Κάνοντας την «ανταπόκρισή» μου από το Παζάρι Βιβλίου της Κλαυθμώνος, πριν από 4 μήνες, είχα αναφερθεί στο βιβλίο «Ντόναλντ ο Απατεώνας», το οποίο βλέπει τα κόμικς του Ντίσνεϊ από μία ακραιφνώς κομμουνιστική σκοπιά.

Όπως συνηθίζω, το βιβλίο αυτό το άρχισα εκείνη τη μέρα και δεν το τελείωσα ποτέ. Κάτι με έπιασε χθες, όμως, και είπα να το ξαναπιάσω. Αλλά, διαβάζοντας κάποιο από τα «επιχειρήματα» των συγγραφέων, το έκλεισα και πάλι – επ’αόριστον. Είπαμε, να ακούμε και καμιά διαφορετική άποψη και να μην είμαστε δογματικοί με αυτό που πιστεύουμε, αλλά άμα είναι έτσι οι εναλλακτικές απόψεις, τότε να λείπει το βύσσινο.

Στο συγκεκριμένο «επιχείρημα», γίνεται λόγος για μια ιστορία του Καρλ Μπαρκς, γραμμένη το 1958, με τίτλο «The Twenty-Four Carat Moon», η οποία δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα στο ΚΟΜΙΞ #32 του Φεβρουαρίου του 1991, με τίτλο «Το Ολόχρυσο Φεγγάρι». Πρόκειται για μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες με ήρωες τα παπιά του Ντίσνεϊ, κυρίως για το ηθικό της δίδαγμα.

Σε αυτήν την ιστορία, ο Σκρουτζ, ο Ντόναλντ και τα ανίψια του μαθαίνουν ότι υπάρχει ένα δεύτερο φεγγάρι πίσω από τη Σελήνη, το οποίο είναι φτιαγμένο από ατόφιο χρυσάφι. Και, φυσικά, ο Σκρουτζ θέλει να το αποκτήσει, όπως και καθετί πολύτιμο. Όταν, λοιπόν, φτάνουν στο φεγγάρι (το οποίο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Σκρουτζ, κοστολογείται στα διακόσια εβδομήντα εφτά απιθανικομμύρια, εξακόσια έξι απιστευτικομμύρια, διακόσια ογδόντα οκτώ φανταστικομμύρια και κάτι ψιλά), ανακαλύπτουν ότι το χρυσό φεγγάρι κατοικείται από έναν εξωγήινο, και άρα του ανήκει. Ο εξωγήινος ήταν ο πιο πλούσιος κάτοικος της Αφροδίτης, μέχρι που αποφάσισε, όπως και ο Σκρουτζ, να κατακτήσει το φεγγάρι. Ωστόσο, το διαστημόπλοιο που τον άφησε εκεί έφυγε και δεν επέστρεψε ποτέ, με αποτέλεσμα να μείνει στο χρυσό φεγγάρι για 700 χρόνια!

Ο εξωγήινος προτείνει μια συμφωνία στα παπιά: Τους παραχωρεί την ιδιοκτησία του πλανήτη, με αντάλλαγμα…μια χούφτα χώμα! Η ανταλλαγή φαίνεται αρχικά αστεία: Ένας ολόκληρος χρυσός πλανήτης, σε αντάλλαγμα για μια χούφτα ταπεινό χώμα. Τα ανίψια του Ντόναλντ σχολιάζουν: «Φανταζόσουν ότι ο τύπος θα έκανε μια τόσο άνιση ανταλλαγή;» «Δεν θα είναι πολύ ξύπνιος».

Φυσικά, στο χρυσό φεγγάρι δεν υπάρχει χώμα, παρά μόνο ατόφιο χρυσάφι, όμως, για καλή τους τύχη, τα παπιά έχουν στο διαστημόπλοιο ένα κουτί γεμάτο με χώμα από τη Γη, το οποίο είχε φέρει ο Σκρουτζ, ώστε ο φοβητσιάρης Ντόναλντ να νιώθει ότι «πατάει γερά στη Γη». Έτσι, δίνουν μια χούφτα χώμα στον εξωγήινο και αποκτούν το χρυσό φεγγάρι. Τι κάνει, όμως, ο εξωγήινος με το χώμα; Το βάζει σε μία εντυπωσιακή κατασκευή, η οποία μετατρέπει το χώμα σε έναν ολόκληρο, ολοκαίνουργιο πλανήτη, ο οποίος τίθεται αμέσως σε τροχιά στο διάστημα. Φεύγοντας πάνω στον καινούργιο του πλανήτη, ο εξωγήινος λέει στα παπιά:

«Ήμουν τόσο φτωχός εδώ πέρα! Υπάρχουν μόνο άτομα χρυσού! Τι να τα κάνεις; Τώρα, όμως, έχω έναν κόσμο δικό μου! Έναν κόσμο με τροφή και νερό και ζωή! Και επιπλέον, ένα μέσο να γυρίσω στην πατρίδα!»

Κατόπιν αυτού, στα τελευταία πάνελς της ιστορίας, ο Σκρουτζ δηλώνει:

«Αυτός πήρε το χώμα κι εγώ πήρα το περίφημο ολόχρυσο φεγγάρι. Πεντακόσια μίλια πάχος. Ολοκάθαρο χρυσάφι! Τελικά…Στην οργή! Νομίζω ότι αυτός βγήκε κερδισμένος!»

Για μένα, το νόημα αυτής της ιστορίας είναι σαφές: Τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο διαφορετικό δίδαγμα. Κάποιοι άλλοι, όμως, μπορούν.

Δείτε, λοιπόν, την ερμηνεία της συγκεκριμένης ιστορίας από τους συγγραφείς του βιβλίου «Ντόναλντ, ο Απατεώνας». Δε θα κάνω κανένα σχόλιο, αυτά τα αφήνω σε σας – δεν έχει νόημα να σχολιάσω κάτι με το οποίο προφανώς διαφωνώ. Το θέμα είναι να αφήσω εσάς να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε ελεύθερα. Πάμε, λοιπόν:

(σελ. 101-102)

Ο Σκρουτζ αποκτά το φεγγάρι των εικοσιτεσσάρων καρατίων που «το χρυσάφι του είναι τόσο καθαρό, τόσο εύπλαστο, που μοιάζει με βούτυρο». Παρουσιάζεται όμως ο νόμιμος ιδιοκτήτης, ο Βικτόρ Ντ’Ορμπόρ, ένας κάτοικος της Αφροδίτης, «ο πιο πλούσιος κάτοικος της Αφροδότης», που ήρθε να πάρει πίσω αυτό το περιφερόμενο χρυσάφι και είναι πρόθυμος να το πουλήσει στο Σκρουτζ για μια φούχτα χώμα. «Ω, θα’ναι η καλύτερη συναλλαγή που έχει κάνει ποτέ στη ζωή του ο Σκρουτζ» φωνάζει ο Λιούη· και ο Ντιούη προσθέτει: «Αυτός ο κάτοικος της Αφροδίτης, θα πρέπει να είναι τρελός». Αλλά ο Βικτόρ Ντ’Ορμπόρ είναι ένας κακός απατεωνάκος με διακαή πόθο την επιστροφή στη φύση. Με τη μαγνητική έλξη του μεταμορφώνει αυτή τη χούφτα χώμα σε πλανήτη, με τις ηπείρους του, τους ωκεανούς του, τα δέντρα του. «Αντίο, κύριε! Σε αυτό το ολόχρυσο φεγγάρι ήμουν ο πιο φτωχός από όλους τους φτωχούς». Εξόριστος μακριά από την αθώα φύση, διψασμένος για λίγη βροχή και μερικά ηφαίστεια, ο Βικτόρ Ντ’Ορμπόρ απαρνιέται το χρυσάφι για να ξαναγυρίσει στη μητέρα γη, όπου αρκείται να ζήσει με τα ελάχιστα δυνατά μέσα («Τριφύλλι! Νιώθω σα να ξαναγεννιέμαι!»). «Τώρα έχω ένα δικό μου κόσμο, με ό,τι μου χρειάζεται, για να ζήσω απλά». Ο Σκρουτζ δεν του κλέβει το χρυσάφι του. Από τη μια έχει την ευγένεια να τον απαλλάξει από αυτό το διεφθαρμένο μέταλλο και να του διευκολύνει την επιστροφή του στην πρωτόγονη λιτότητα. ΑΠό την άλλη: «Χμ…διερωτώμαι αν έκανα μια έξυπνη εμπορική πράξη. Βέβαια, έχω το ολόχρυσο φεγγάρι, πάχους 8,5 χιλιομέτρων. Αλλά, παρ’όλα αυτά, νομίζω ότι εκείνος πήρε το καλύτερο κομμάτι». Τελικά, ο φτωχός προτρέπεται να γιορτάσει τη λιτή ζωή. Για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε μπροστά στον παλιό αφορισμό: Οι φτωχοί ζουν δίχως προβλήματα. Τα πλούτη δημιουργούν ένα σωρό φροντίδες. Ας κλέψουμε τους φτωχούς, τους υπανάπτυκτους, χωρίς το παραμικρό συναίσθημα ενοχής!

(τα συμπεράσματα δικά σας…)


Κυρίες και κύριοι, κηρύσσω και επισήμως την έναρξη της περιόδου των Χριστουγέννων! Ναι, τα Χριστούγεννα πλησιάζουν και το πρώτο δώρο του Άη-Βασίλη είναι ήδη στα χέρια μου!

Πρόκειται για το «Dilbert 2.0: 20 Years of Dilbert», έναν τόμο 576 σελίδων, που περιλαμβάνει περίπου 5.600 στριπ του δημοφιλούς κόμικ «Dilbert», διανθισμένα με παρατηρήσεις και σχόλια του δημιουργού του, Σκοτ Άνταμς.

Για κάποιον λόγο που δυσκολεύομαι να κατανοήσω, ο Dilbert είναι εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα. Γενικά, κανένα από τα comic strips που έκαναν ή κάνουν πάταγο σε όλο τον κόσμο δεν είναι δημοφιλές στην Ελλάδα. Calvin & Hobbes, Beetle Bailey, The Far Side, Hagar the Horrible, Blondie, ακόμα και ο Γκάρφιλντ ή τα Peanuts παραμένουν σχετικά (ή παντελώς) άγνωστα στο ελληνικό κοινό. Κι αυτό γιατί καμία ελληνική εφημερίδα δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να αποκτήσει ένα τέτοιο στριπ. Γιατί άραγε;

Όπως και να’χει, επειδή πιθανότατα ανήκετε κι εσείς σε αυτήν την πλειοψηφία που δεν ξέρει τι εστί Dilbert, θα σας κάνω μια μικρή ενημέρωση: Το κόμικ «Dilbert» ξεκίνησε την πορεία του τον Απρίλιο του 1989, σαν ένα ακόμα τυπικό στριπ, από τα εκατοντάδες που δημοσιεύονται στις αμερικανικές εφημερίδες. Ο εμπνευστής του, Σκοτ Άνταμς, δεν είχε ιδιαίτερη εμπειρία στο σχέδιο, κι έτσι ο σχεδιασμός του στριπ ήταν (και είναι ακόμα, 20 χρόνια μετά) εξαιρετικά απλοϊκός, τόσο που ακόμα κι ένα παιδί θα μπορούσε να τα αντιγράψει.

Κεντρικός ήρωας του στριπ ήταν, προφανώς, ο Dilbert, μαζί με τον σκύλο του, Dogbert. Ο Dilbert αρχικά ήταν ένας χαρακτηριστικός nerd, όσο nerd μπορούσε να είναι κάποιος εν έτει 1989, δηλαδή. Ωστόσο, με τον καιρό ο Dilbert έγινε υπάλληλος σε προγραμματιστική εταιρεία, όπου τον πλαισίωσαν διάφοροι άλλοι αναγνωρίσιμοι χαρακτήρες, όπως ο Wally, ο φυγόπονος και τεμπέλης συνάδελφος, ή ο ανώνυμος κρετίνος διευθυντής με τα χαρακτηριστικά μυτερά μαλλιά. Εδώ και αρκετά χρόνια, οι περιπέτειες του Dilbert περιστρέφονται γύρω από το εργασιακό χιούμορ, περιγράφοντας χιουμοριστικές καταστάσεις που συμβαίνουν σε έναν εργασιακό χώρο (που θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε). Ωστόσο, η σάτιρα του Άνταμς δεν εξαντλείται στις σχέσεις μεταξύ συναδέλφων και στο πόσο ηλίθια μπορεί να είναι τα αφεντικά, αλλά έχει και κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις.

Κι αν ο Dilbert έχει δώσει το όνομά του στο στριπ, ο πραγματικός σταρ είναι ο Dogbert, ένας πανέξυπνος και ανυπόφορα κυνικός σκύλος, που πάντα ψάχνει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πάντες, και πάντα τα καταφέρνει. Φανταστείτε κάτι σαν τον Μοντεχρήστο του Αρκά, αλλά ακόμα χειρότερο.

Το χιούμορ του Άνταμς είναι εντελώς ιδιαίτερο. Αν και το στριπ πατάει γερά στην πραγματικότητα, εντούτοις έχει έναν έντονα σουρεαλιστικό χαρακτήρα, και είναι αυτός ο συνδυασμός του ρεαλιστικού και του αδύνατου που πολύ συχνά προκαλεί το γέλιο. Το χιούμορ του «Dilbert» έχει αρκετά κοινά στοιχεία με το The Far Side του Gary Larson, που ο ίδιος ο κομίστας αναγνωρίζει ως βασική επιρροή του.

Το βιβλίο που έχω στα χέρια μου αναφέρει πως το στριπ του Dilbert δημοσιεύεται σε περισσότερες από 2.000 εφημερίδες και μεταφράζεται σε 23 γλώσσες σε 70 χώρες. Όχι και πολύ πίσω από τις περίπου 2.700 εφημερίδες στις οποίες δημοσιεύεται το στριπ του Γκάρφιλντ, που κατέχει και το σχετικό ρεκόρ Γκίνες.

(ΟΚ, το ξέρω ότι έχετε βαρεθεί τη ζωή σας, αλλά αυτό στη γλώσσα μου λέγεται «σύντομη ενημέρωση». Μη μου ζητήσετε ποτέ «εκτεταμένη ενημέρωση», γιατί θα το μετανιώσετε. Σας το υπόσχομαι.)

Για το κλείσιμο, σας παραθέτω ένα από τα αγαπημένα μου στριπ του Dilbert:


Νόμος του Μέρφι: Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.

Συνακόλουθο του Νόμου του Μέρφι: Όταν σου συμβαίνει κάτι πάρα πολύ καλό, θα συμβεί αμέσως κάτι πάρα πολύ κακό, ώστε να επέλθει ισορροπία στο σύστημα.

Απόδειξη: Ήμουν πολύ χαρούμενος χθες, όταν έφυγα από το στρατόπεδο, μετά την τελευταία μου υπηρεσία. Οριστικά, πολίτης πια – τι μπορεί να πάει στραβά;

Κι όμως, πήγε. Στο γυρισμό, σε μια ευθεία στο δρόμο, τα φρένα του αυτοκινήτου δεν έπιασαν εξαιτίας της βροχής, με αποτέλεσμα να στουκάρω στο μπροστινό αυτοκίνητο, που είχε σταματήσει στο stοp. Γκρρρρρ.

Μη φανταστείτε τίποτα φοβερό, απλά ένα πισωκολλητό του έκανα του άλλου αυτοκινήτου. Εντάξει, μπήκε λίγο μέσα ο κώλος του, ξηλώθηκε και η πινακίδα του, μικροπράγματα. Κι όλα αυτά ήταν ένα ύπουλο σχέδιο του γαλαξιακού φαρσέρ, μόνο και μόνο για να μου χαλάσει τη μέρα. Μια, παραλίγο τέλεια, μέρα.

Και όντως θα ήταν τέλεια, γιατί το απόγευμα μου ήταν ήδη κανονισμένο: επίσκεψη στο φεστιβάλ κόμικς της Βαβέλ, στην Τεχνόπολη. Στο στοιχείο μου, ανάμεσα στους χάρτινους ήρωες και τους φανταστικούς κόσμους των κόμικς.

Ήταν ένα υπέροχο απόγευμα. Για πάνω από 2 ώρες χάθηκα στον χάρτινο κόσμο της 9ης τέχνης (ας τολμήσει κανείς να πει ότι δεν είναι τέχνη), στα χιουμοριστικά κόμικς του Sοlοup και του Βιδάλη, στα αφόρητα ρεαλιστικά σχέδια των Λιβανέζων καλλιτεχνών, στα πρωτότυπα σχέδια των Ρώσων και Ουκρανών δημιουργών, στα αριστουργήματα του Λέανδρου. Κι όλα αυτά ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους, οι περισσότεροι στην ηλικία μου, άλλοι εμφανώς έμπειροι και «διαβασμένοι», άλλοι όψιμοι λάτρεις της 9ης τέχνης, άλλοι που ήρθαν μόνο επειδή ήταν τζάμπα.

Μπήκα στην Τεχνόπολη μέρα και βγήκα νύχτα. Θα μπορούσα και να ξενυχτήσω εκεί. Κρίμα που κράτησε μόνο τέσσερις μέρες το φεστιβάλ, θα ξαναπήγαινα. Αλλά μόνο μια μέρα μπόρεσα να πάω.

Μια, παραλίγο τέλεια, μέρα…


Γι’αυτό το post χρειάστηκα την βοήθεια μερικών φίλων μου…των χάρτινων φίλων μου που ποτέ δεν με έχουν απογοητεύσει (αντίθετα με πολλούς άλλους με σάρκα και οστά – αλλά αυτό δεν είναι επί της παρούσης) και είναι η πιο δροσερή παρέα σε ένα καυτό καλοκαίρι στην Αθήνα. Ο καθένας τους προσέφερε και κάτι για να γίνει αυτό το post. Τους ευχαριστώ όλους…
————————–
– Νιώθεις ποτέ ενοχές που εξαπατάς αθώους ανθρώπους και παίρνεις τα λεφτά τους;
– Εξαπατώ μόνο τους ανθρώπους που θα έκαναν το ίδιο σε μένα αν ήταν πιο έξυπνοι.
– Δηλαδή χρησιμοποιείς την υπεροψία για να ακυρώσεις τις ενοχές;
– Είναι καλό σύστημα.

(Από τον διάσημο σε όλο τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα Dilbert του Scott Adams)
—————————
– Πρέπει να βρω οπωσδήποτε ένα χριστουγεννιάτικο δώρο για τη Ρούμπι.
– Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τέτοιου είδους ψώνια δεν τα κάνεις τον Σεπτέμβρη ή τον Οκτώβρη.
– Σεπτέμβρη; Οκτώβρη; Πώς να ξέρω από τόσο νωρίς αν θα είμαστε τσακωμένες ή όχι τα Χριστούγεννα;

(Ο Andy Capp του Smythe μαθαίνει τα παράδοξα της γυναικείας φιλίας)
————————-
– Είμαι το αγαπημένο παιδί του μπαμπά μου!
– Κι εγώ! Σε βάζει και σένα να φοράς ροζ ζαρτιέρες;

(Ο Altan δεν αφήνει τίποτα ασχολίαστο)
————————–
– Ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα του. Κατόπιν, ντύθηκε τραβεστί και δημιούργησε τη γυναίκα κατ’ εικόνα του.

(Ο Γάτος του Geluck δίνει ρέστα!)
————————–
– Είμαι ένας άριστα εκπαιδευμένος αρχηγός αντιτρομοκρατικής ομάδας.
– Καλώς. Πες μου πώς διακρίνεται ένας απλός ταξιδιώτης από έναν τρομοκράτη.
– Τι ερώτηση! Καλούμε τους συγγενείς για να αναγνωρίσουν το πτώμα!

(Διαχρονικό τρομοχιούμορ από την Ellekappa)
————————
– Ο Γιαρνέλ ήταν ο πιο γενναίος λεγεωνάριος του κόσμου.
– Πολύ γενναίος.
– Σας έσωσε τη ζωή.
– Το ξέρω.
– Σταμάτησε την οβίδα του κανονιού που ερχόταν καταπάνω σας.
– Πράγματι.
– Μήπως θυμάστε τα τελευταία λόγια που του είπατε;
– Φυσικά και τα θυμάμαι: «Κάτσε μπροστά μου, Γιαρνέλ, σε περίπτωση που ρίξουν καμιά κανονιά προς το μέρος μου».

(Ο άνθρωπος που λατρεύουμε να μισούμε, ο Crock των Rechin & Wilder)
————————-
– Μαμά, ξέρεις βιολογία;
– Όχι.
– Ιατρική;
– Ούτε.
– Φυσικές επιστήμες;
– Εεε…Ξέρω να ξεχωρίζω τις φράουλες από τους ελέφαντες…ο ελέφαντας έχει άλλο χρώμα…
– Μα αν κάποιος για να φτιάξει μια γέφυρα πρέπει να ξέρει μαθηματικά, για να φτιάξει ένα παιδί θα πρέπει να ξέρει βιολογία!
– Ε, όχι, γιατί το παιδί γίνεται από μόνο του…
– Α, ωραία…Η γνωστή ιστορία με τον αυτόιματο πιλότο…Γαμημένη ζωή…

(Εποικοδομητική αμφιβολία από το Absurdus Delirium των Tha & Bigart)
———————–
– Κιμ, μόλις πέρασα τη χειρότερη μέρα σε όλη μου την καριέρα. Ο αντιπρόεδρος ήταν πάνω από το κεφάλι μου όλο το πρωί…Μετά έχυσα τον καφέ μου πάνω στο καινούργιο μου φόρεμα και αργότερα έχασα τα μισά αρχεία του υπολογιστή μου. Κι εκεί που πάνε να σπάσουν τα νεύρα μου, πετάγεται από την άλλη πλευρά ο Φρανκ και μου λέει: «Ξέρω πώς αισθάνεσαι»…Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που το λένε αυτό! Πώς μπορεί κανείς να «ξέρει πώς αισθάνεσαι» αν δεν έχει περάσει αυτά που περνάς εσύ; Είναι τόσο ενοχλητικό! Πραγματικά μου σπάει τα νεύρα…Καταλαβαίνεις τι εννοώ;

(από το Between Friends της Sandra Bell Lundy)
————————-
Εγώ κατασκοπεύω
Εσύ μαγνητοφωνείς
Αυτός χαφιεδίζει
Εμείς φακελώνουμε
Εσείς εκβιάζετε
Αυτοί διαψεύδουν τα πάντα

(η κλίση τουρήματος «υπερασπίζομαι τη δημοκρατία», κατά Alfredo Chiappori)
—————————
– Ποιοι είναι όλοι αυτοί οι ηλίθιοι με τα πανό;
– Οικολόγοι. Λένε ότι παράγουμε σκουπίδια που δεν ανακυκλώνονται. Λένε επίσης ότι χρειάζονται εκατοντάδες χρόνια για να διασπαστούν και ότι αφήνουν χημικά απόβλητα.
– Αλήθεια; Δεν ήξερα ότι οι συσκευασίες φαγητού μπορεί να είναι τόσο επικίνδυνες.
– Εχμ…Απ’ό,τι κατάλαβα μιλάνε για το φαγητό μας…

(Ο θαυμαστός κόσμος των φαστφουντάδικων από το Walnut Family του Mark Cullum)
————————–
– Κατά τη γνώμη μου, το κυριότερο προσόν που μπορεί να έχει ένας πολιτικόις είναι να κατακλέβει το δημόσιο χρήμα και να το καταθέτει σε ξένες τράπεζες.
– Θεέ μου, τι κυνισμός! Μη μου πεις ότι μπορεί κανείς να εκτιμήσει ένα ΤΕΤΟΙΟ προσόν;
– Εγώ νομίζω ότι αν τα είχες πάρει θα το εκτιμούσες…

(μαθήματα πολιτικής ιδεολογίας από τον Τζιριγκίτζ του Enzo Lunari)
—————————-
– Όχι, δεν είναι το φόρεμα που σε δείχνει χοντρή – το σώμα σου είναι…

– Ο Λιρόι βαδίζει στο δρόμο της επιτυχίας. Δυστυχώς, πηγαίνει με Yugo…

– Η σοκολατένια κρέμα σου. Λορέτα, μοιάζει με κάτι που έφτιαχνε η μαμά μου, μόνο που αυτή το έλεγε σκυλοτροφή…

– Ο Λιρόι σιχαίνεται να προσβάλλουν την νοημοσύνη του. Μόνο που η ίδια δεν είναι ποτέ εκεί για να υπερασπιστεί τον εαυτό της.

(Λιρόι και Λορέτα Λόκχορν, το πιο δυσλειτουργικό και αστείο ζεύγος στον πλανήτη, από τα χέρια των Bunny Hoest & John Reiner)
—————————-
– Καλησπέρα. Είστε ανοιχτά;
– Τα φώτα είναι αναμμένα. η πόρτα ξεκλείδωτη, το ταμπελάκι στο παράθυρο λέει «ανοιχτά»…Όχι, δεν είμαστε ανοιχτά!
– Ααα…κρίμα…

(συνελήφθη στο Funky Winkerbean του Tom Batiuk)


lunari2.jpg

Σήμερα ένιωσα την ανάγκη να διαβάσω κάτι εντελώς διαφορετικό. Τα ΚΟΜΙΞ και τα MAD μου κοντεύουν να εξαϋλωθούν από την πολλή χρήση, και το ίδιο θα πάθαιναν και τα αλμπουμάκια του Αρκά αν δεν ήταν τόσο ανθεκτικά. Τις ατάκες της Μαφάλντας αρχίζω και τις μαθαίνω απέξω, ενώ τα παλιά τεύχη του FREE απλά μου θυμίζουν πόσο τραγική κατάληξη είχε ένα τόσο ενδιαφέρον περιοδικό. Η Βαβέλ είναι πάντα μία καλή λύση, αλλά δεν έχω πολλά τεύχη της – ίσως γεννήθηκα σε λάθος εποχή. Το βιβλίο που διαβάζω είναι πολύ καλό (τα «Πυθαγόρεια Εγκλήματα» του παλιού καιθηγητή μου, Τεύκρου Μιχαηλίδη), όμως η λογοτεχνία ποτέ δεν μου αρκούσε – κείμενο χωρίς εικόνα για μένα είναι σαν στερεοφωνικό χωρίς ηχεία. Κάτι λείπει, αλλά τι;
Έριξα μία ματιά στην γεμάτη περιοδικά βιβλιοθήκη μου και, κάπου ανάμεσα στον Σεντρίκ, τη Γαλέρα και τα Maxim (ΟΚ, παλιά το διάβαζα κι αυτό, δεν ντρέπομαι να το πω!), παρατήρησα ένα Μικρό Παραπέντε. Για όσους δεν το ξέρουν, το Μικρό Παραπέντε ήταν ένα χιουμοριστικό περιοδικό κόμικς, κάτι σαν τη Βαβέλ αν την εξέδιδε ο Μητσικώστας. Δυστυχώς, την περίοδο που έβγαινε εγώ έτρωγα ακόμα φρουτόκρεμες και έβρεχα τις πάνες μου, γι’αυτό και μόνο οι περιστασιακές μου βόλτες στο Μοναστηράκι με έφεραν σε επαφή μαζί του.
Το συγκεκριμένο τεύχος μου τράβηξε την προσοχή σήμερα. Είναι το τεύχος 36, του Νοεμβρίου του 1989 και στο εξώφυλλό του απεικονίζεται ένας τύπος που ετοιμάζεται να διεισδύσει (με μάσκα οξυγόνου και βατραχοπέδιλα) σε ένα σεξουαλικό όργιο. Η ατάκα στα αριστερά της εικόνας δείχνει πόσο λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε: «Θέλω λιγότερη διαφθορά – ή περισσότερες ευκαιρίες να συμμετέχω». Παραδεχτείτε ότι αυτό το σύνθημα σας εκφράζει και προχωρήστε στην επόμενη παράγραφο.
Στην τρίτη σελίδα του τεύχους, ένα κόμικ του Τζουλιάνο: «Πρώτα ο καφές με κυάνιο, μετά τα κρασιά με μεθάνιο, το εμφιαλωμένο νερό με κολοβακτηρίδια, το μολυσμένο ελαιόλαδο, η ραδιενέργεια από το Τσέρνομπιλ, η τρύπα του όζοντος και το νέφος. Σήμερα, για να πεθάνει κανείς από γηρατειά πρέπει να έχει έναν κώλο, ΝΑ!». Τσεκάρω την ημερομηνία στο εξώφυλλο. Όχι, δεν κάνω λάθος – αυτό το τεύχος κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1989 και όχι χτες.
Φυσικά, ακολουθούν ιστορίες-κοσμήματα του αγαπημένου μου Edika, του Larson, του Αρκά και πολλών άλλων. Όμως έμεινα άναυδος με ένα καταπληκτικό κόμικ του Enzo Lunari, ένα κόμικ μόνο με σχέδιο και χωρίς λόγια, το οποίο και σας μεταφέρω μόνο με λόγια και χωρίς σχέδιο – αυτά τα μέσα έχω, αυτά μεταχειρίζομαι!

Είναι Δευτέρα και ένας παππούς (ο γνωστός παππούς του Lunari, ο Εριτρέο Κατζουλάτι – γουρλώστε τα μάτια σας από έκπληξη που ξέρω το όνομά του, θα με ικανοποιήσει ιδιαίτερα!) κάθεται στο παγκάκι ενός πάρκου και ετοιμάζεται να φάει ένα σάντουιτς. Την ώρα που είναι έτοιμος να φάει την πρώτη μπουκιά, βλέπει ένα σπουργίτι να τον κοιτάζει μελαγχολικά, ζητώντας τροφή. Ο παππούς του πετάει γενναιόδωρα κάποια ψίχουλα, ενώ του δίνει νερό στο καπάκι του παγουριού του.
Την Τρίτη, στο ίδιο παγκάκι, ο παππούς ετοιμάζεται να φάει το σάντουιτς του. Αυτή τη φορά, τα σπουργίτια που τον περιμένουν είναι 5 και ζητάνε όλα τροφή. Ο παππούς τους πετάει απρόθυμα κάποια ψίχουλα.
Την Τετάρτη και την Πέμπτη το παγκάκι έχει κυριολεκτικά γεμίσει από σπουργίτια, που περιμένουν ανυπόμονα τον παππού να τα ταϊσει. Αυτός δεν έχει και πολλές επ[λογές.
Την Παρασκευή, ο παππούς προσέρχεται στο κατάμεστο (από σπουργίτια) παγκάκι, κρατώντας μια μεγάλη σακούλα. Τα σπουργίτια εκστασιάζονται, περιμένοντας μεγάλο φαγοπότι. Ο παππούς ανοίγει την σακούλα και – τι έκπληξη! – από μέσα βγαίνει μία τροφαντή γάτα, που τα κατασπαράζει! Επιτέλους, ο παππούς τρώει το σάντουιτς του με την ησυχία του.
Το κόμικ θα μπορούσε να τελειώνει εδώ, όμως η Νέμεσις έχει άλλη γνώμη: Το Σάββατο έχουν μαζευτεί στο παγκάκι του 4 γάτες, που νιαουρίζουν επίμονα ζητώντας φαγητό!

Η ιστορία έχει αμέτρητα επίπεδα ανάγνωσης και ο καθένας κρατάει αυτό που του ταιριάζει. Εγώ απλά χαίρομαι που η Ύβρις του παππού δεν έμεινε ατιμώρητη.
Λοιπόν, νομίζω ότι είμαι έτοιμος για το Φεστιβάλ της Βαβέλ! Αύριο θα είμαι εκεί – αναλυτικό ρεπορτάζ τη Δευτέρα!!!