όλες τις ταινίες της σειράς τουλάχιστον 2 φορές. Τέλος πάντων.). Εντάξει, πολλές χολιγουντιανές ταινίες δείχνουν έναν ήρωα που ξεφεύγει με τον πιο απίστευτο τρόπο από εξωφρενικές καταστάσεις – εξάλλου, γι’αυτό φημίζεται το Χόλιγουντ. Αλλά αυτά που γίνονται σε αυτήν την ταινία δεν έχουν απολύτως καμία επαφή με την πραγματικότητα. Η οικογένεια των πρωταγωνιστών δεν είναι μια απλή, καθημερινή οικογένεια, αλλά μια οικογένεια Τσακ Νόρις: Γύρω τους διαλύεται το σύμπαν, κι αυτοί δεν παθαίνουν ούτε γρατζουνιά. Τολμώ, μάλιστα, να δηλώσω ότι τόσο απίθανα πράγματα δε συμβαίνουν ούτε καν στα σίριαλ του Παπακαλιάτη.

Και όλα αυτά δεν τα λέω ειρωνικά, μη με παρεξηγείτε. Μιλάω σοβαρά: Σε σκηνές οι οποίες υποτίθεται ότι προκαλούν δέος ή έστω απότομη αύξηση της αδρεναλίνης, εμένα με έπιανε υστερικό γέλιο (ευτυχώς που ήταν άδεια η αίθουσα, δηλαδή). Αλλά έχω την εντύπωση πως και ο ίδιος ο σκηνοθέτης της ταινίας αυτόν τον σκοπό είχε, να μας κάνει να γελάσουμε. Δεν μπορώ να εκλάβω διαφορετικά την εικόνα ενός αυτοκινήτου που καταπλακώνεται από έναν ολόκληρο ουρανοξύστη και περνάει από μέσα του σαν να ήταν χάρτινος. Ή την εικόνα ενός μισοδιαλυμένου τροχόσπιτου που ξεφεύγει από ένα γιγαντιαίο ηφαίστειο, εν μέσω καταιγισμού από φλεγόμενα βράχια, και φτάνει τελικά στο αεροδρόμιο, όπου το αεροπλάνο που περιμένει τον ήρωά μας δεν έχει χτυπηθεί ούτε από ένα χαλίκι. Το μόνο που έλειπε ήταν ένας αράπης να του κάνει αέρα.

Όπως και να’χει, πέρασα πολύ ευχάριστα και ούτε που το κατάλαβα πότε κύλησαν δυόμισι ώρες. Να πάτε να το δείτε κι εσείς. Προετοιμαστείτε για χοντρά γέλια.

(Εντελώς άσχετο υστερόγραφο, αλλά δεν άξιζε να κάνω ξεχωριστό post για να το γράψω: Τζόρτζεβιτς, Γεωργάτος, Ντομί, Ραούλ Μπράβο, Λεονάρντο. Λογικό συμπέρασμα: Για να πάρει κανείς θέση βασικού στην αριστερή πλευρά του Ολυμπιακού πρέπει απαραιτήτως να είναι καραφλός. Μάλλον γι’αυτό δεν αποκτήθηκε αριστερό χαφ το καλοκαίρι: Δεν βρήκαμε καραφλό. Λες να βρεθεί κανένας τον Ιανουάριο; Άντε να δούμε…)