Κάνοντας την «ανταπόκρισή» μου από το Παζάρι Βιβλίου της Κλαυθμώνος, πριν από 4 μήνες, είχα αναφερθεί στο βιβλίο «Ντόναλντ ο Απατεώνας», το οποίο βλέπει τα κόμικς του Ντίσνεϊ από μία ακραιφνώς κομμουνιστική σκοπιά.
Όπως συνηθίζω, το βιβλίο αυτό το άρχισα εκείνη τη μέρα και δεν το τελείωσα ποτέ. Κάτι με έπιασε χθες, όμως, και είπα να το ξαναπιάσω. Αλλά, διαβάζοντας κάποιο από τα «επιχειρήματα» των συγγραφέων, το έκλεισα και πάλι – επ’αόριστον. Είπαμε, να ακούμε και καμιά διαφορετική άποψη και να μην είμαστε δογματικοί με αυτό που πιστεύουμε, αλλά άμα είναι έτσι οι εναλλακτικές απόψεις, τότε να λείπει το βύσσινο.
Στο συγκεκριμένο «επιχείρημα», γίνεται λόγος για μια ιστορία του Καρλ Μπαρκς, γραμμένη το 1958, με τίτλο «The Twenty-Four Carat Moon», η οποία δημοσιεύτηκε στην Ελλάδα στο ΚΟΜΙΞ #32 του Φεβρουαρίου του 1991, με τίτλο «Το Ολόχρυσο Φεγγάρι». Πρόκειται για μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες με ήρωες τα παπιά του Ντίσνεϊ, κυρίως για το ηθικό της δίδαγμα.
Σε αυτήν την ιστορία, ο Σκρουτζ, ο Ντόναλντ και τα ανίψια του μαθαίνουν ότι υπάρχει ένα δεύτερο φεγγάρι πίσω από τη Σελήνη, το οποίο είναι φτιαγμένο από ατόφιο χρυσάφι. Και, φυσικά, ο Σκρουτζ θέλει να το αποκτήσει, όπως και καθετί πολύτιμο. Όταν, λοιπόν, φτάνουν στο φεγγάρι (το οποίο, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Σκρουτζ, κοστολογείται στα διακόσια εβδομήντα εφτά απιθανικομμύρια, εξακόσια έξι απιστευτικομμύρια, διακόσια ογδόντα οκτώ φανταστικομμύρια και κάτι ψιλά), ανακαλύπτουν ότι το χρυσό φεγγάρι κατοικείται από έναν εξωγήινο, και άρα του ανήκει. Ο εξωγήινος ήταν ο πιο πλούσιος κάτοικος της Αφροδίτης, μέχρι που αποφάσισε, όπως και ο Σκρουτζ, να κατακτήσει το φεγγάρι. Ωστόσο, το διαστημόπλοιο που τον άφησε εκεί έφυγε και δεν επέστρεψε ποτέ, με αποτέλεσμα να μείνει στο χρυσό φεγγάρι για 700 χρόνια!
Ο εξωγήινος προτείνει μια συμφωνία στα παπιά: Τους παραχωρεί την ιδιοκτησία του πλανήτη, με αντάλλαγμα…μια χούφτα χώμα! Η ανταλλαγή φαίνεται αρχικά αστεία: Ένας ολόκληρος χρυσός πλανήτης, σε αντάλλαγμα για μια χούφτα ταπεινό χώμα. Τα ανίψια του Ντόναλντ σχολιάζουν: «Φανταζόσουν ότι ο τύπος θα έκανε μια τόσο άνιση ανταλλαγή;» «Δεν θα είναι πολύ ξύπνιος».
Φυσικά, στο χρυσό φεγγάρι δεν υπάρχει χώμα, παρά μόνο ατόφιο χρυσάφι, όμως, για καλή τους τύχη, τα παπιά έχουν στο διαστημόπλοιο ένα κουτί γεμάτο με χώμα από τη Γη, το οποίο είχε φέρει ο Σκρουτζ, ώστε ο φοβητσιάρης Ντόναλντ να νιώθει ότι «πατάει γερά στη Γη». Έτσι, δίνουν μια χούφτα χώμα στον εξωγήινο και αποκτούν το χρυσό φεγγάρι. Τι κάνει, όμως, ο εξωγήινος με το χώμα; Το βάζει σε μία εντυπωσιακή κατασκευή, η οποία μετατρέπει το χώμα σε έναν ολόκληρο, ολοκαίνουργιο πλανήτη, ο οποίος τίθεται αμέσως σε τροχιά στο διάστημα. Φεύγοντας πάνω στον καινούργιο του πλανήτη, ο εξωγήινος λέει στα παπιά:
«Ήμουν τόσο φτωχός εδώ πέρα! Υπάρχουν μόνο άτομα χρυσού! Τι να τα κάνεις; Τώρα, όμως, έχω έναν κόσμο δικό μου! Έναν κόσμο με τροφή και νερό και ζωή! Και επιπλέον, ένα μέσο να γυρίσω στην πατρίδα!»
Κατόπιν αυτού, στα τελευταία πάνελς της ιστορίας, ο Σκρουτζ δηλώνει:
«Αυτός πήρε το χώμα κι εγώ πήρα το περίφημο ολόχρυσο φεγγάρι. Πεντακόσια μίλια πάχος. Ολοκάθαρο χρυσάφι! Τελικά…Στην οργή! Νομίζω ότι αυτός βγήκε κερδισμένος!»
Για μένα, το νόημα αυτής της ιστορίας είναι σαφές: Τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποιο διαφορετικό δίδαγμα. Κάποιοι άλλοι, όμως, μπορούν.
Δείτε, λοιπόν, την ερμηνεία της συγκεκριμένης ιστορίας από τους συγγραφείς του βιβλίου «Ντόναλντ, ο Απατεώνας». Δε θα κάνω κανένα σχόλιο, αυτά τα αφήνω σε σας – δεν έχει νόημα να σχολιάσω κάτι με το οποίο προφανώς διαφωνώ. Το θέμα είναι να αφήσω εσάς να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε ελεύθερα. Πάμε, λοιπόν:
(σελ. 101-102)
Ο Σκρουτζ αποκτά το φεγγάρι των εικοσιτεσσάρων καρατίων που «το χρυσάφι του είναι τόσο καθαρό, τόσο εύπλαστο, που μοιάζει με βούτυρο». Παρουσιάζεται όμως ο νόμιμος ιδιοκτήτης, ο Βικτόρ Ντ’Ορμπόρ, ένας κάτοικος της Αφροδίτης, «ο πιο πλούσιος κάτοικος της Αφροδότης», που ήρθε να πάρει πίσω αυτό το περιφερόμενο χρυσάφι και είναι πρόθυμος να το πουλήσει στο Σκρουτζ για μια φούχτα χώμα. «Ω, θα’ναι η καλύτερη συναλλαγή που έχει κάνει ποτέ στη ζωή του ο Σκρουτζ» φωνάζει ο Λιούη· και ο Ντιούη προσθέτει: «Αυτός ο κάτοικος της Αφροδίτης, θα πρέπει να είναι τρελός». Αλλά ο Βικτόρ Ντ’Ορμπόρ είναι ένας κακός απατεωνάκος με διακαή πόθο την επιστροφή στη φύση. Με τη μαγνητική έλξη του μεταμορφώνει αυτή τη χούφτα χώμα σε πλανήτη, με τις ηπείρους του, τους ωκεανούς του, τα δέντρα του. «Αντίο, κύριε! Σε αυτό το ολόχρυσο φεγγάρι ήμουν ο πιο φτωχός από όλους τους φτωχούς». Εξόριστος μακριά από την αθώα φύση, διψασμένος για λίγη βροχή και μερικά ηφαίστεια, ο Βικτόρ Ντ’Ορμπόρ απαρνιέται το χρυσάφι για να ξαναγυρίσει στη μητέρα γη, όπου αρκείται να ζήσει με τα ελάχιστα δυνατά μέσα («Τριφύλλι! Νιώθω σα να ξαναγεννιέμαι!»). «Τώρα έχω ένα δικό μου κόσμο, με ό,τι μου χρειάζεται, για να ζήσω απλά». Ο Σκρουτζ δεν του κλέβει το χρυσάφι του. Από τη μια έχει την ευγένεια να τον απαλλάξει από αυτό το διεφθαρμένο μέταλλο και να του διευκολύνει την επιστροφή του στην πρωτόγονη λιτότητα. ΑΠό την άλλη: «Χμ…διερωτώμαι αν έκανα μια έξυπνη εμπορική πράξη. Βέβαια, έχω το ολόχρυσο φεγγάρι, πάχους 8,5 χιλιομέτρων. Αλλά, παρ’όλα αυτά, νομίζω ότι εκείνος πήρε το καλύτερο κομμάτι». Τελικά, ο φτωχός προτρέπεται να γιορτάσει τη λιτή ζωή. Για μια ακόμη φορά βρισκόμαστε μπροστά στον παλιό αφορισμό: Οι φτωχοί ζουν δίχως προβλήματα. Τα πλούτη δημιουργούν ένα σωρό φροντίδες. Ας κλέψουμε τους φτωχούς, τους υπανάπτυκτους, χωρίς το παραμικρό συναίσθημα ενοχής!
(τα συμπεράσματα δικά σας…)