Όπως συνήθως, τα blogικά μου αντανακλαστικά λειτούργησαν άψογα: ήθελα εδώ και μέρες να γράψω κάτι ποδοσφαιρικό (ναι, καλά καταλάβατε, αν δεν προεξέχει τίποτα στην περιοχή κάτω από την κοιλιά σας μπορείτε να σταματήσετε να διαβάζετε από τώρα), και τώρα που το αποφάσισα έχουν γίνει τόσα πολλά που δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω. Ναι, ξέρω ότι στην Ελλάδα και στον κόσμο συμβαίνουν πολύ σημαντικότερα πράγματα από την απόλυση του Ζίκο, αλλά έχω μια τρέλα με το ποδόσφαιρο, οπότε θα πρέπει να με ανεχτείτε. Εγώ ανέχομαι τα δικά σας κολλήματα, άλλωστε.
Το ποδόσφαιρο, λοιπόν, είναι πολύ μυστήριο άθλημα. Τόσο μέσα στο γήπεδο, όσο και απέξω.
Σε κάθε παιχνίδι αγωνίζονται έντεκα εναντίον έντεκα, δύο ομάδες με (θεωρητικά) ίσες πιθανότητες να κερδίσουν τον αντίπαλό τους. Το μόνο που έχει να κάνει μια ομάδα για να κερδίσει, είναι να παίξει καλύτερα από την άλλη. Είναι ένα είδος αθλητικού πολέμου: Έντεκα «πολεμιστές», υπό την καθοδήγηση ενός «στρατηγού», εφαρμόζουν τις δικές τους τακτικές, με σκοπό να εξοντώσουν τους αντιπάλους τους, που είναι επίσης έντεκα, καθοδηγούνται από έναν άλλο «στρατηγό» και εφαρμόζουν δικές τους τακτικές, με σκοπό να κερδίσουν αυτοί τη μάχη. Κανείς δεν μπορεί να είναι 100% σίγουρος πριν από ένα ματς ότι θα κερδίσει η μία ή η άλλη ομάδα, ή ότι θα λήξει ισόπαλο. Ακόμα κι αν οι «πολεμιστές» της μίας ομάδας είναι καλύτερα εκπαιδευμένοι, ή πιο γυμνασμένοι, ή πιο «ψυχωμένοι», αυτό δε σημαίνει ότι η άλλη ομάδα είναι καταδικασμένη σε ήττα. Εξάλλου, και οι 22 «πολεμιστές» διαθέτουν ακριβώς τα ίδια όπλα: Τα δύο τους πόδια. Οι εκπλήξεις είναι αναπόσπαστο κομμάτι του ποδοσφαίρου, και του δίνουν αυτήν την άγρια ομορφιά.
Ωστόσο, δεν αρέσουν σε όλους οι εκπλήξεις.
Στο post του Γιώργου για τον Ζίκο, μεταξύ άλλων σχολίασα:
«Οι ήττες είναι μέσα στο πρόγραμμα. Οι άνθρωποι δεν είναι αλάνθαστοι. Άμα δε σπάσεις αυγά ομελέτα δε γίνεται. Τρεις αυταπόδεικτες αλήθειες, που ακόμα δεν έχουμε μάθει…»
Δεν ξέρω γιατί, αλλά πολύ μου άρεσε αυτό που έγραψα (πιστέψτε με, δεν το λέω συχνά αυτό). Νομίζω ότι περιγράφει απόλυτα την εικόνα του Έλληνα οπαδού. Και οπωσδήποτε του οπαδού του Ολυμπιακού.
Αν υπάρχουν εκεί έξω φίλαθλοι του Ολυμπιακού, φίλαθλοι κανονικοί και όχι οπαδοί-πρόβατα, πρέπει να ντρέπονται. Εγώ, τουλάχιστον, ντρέπομαι. Αυτά που συμβαίνουν εδώ και χρόνια στον Ολυμπιακό με τους εκάστοτε προπονητές δεν είναι απλά αστεία, είναι εντελώς γελοία. Δείχνουν έλλειψη επαγγελματισμού, προχειρότητα και, το χειρότερο, ανηθικότητα.
Να θυμηθούμε μερικές περιπτώσεις; Τον Νοέμβριο του 2002, μετά την (πρώτη) απόλυση του Τάκη Λεμονή, προσελήφθη ο Σλοβένος Σρέτσκο Κάτανετς, που το προηγούμενο καλοκαίρι είχε οδηγήσει την Σλοβενία στο Μουντιάλ της Ν.Κορέας και της Ιαπωνίας. Δεν ήταν ακριβώς το μεγάλο όνομα που ήθελε ο κόσμος, αλλά σίγουρα δεν ήταν και κανένας τυχαίος.
Ο Κάτανετς απολύθηκε μόλις τρεις μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 2003. Γιατί; Επειδή έκανε το…έγκλημα να αναρωτηθεί γιατί οι οπαδοί και η διοίκηση του Ολυμπιακού έχουν τέτοια ψύχωση με το πρωτάθλημα. Επειδή, με άλλα λόγια, τόλμησε να δηλώσει ότι δεν μπορείς πάντα να κερδίζεις και υπάρχει και η ήττα στο ποδόσφαιρο. Ο Κάτανετς δεν έφυγε σαν αποτυχημένος – δεν πρόλαβε ο άνθρωπος να πετύχει ή να αποτύχει. Έφυγε επειδή θεωρήθηκε «εκτός κλίματος». Και η αλήθεια είναι ότι το κλίμα στον Ολυμπιακό δε σηκώνει κάτι τέτοιους νερόβραστους…
Αντικαταστάτης του Κάτανετς ήταν ο Όλεγκ Προτάσοφ. Πάλι δεν άρεσε στους οπαδούς, γιατί δεν ήταν το μεγάλο όνομα που περίμεναν, αλλά τουλάχιστον αυτόν τον ήξεραν και τον συμπαθούσαν. Ο Προτάσοφ δικαίωσε εν μέρει τη διοίκηση για την επιλογή της, κατακτώντας το πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς. Αλλά επίσης συνέδεσε το όνομά του και με την χειρότερη ευρωπαϊκή βραδιά του Ολυμπιακού, την συντριβή από την Γιουβέντους με 7-0. Λίγο καιρό αργότερα, απολύθηκε.
Θα’λεγε κανείς ότι στον Ολυμπιακό θα μάθαιναν από τα λάθη τους. Αλλά θα ήταν λάθος. Γιατί ο «μεγάλος προπονητής» που περίμεναν οι οπαδοί ήταν…ο Αλέφαντος! Ένας άνθρωπος που έχει καταφέρει να απολυθεί από τις πιο απίστευτες ομάδες, που δεν έχει στεριώσει πουθενά και που καταστρώνει τακτικές με…κεφτέδες. Το προπονητικό αντίστοιχο της Έφης Θώδη. Αυτός θα οδηγούσε τον Ολυμπιακό ξανά στην κορυφή. Εντάξει, τελικά βγήκε δεύτερος. Και μετά, όταν απολύθηκε, έψαχνε τον Δούρο να του πει τον πόνο του.
Ακολούθησε ο άνθρωπος που επανίδρυσε τον Ολυμπιακό, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς. Ο οποίος ναι μεν είχε πάρει τρία πρωταθλήματα με τον Ολυμπιακό, αλλά ούτε αυτός άρεσε στους οπαδούς – και στον Ολυμπιακό, οι οπαδοί κάνουν κουμάντο. Κι έτσι, μπορεί ο Ολυμπιακός να άγγιξε την πρόκριση στη δεύτερη φάση του Champions League, μπορεί να κατέκτησε το Πρωτάθλημα και το Κύπελλο, αλλά ο Μπάγεβιτς αναγκάστηκε να φύγει. Αχαριστία; Δεν βρίσκω καλύτερη λέξη. Γαϊδουριά, ίσως;
Προσπερνάμε τον Τροντ Σόλιντ, που ήταν άλλη μια κακή επιλογή της διοίκησης, και να’τος πάλι μπροστά μας ο Σερ Τάκης Λεμονής. Στη δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό, τα πήγε μια χαρά: το 2007 πήρε το πρωτάθλημα, ενώ την επόμενη χρονιά οδήγησε την ομάδα στην πρώτη της εκτός έδρας νίκη στο Champions League, μετά από 11 χρόνια προσπάθειας (και μάλιστα μετά τις ζευγάρωσε και μας έστειλε όλους αδιάβαστους!). Επίσης, την οδήγησε στους 16 του Champions League, όπου αποκλείστηκε αξιοπρεπέστατα από την Τσέλσι. Αλλά στο πρωτάθλημα είχε κάνει κάποιες γκέλες ο Ολυμπιακός, και αυτές οι (ασήμαντες) γκέλες του στοίχισαν τη δουλειά του. Αντί να του πουν «ευχαριστώ», τον πέταξαν με τις κλωτσιές.
Ο αντικαταστάτης του, κάποιος Χοσέ Σεγκούρα, που δεν είχε καμία εμπειρία ως προπονητής (αλλά αυτό μάλλον δεν έχει και πολλή σημασία για να γίνει κανείς προπονητής στον Ολυμπιακό) κατέκτησε με τον Ολυμπιακό το νταμπλ. Και, για πρώτη φορά, στην φιέστα του Ολυμπιακού ακουγόντουσαν περισσότερο γιουχαϊσματα, παρά επευφημίες. Παγκόσμια πρωτοτυπία.
Ο Ερνέστο Βαλβέρδε ήταν ένας καλός προπονητής, με περγαμηνές από τη θητεία του στην Εσπανιόλ. Ξεκίνησε πολύ άσχημα, με τον αποκλεισμό από την Ανόρθωση, αλλά ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει, όταν η διοίκηση δεν του είχε κάνει καμία από τις μεταγραφές που είχε ζητήσει; Συνέχισε αρκετά καλύτερα, κατέκτησε το πρωτάθλημα, κατέκτησε και το Κύπελλο και…απολύθηκε!
Και φέτος; Προσελήφθη ο «δήμιος» της περασμένης χρονιάς, Τιμούρ Κετσπάγια. Οι οπαδοί ούρλιαζαν. Δεν τον ήθελαν ούτε για να κουρεύει το γκαζόν. Περίμεναν την πρώτη «γκέλα» για να τον φάνε. Αλλά έλα που το κάθαρμα πέρασε στο Champions League με 4 νίκες σε ισάριθμα παιχνίδια και ξεκίνησε με νίκες και στο πρωτάθλημα! Όμως, να που η «στραβή» έγινε: Εντός έδρας ισοπαλία με την Καβάλα; ΑΠΟΛΥΕΣΤΕ, ΚΥΡΙΕ! Σα’ δεν ντρέπεστε! Πώς είπατε; Δεν κάνατε ούτε μία ήττα; Στ’αρχίδια μου ρε, εγώ είμαι η διοίκηση, ό,τι γουστάρω κάνω!
Και κάπως έτσι ήρθε στον Πειραιά ο Ζίκο (που θα αναθεματίζει την ώρα, οπωσδήποτε). Ήρθε σαν μεσσίας, ξεκίνησε με καλά αποτελέσματα…Και μετά έκανε δύο συνεχόμενες ήττες. Και ο «Μεσσίας» έγινε ξαφνικά εσταυρωμένος. Και, μετά από μία ισοπαλία με την Καβάλα (τι σατανική σύμπτωση!), απολύθηκε κι αυτός. Και δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να του πει «φιλαράκο, απολύεσαι». Το έμαθε από το Ίντερνετ! Τιμιότητα, ηθική, υπευθυνότητα.
Αυτή η σύντομη προπονητική ιστορία του Ολυμπιακού δείχνει ότι κάποιοι άνθρωποι δεν ξέρουν να χάνουν. Δεν αποδέχονται την ήττα. Και θα κάνουν τα πάντα για να την αποφύγουν. Τα ΠΑΝΤΑ. Δεν καταλαβαίνουν ότι μπάλα είναι και γυρίζει. Πόρνη είναι και πηγαίνει με όποιον της γυαλίσει. Δεν μπορείς να κερδίζεις πάντα. Και η δαιμονοποίηση ενός ανθρώπου απλά και μόνο επειδή έκανε μία ή δύο ήττες δείχνει μικροψυχία και ανωριμότητα.
Προσωπικά, ήμουν κατά της απομάκρυνσης του Ζίκο. Ναι, ήμουν ένας από αυτούς τους λίγους. Ο Ζϊκο δεν είναι κακός προπονητής. Απλώς, έχασε δύο συνεχόμενα παιχνίδια από δύο αξιόλογους αντιπάλους, και μετά έφερε μία ισοπαλία σε μια δύσκολη έδρα. Ποιο είναι το έγκλημά του; Ότι δεν κατάφερε να ικανοποιήσει την «ψύχωση» των οπαδών και της διοίκησης. Ότι δεν είναι ψυχωτικός.
Σκεφτείτε το λίγο. Αν διαβάζατε στις διεθνείς ειδήσεις ότι η Χ ομάδα προσέλαβε έναν άσημο προπονητή στην αρχή της χρονιάς, τον απέλυσε μετά από δύο μήνες χωρίς να κάνει ούτε μία ήττα, προσέλαβε έναν άλλο, πιο γνωστό, προπονητή και μετά από λίγους μήνες τον απέλυσε κι αυτόν, μόνο και μόνο επειδή έκανε 2-3 γκέλες, για να προσλάβει στη θέση του…τον βοηθό του, τι θα πιστεύατε γι’αυτήν την ομάδα; Ότι δεν έχει σχέδιο, ότι δεν έχει ώριμη και υπεύθυνη διοίκηση, ότι είναι τρεις λαλούν και δυο χορεύουν. Σωστά;
Κοινώς, ο Ολυμπιακός έγινε ρόμπα διεθνώς. Περισσότερο κι από τότε με την 7άρα από τη Γιουβέντους. Γιατί μία ήττα δεν είναι ντροπή. Μία ανήθικη συμπεριφορά, όμως, είναι. Μία ισοπαλία στην Καβάλα δεν είναι ξεφτίλα. Το να αφήνεις, όμως, τους οπαδούς να κάνουν κουμάντο στην ομάδα, είναι.
Πάνω-κάτω, παρόμοιες καταστάσεις θα βρει κανείς σε όλες τις ελληνικές ομάδες, ιδίως στις «μεγάλες». Η έλλειψη ποδοσφαιρικής (και όχι μόνο) παιδείας μας είναι προφανής.
Μα γιατί ασχολούμαι ακόμα με το ελληνικό ποδόσφαιρο;;;