Όπως συνήθως, τα blogικά μου αντανακλαστικά λειτούργησαν άψογα: ήθελα εδώ και μέρες να γράψω κάτι ποδοσφαιρικό (ναι, καλά καταλάβατε, αν δεν προεξέχει τίποτα στην περιοχή κάτω από την κοιλιά σας μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε από τώρα), και τώρα που το αποφάσισα έχουν γίνει τόσα πολλά που δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Ναι, ξέρω ότι στην Ελλάδα και στον κόσμο συμβαίνουν πολύ σημαντικότερα πράγματα από την απόλυση του Ζίκο, αλλά έχω μια τρέλα με το ποδόσφαιρο, οπότε θα πρέπει να με ανεχτείτε.  Εγώ ανέχομαι τα δικά σας κολλήματα, άλλωστε.

Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, είναι πολύ μυστήριο άθλημα. Τόσο μέσα στο γήπεδο, όσο και απέξω.

Σε κάθε παιχνίδι αγωνίζονται έντεκα εναντίον έντεκα, δύο ομάδες με (θεωρητικά) ίσες πιθανότητες να κερδίσουν τον αντίπαλό τους. Το μόνο που έχει να κάνει μια ομάδα για να κερδίσει, είναι να παίξει καλύτερα από την άλλη. Είναι ένα είδος αθλητικού πολέμου: Έντεκα «πολεμιστές», υπό την καθοδήγηση ενός «στρατηγού», εφαρμόζουν τις δικές τους τακτικές, με σκοπό να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, που είναι επίσης έντεκα, καθοδηγούνται από έναν άλλο «στρατηγό» και εφαρμόζουν δικές τους τακτικές, με σκοπό να κερδίσουν αυτοί τη μάχη. Κανείς δεν μπορεί να είναι 100% σίγουρος πριν από ένα ματς ότι θα κερδίσει η μία ή η άλλη ομάδα, ή ότι θα λήξει ισόπαλο. Ακόμα κι αν οι «πολεμιστές» της μίας ομάδας είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι, ή πιο γυμνασμένοι, ή πιο «ψυχωμένοι», αυτό δε σημαίνει ότι η άλλη ομάδα είναι καταδικασμένη σε ήττα. Εξάλλου, και οι 22 «πολεμιστές» διαθέτουν ακριβώς τα ίδια όπλα: Τα δύο τους πόδια. Οι εκπλήξεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ποδοσφαίρου, και του δίνουν αυτήν την άγρια ομορφιά.

Ωστόσο, δεν αρέσουν σε όλους οι εκπλήξεις.

Στο post του Γιώργου για τον Ζίκο, μεταξύ άλλων σχολίασα:

«Οι ήττες είναι μέσα στο πρόγραμμα. Οι άνθρωποι δεν είναι αλάνθαστοι. Άμα δε σπάσεις αυγά ομελέτα δε γίνεται. Τρεις αυταπόδεικτες αλήθειες, που ακόμα δεν έχουμε μάθει…»

Δεν ξέρω γιατί, αλλά πολύ μου άρεσε αυτό που έγραψα (πιστέψτε με, δεν το λέω συχνά αυτό). Νομίζω ότι περιγράφει απόλυτα την εικόνα του Έλληνα οπαδού. Και οπωσδήποτε του οπαδού του Ολυμπιακού.

Αν υπάρχουν εκεί έξω φίλαθλοι του Ολυμπιακού, φίλαθλοι κανονικοί και όχι οπαδοί-πρόβατα, πρέπει να ντρέπονται. Εγώ, τουλάχιστον, ντρέπομαι. Αυτά που συμβαίνουν εδώ και χρόνια στον Ολυμπιακό με τους εκάστοτε προπονητές δεν είναι απλά αστεία, είναι εντελώς γελοία. Δείχνουν έλλειψη επαγγελματισμού, προχειρότητα και, το χειρότερο, ανηθικότητα.

Να θυμηθούμε μερικές περιπτώσεις; Τον Νοέμβριο του 2002, μετά την (πρώτη) απόλυση του Τάκη Λεμονή, προσελήφθη ο Σλοβένος Σρέτσκο Κάτανετς, που το προηγούμενο καλοκαίρι είχε οδηγήσει την Σλοβενία στο Μουντιάλ της Ν.Κορέας και της Ιαπωνίας. Δεν ήταν ακριβώς το μεγάλο όνομα που ήθελε ο κόσμος, αλλά σίγουρα δεν ήταν και κανένας τυχαίος.

Ο Κάτανετς απολύθηκε μόλις τρεις μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 2003. Γιατί; Επειδή έκανε το…έγκλημα να αναρωτηθεί γιατί οι οπαδοί και η διοίκηση του Ολυμπιακού έχουν τέτοια ψύχωση με το πρωτάθλημα. Επειδή, με άλλα λόγια, τόλμησε να δηλώσει ότι δεν μπορείς πάντα να κερδίζεις και υπάρχει και η ήττα στο ποδόσφαιρο. Ο Κάτανετς δεν έφυγε σαν αποτυχημένος – δεν πρόλαβε ο άνθρωπος να πετύχει ή να αποτύχει. Έφυγε επειδή θεωρήθηκε «εκτός κλίματος». Και η αλήθεια είναι ότι το κλίμα στον Ολυμπιακό δε σηκώνει κάτι τέτοιους νερόβραστους…

Αντικαταστάτης του Κάτανετς ήταν ο Όλεγκ Προτάσοφ. Πάλι δεν άρεσε στους οπαδούς, γιατί δεν ήταν το μεγάλο όνομα που περίμεναν, αλλά τουλάχιστον αυτόν τον ήξεραν και τον συμπαθούσαν. Ο Προτάσοφ δικαίωσε εν μέρει τη διοίκηση για την επιλογή της, κατακτώντας το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς. Αλλά επίσης συνέδεσε το όνομά του και με την χειρότερη ευρωπαϊκή βραδιά του Ολυμπιακού, την συντριβή από την Γιουβέντους με 7-0. Λίγο καιρό αργότερα, απολύθηκε.

Θα’λεγε κανείς ότι στον Ολυμπιακό θα μάθαιναν από τα λάθη τους. Αλλά θα ήταν λάθος. Γιατί ο «μεγάλος προπονητής» που περίμεναν οι οπαδοί ήταν…ο Αλέφαντος! Ένας άνθρωπος που έχει καταφέρει να απολυθεί από τις πιο απίστευτες ομάδες, που δεν έχει στεριώσει πουθενά και που καταστρώνει τακτικές με…κεφτέδες. Το προπονητικό αντίστοιχο της Έφης Θώδη. Αυτός θα οδηγούσε τον Ολυμπιακό ξανά στην κορυφή. Εντάξει, τελικά βγήκε δεύτερος. Και μετά, όταν απολύθηκε, έψαχνε τον Δούρο να του πει τον πόνο του.

Ακολούθησε ο άνθρωπος που επανίδρυσε τον Ολυμπιακό, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς. Ο οποίος ναι μεν είχε πάρει τρία πρωταθλήματα με τον Ολυμπιακό, αλλά ούτε αυτός άρεσε στους οπαδούς – και στον Ολυμπιακό, οι οπαδοί κάνουν κουμάντο. Κι έτσι, μπορεί ο Ολυμπιακός να άγγιξε την πρόκριση στη δεύτερη φάση του Champions League, μπορεί να κατέκτησε το Πρωτάθλημα και το Κύπελλο, αλλά ο Μπάγεβιτς αναγκάστηκε να φύγει. Αχαριστία; Δεν βρίσκω καλύτερη λέξη. Γαϊδουριά, ίσως;

Προσπερνάμε τον Τροντ Σόλιντ, που ήταν άλλη μια κακή επιλογή της διοίκησης, και να’τος πάλι μπροστά μας ο Σερ Τάκης Λεμονής. Στη δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό, τα πήγε μια χαρά: το 2007 πήρε το πρωτάθλημα, ενώ την επόμενη χρονιά οδήγησε την ομάδα στην πρώτη της εκτός έδρας νίκη στο Champions League, μετά από 11 χρόνια προσπάθειας (και μάλιστα μετά τις ζευγάρωσε και μας έστειλε όλους αδιάβαστους!). Επίσης, την οδήγησε στους 16 του Champions League, όπου αποκλείστηκε αξιοπρεπέστατα από την Τσέλσι. Αλλά στο πρωτάθλημα είχε κάνει κάποιες γκέλες ο Ολυμπιακός, και αυτές οι (ασήμαντες) γκέλες του στοίχισαν τη δουλειά του. Αντί να του πουν «ευχαριστώ», τον πέταξαν με τις κλωτσιές.

Ο αντικαταστάτης του, κάποιος Χοσέ Σεγκούρα, που δεν είχε καμία εμπειρία ως προπονητής (αλλά αυτό μάλλον δεν έχει και πολλή σημασία για να γίνει κανείς προπονητής στον Ολυμπιακό) κατέκτησε με τον Ολυμπιακό το νταμπλ. Και, για πρώτη φορά, στην φιέστα του Ολυμπιακού ακουγόντουσαν περισσότερο γιουχαϊσματα, παρά επευφημίες. Παγκόσμια πρωτοτυπία.

Ο Ερνέστο Βαλβέρδε ήταν ένας καλός προπονητής, με περγαμηνές από τη θητεία του στην Εσπανιόλ. Ξεκίνησε πολύ άσχημα, με τον αποκλεισμό από την Ανόρθωση, αλλά ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει, όταν η διοίκηση δεν του είχε κάνει καμία από τις μεταγραφές που είχε ζητήσει; Συνέχισε αρκετά καλύτερα, κατέκτησε το πρωτάθλημα, κατέκτησε και το Κύπελλο και…απολύθηκε!

Και φέτος; Προσελήφθη ο «δήμιος» της περασμένης χρονιάς, Τιμούρ Κετσπάγια. Οι οπαδοί ούρλιαζαν. Δεν τον ήθελαν ούτε για να κουρεύει το γκαζόν. Περίμεναν την πρώτη «γκέλα» για να τον φάνε. Αλλά έλα που το κάθαρμα πέρασε στο Champions League με 4 νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια και ξεκίνησε με νίκες και στο πρωτάθλημα! Όμως, να που η «στραβή» έγινε: Εντός έδρας ισοπαλία με την Καβάλα; ΑΠΟΛΥΕΣΤΕ, ΚΥΡΙΕ! Σα’ δεν ντρέπεστε! Πώς είπατε; Δεν κάνατε ούτε μία ήττα; Στ’αρχίδια μου ρε, εγώ είμαι η διοίκηση, ό,τι γουστάρω κάνω!

Και κάπως έτσι ήρθε στον Πειραιά ο Ζίκο (που θα αναθεματίζει την ώρα, οπωσδήποτε). Ήρθε σαν μεσσίας, ξεκίνησε με καλά αποτελέσματα…Και μετά έκανε δύο συνεχόμενες ήττες. Και ο «Μεσσίας» έγινε ξαφνικά εσταυρωμένος. Και, μετά από μία ισοπαλία με την Καβάλα (τι σατανική σύμπτωση!), απολύθηκε κι αυτός. Και δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να του πει «φιλαράκο, απολύεσαι». Το έμαθε από το Ίντερνετ! Τιμιότητα, ηθική, υπευθυνότητα.

Αυτή η σύντομη προπονητική ιστορία του Ολυμπιακού δείχνει ότι κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν να χάνουν. Δεν αποδέχονται την ήττα. Και θα κάνουν τα πάντα για να την αποφύγουν. Τα ΠΑΝΤΑ. Δεν καταλαβαίνουν ότι μπάλα είναι και γυρίζει. Πόρνη είναι και πηγαίνει με όποιον της γυαλίσει. Δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα. Και η δαιμονοποίηση ενός ανθρώπου απλά και μόνο επειδή έκανε μία ή δύο ήττες δείχνει μικροψυχία και ανωριμότητα.

Προσωπικά, ήμουν κατά της απομάκρυνσης του Ζίκο. Ναι, ήμουν ένας από αυτούς τους λίγους. Ο Ζϊκο δεν είναι κακός προπονητής. Απλώς, έχασε δύο συνεχόμενα παιχνίδια από δύο αξιόλογους αντιπάλους, και μετά έφερε μία ισοπαλία σε μια δύσκολη έδρα. Ποιο είναι το έγκλημά του; Ότι δεν κατάφερε να ικανοποιήσει την «ψύχωση» των οπαδών και της διοίκησης. Ότι δεν είναι ψυχωτικός.

Σκεφτείτε το λίγο. Αν διαβάζατε στις διεθνείς ειδήσεις ότι η Χ ομάδα προσέλαβε έναν άσημο προπονητή στην αρχή της χρονιάς, τον απέλυσε μετά από δύο μήνες χωρίς να κάνει ούτε μία ήττα, προσέλαβε έναν άλλο, πιο γνωστό, προπονητή και μετά από λίγους μήνες τον απέλυσε κι αυτόν, μόνο και μόνο επειδή έκανε 2-3 γκέλες, για να προσλάβει στη θέση του…τον βοηθό του, τι θα πιστεύατε γι’αυτήν την ομάδα; Ότι δεν έχει σχέδιο, ότι δεν έχει ώριμη και υπεύθυνη διοίκηση, ότι είναι τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Σωστά;

Κοινώς, ο Ολυμπιακός έγινε ρόμπα διεθνώς. Περισσότερο κι από τότε με την 7άρα από τη Γιουβέντους. Γιατί μία ήττα δεν είναι ντροπή. Μία ανήθικη συμπεριφορά, όμως, είναι. Μία ισοπαλία στην Καβάλα δεν είναι ξεφτίλα. Το να αφήνεις, όμως, τους οπαδούς να κάνουν κουμάντο στην ομάδα, είναι.

Πάνω-κάτω, παρόμοιες καταστάσεις θα βρει κανείς σε όλες τις ελληνικές ομάδες, ιδίως στις «μεγάλες». Η έλλειψη ποδοσφαιρικής (και όχι μόνο) παιδείας μας είναι προφανής.

Μα γιατί ασχολούμαι ακόμα με το ελληνικό ποδόσφαιρο;;;


Νομίζω ότι συνήλθα κάπως από το χτεσινό. Όχι τελείως, όχι ακόμα. Δε χορταίνω να βλέπω τις φάσεις ξανά και ξανά στην τηλεόραση, και στο μυαλό μου γυρίζουν ακόμα οι στιγμές που έζησα στη διαδικασία των πέναλτι.

Αλλά νομίζω ότι πρέπει να γράψω κάτι γι’αυτό το ματς. Αν όχι για να το διαβάσετε εσείς, τότε θα γράψω για να το διαβάζω εγώ και να θυμάμαι αυτό το παιχνίδι. Αν και οι μνήμες από αυτό το ματς δε θα με εγκαταλείψουν ποτέ. Μπορεί μετά από 20 χρόνια να μη θυμόμαστε ποιος έβαλε το δεύτερο γκολ του Ολυμπιακο ή ποιος παίκτης της ΑΕΚ αποβλήθηκε. Μπορεί να μη θυμόμαστε πόσα πέναλτι εκτελέστηκαν ή ποιος πέτυχε το νικητήριο πέναλτι. Μπορεί να μη θυμόμαστε καν ποιος κέρδισε τελικά, γιατί αυτό χθες είχε τη λιγότερη σημασία. Αλλά σίγουρα θα θυμόμαστε τον χθεσινό τελικό σαν ένα από τα καλύτερα παιχνίδια όλων των εποχών.

Για να πω την αλήθεια, δε σκόπευα καν να δω τον χθεσινό τελικό. Μετά από ένα τόσο απογοητευτικό πρωτάθλημα, από το οποίο δεν αξίζει κανείς να θυμάται τίποτα, ποιος να ενδιαφερθεί για τον τελικό του υποβαθμισμένου και αδιάφορου Κυπέλλου; Και ειδικά όταν την ίδια ώρα στη Μαδρίτη γινόταν το (θεωρητικά) «ντέρμπι» τίτλου μεταξύ Ρεάλ και Μπαρτσελόνα;

Αλλά όταν πριν τη συμπλήρωση του πρώτου δεκαλέπτου το σκορ είναι ήδη 2-0, τότε υπάρχουν σοβαρές προοπτικές για ένα ενδιαφέρον ματς. Γιατί η ομάδα που βρίσκεται πίσω στο σκορ λογικά θα ανοιχτεί, με αποτέλεσμα είτε να ισοφαρίσει, είτε να φάει άλλα 3-4 γκολ.»Λογικά», είπα. Γιατί ο Ολυμπιακός χθες στο πρώτο ημίχρονο έκανε μόλις ένα σουτ – κι αυτό το έκανε ο Λέτο, από τους χειρότερους του αγώνα.

Το δεύτερο ημίχρονο ήταν εντελώς διαφορετικό. Ο Ντάρμπισιρ άλλαξε την εικόνα του Ολυμπιακού, ενώ παρέσυρε και τους συμπαίκτες του σε μία πολύ καλύτερη εμφάνιση. Το γκολ που πέτυχε ήταν καθοριστικό, γιατί μπήκε νωρίς, στο 48′. Έκανε και τους παίκτες του Ολυμπιακού να πιστέψουν ότι το ματς μπορούσε να γυρίσει. Και το σημαντικότερο, έκανε τους παίκτες της ΑΕΚ να φοβούνται ότι το ματς μπορούσε να γυρίσει.

Το γκολ του Ντουντού ήταν τυχερό, αλλά πολύτιμο. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν ο τρόπος που πανηγύρισε, λες και από μικρός κοιμόταν με την αφίσα του Αναστόπουλου πάνω από το κρεβάτι του. Πότε πρόλαβε και έγινε «γαύρος»;

Αλλά το ματς δεν είχε τελειώσει. Για την ακρίβεια, δεν είχαμε δει τίποτα ακόμα. Με μια φοβερή ενέργεια του Σκόκο, η ΑΕΚ στο 90′ κάνει το 3-2. Σε μια τέτοια περίπτωση, 99 στα 100 παιχνίδια θα έληγαν 3-2. Αλλά αυτό το παιχνίδι έμελλε να είναι το 1 στα 100, και λίγα λέω – αλλιώς δε θα καθόμουν να ασχοληθώ τόσο πολύ μαζί του.

Ο Ντάρμπισιρ, αν και τραυματίας, στο τελευταίο λεπτό των καθυστερήσεων ισοφαρίζει (φυσικά με κεφαλιά). Στέλνει το ματς στην παράταση, αντιστρέφει εντελώς την ψυχολογία και γενικά τινάζει τα πάντα στον αέρα.

Αλλά το παιχνίδι έχει μέλλον ακόμα. Στο 102′ ο Γκαλέτι κάνει το 4-3 και πανηγυρίζει έξαλλα το γκολ του. Μόνο που αυτή η εξαλλοσύνη του κοστίζει μια δεύτερη κίτρινη κάρτα, αν και αυτός προφανώς δε θυμόταν ότι είχε δει και πρώτη, αφού όταν του την έδειξε ο Κάκος είχε γυρισμένη την πλάτη. Ήταν κάτι σαν ιδανικός αυτόχειρας: Πέτυχε ένα πολύτιμο γκολ και μετά «αυτοκτόνησε» με την ενέργειά του. Αλλά εμένα μου άρεσε ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε. Και περιμένω πότε θα καταργηθεί αυτός ο ηλίθιος κανονισμός που απαγορεύει σε έναν παίκτη να βγάλει τη φανέλα του. Σιγά το έγκλημα ρε φίλε! Πανηγυρίζει ο άνθρωπος!

Και ενώ το γήπεδο έχει ήδη αρχίσει να γέρνει προς τη μεριά του Νικοπολίδη, έρχεται και το δεύτερο χτύπημα: Ο Αβραάμ κατεδαφίζει τον Καφέ και βλέπει κι αυτός δεύτερη κίτρινη κάρτα. Ο Ολυμπιακός μένει με 9! Κάτι σαν εκδίκηση για τον επαναληπτικό με τον ΠΑΟΚ, όταν ο Δικέφαλος του Βορρά είχε μείνει με 9 παίκτες (και ο Ολυμπιακός είδε κι έπαθε για να τους καταβάλει). Τώρα, ο άλλος Δικέφαλος είχε την ευκαιρία να πάρει το ματς.

Με το ξεκίνημα του δεύτερου μέρους της παράτασης, ο Σκόκο κάνει το 4-4 με ένα περίεργο σουτ, που έστειλε αδιάβαστο τον Νικοπολίδη. Από εκεί και πέρα, η ΑΕΚ προσπαθεί να πάρει το παιχνίδι, όμως ο Ολυμπιακός «ταμπουρώνεται» πίσω για να στείλει το ματς στα πέναλτι. Και τελικά το καταφέρνει, χωρίς μάλιστα να κινδυνέψει ιδιαίτερα.

Η διαδικασία των πέναλτι είναι πάντα ψυχοφθόρος και πάντα άδικη. Όμως χθες ήταν πιο ψυχοφθόρος και πιο άδικη από οποιαδήποτε άλλη έχω δει ποτέ. Σχεδόν όλοι οι παίκτες ευστόχησαν σε ένα τουλάχιστον πέναλτι, οι τερματοφύλακες αρκετές φορές έπεσαν στη σωστή γωνία, αλλά δεν μπόρεσαν να αποκρούσουν, κανένα πέναλτι δεν έφυγε άουτ. Ήταν σαν ένα μήνυμα από τον Θεό του Ποδοσφαίρου, που φώναζε: «Κόψτε το κύπελλο στη μέση! Κανείς δεν αξίζει να το χάσει!». Αλλά δεν εισακούστηκε. Και, αφού δεν εισακούστηκε, αποφάσισε να δώσει στον Αντώνη Νικοπολίδη τον ρόλο του εκτελεστή. Κι έτσι, το Κύπελλο κατέληξε στον Πειραιά.

Άλλα highlights του αγώνα:

– Η αποβολή του Κυργιάκου για άσεμνη χειρονομία προς τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Εντάξει, προκλήθηκε (άλλωστε είναι γνωστή η «αγάπη» που τρέφουν στο πρόσωπό του οι οπαδοί του Ολυμπιακού), αλλά και πάλι δε δικαιολογείται.

– Η αγκωνιά του Ντιόγκο στον Κυργιάκο στο πρώτο ημίχρονο, που πέρασε απαρατήρητη. Κωλόπαιδο ο Κυργιάκος, αλλά κωλόπαιδο κι ο Ντιόγκο. Να τα λέμε όλα.

– Το χαμένο πέναλτι του Τζόρτζεβιτς, που θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο για τον Ολυμπιακό. Φαντάζεστε από δικό του λάθος να έχανε ο Ολυμπιακός το Κύπελλο στην τελευταία του επίσημη εμφάνιση;

– Η απόφαση του Νικοπολίδη να χτυπήσει αυτός το πέναλτι αντί του Άντζα, που ήταν φανερό ότι δεν το’χε. Αν δεν είχε συμβεί αυτό, πιθανότατα το Κύπελλο θα είχε πάει στην ΑΕΚ.

– Η εντυπωσιακή εμφάνιση της αργεντίνικης τριπλέτας της ΑΕΚ, Σκόκο, Μπλάνκο και Σάχα. Αλήθεια, ο Τζιμπούρ (με εξαίρεση τη φάση του πρώτου γκολ) πού ήταν;

– Η διαιτησία του Κάκου που, αν και δεν ήταν τέλεια, δεν επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα και ήταν δίκαια.

Αυτός, λοιπόν, ήταν ο χθεσινός τελικός. Ελπίζω να μην τον ξεχάσουμε ποτέ. Εμένα, πάντως, θα μου μείνει αξέχαστος…

Υ.Γ.: Καλή επιτυχία στον Παναθηναϊκό!


(σε αναγκαστική αφωνία μέχρι να συνέλθω από το απίστευτο ματς που μόλις τελείωσε. Δεν υπόσχομαι ότι αυτό θα συμβεί σύντομα. Τι ματς ήταν αυτό;;;)


Πάλι έμεινε χωρίς προπονητή ο Ολυμπιακός στο ποδόσφαιρο. Καθόλου παράξενο – καλύτερα να κάθεσαι σε ηλεκτρική καρέκλα παρά στην καρέκλα του προπονητή στο Λιμάνι. Ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού, Χοσέ Σεγκούρα, είναι μια πρόχειρη λύση μέχρι να έρθει ο κανονικός προπονητής το καλοκαίρι. Η διοίκηση της ομάδας έχει ήδη υπόψη αρκετούς τεχνικούς, αλλά μόνο ένας θα έχει την τιμή (και την ατυχία) να πάρει το χρίσμα. Ήδη, έχουν ακουστεί πολλά ονόματα, που συγκεντρώνουν αρκετές πιθανότητες να διαδεχθούν τον Τάκη Λεμονή στον πάγκο του Ολυμπιακού. Και σας παρουσιάζω τους επικρατέστερους και τα επιτεύγματά τους ως τώρα:

Roberto Cangurra (Ρομπέρτο Κάγκουρα)

Πρόκειται για έναν Ιταλό προπονητή με αμέτρητες επιτυχίες στο ενεργητικό του. Χαρακτηριστικό είναι ότι έχει κατακτήσει 17 φορές το Champions League με 17 διαφορετικές ομάδες, μεταξύ των οποίων η Κιντερμίνστερ, η Μπρομαποϊκάρνα και ο Θρασύβουλος. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά τα κατορθώματα τα έχει πετύχει στο Football Manager, ενώ έχει να πατήσει σε γήπεδο από το 1971. Αλλά και πάλι, όπως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν, η απειρία του δεν είναι σίγουρο ότι θα εμποδίσει τον Πρόεδρο του Ολυμπιακό να τον προσλάβει.

Alvaro Jamurri (Αλβάρο Χαμούρι)

Ξακουστός σε όλη την Ισπανία για τα κατορθώματά του (στο τάβλι), ο κ. Χαμούρι φαίνεται ιδανική επιλογή για τον πάγκο του Ολυμπιακού. Έχει ευρωπαϊκή εμπειρία (κέρδισε πριν από 5 χρόνια σε έναν ραδιοφωνικό διαγωνισμό ένα εισιτήριο για τον αγώνα Γκενκ-Ντεπορτίβο), έχει κατακτήσει πρωταθλήματα [τρεις φορές πρωταθλητής στην 4η κατηγορία της Ισπανίας με τις Llatompucho (Γιατομπούτσο), Jalimavro (Χαλιμάβρο) και Llatambaza (Γιαταμπάζα)], ενώ υιοθετεί ένα άκρως επιθετικό και θεαματικό σύστημα (παίζει το σύστημα 2-2-6, που υπόσχεται πολλά γκολ – και για τις δύο ομάδες). Ακριβώς αυτό που χρειάζεται ο Ολυμπιακός.

Jaime Rojala (Χάιμε Ροχάλα)

Ο κ. Ροχάλα έχει ένα και μοναδικό πλεονέκτημα: Είναι Αργεντίνος, και αυτό αρκεί για να αγαπηθεί παράφορα από τους οπαδούς του Ολυμπιακού. Κατά τ’άλλα, αρκεί να σημειωθεί ότι ο Ροχάλα είναι ο άνθρωπος που πρότεινε στους ερυθρόλευκους τον γίγαντα Ροντρίγο Αρτσούμπι, τον «Γύπα» Γκαμπριέλ Άλβες και τον αξεπέραστο Λεοζίνιο. Αλλά σημασία έχει ότι είναι Αργεντίνος, άρα ξέρει μπάλα, άρα θα φέρει πρωτάθλημα, άρα άμα δεν πάρει το Champions League θα απολυθεί επιτόπου.

Ngatonga Dzamba (Νγκατόνγκα Τζάμπα)

Ένα από τα ανερχόμενα αστέρια της προπονητικής στην Αφρική. Συγκεκριμένα, κατάγεται από την Ουγκάντα. Λέγεται πως είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε και ξεχώρισε το αστείρευτο ταλέντο του Φέλιξ Αμποάγκουε, του Μάρκο Νε και του Αρούνα Μπαμπαγκίντα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του ως σήμερα είναι ότι σε ένα παιχνίδι πρωταθλήματος κόντρα στην πρωταθλήτρια Ουγκάντας, την Ουγκαμπούγκα Ρέιντζερς, κατάφερε να συμπληρώσει μια ενδεκάδα. Δεν έχει σημασία που η ομάδα του, η Ακουμπακούλα Ταμπαούλα, έχασε σε εκείνο το ματς με 27-0. Σημασία έχει ότι οι οικονομικές απαιτήσεις του κ. Τζάμπα δεν είναι υπερβολικές. Συγκεκριμένα, δέχεται να δουλέψει για δύο χάμπουργκερ τη μέρα, αν και η διοίκηση του Ολυμπιακού αντιπροτείνει ένα χάμπουργκερ και μία πατάτες. Αν ξεπεραστεί αυτό το διαδικαστικό θέμα, ο Νγκατόνγκα Τζάμπα μπορεί να είναι ο επόμενος προπονητής των ερυθρολεύκων.

Jurgen Miesen (Γίργκεν Μίζεν)

Ακολουθώντας το παράδειγμα της Εθνικής Ελλάδος, η διοίκηση του Ολυμπιακού εξετάζει το ενδεχόμενο της πρόσληψης ενός Γερμανού προπονητή, που θα φέρει την απαραίτητη πειθαρχία στην ομάδα, κάτι που παραδοσιακά λείπει από τον Ολυμπιακό. Βέβαια, ο κ. Μίζεν δεν έχει δουλέψει ποτέ ως προπονητής. Για την ακρίβεια, δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του, αφού είναι ανώτατο διευθυντικό στέλεχος της Siemens και στενός φίλος του Σωκράτη Κόκκαλη. Αυτό το τελευταίο αρκεί για να βαφτιστεί «ο κορυφαίος Γερμανός προπονητής της τελευταίας χιλιετίας» και να αγαπηθεί ακαριαία από τους οπαδούς της ομάδας, πριν φύγει κακήν-κακώς στην 3η αγωνιστική, μετά το 0-4 από την Καλαμαριά μέσα στο Καραϊσκάκη.

Dejan Sapakovic (Ντέγιαν Σαπάκοβιτς)

Παλιά δόξα του Γιουγκοσλκαβικού ποδοσφαίρου, επί χρόνια ποδοσφαιριστής της Παρτουζάν Βελιγραδίου. Χωρίς προπονητική εμπειρία, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για να μάθει – και μάλιστα σε ένα μεγάλο σχολείο προπονητικής, όπως ο Ολυμπιακός. Επιπλέον, ακούγεται ότι ο Σαπάκοβιτς αποτελεί προσωπική επιλογή του Ίλια Ίβιτς, με τον οποίο ο Σέρβος τεχνικός έχει δηλώσει πως καθόντουσαν στο ίδιο θρανίο στο Γυμνάσιο και ζωγράφιζαν πούτσες στα καθίσματα των άλλων θρανίων για να πειράξουν τα κορίτσια. Και, ως γνωστόν, ο Ίλια φροντίζει πολύ τους φίλους του (και απομακρύνει τους εχθρούς του, φυσικά)…