Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι από το πρωί. Ήταν ήδη προφανές από καιρό: Θα ήταν η μεγαλύτερη συγκέντρωση και πορεία διαμαρτυρίας των τελευταίων χρόνων, και μία από τις μεγαλύτερες των τελευταίων 35 ετών. Και ήταν επόμενο, καθώς οι συνδικαλιστές ξεσηκώνονται για ψύλλου πήδημα – θα άφηναν τέτοια μέτρα να περάσουν αδιαμαρτύρητα; Φυσικά και όχι.
Στο μετρό, 10.50 το πρωί. Καθυστέρησα να ξεκινήσω, γιατί περίμενα σαν μαλάκας το λεωφορείο, το οποίο όμως δεν εκτελούσε δρομολόγια, επειδή ήταν κλειστό το κέντρο. Ναι, είμαι ιδιοφυία – πού το καταλάβατε; Τέλος πάντων, βλέπω μία κυρία να ρωτάει κάποια άλλη πώς θα πάει προς Αιγάλεω. Θέλω να πεταχτώ και να της φωνάξω ότι δεν έχει απολύτως κανέναν λόγο να πάει στο Αιγάλεω, εφόσον η πορεία στην οποία όλοι οφείλαμε να παραβρεθούμε γινόταν στο κέντρο της Αθήνας. Δεν το κάνω – τι νόημα θα είχε; Όποιος δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει γύρω του, είναι άξιος της μοίρας του. Και να της τα έλεγα αυτά, απλά θα με αγνοούσε και θα ξαναρωτούσε πώς πάνε στο Αιγάλεω. Και τελικά θα πήγαινε στο Αιγάλεω.
Κατεβαίνω στο Μοναστηράκι και κατευθύνομαι στην αποβάθρα προς Κηφισιά. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τόσο κόσμο σε σταθμό τρένου. Λίγο ακόμα και θα πέφταμε στις γραμμές. Πολύς κόσμος, και σχεδόν όλοι αυτοί κατευθύνονται προς την Βικτώρια. Το καταλαβαίνεις από τις μεταξύ τους συζητήσεις, και από τις συνομιλίες στα τηλέφωνα, του τύπου «θα βρεθούμε στο σαντουιτσάδικο, όπως βγαίνεις από το σταθμό στα δεξιά». Δεκάδες άνθρωποι δίνουν ραντεβού και ετοιμάζονται να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους – κατά βάθος, ποτέ δεν πίστευα ότι θα ζούσα για να δω κάτι τέτοιο.
Συναντιέμαι με την παρέα μου λίγο πιο πάνω από την έξοδο της Βικτώριας. Όλοι τους «παρθένοι» από τέτοιες διαδηλώσεις – εγώ, που έχω πάει σε άλλες δύο (πολύ μικρότερου βεληνεκούς) λογίζομαι σαν βετεράνος. Και είμαι κάπως πιο προετοιμασμένος: Έχω πάρει από το σπίτι μάσκες Η1Ν1, από αυτές που έδινε δώρο το «Θέμα» πριν μερικούς μήνες. Ίσως το μοναδικό χρήσιμο πράγμα που έκανε αυτή η εφημερίδα στα τόσα χρόνια που κυκλοφορεί. 4 μάσκες, μία για τον καθένα. Επιπλέον, έχω κάνει ένα καλό μπάνιο πριν ξεκινήσω, ώστε να με πιάσουν λιγότερο τα δακρυγόνα, όπως διάβασα σε ένα σχετικό κείμενο στο Ίντερνετ. Αμφιβάλλω κατά πόσον αυτά τα δύο προληπτικά μέτρα θα βοηθήσουν σε κάτι, αλλά απλώς ελπίζω.
Στο μεταξύ, συνειδητοποιώ ότι τα γυαλιά ηλίου που φοράω είναι παρεξηγήσιμα: Έχουν ένα τεράστιο DG στο πλάι. Πώς πας σε πορεία κατά της λιτότητας με γυαλιά Dolce & Gabbana; Βέβαια, αν ήξεραν την ιστορία πίσω από αυτά τα γυαλιά, τότε δεν θα ανησυχούσα καθόλου: Τα γυαλιά ανήκαν στην κοπέλα μου, και μου τα έδωσε όταν χάλασαν τα δικά μου (μάρκας «Mekapses»), και αφού είχε αγοράσει καινούργια για τον εαυτό της. Κυκλοφορώ με γυναικεία γυαλιά εδώ και έναν χρόνο, και κανείς δεν το έχει πάρει χαμπάρι. Αναλογιζόμενος όλα αυτά, νιώθω καλύτερα.
Βγαίνουμε στην Πατησίων. Δεν έχω ξαναδεί τόσο κόσμο μαζεμένο – μόνο στην τηλεόραση. Α, και εκείνη τη φορά που με τραβολογούσε η μάνα μου στην προεκλογική συγκέντρωση του Ανδρέα Παπανδρέου, στις αρχές των 90s – συμπτωματικά, ακριβώς στο ίδιο σημείο. Δεκάδες τεράστια πανώ, εκατοντάδες κόσμος (που σύντομα μετριέται σε χιλιάδες) και μία μεγάλη πίστα στημένη έξω από το κτίριο της ΓΣΕΕ, από την οποία ακούγονται αγωνιστικά συνθήματα (από όχι ιδιαίτερα ταλαντούχους ρήτορες) και παλιομοδίτικες μουσικές που αμφιβάλλω αν γνωρίζουν περισσότεροι από 5-6 μέσα σε ολόκληρο το πλήθος. Αναρωτιέμαι γιατί το ρεπερτόριο τέτοιων εκδηλώσεων δεν ανανεώνεται ποτέ. Δεν περιμένω να πάρω απάντηση.
Η ώρα έχει πάει 12. Η πορεία ακόμα δεν έχει ξεκινήσει. Κλασική ελληνική έμπνευση, η ακαδημαϊκή ώρα: Οτιδήποτε είναι οργανωμένο να ξεκινήσει την Χ ώρα, αποκλείεται να ξεκινήσει τελικά πριν την Χ+1 ώρα. Προχωράμε λίγο πιο μπροστά, έχοντας βαρεθεί την ορθοστασία. Φτάνοντας στη διασταύρωση με την Μετσόβου, παίρνουμε μια (πικρή) πρόγευση για το τι θα επακολουθήσει: Μια παρέα περίπου 15 κουκουλοφόρων επιτίθεται με πέτρες, κοντάρια και ό,τι άλλο διαθέτουν σε μία εφορία που βρίσκεται εκεί. Καθόμαστε και τους βλέπουμε χωρίς να αντιδρούμε – ποιος μπορεί να τα βάλει με τρελό; Ποιος το ρισκάρει;
Συνεχίζουμε προς τα κάτω και φτάνουμε στο Μουσείο. Πολύς κόσμος κι εκεί, σταματημένος. Αποφασίζουμε να στρίψουμε στα στενά και βγαίνουμε στην 3ης Σεπτεμβρίου. Εκεί, η πορεία πηγαίνει πολύ πιο γρήγορα. Στο δρόμο συναντάω έναν ξάδελφό μου, χαιρετιόμαστε, μιλάμε για λίγο. Χαίρομαι που τον βλέπω κι αυτόν στην πορεία – δεν περίμενα να δω κάποιον γνωστό μου στην πορεία. Από τους παλιούς συμμαθητές μου, στο ακριβοθώρητο ιδιωτικό σχολείο των Βορείων Προαστίων, δεν περίμενα καμία αντίδραση. Έτσι κι αλλιώς, οι περισσότεροι έχουν ήδη φύγει για το εξωτερικό. Και πολύ καλά κάνανε.
Χωνόμαστε στο πρώτο μπλοκ που βλέπουμε μπροστά μας, αυτό των εργαζομένων στον ΗΣΑΠ. Φωνάζουμε συνθήματα μαζί τους – αν και με ενοχλεί το ότι οι συγκεκριμένοι συνδικαλιστές έχουν αλλάξει το «ο μόνος δρόμος είναι αντίσταση και πάλη» σε «με τα συνδικάτα αντίσταση και πάλη». Άμα περιμέναμε από τα συνδικάτα να μας σώσουν, θα ήμασταν ήδη χαμένοι.
Με σχετικά γρήγορο ρυθμό, φτάνουμε στην Ομόνοια. Είχα πολύ καιρό να πάω στην Ομόνοια, και θα κάνω πολύ καιρό να ξαναπάω. Η μπόχα που ανέδιδε η πλατεία ήταν ανυπόφορη, μια μυρωδιά από σκατά και κάτουρα, η οποία μου έφερε στο μυαλό την πρώτη φορά που με πήγαν οι γονείς μου στον (τότε) ζωολογικό κήπο του Ζαππείου. Έτσι την έχουμε καταντήσει την Ομόνοιά μας: Ζωολογικό κήπο. Και μάλιστα χωρίς φύλακες και φροντιστές.
Φτάνουμε στη διασταύρωση της Πατησίων με την Πανεπιστημίου. ΕΚεί συναντιούνται οι δύο πορείες. Τότε συνειδητοποιώ πόσο μεγάλη είναι η πορεία: Η Πατησίων γεμάτη, η 3ης Σεπτεμβρίου γεμάτη, η Σταδίου αρχίζει να γεμίζει. Σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είμαι σε ένα μπαλκόνι της Πατησίων και να βγάζω φωτογραφίες αυτό το πρωτοφανές πλήθος ανθρώπων. Αναρωτιέμαι αν θα με αξιώσει ο Γαλαξιακός Φαρσέρ να δω κάτι παρόμοιο ξανά στη ζωή μου.
Προχωράμε στη Σταδίου, φωνάζοντας συνθήματα. Πλησιάζοντας στη Βουλή, ακούγεται για πρώτη φορά το θρυλικό σύνθημα «Να καεί-να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Όταν αποκτάμε και οπτική επαφή με τη Βουλή, φωνάζουμε ρυθμικά «ΚΛΕΦΤΕΣ-ΚΛΕΦΤΕΣ». Και όταν βλέπουμε και τα ΜΑΤ παρατεταγμένα στις σκάλες που οδηγούν προς τη Βουλή, αρχίζουμε τα συνθήματα εναντίον των αστυνομικών. Πολλά συνθήματα, μικρό το νόημα.
Φτάνουμε στο μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Τα συνθήματα γίνονται όλο και πιο μαζικά, όλο και πιο άγρια. Εμφανίζονται ξαφνικά οι τύποι με τα καλυμμένα πρόσωπα, και όλοι ξέρουμε ότι αυτό δε θα έχει καλό τέλος. Σύντομα, τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Κουκουλοφόροι (και μη) πετάνε μπουκάλια, πέτρες και ό,τι άλλο έχουν πρόχειρο στα ΜΑΤ. Τα ΜΑΤ απαντούν με τον μοναδικό τρόπο που ξέρουν (ή μάλλον, με τον μοναδικό τρόπο που τους επιτρέπεται να μεταχειρίζονται): Με δακρυγόνα. Η ατμόσφαιρα γίνεται αποπνικτική. Φοράω τη μάσκα – δε βοηθάει σε τίποτα. Τα μάτια τσούζουν, η μύτη πονάει, ο λαιμός καίει. Σχεδόν τρέχοντας, περνάμε απέναντι. Οι κουκουλοφόροι έχουν ήδη περάσει στο Plan B: Επιτίθενται στα ΜΑΤ από τα δεξιά, παρακάμπτοντας το μνημείο. Κι άλλα δακρυγόνα, κι άλλη υποχώρηση. Κατεβαίνουμε μαζικά, πανικόβλητοι, τις σκάλες της Πλατείας Συντάγματος. Από θαύμα δεν σκοντάφτει κάποιος και δεν θρηνούμε θύματα.
Στεκόμαστε δίπλα στην καφετέρια της πλατείας, τη δεξιά όπως βγαίνουμε από το μετρό. Κόσμος κάθεται και πίνει τον καφέ του, αδιάφορος – πώς μπορούν; Ποιοι είναι αυτοί που δεν τους αφορά όλο αυτό που συμβαίνει γύρω τους, και έχουν την πολυτέλεια να μην διαμαρτυρηθούν, αλλά να πιουν το καφεδάκι τους ανενόχλητοι;
Αρχίζουμε και σκεφτόμαστε μήπως ήρθε η ώρα να φύγουμε. Τα πράγματα αγριεύουν επικίνδυνα. Ακούγονται εκρήξεις από την Σταδίου. Ο καπνός μας περικυκλώνει. Ο ένας από τους τέσσερις εγκαταλείπει, μάλλον τρομαγμένος. Οι υπόλοιποι, βλέποντας την πορεία να συνεχίζεται προς την Φιλελλήνων, μπαίνουμε και πάλι σε τροχιά. Στο μεταξύ, οι αστυνομικοί προσπαθούν να καταλάβουν την Πλατεία Συντάγματος. Πέφτουν δακρυγόνα στην πλατεία. Η πορεία σταματάει, την ώρα που βρισκόμαστε απέναντι από το Υπουργείο Οικονομικών. Παρακολουθούμε έκπληκτοι τον πόλεμο (χωρίς εισαγωγικά, γιατί τέτοιος ήταν) των κουκουλοφόρων με μία διμοιρία των ΜΑΤ, που ήταν παρατεταγμένη δίπλα στις γραμμές του τραμ. Πέφτουν μολότωφ, τα ΜΑΤ υποχωρούν και οι κουκουλοφόροι προχωρούν μπροστά. Από πίσω ακούγονται ενθουσιώδεις φωνές: «ΝΤΟΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥΥ». Μας σπρώχνουν για να συμμετάσχουμε κι εμείς στο ντου. Δεν το κουνάμε ρούπι.
Ξαφνικά, ακούγεται ένας κρότος από την πλευρά της Μητροπόλεως. Δακρυγόνα. Βρισκόμαστε περικυκλωμένοι: Στα αριστερά μας, η πλατεία καλυμμένη από καπνούς. Στα δεξιά μας, φρεσκοστυμμένα δακρυγόνα. Επικρατεί πανικός. Οι τύποι με τις ντουντούκες μας φωνάζουν να προχωρήσουμε προς τη Φιλελλήνων – ούτως ή άλλως, δεν υπάρχει κι άλλος δρόμος. Φοβάμαι. Φοβάμαι ότι θα γίνει μια «Θύρα 7», ότι θα ποδοπατηθούμε μεταξύ μας και θα γίνει μακελειό. Ευτυχώς, όλα πηγαίνουν καλά.
Σε κάθε στενό, οι κουκουλοφόροι πετάνε μολότωφ στους αστυνομικούς που μπλοκάρουν το δρόμο προς τη Βουλή. Κάθε φορά που σκάει μια μολότωφ, χειροκροτάμε όλοι με ενθουσιασμό. Νιώθω λίγο διχασμένος: Όσο αντιπαθώ τους μπάτσους, άλλο τόσο αντιπαθώ και τους εκφραστές της ωμής και απρόκλητης βίας. Γιατί να είμαι με τους μεν ή με τους δε; Υποθέτω ότι απλά πρέπει να μιμηθώ τους άλλους του πλήθους. Στην αγέλη δεν χωράνε μαύρα πρόβατα.
Καταλήγουμε στο τέρμα της Φιλελλήνων, και αντιμετωπίζουμε το δίλημμα: Επιστρέφουμε στο Σύνταγμα, ρισκάροντας να βρεθούμε αντιμέτωποι με ορδές ολόκληρες από ΜΑΤ; Ή ξεκινάμε προς τη Συγγρού, που δε φυλάσσεται και άρα προσφέρεται για μπαχαλάκηδες της κακιάς ώρας; Το δίλημμα λύνεται από μόνο του, όταν τα ΜΑΤ ρίχνουν δακρυγόνα προς τη μεριά μας, κι έτσι αναγκαστικά πηγαίνουμε προς τις στήλες του Ολυμπίου Διός. Φτάνοντας στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η παρέα μου κι εγώ αποφασίζουμε ότι έχουμε δει αρκετά, και κατευθυνόμαστε προς Θησείο. Εξάλλου, η ώρα έχει ήδη πάει σχεδόν 3, και σε μία ώρα κλείνει το μετρό – κανείς δε θέλει να μείνει παγιδευμένος σε αυτήν την παράλογη κόλαση.
Επιτέλους, αναπνέουμε καθαρό αέρα. Παίρνουμε τηλέφωνα τους δικούς μας, να σιγουρευτούν ότι είμαστε καλά. Αστειευόμαστε και σχολιάζουμε την εμπειρία μας.
Φτάνοντας στις καφετέριες του Θησείου, μπαίνω στο Twitter μέσω του κινητού μου. Και εκεί μαθαίνω τα νέα: Σύμφωνα με το BBC, υπάρχουν τρεις νεκροί από φωτιά σε τράπεζα. Αμέσως, το κέφι μας χαλάει. Νεκροί; Νεκροί άνθρωποι σε μία ειρηνική πορεία; Αδιανόητο. Κι όμως, το είπε το BBC. Δεν μπορεί να κάνει λάθος.
Στο τρένο και στο μετρό, τα νέα έχουν ήδη διαδοθεί. Ο κόσμος δεν μπορεί να το πιστέψει. Αρχίζουν οι πολιτικές συζητήσεις, οι επιρρίψεις ευθυνών – ξέρετε, όλα αυτά τα αγαπημένα σπορ των Ελλήνων.
Αυτή η μέρα, που ξεκίνησε με προσδοκίες, μου αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Και δεν είναι τα δακρυγόνα – αυτά τα συνήθισα, δε με νοιάζουν. Είναι η γεύση της απώλειας. Της απώλειας ανθρώπινων ζωών, στο όνομα…Αλήθεια, σε τίνος το όνομα; Της «ελευθερίας»; Της «αγανάκτησης»; Της «δικαιοσύνης»; Όχι. Σε κανενός το όνομα. Μια απώλεια άδικη, χωρίς λόγο. ΑΘώοι άνθρωποι, που απλά αναγκάστηκαν εκείνη τη μέρα να δουλέψουν, για να γλιτώσουν την απόλυση. Και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Γιατί όταν πετάς μολότωφ μέσα σε κλειστό χώρο, δεν το κάνεις για πλάκα, ή για εκφοβισμό, ή για «αντίσταση». Το κάνεις για να σκοτώσεις.
(μία ευχή προς τους δράστες αυτού του εγκλήματος: 4 άνθρωποι υπέφεραν φρικτό θάνατο από ασφυξία εξαιτίας σας. Το αυτό εύχομαι δι’υμάς.)
Φυσικά, τα ΜΜΕ άλλο που δεν ήθελαν. Σαν γνήσια βαμπίρ, οι μεγαλοδημοσιογράφοι τρέφονται με αίμα. Και το αίμα τριών αθώων ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόντουσαν, ώστε να αγνοήσουν μια μαζική, ειρηνική διαδήλωση, και να επικεντρωθούν στο κατάπτυστο έργο μιας ομάδας θρασύδειλων κοτόπουλων. Γιατί, με τη λογική των ΜΜΕ, η ηλίθια πράξη 3 ατόμων είναι πιο σημαντική από την αγωνιστική δράση μερικών χιλιάδων ατόμων. Αλλά φυσικά, η κοινή λογική έχει εγκαταλείψει τα παραδοσιακά ΜΜΕ εδώ και πολύ καιρό.
Αυτοί οι τύποι κατάφεραν κάτι που πίστευα ότι ήταν ακατόρθωτο: Να μας κάνουμε να τους μισήσουμε περισσότερο ΚΑΙ από τους διεφθαρμένους βουλευτές μας, ΚΑΙ από τους πάντα μισητούς αστυνομικούς. Σε μία πορεία που είχε συγκεκριμένους στόχους, κατάφεραν και έγιναν οι ίδιοι στόχοι. Και, την επόμενη φορά, δε θα είναι το ίδιο εύκολα τα πράγματα γι’αυτούς. Βλέπετε, οι κουκουλοφόροι δεν έχουν λόγο ύπαρξης χωρίς τη δική μας ανοχή. Όταν νιώσουν ότι δεν έχουν το λαϊκό έρεισμα, αναγκαστικά παρακμάζουν, και τελικά εξαφανίζονται.
Και να ένα παράδειγμα: Καθώς πηγαίναμε προς τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, είδαμε έναν κουκουλοφόρο να προσπαθεί (μάταια) να σπάσει τη τζαμαρία ενός γραφείου ναυτιλιακής εταιρείας με ένα κοντάρι. Τον γιουχάραμε – άλλοι ήταν οι στόχοι, όχι η ναυτιλιακή. Και, όταν βαρέθηκε να χτυπάει τη τζαμαρία, άρχισε να χτυπάει ένα αυτοκίνητο που βρισκόταν εκεί δίπλα. Τότε, η γιούχα έπεσε σύννεφο. Ο κουκουλοφόρος, μην έχοντας πια λαϊκό έρεισμα, σηκώθηκε κι έφυγε. Ναι, πιθανότατα πήγε να σπάσει κάτι άλλο – και τι να κάνεις; Να ανοίξεις διάλογο μαζί του, εξηγώντας του ότι αυτό που κάνει είναι λάθος; Πριν ανοίξεις διάλογο, θα σου έχει ήδη ανοίξει το κεφάλι με το κοντάρι.
Στο μεταξύ, νιώθω και τύψεις. Για σκέψου: Αν αυτοί που δολοφόνησαν τους υπαλλήλους της τράπεζας ήταν οι ίδιοι που χτυπούσαν αλύπητα εκείνη την εφορία στην Πατησίων; Αν μπορούσαμε να τους έχουμε σταματήσει πριν κάνουν κάτι χειρότερο, και δεν το κάναμε επειδή φοβόμασταν; Αν είμαστε κι εμείς συνυπαίτιοι αυτού του εγκλήματος, εφόσον ανεχτήκαμε ένα προηγούμενο; Δε θέλω να το σκέφτομαι, αλλά δεν μπορώ και να μην το σκέφτομαι.
Είμαστε όλοι χάλια. Όλοι μας. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι, την επόμενη φορά, να αντιδράσουμε. Πλέον, εχθροί μας δεν είναι μόνο οι πολιτικοί και οι αστυνομικοί. Πάνω απ’όλα, εχθροί μας είναι αυτοί οι τύποι που καπηλεύονται με τον πιο βάναυσο τρόπο τους αγώνες μας. Και πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε και αυτούς, στον δρόμο μας για ένα καλύτερο μέλλον. Ναι, το έργο μας γίνεται όλο και πιο δύσκολο. Αλλά και πάλι, είμαστε περισσότεροι. Αρκεί, επιτέλους, να το καταλάβουμε. Όλοι μας.