Αύγουστος 2010



Αγαπητό ημερολόγιο,

βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σου ανακοινώσω ότι οι προσευχές σου δεν εισακούστηκαν. Δεν με απήγαγαν εξωγήινοι για να με υποβάλλουν σε ακατονόμαστα βασανιστήρια, δεν βρήκα τραγικό θάνατο σκουντουφλώντας στην άκρη της μπανιέρας, δεν έπαθα ηλίαση εξαιτίας του καύσωνα, δεν άνοιξε η γη να με καταπιεί (αλλά και να το έκανε, θα με έφτυνε αμέσως – όλο λίπος είμαι). Άλλος ήταν ο λόγος που πέρασε μία ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να έχεις νέα μου: Μίνι διακοπές!

Ναι, το ξέρω ότι σου είχα πει πως δεν θα έκανα καθόλου διακοπές φέτος. Αλλά όταν η Δ. μου πρότεινε να πάμε για μία εβδομάδα στο εξοχικό της, στο μαγευτικό Πόρτο Ράφτη, θα ήμουν μάλλον ηλίθιος αν απαντούσα αρνητικά. Έτσι, άφησα πίσω τον πολιτισμό (λεξικό Stranger – Πολιτισμός (ο), ουσ.: το ασύρματο Ίντερνετ στο σπίτι μου) και έμεινα για μία εβδομάδα σε ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα, αποφασισμένος να φορτίσω τις ήδη φορτισμένες μπαταρίες μου και να πάρω επιπλέον δυνάμεις για τον δύσκολο χειμώνα που έρχεται. Έτσι, επιστρέφω δριμύτερος, βαρύτερος και οπωσδήποτε όχι πλουσιότερος.

(έλα τώρα, μη γκρινιάζεις. Δεν μπορούσα να σε πάρω κι εσένα μαζί μου, σου λέω. Δε χώραγες στη βαλίτσα. Έπιανε πολύ χώρο το Scrabble. Άμα ήξερα ότι δε θα παίζαμε καθόλου Scrabble με την Δ. θα σου έλεγα να έρθεις στη θέση του. Την επόμενη φορά θα σε πάρω, εντάξει; Πάψε να γκρινιάζεις τώρα. Την γκρίνια εδώ μέσα την έχω μονοπώλιο.)

Πρώτα απ’όλα, έχω μια ένσταση για το όνομα του Πόρτο Ράφτη. «Πόρτο Ράφτη»; Seriously; Ποιος το σκέφτηκε αυτό το όνομα, ο ίδιος που σκέφτηκε το «Οινόφυτα»; Τα περισσότερα     παραθαλάσσια μέρη έχουν πολύ πιο πιασάρικες ονομασίες: Puerto Rico («Πλούσιο Λιμάνι»), Costa Rica («Πλούσια Ακτή»), Cote d’Azure («Γαλάζια Ακτή»), Porto Alegre («Χαρούμενο Λιμάνι») κλπ. Πώς να έρθει ο τουρίστας να κάνει μπάνιο στο «λιμάνι του Ράφτη»; Θα μου πεις, το «Βουλιαγμένη» είναι καλύτερο; Μπα, δε θα το’λεγα. Πάντως, για μένα το κορυφαίο όνομα παραλίας στον πλανήτη θα είναι πάντα «Της Γριάς το Πήδημα», στην Άνδρο, που είχα πάει πριν από χρόνια. Αυτό μάλιστα, είναι πιασάρικο.

Για καλή μου τύχη (πώς το’παθε η ρουφιάνα;), αυτές τις μέρες οι παραλίες στην περιοχή δεν είχαν τσούχτρες. Φύσαγε βοριάς και τις έστελνε σε άλλους, που δεν είχαν τη δική μου καλή τύχη. Ξέρεις, έχω έναν παθολογικό φόβο για τις τσούχτρες, που είναι παρόμοιος με τον παθολογικό μου φόβο για τις κατσαρίδες: Αν και ξέρω ότι τίποτα από αυτά τα δύο δεν μπορεί να μου προκαλέσει κάτι σοβαρό (εκτός από ένα τσούξιμο που μετά από λίγο περνάει και ούτε καν το θυμάσαι), τρέμω στην ιδέα ότι μπορεί να βρεθώ στον ίδιο χώρο μαζί τους. Να φανταστείς, πιο εύκολα θα έμπαινα στη θάλασσα αν ήξερα ότι κόβει βόλτες ένας αδέσποτος καρχαρίας και δαγκώνει κόσμο, παρά αν ήξερα ότι έχει έστω και μία τσούχτρα σε ακτίνα 50 χιλιομέτρων. Ναι, το ξέρω ότι είναι παράλογο, αλλά ποτέ δεν υπερηφανεύτηκα για το πόσο λογικός είμαι. Και, όπως καταλαβαίνεις, υπάρχει σοβαρός λόγος γι’αυτό.

Αντίθετα, η θάλασσα ήταν γεμάτη από αυτά τα μικρά ψαράκια-βαμπίρ, που πέφτουν πάνω στις πληγές σου και δαγκώνουν ό,τι βρουν μπροστά τους, προκαλώντας κάτι σαν ήπιο ηλεκτροσόκ. Πρέπει να είναι κάποια πρώιμη μορφή πιράνχας, που περιμένει να εξελιχθεί για να γίνει ο φόβος και ο τρόμος των ελληνικών θαλασσών, αλλά υποθέτω ότι αυτή η εξέλιξη θα ολοκληρωθεί σε μερικά εκατομμύρια χρόνια, οπότε μάλλον δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Ας ανησυχήσουμε καλύτερα για εκείνα τα σούπερ εξελιγμένα κουνούπια του Νείλου, που με ένα τους τσίμπημα προκαλούν εγκεφαλίτιδα, αμυγδαλίτιδα, ωτίτιδα, ουλίτιδα, τερηδόνα και πλατυποδία. Ό,τι χειρότερο εξάγει η Αίγυπτος, μετά τους χουρμάδες.

Φυσικά, μία εβδομάδα δεν θα περνούσε μόνο με πλατσούρισμα στη θάλασσα. Είχα εφοδιαστεί με μπόλικες ταινίες όλων των ειδών, ώστε να σιγουρευτώ ότι δεν θα βαριόμουν με τίποτα. Έτσι, είδαμε μαζί με την Δ. (τουλάχιστον μέχρι να την πάρει ο ύπνος) τα «Παραδεισένια Οστά» (που θα ήταν καταπληκτική ταινία, αν ήμουν 14 ετών, κοριτσάκι και πίστευα στη μετά θάνατων ζωή, αλλά χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις είναι απλώς κουραστική), τον «Αόρατο Συγγραφέα» (από τις καλύτερες που έχω δει τελευταία, φοβερές ανατροπές και αιχμηρό πολιτικό σχόλιο), την «Υποψία» (που μου έμαθε έναν βασικό κανόνα του σινεμά: Ποτέ μη βάζεις γυναίκα να δει ταινία με λεσβιακές σκηνές), το «She’s Out Of My League» (που δεν ξέρω πώς μεταφράζεται στα ελληνικά, φαντάζομαι κάτι σαν «Δεν Είναι Για Τα Μούτρα Σου», αλλά ήταν πολύ καλύτερη κωμωδία απ’ό,τι περίμενα), το Date Night (κωμωδία με Στιβ Καρέλ και Τίνα Φέι, αλλά χωρίς απολύτως τίποτα άλλο), και δυο-τρεις άλλες που έχουν κλειστεί σε κάποιο από τα σκοτεινά διαμερίσματα του εγκεφάλου μου και δε λένε να βγουν. Πάντως, την ερχόμενη εβδομάδα θα δούμε σίγουρα το Inception – με ενοχλεί να μιλάνε όλοι για μια ταινία και να μην μπορώ κι εγώ να πω τη γνώμη μου. Ναι, είμαι η χαρά του peer pressure, το ξέρω.

Επίσης, η αυγουστιάτικη πανσέληνος με βρήκε κι αυτή στο Πόρτο Ράφτη. Πριν κάποια χρόνια ονειρευόμουν να μάθω κιθάρα και τις νύχτες με πανσέληνο να μαζευόμαστε με την παρέα μου στην παραλία και να τραγουδάμε γύρω από τη φωτιά. Λίγα χρόνια μετά, η κιθάρα κάθεται και σκονίζεται σε μια γωνιά της αποθήκης, ενώ εγώ και η Δ. καθόμαστε και βλέπουμε σε επανάληψη «10η Εντολή». Τουλάχιστον δε βγάζουμε τρίχες και δεν αλυχτάμε στο σεληνόφως. Κάτι είναι κι αυτό.

Μετά, λοιπόν, από αυτό το ξαφνικό διάλειμμα, επιστρέφω και πάλι στην αγαπημένη μου Αθήνα, στο αγαπημένο μου Internet (να φανταστείς, όταν μπήκα στο σπίτι πρώτα αγκάλιασα το router και μετά τη μάνα μου), στην αγαπημένη μου μιζέρια. Και επιστρέφω, φυσικά, στην αναζήτηση δουλειάς, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι δεν μπορώ πια να τρέφομαι με ψαυδαισθήσεις, παρά μόνο με αέρα κοπανιστό. Καλή μου όρεξη, λοιπόν.

Σε αυτό το σημείο θα σε αφήσω να κλάψεις τη μοίρα σου που δεν σε απάλλαξε από μένα, αλλά όχι πριν σου πω το εξής: Μπορεί πίσω από κάθε επιτυχημένο άνδρα να κρύβεται μια γυναίκα, αλλά πίσω από την κότα που κάνει τα χρυσά αυγά βρίσκεται ένας κόκκορας με χρυσό πουλί.


Αγαπητό ημερολόγιο,

οι άνθρωποι είμαστε περίεργα όντα. Πάντα αναζητούμε κάτι, δεν καθόμαστε ποτέ σε ησυχία. Άλλοι επιδίδονται σε μεγαλόπνοες αναζητήσεις («Υπάρχει Θεός; Είναι άπειρο το Σύμπαν; Πού πάνε τα καπάκια από τις οδοντόβουρτσες όταν εξαφανίζονται;»), άλλοι σε καθαρά ιδιοτελείς αναζητήσεις («Πώς θα κλέψω το κράτος; Πώς θα ξεγελάσω το αλκοτέστ; Πώς θα πείσω τη γυναίκα μου να κάνουμε 69;») και άλλοι σε μάλλον ηλίθιες αναζητήσεις («Γιατί με παράτησε η Μαρία; Ποιος θα πάρει το πρωτάθλημα φέτος; Γιατί οι εχθροί του Spiderman δεν τον ψεκάζουν με Aroxol;»). Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ανήκω στην τρίτη και τελευταία κατηγορία. Και μπορεί να μην είμαι περήφανος γι’αυτό, αλλά τουλάχιστον μπορώ να υπερηφανεύομαι ότι ανήκω στην πιο πολυπληθή κατηγορία ανθρώπων.

Τώρα εγώ κάτι ήθελα να πω σχετικά με όλα αυτά, αλλά το ξέχασα. Ξέρεις, είμαι ο κλασικός τύπος που ξεκινάει να σου πει πώς πέρασε το καλοκαίρι και καταλήγει να προσπαθεί να θυμηθεί πώς λέγανε εκείνο τον τύπο που έπαιζε στον Πιερικό το 1992 και μετά πήγε στον Παναθηναϊκό και δεν άγγιξε μπάλα. Οπότε κάποια στιγμή θα επανέλθω στο θέμα, αν βέβαια καταφέρω να το εντοπίσω στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του εγκεφάλου μου και το προλάβω πριν πηδήξει πανικόβλητο από το παράθυρο.

Σήμερα το πρόγραμμα περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, επίσκεψη στο Mall. Η αλήθεια είναι ότι το Mall δε μου αρέσει καθόλου σαν χώρος. Πολλή δηθενιά, πολύς καπιταλισμός, πολλά 15χρονα με ύφος χιλίων εφοπλιστών, πολλές πωλήτριες που συμπεριφέρονται σαν ιδιοκτήτες του μαγαζιού που τις πληρώνει. Αλλά όταν μου το πρότεινε η Δ. μου φάνηκε πολύ καλή ιδέα, μόνο και μόνο για να ξεκολλήσω από το κρεβάτι μου, το οποίο αν είχε φωνή σίγουρα θα μου φώναζε «ΣΗΚΩ ΠΑΝΩ ΡΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΠΟΥ ΜΟΥ’ΧΕΙΣ ΚΑΤΣΙΚΩΘΕΙ ΟΛΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ! ΜΟΥ’ΧΕΙΣ ΦΑΕΙ ΤΗ ΖΩΗ, ΤΕΜΠΕΛΑΡΕ, ΠΟΥ ΟΛΗ ΤΗ ΜΕΡΑ ΚΑΘΕΣΑΙ, ΑΝΤΕ ΒΡΕΣ ΚΑΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ, ΧΑΡΑΜΟΦΑΗ, ΤΕΜΠΕΛΧΑΝΑ, ΠΑΡΑΣΙΤΟ!». Δεν ξέρω αν στο έχω πει, αλλά το κρεβάτι μου είναι γένους θηλυκού.

Θα κατάλαβες ήδη, φαντάζομαι, πως στο Mall δεν πήγα για ψώνια (κυρίως επειδή δεν είχα λεφτά, αλλά και για ιδεολογικούς λόγους, που θα αναλύσω κάποια άλλη στιγμή), αλλά καθαρά για βόλτα. Α, και για να επισκεφθώ τον τάφο του πολυαγαπημένου Fnac, που πλέον λέγεται Public. Από τα Fnac είχα αγοράσει κάποια από τα στολίδια της συλλογής μου με τα κόμικς (με αποκορύφωμα την επετειακή έκδοση «Dilbert 2.0» για τα 20 χρόνια ζωής του ομώνυμου ήρωα κόμικ), και σοκαρίστηκα όταν έμαθα ότι έκλεισαν. Σοκαρίστηκα, επίσης, γιατί στα Fnac δούλευε ο φίλος μου ο Θ., εδώ και χρόνια. Μάλιστα, είχε προσπαθήσει να μου βρει κι εμένα δουλειά εκεί (κι ας μη μου χρώσταγε καμία χάρη, κι ας μη με ήξερε καλά-καλά – πόσο σπανίζουν τέτοιοι άνθρωποι στις μέρες μας…), αλλά τελικά έχασε και τη δική του. Δεν μου το βγάζεις από το μυαλό ότι τελικά είμαι μέγας γκαντέμης, και εξίσου μέγας γρουσούζης. Τουλάχιστον τώρα έχουμε κάτι ακόμα κοινό, πέρα από την αγάπη μας για την Μπαρτσελόνα: Την ανεργία.

Κατά τ’άλλα, η μέρα κύλησε όπως και κάθε άλλη μέρα ανεργίας: Κατεψυγμένο φαγητό (έχω φάει τόσα συντηρητικά αυτές τις μέρες, που είμαι σίγουρος ότι, μετά το θάνατό μου, το σώμα μου θα κάνει αιώνες ολόκληρους να αποσυντεθεί), μια γερή δόση Playstation, μπόλικη ξάπλα κάτω από ένα αρκουδίσιον με τσίτα τα γκάζια, και γενικά τίποτα το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εποικοδομητικό, υγιεινό ή έστω όχι-ελεεινό.  Με λίγα λόγια, και σήμερα ήμουν ο εαυτός μου. Και με αγαπάω γι’αυτό που είμαι.

Και τώρα, αγαπητό μου ημερολόγιο, θα μου επιτρέψεις να αποσυρθώ εις τα ιδιαίτερά μου διαμερίσματα, όπου και σκοπεύω να κοιμηθώ και να ονειρευτώ έναν καλύτερο κόσμο, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι, υπάρχουν δουλειές για όλους, και το κράτος μοιράζει σε όλους δωρεάν τυρόπιτες και Milko κάθε πρωί.

Και μην ξεχνάς ποτέ τα σοφά λόγια του Άμλετ: «Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας». Αργότερα, βέβαια, ανακάλυψε ότι όλη τη δουλειά την έκανε ένα ροκφόρ που είχε ξεχασμένο στο ψυγείο. Προφανώς, το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι δεν πρέπει ποτέ να κατηγορείς τους άλλους για κάτι, αν δεν είσαι σίγουρος ότι το έχεις κι εσύ αυτό το κάτι. Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.


Αγαπητό ημερολόγιο,

η βαρεμάρα είναι μια πολύ σοβαρή ασθένεια. Μπορεί να προκαλέσει ολική παράλυση στους μύες του σώματος, μαζική εξόντωση εγκεφαλικών κυττάρων, ακόμα και θάνατο (θα έχεις ακούσει τη φράση «βαριέμαι μέχρι θανάτου»). Αυτά είναι τα κακά νέα. Τα καλά νέα είναι ότι η βαρεμάρα μπορεί να καταπολεμηθεί με εκατομμύρια διαφορετικούς τρόπους. Ο καλύτερος τρόπος, κατά τη γνώμη μου, είναι η εύρεση εργασίας, γιατί άπαξ και πιάσεις δουλειά δεν προλαβαίνεις όχι να βαρεθείς, αλλά ούτε καν να πεις «Πάτερ Ημών», ή «Κύριε, καρνέησον», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσεις τον Θεό να σου στειλει ένα σοκολατούχο, μπας και τη βγάλεις καθαρή και σήμερα. Μέχρι να γίνει το θαύμα, όμως, και να βρω δουλειά, πρέπει να εφαρμόσω άλλες θεραπείες. Ως τώρα έχω δοκιμάσει την αποχαύνωση στο Playstation, την αποχαύνωση στο Internet και την αποχαύνωση στην τηλεόραση, χωρίς αξιόλογα αποτελέσματα. Οπότε, είπα να δοκιμάσω κάτι καινούργιο: Ταινίες. Ναι, ταινίες.

Η αλήθεια είναι ότι κάποτε ήμουν ταινιοφάγος. Μπορούσα να βλέπω δύο και τρεις ταινίες τη μέρα. Αλλά φαίνεται πως κάποια στιγμή στη ζωή μου αποφάσισα ότι είχα καλύτερα πράγματα να κάνω για δύο συνεχόμενες ώρες από το να παρακολουθώ μια ταινία, η οποία στο τέλος μπορεί να έβγαινε και πατάτα (είναι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα που λένε οι γυναίκες για το ποδόσφαιρο, ότι βλέπεις απί δύο ώρες ένα ματς, στο οποίο μπορεί τελικά να μην μπει κανένα γκολ, αλλά στην κινηματογραφική του εκδοχή). Αν σκεφτείς, επίσης, ότι στο μεταξύ η τιμή του εισιτηρίου στο σινεμά σχεδόν διπλασιάστηκε, ήταν μάλλον αναπόφευκτο εγώ και ο κινηματογράφος να πάρουμε χωριστούς δρόμους. Η σχέση μας αναθερμάνθηκε (για να μη σου πω ότι υπερθερμάνθηκε κιόλας) όταν έμαθα πώς να βρίσκω ταινίες στο Internet, με αποκορύφωμα τους τελευταίους μου μήνες ως φαντάρος, όταν έβλεπα το λιγότερο δύο ταινίες τη μέρα, στο μακαρίτικο το laptop μου ή στα laptop των άλλων φαντάρων. Αλλά μην τα πεις αυτά πουθενά παραέξω, μη νομίζουν ότι κάθε βράδυ στον Στρατό κάναμε πάρτυ και κάθε τόσο φέρναμε Βουλγάρες να μας κάνουν στριπτίζ. Μετά το τέλος της θητείας μου, όμως, και κατόπιν του άδοξου χαμού του laptop μου (το οποίο μου έκλεψαν μέσα από το αυτοκίνητο – τραυματική εμπειρία, δε σου λέω τίποτα), οι σχέσεις μας ψυχράνθηκαν ξανά.

Και τις τελευταίες δύο μέρες ξεκίνησα μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης, η οποία νομίζω ότι πηγαίνει αρκετά καλά. Μέσα σε δύο μέρες έχω δει τρεις ταινίες: Το Leap Year (ρομαντική κομεντί, από αυτές που βγάζει με το κιλό το Χόλιγουντ – φιλική συμβουλή: Μην αφήσεις ΠΟΤΕ γυναίκα να διαλέξει ταινία για σένα), το Kick-Ass (που το λάτρεψα, γιατί μου θύμισε πώς είναι να είσαι παιδί και να θες να γίνεις υπερήρωας) και, τελευταίο και καλύτερο, τον Κυνόδοντα του Λάνθιμου (που με έκανε να εκτιμήσω ξανά τον ελληνικό κινηματογράφο). Α, και τις προάλλες είδα το Sex and the City 2 (που είναι τόσο ενδιαφέρον, όσο το να βλέπεις τον παππού σου να κόβει τα νύχια του με τον νυχοκόπτη). Έχω ακόμα 5-6 ταινίες που περιμένουν στην ουρά για να τις δω, και μου φαινεται πως η βαρεμάρα έχει κιόλας αρχίσει να υποχωρεί. Ήδη νιώθω τα εγκεφαλικά μου κύτταρα να ξαναγεννιούνται.

Ξέρεις, τέτοια εποχή πριν από ακριβώς έναν χρόνο έπιανα τη δουλειά στο βιβλιοπωλείο. Ήταν το υπέρτατο αντίδοτο για τη βαρεμάρα που με ταλαιπωρούσε τότε. Να φανταστείς πως, όταν τελικά έφυγα από αυτήν τη δουλειά, τρεις μήνες αργότερα, μου πήρε μια ολόκληρη εβδομάδα απερίσπαστης ξάπλας για να συνέλθω. Και μετά μου πήρε οκτώ ολόκληρους μήνες να βρω μια άλλη δουλειά για να αντιμετωπίσω τη νέα επιδημία βαρεμάρας, μόνο και μόνο για να φύγω και από εκεί μετά από τρεις εβδομάδες. Αρχίζω και σκέφτομαι μήπως το πρόβλημα δεν είναι η «αγορά», η «κρίση» και ο «καπιταλισμός», αλλά εγώ. Μήπως είμαι υπερβολικά τεμπέλης, υπέρμετρα φιλόδοξος ή απλά αδικαιολόγητα αισιόδοξος, που ψάχνω μια δουλειά που να μου ταιριάζει έστω και ελάχιστα, που να με γεμίζει και που να θέλω να την κάνω, και όχι μια δουλειά «ό,τι να’ναι»; Δεν ξέρω. Η δουλειά δεν είναι παίξε-γέλασε. Είναι κάτι που σε απασχολεί περίπου 12 ώρες τη μέρα (κι ακόμα περισσότερο αν προσθέσεις τα μεταφορικά, τη δουλειά στο σπίτι και τους εφιάλτες ότι έχεις πάει στη δουλειά χωρίς παντελόνι και γελάνε όλοι μαζί σου). Δεν θα έπρεπε αυτή η δουλειά να είναι κάτι που κάνεις με ευχαρίστηση και όχι σιχτιρίζοντας τη μάνα σου που σε γέννησε 25 χρόνια πριν την μεγάλη οικονομική ύφεση; Εγώ έτσι το βλέπω. Αλλά δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ να το βλέπω έτσι.

A, παραλίγο να το ξεχάσω: Θυμάσαι που σου έλεγα ότι όσο χτύπαγα κουδούνια στην τελευταία μου δουλειά είχα βγάλει και κάποιες φωτογραφίες; Ε, έφερα μερικές να σου τις δείξω:

Αυτή είναι από το Μετς, κοντά στον σταθμό Συγγρού-Φιξ. Ο τρομοκράτης-φαντασματάκι.

Αυτή είναι από το σταθμό του τρένου στην Κηφισιά. Και μετά αναρωτιούνται οι ταξιτζήδες γιατί τους έχει βγει το κακό όνομα.

Αυτή είναι πάλι από την Κηφισιά. Ακόμα και οι τοίχοι το ξέρουν.

Αυτή είναι από το Αιγάλεω. Πρόσεξε, σε παρακαλώ: Δεν πρόκειται για ένα τυπικό «Μαρία σ’αγαπώ». Είναι γραμμένο με stencil. Που σημαίνει ότι κάποιος έκατσε και κατασκεύασε ολόκληρο stencil, μόνο και μόνο για να δηλώσει ότι αγαπάει το μπαρμπουνάκι του. Respect.

Και αυτή είναι από τον Χολαργό. Η απάντηση στην ερώτηση είναι πολύ πιο πολύπλοκη από ένα απλό «ναι», πίστεψέ με.

Λοιπόν, σε αφήνω και πάλι στην ησυχία σου. Αλλά πριν σ’αφήσω θα σου πω το εξής: Ακόμα και το χαλασμένο ρολόι λέει σωστά την ώρα δυο φορές τη μέρα – αλλά ποιος χρειάζεται ένα ρολόι που λέει λάθος την ώρα 23.99 ώρες το 24ωρο;


Αγαπητό ημερολόγιο,

ο Αύγουστος δεν ήταν ποτέ ο αγαπημένος μου μήνας. Όταν ήμουν μικρότερος, οι καλοκαιρινές διακοπές με τους γονείς μου υπερκάλυπταν την αφόρητη αυγουστιάτικη ανία, όμως όταν πέρασα τον πρώτο μου Αύγουστο στην Αθήνα, στα 18 μου, τον μίσησα. Το αποκορύφωμα, βέβαια, ήταν ο περσινός Αύγουστος, όταν και έπαθα ιγμορίτιδα, την οποία ο (μαλακοπίτουρας) γιατρός εξέλαβε ως πιθανή γρίπη Η1Ν1 και με έστειλε σε μια ιδιωτική κλινική να κάνω εξετάσεις (με το αζημίωτο, φυσικά – ακόμα πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος γιατρός έχει μετοχές στην κλινική, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω). Αποτέλεσμα; Να χάσω 10 χρόνια απ’τη ζωή μου, φοβούμενος ότι μπορεί και να είχα μια θανατηφόρα γρίπη και να μείνω μια βδομάδα στο κρεβάτι και ένα μήνα άφραγκος. Αν δεν είχα και Internet στο σπίτι, θα είχα πέσει από την ταράτσα. Ή, ακόμα καλύτερα, θα είχα σκηνοθετήσει τον θάνατό μου και θα το’σκαγα για μια χώρα της προκοπής, όπου οι γιατροί δε σε στέλνουν να κάνεις εξετάσεις για ψύλλου πήδημα. Inglourious docters.

Ο φετινός Αύγουστος δεν αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα. Ο Αύγουστος είναι ιδιαίτερα δύσκολος μήνας για έναν άνεργο, καθώς είναι ο μήνας κατά τον οποίο όλος ο υπόλοιπος κόσμος δικαιώνεται για τη σκληρή (ή όχι και τόσο σκληρή) δουλειά των προηγούμενων 11 μηνών και μπορεί να κάνει ένα ταξίδι, μακριά από την γκρίζα πόλη που έχει φάει με το κουτάλι, και να γεμίσει τις μπαταρίες του εν όψει του δύσκολου χειμώνα που έρχεται. Ο άνεργος, πάλι, μην έχοντας χρήματα για διακοπές, κατά κανόνα βράζει στο ζουμί του και, αν βγαίνει κάθε τόσο από το καζάνι, είναι μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί ότι βράζει στη σωστή θερμοκρασία. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ο άνεργος δεν έχει ανάγκη να φορτίσει τις μπαταρίες του, γιατί το έχει ήδη κάνει τους προηγούμενους μήνες. Έχει, όμως, κι αυτός ανάγκη να αλλάξει παραστάσεις, να ξεσκάσει λίγο βρε αδερφέ. Αλλά δεν μπορεί. Και ακόμα κι αν δεν έχει αυτήν την ανάγκη, η αίσθηση ότι μένει μόνος του στον φούρνο να ξεροψηθεί, ενώ τα υπόλοιπα κουλουράκια έχουν ήδη βγει έξω για να δροσιστούν, είναι τουλάχιστον ενοχλητική.

Ελπίζω ο φετινός Αύγουστος να είναι ο τελευταίος μου ως ανέργου. Ήδη, σήμερα έριξα λίγο ακόμα τα στάνταρ μου, συμπληρώνοντας βιογραφικά σε μία αλυσίδα καφετεριών και σε μία αλυσίδα ηλεκτρονικών. Σιγά-σιγά αρχίζω να αποδέχομαι τη συντριπτική ήττα μου στη δημοσιογραφία και να το παίρνω απόφαση ότι πρέπει να αναγκαστώ να κάνω μια δουλειά εντελώς άσχετη με τις σπουδές μου προκειμένου να μην καταλήξω να ψάχνω στους σκουπισοτενεκέδες για φαγητό. Από τα πέντε στάδια της θλίψης, έχω ήδη ξεπεράσει την άρνηση («ποια κρίση, μωρέ; Εγώ είμαι γαμώ τα παιδιά, θα τα καταφέρω»), τον θυμό («γιατί μου γαμάνε το μέλλον αυτοί οι μαλάκες; Πρέπει να πάρω το καλάσνικοφ και να αρχίσω να σκοτώνω για να βρω δουλειά;») και τη διαπραγμάτευση («Έλα, θεούλη μου, κάνε να βρω μια δουλειά κι εγώ θα πάψω να σκαλίζω τη μύτη μου και να βρίζω τις γιαγιάδες που πηγαίνουν στην εκκλησία) και βρίσκομαι στο στάδιο της κατάθλιψης («Άμα βρω δουλειά της προκοπής, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη με Black & Decker). Ε, όπου να’ναι φτάνω και στην αποδοχή. Λες και μπορώ να κάνω αλλιώς.

Και μετά από αυτήν την ελάχιστα συναρπαστική έξαρση μαυρίλας και μιζέριας, ας περάσουμε σε μια πιο ευχάριστη είδηση («να αλλάξουμε κλίμα», που λένε και στα δελτία ειδήσεων): Ο Δαίμονας του πλυντηρίου πιάτων, που σου έλεγα χτες, αποτελεί παρελθόν. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, μπορεί να ήρθαν οι Ghostbusters την ώρα που κοιμόμουν και να το αιχμαλώτισαν στο κουτάκι τους, ή μπορεί να σιχάθηκε την εξωπραγματική μπίχλα που επικρατεί στο σπίτι και να αποφάσισε να πάει να στοιχειώσει τους γείτονες (τώρα που το σκέφτομαι, το σκυλί του γείτονα άρχισε να γαυγίζει άγρια κάποια στιγμή χθες το βράδυ, και υποψιάζομαι γιατί). Αυτό που ξέρω είναι ότι σήμερα έβαλα πλυντήριο ρούχων και δεν είχαμε κανένα απρόοπτο. Διορθώνω: Το απρόοπτο ήταν ότι, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, δεν υπήρξε κανένα απρόοπτο. Ούτε ξέβαψαν τα ρούχα (σαν την άλλη φορά, που το πουκάμισό μου μπήκε μπεζ και βγήκε πράσινο – αλλά ακόμα το φοράω), ούτε έλιωσαν, ούτε τα απήγαγαν εξωγήινοι. Άσε που στο άπλωμα δε μου έπεσε ούτε ένα ρούχο κάτω (είδες τι επιδέξιος που είμαι όταν θέλω;).

Πάντως, το ενδεχόμενο να μην υπήρχε δαίμονας και να έβαλα στραβά τα πιατικά δεν υφίσταται, γιατί όλα τα πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα βγήκαν σώα και αβλαβή από το πλυντήριο πιάτων, όπως ακριβώς τα έβαλα, αλλά αισθητά πιο καθαρά. Έτσι, οδηγούμαι αυθαίρετα (αλλά απολύτως φυσικά) στο συμπέρασμα ότι είχα την πρώτη μου μεταφυσική εμπειρία. Να θυμηθώ να στείλω την ιστορία μου στον Χαρδαβέλλα – όλο με κάτι τέτοια ασχολείται, και τα παίρνει και στα σοβαρά.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κλείσω το σημερινό μου παραλήρημα, γιατί με αυτήν τη ζέστη δεν μπορώ να ταλαιπωρώ άλλο τα ήδη καψαλισμένα εγκεφαλικά μου κύτταρα – να σκεφτείς ότι έχω κόψει και την τηλεόραση για να μην τα επιβαρύνω ακόμα παραπάνω. Αλλά μην ανησυχείς, εσένα δε θα σε κόψω. Είσαι πολύ πιο σημαντικό από την τηλεόραση.

Καληνύχτα, και να θυμάσαι αυτόν τον συλλογισμό:

Πρόταση 1η: Το γοργόν και χάριν έχει.
Πρόταση 2η: Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει.
Συμπέρασμα: Ο «σοφός λαός μας» κάπου τα’χασε.


Αγαπητό ημερολόγιο,

κάποιες μέρες θα ήθελες να προχωράει η μέρα σε slow motion, ώστε να μπορείς να απολαμβάνεις κάθε υπέροχη στιγμή της, χωρίς να φοβάσαι ότι σε λίγο θα τελειώσει και θα δώσει τη θέση της σε μια άλλη, πιθανότατα χειρότερη, μέρα. Άλλες μέρες, πάλι, θα ήθελες να πατήσεις το fast forward και να προσπεράσεις στα γρήγορα ολόκληρη τη μέρα, ελπίζοντας ότι η επόμενη μέρα θα είναι καλύτερη. Και είναι και μερικές μέρες που θέλεις απλά να κλείσεις το DVD player, να του βάλεις φωτιά και να χορέψεις πάνω στα αποκαΐδια του. Όταν είσαι άνεργος, οι περισσότερες μέρες είναι σαν αυτές τις τελευταίες: Όλες οι μέρες είναι ίδιες, λες και ο Θεός τις έχει βγάλει φωτοτυπία, και δεν μπορείς να περιμένεις ότι η επόμενη μέρα που θα έρθει θα κάνει την έκπληξη και θα σου φέρει κάποιο καλό νέο. Πόσο μάλλον όταν είναι Αύγουστος, που είναι παχιές οι μύγες και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τις βαράς.

Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα απόλυτης μοναξιάς στο σπίτι. Και την πέρασα ανακαλύπτοντας ξανά το αγαπημένο ποδοσφαιρικό videogame μου, το Pro, το οποίο εδώ και μήνες είχα παρατήσει, καθώς πάνω στα νεύρα μου για ένα γκολ που είχα φάει πέταξα το χειριστήριο στον τοίχο, με αποτέλεσμα αυτό να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη (μη σου φαίνεται παράξενο – τα νεύρα μου μού έχουν στοιχίσει συνολικά δύο σπασμένα κινητά, ένα κατεστραμμένο χειριστήριο και ένα διαμελισμένο ποντίκι). Ωστόσο, ήταν τόση η ανάγκη μου να δω επιτέλους λίγη μπάλα της προκοπής, μετά από το χειρότερο Μουντιάλ όλων των εποχών, που επιστράτευσα όλη τη μαστοριά μου για να το φτιάξω. Εντάξει, μη φανταστείς ότι διαθέτω καμιά ιδιαίτερη μαστοριά – ακόμα και για να αλλάξω μια λάμπα χρειάζομαι manual. Πάντως, κουτσά-στραβά τα κατάφερα να το συναρμολογήσω, αν και μου λείπουν 2-3 κουμπιά. Εντάξει, στην αρχή δεν μπορούσαν οι παίκτες μου να τρέξουν, παρά μόνο περπατούσαν σαν χελώνες με μπέρι-μπέρι, αλλά με μία αναδιάρθρωση των πλήκτρων κατάφερα να παίξω αξιοπρεπώς. Τόσο αξιοπρεπώς, που μετά από 4-5 παιχνίδια, απέσπασα το «Come From Behind Trophy». Ναι, ακούγεται παρεξηγήσιμο, αλλά είναι πολύ πιο αθώο: Απλώς βρέθηκα πίσω στο σκορ, όμως το ανέτρεψα και νίκησα στο τέλος. Αυτό είναι όλο.

Στο μεταξύ, οι δουλειές του σπιτιού ξεκίνησαν από σήμερα. Ξέρεις, υπάρχει μια διαφορά ανάμεσα στο πώς έκανα τις δουλειές μέχρι σήμερα και στο πώς πρέπει να τις κάνω από σήμερα: Μέχρι σήμερα, έκανα όσο το δυνατόν περισσότερες γκάφες, είτε εσκεμμένα, είτε ακούσια. Έτσι, κάθε φορά που κάποιος που έλεγε να κάνω κάποια αγγαρεία, την έκανα τόσο αδέξια, ώστε εξασφάλιζα ότι δε θα μου ξαναζητούσε ποτέ να την ξανακάνω. Ξέρεις, μου έπεφτε καμιά μπλούζα από το μπαλκόνι την ώρα που άπλωνα, αναποδογύριζε ο κουβάς της σφουγγαρίστρας και γέμιζε το σαλόνι βρωμόνερα, τέτοια πράγματα. Ήταν πάντα αποτελεσματικό. Το σκέφτηκα μόνος μου και πίστευα ότι ήταν μια πολύ πρωτοποριακή στρατηγική, μέχρι που έμαθα ότι την εφαρμόζουν κι άλλοι, κυρίως άνδρες. Ωστόσο, από σήμερα τα πράγματα αλλάζουν: Αν δεν κάνω σωστά τις δουλειές του σπιτιού, εγώ είμαι αυτός που θα πρέπει μετά να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα. Έτσι, είμαι πολύ πιο προσεκτικός.

Ευτυχώς, μέχρι τώρα όλα πάνε καλά. Τα φυτά τα πότισα μέχρι να μουλιάσουν, το σφουγγάρισμα πέρασε χωρίς απρόοπτα, το μαγείρεμα ήταν τόσο εύκολο που θα μπορούσα να έχω βάλει το σκυλί μου να μαγειρέψει (μεγάλη εφεύρεση τα κατεψυγμένα φαγητά), μόνο με το πλύσιμο των πιάτων δεν ξέρω αν τα πήγα καλά. Έβαλα κανονικά τα πιάτα, τα ποτήρια και τα μαχαιροπήρουνα, έβαλα και το απορρυπαντικό, έκλεισα το πλυντήριο και πάτησα το κουμπί της έναρξης. Όλα φαίνονταν να πηγαίνουν καλά, μέχρι που περίεργοι θόρυβοι άρχισαν να ακούγοντι από μέσα. Δύο ενδεχόμενα υπάρχουν: Είτε δεν έβαλα σωστά τα πιατικά και τρίζουν μέσα στο πλυντήριο, είτε αυτό έχει καταληφθεί από κάποιο κακό πνεύμα. Αύριο το πρωί που θα ξυπνήσω και θα έχει τελειώσει το πλυντήριο, θα μάθω τι από τα δύο συμβαίνει, Καλού-κακού, λέω να φωνάξω τους Ghostbusters.

Αύριο λέω να δοκιμάσω την τύχη μου στο πλυντήριο ρούχων (αν, φυσικά, σιγουρευτώ ότι το κακό πνεύμα που κατέλαβε το πλυντήριο των πιάτων έχει φύγει από το σπίτι). Σκέφτομαι, μάλιστα, να ψάξω στο Internet να βρω πληροφορίες για το πώς θα βάλω πλυντήριο, σε ποια θερμοκρασία, ποια ρούχα να μην βάλω μαζί και τέτοιες λεπτομέρειες. Ώρες-ώρες αναρωτιέμαι πώς ζούσαν οι άνθρωποι πριν το Internet. Κάτι έχει πάρει το αυτί μου για «προφορικές παραδόσεις», «βιβλία» και κάτι άλλες περίεργες ορολογίες, αλλά δεν καταλαβαίνω. Με το ζόρι θυμάμαι την εποχή που μας έβαζαν εργασίες στο σχολείο και έπρεπε να ψάχνουμε στις εγκυκλοπαίδειες να βρούμε υλικό για να τις (αντι)γράψουμε. Ενώ τώρα μπαίνεις στην Wikipedia, κάνεις copy-paste αυτό που σε ενδιαφέρει, το εκτυπώνεις και έτοιμη η εργασία. Απλά, γρήγορα, όχι και τόσο συναρπαστικά.

Λοιπόν, πάω για ύπνο, γιατί αρχίζω και φοβάμαι ότι ο δαίμονας του πλυντηρίου θα καταλάβει κι εμένα και μετά θα φτύνω πράσινους εμετούς και θα γυρίζει το κεφάλι μου γύρω-γύρω. Το οποίο βέβαια θα ήταν μια ενδιαφέρουσα αλλαγή στη μονότονη ζωή μου, αλλά καλύτερα να μην το σκέφτομαι αυτό. Καληνύχτα και μην ξεχνάς: Είτε δώσεις στον πεινασμένο ένα ψάρι, είτε του μάθεις να ψαρεύει, αν δεν του μάθεις πρώτα πώς να ψήνει το ψάρι, πάλι νηστικός θα μείνει.


Αγαπητό ημερολόγιο,

δεν ξέρω πού θα πάει αυτή η κατάσταση. Το υποσυνείδητό μου έχει αποδιοργανωθεί τελείως. Σε λίγο θα φοβάμαι να πέσω να κοιμηθώ και θα κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά με οδοντογλυφίδες, μην τυχόν και με πάρει ο ύπνος και δω πάλι κανέναν εφιάλτη. Όπως καταλαβαίνεις, το σημερινό μου πρωινό ξύπνημα δεν ήταν και τόσο ευχάριστο. Ποτέ δεν θα μπορούσε δηλαδή ένα πρωινό ξύπνημα να είναι ευχάριστο (εκτός αν συνοδευόταν από τυρόπιτα και Milko), αλλά πόσο μάλλον σήμερα, που ξύπνησα αλαφιασμένος μετά από το κλασικό όνειρο: Δουλεύω, λέει, ακόμα σαν πωλητής, και χτυπάω κουδούνια, και ανεβοκατεβαίνω ατελείωτες σκάλες, και δε μου ανοίγει κανένας, και ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα, και είναι ένας μπρατσαράς με μούσια, και αρχίζει και φωνάζει, και μετά ξύπνησα – ευτυχώς, γιατί ποιος ξέρει τι θα μου έκανε ο μπρατσαράς. Σκέφτομαι να κάνω μήνυση στην εταιρεία που δούλευα και να ζητήσω ένα αστρονομικό ποσό σαν αποζημίωση για την ανυπολόγιστη ψυχική οδύνη που μου προκάλεσε. Ξέρεις, είναι αυτό που λένε όλοι όσοι έχουν υποστεί κάποιου είδους ψυχική οδύνη από τον οποιονδήποτε: «Δεν μπορώ, αυτό που μου έκανες δεν μπορώ να στο συγχωρέσω, βλέπω εφιάλτες τα βράδια, δεν μπορώ να βγω από το σπίτι, είμαι χάλια, δεν αντέχω…Αλλά για 10.000 ευρώ θα τα ξεχάσω όλα αυτά και είμαστε εντάξει». Τα λεφτά είναι το καλύτερο ηρεμιστικό που έχει ανακαλύψει το ανθρώπινο είδος.

Ξέρεις, μαζί με αυτά τα όνειρα μου έρχονται μερικές φορές και σκόρπιες μνήμες από τη σύντομη θητεία μου ως πωλητή, όχι απαραίτητα κακές. Για παράδειγμα, δεν θα ξεχάσω εκείνη την κυρία που όχι μόνο μας έβαλε (εμένα και την κοπέλα που χτυπούσαμε κουδούνια μαζί εκείνη τη μέρα) στο σπίτι της, όχι μόνο μας κέρασε νερό, αλλά και μας έκανε add στο Facebook και μας διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της, που έγραφε εκείνη την περίοδο. Μπορεί να μην της κάναμε πώληση, αλλά περάσαμε ωραία. Ή μια γιαγιά που, χωρίς καν να περιμένει να της πω από πού ήμουν και τι ήθελα, με έβαλε μέσα στο σπίτι της, με κέρασε πορτοκαλάδα και μου είπε εν συντομία την ιστορία της ζωής της. Ούτε αυτή αγόρασε, φυσικά, αλλά χαλάλι. Και, ειλικρινά, θα’χω να το λέω: Τρεις εβδομάδες δούλεψα σαν πλασιέ, χτύπαγα αλύπητα κουδούνια, μίλησα με εκατοντάδες ανθρώπους, και ο μόνος που προσφέρθηκε να μου φτιάξει έναν καφέ ήταν ένας Πακιστανός οικοδόμος, που μίλαγε σπαστά ελληνικά, ζούσε σε ένα κακοτράχαλο ισόγειο και ήταν πολύ πιο ευγενικός από κάθε κωλοέλληνα που μου άνοιξε την πόρτα του. Αυτήν την ιστορία θα την λέω από δω και πέρα σε όποιον μου ξαναπεί κάτι κακό για τους μετανάστες, με την υποσημείωση: «Αυτή η χώρα θα ήταν πολύ καλύτερη αν διώχναμε 1-2 εκατομμύρια Ελληνάρες και στη θέση τους φέρναμε άλλους τόσους ξένους σαν κι αυτόν». Γιατί, τελικά, άνθρωπος δε γεννιέσαι. Γίνεσαι.

Και μέσα σε όλη αυτή την παλινδρομική διαδικασία εφιάλτη-αναμνήσεων, σχεδόν ξέχασα το καλό νέο της ημέρας: Από σήμερα είμαι μόνος στο σπίτι! Ναι, αγαπητό μου ημερολόγιο, γονείς και αδερφός έφυγαν για διακοπές, αφήνοντάς με μόνο στο σπίτι, παρέα με ένα ηλίθιο σκυλί και ένα υπέροχο γατί (όπως βλέπεις, δεν κάνω καμία διάκριση ανάμεσα στα δύο κατοικίδιά μου). Για τις επόμενες δέκα μέρες θα είμαι ο κύρης του σπιτιού, την ώρα που αυτοί θα κάνουν τα μπάνια τους και θα ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο (όσο εγώ θα μετατρέπομαι σε ζωντανή χαμογελαστή γρανίτα κάτω από το αρκουδίσιον). Με άλλα λόγια, θα κάνω ακριβώς ό,τι έκανα μέχρι και χθες, με τη διαφορά ότι θα πρέπει επιπλέον να καθαρίζω, να μαγειρεύω, να βγάζω το σκυλί βόλτα, και γενικά να κάνω όλες τις αγγαρείες που όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου αναλαμβάνει κάποιος άλλος. Ναι, το ξέρω ότι δεν ακούγεται και τόσο φοβερό. Και, τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν είναι. Αλλά για κάποιον απροσδιόριστο λόγο, θυμάμαι ότι όταν έγινε ακριβώς το ίδιο πέρυσι, τέτοια εποχή πάλι, πέρασα τέλεια. Ξέρεις, η μοναξιά είναι παρεξηγημένο συναίσθημα. Καμιά φορά θέλεις να μείνεις μόνος, να κλειδωθείς σε ένα κουτί και να μείνεις εκεί μέσα μέχρι να πάθεις ασφυξία. Δεν είναι απαραίτητα κακό. Όταν βγεις από το κουτί, είσαι άλλος άνθρωπος – καλύτερος, συνήθως. Και θα σταματήσω αυτή τη στιγμή να αναλύω αυτό το θέμα, γιατί το Κοελιόμετρό μου χτύπησε κόκκινο και κινδυνεύω να λιποθυμήσω, αν συνεχίσω.

Α, επίσης σήμερα πήγα να ανανεώσω και την κάρτα ανεργίας μου στον Ο.Α.Ε.Δ. (Όταν Αποφοιτήσεις, Έλα Δω). Στο λεωφορείο με το οποίο πήγα μέχρι εκεί, έζησα το highlight της ημέρας. Μια σαλεμένη γιαγιά, που καθόταν σε μια από τις πίσω θέσεις, άρχισε να βρίζει δυνατά τον οδηγό, επειδή το λεωφορείο έκανε 20 λεπτά να ξεκινήσει (σημειωτέον: Το συγκεκριμένο λεωφορείο ξεκινάει περίπου κάθε 20 λεπτά από την αφετηρία). Στην αρχή έλεγε για το πόσο χαραμοφάηδες είναι οι οδηγοί, που κωλοβαράνε και παίρνουν τον μισθό τους κανονικά, και όλο κάνουν απεργίες και ταλαιπωρούν τον κόσμο, και εγώ μέχρι να βγω στη σύνταξη δεν έκανα ποτέ απεργία, και φταίνε οι πολιτικοί που τους κάνουν τα χατίρια, και ανάθεμα την ώρα που ψήφισα τον Σημίτη, και όλοι οι πολιτικοί ίδιοι είναι, και κανείς δε σέβεται τον κόσμο, και έχουμε γεμίσει μετανάστες (αυτό δεν κόλλαγε πουθενά, αλλά είναι ένα επιχείρημα που δε λείπει ποτέ από τέτοιου είδους λογύδρια), και γι’αυτό πάει κατά διαόλου η χώρα, κι εμένα μου έχουν κόψει τη σύνταξη, και ποιος έχει το δικαίωμα να μου κόψει εμένα τη σύνταξη που δούλευα τόσα χρόνια σαν το σκυλί…Και πολλά άλλα πρέπει να είπε ακόμα, γιατί από τη στιγμή που μπήκα στο λεωφορείο, μέχρι που κατέβηκα στον ΟΑΕΔ, 10 λεπτά αργότερα, δεν είχε σταματήσει να μιλάει, κι ούτε φαινόταν διατεθειμένη να σταματήσει σύντομα. Φυσικά, όλοι οι υπόλοιποι επιβάτες την άκουγαν χαμογελώντας, φανερά ή κρυφά, απολαμβάνοντας αυτό το απρόσμενο comic relief που έδωσε χρώμα στην άχρωμη, αυγουστιάτικη μέρα τους.

Αναρωτήθηκα αν θα καταλήξω κάποια στιγμή στη ζωή μου κι εγώ να είμαι ένας ημίτρελος γέρος, που θα μπαίνει στα λεωφορεία και θα κάνει κήρυγμα στον αέρα για το πώς όλα πάνε κατά διαόλου, και πόσο ωραία και αγνά ήταν τα πράγματα στη δική μου εποχή, που παίζαμε ακόμα Super Mario και ακούγαμε Πασχάλη και Macarena. Ελπίζω ότι δεν θα ζήσω αρκετά για να καταλήξω σε αυτό το σημείο, και οι ελεεινές διατροφικές μου συνήθειες συνηγορούν στο ότι δεν θα φτάσω ποτέ σε τόσο προχωρημένη ηλικία. Ευτυχώς.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σε αφήσω, γιατί σε λίγο ξεκινάει το «Home Alone Party», που διοργανώνω στο σπίτι μου. Μοναδικός προσκεκλημένος είμαι εγώ, και θα έχω δυνατή μουσική, μπόλικο φαγητό και δύο εντελώς σαστισμένα κατοικίδια ζώα.

Καληνύχτα, και μην ξεχνάς τη βασική αρχή της δημοσιογραφίας: Ένα κλισέ αξίζει όσο χίλια ρεπορτάζ.


Αγαπητό ημερολόγιο,

ο Τζον Λένον είχε πει πως «ζωή» είναι αυτό που συμβαίνει ενώ εσύ κάνεις άλλα σχέδια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είχε πάρει πριν το πει αυτό, αλλά έχει πέσει μέσα, 100%. Εϊναι ό,τι πιο όμορφο έχει βγει ποτέ από ανθρώπινο στόμα, εκτός ίσως από 1-2 τραγούδια της Αretha Franklin. Το συνειδητοποιώ κάθε μέρα, και το συνειδητοποίησα και σήμερα. Όπως σου είχα πει, σκόπευα σήμερα να κοιμάμαι όλη μέρα. Μόνο που υπολόγιζα χωρίς τον φούρναρη. Όχι ξενοδόχο, φούρναρη σου λέω.

Βλέπεις, ακριβώς κάτω από το σπίτι μου βρίσκεται ένα αρτοποιείο. Αυτό συνήθως είναι καλό, γιατί το πρώτο πράγμα που μυρίζω όταν ξυπνάω είναι άλλες φορές φρεσκοψημένο ψωμί, άλλες φορές αχνιστή τυρόπιτα, και άλλες φορές ιδρωτίλα, όταν δεν έχω κάνει μπάνιο το προηγούμενο βράδυ και αυτή η μυρωδιά επισκιάζει κάθε άλλη που έρχεται από τον φούρνο. Γενικά, ποτέ δεν αντιμετώπισα κάποιο πρόβλημα με τους από κάτω, εκτός βέβαια από την Καθαρά Δευτέρα, όταν είχαν αρχίσει να ψήνουν τις λαγάνες από το βράδυ της Κυριακής και μου ήταν απολύτως αδύνατο να κοιμηθώ, με τη μυρωδιά της ψημένης λαγάνας να κατακλύζει τα ρουθούνια μου.

Σήμερα, όμως, υπήρχε πρόβλημα. Γιατί ο ιδιοκτήτης αποφάσισε να ανακαινίσει το αρτοποιείο. Και φυσικά αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα για μένα, αν δε σήμαινε ότι από τις 9 το πρωί οι εργάτες έσπαγαν τζαμαρίες, ξερίζωναν εντοιχισμένες συσκευές και χτυπούσαν ανελέητα με τρυπάνια, σφυριά και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Ακόμα και εγώ, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα ξυπνούσα ούτε αν έβγαιναν τα τανκς στους δρόμους και ισοπέδωναν όλες τις γύρω πολυκατοικίες, αναγκάστηκα να σηκωθώ στις 9.30, μετά από μισή ώρα θαρραλέας, όσο και μάταιας, μάχης με τα τρυπάνια.

Είχα δύο επιλογές: Είτε θα έφευγα από το σπίτι προκειμένου να βρω την ησυχία μου (και ενδεχομένως τον θάνατο, λόγω θερμοπληξίας), είτε θα έμενα στο θορυβώδες σπίτι μου, αγκαλιά με το αρκουδίσιον. Πιστεύω, αγαπητό μου ημερολόγιο, ότι ήδη κατάλαβες πως προτίμησα την θορυβώδη (αλλά δροσερή και ξεκούραστη) δεύτερη λύση. Μετά από τρεις εβδομάδες ασταμάτητου περπατήματος νομίζω πως, αν δεν μπορούσα να κοιμηθώ, τουλάχιστον μου άξιζε μια μέρα απόλυτου τίποτα. Για την ακρίβεια, απόλυτου τίποτα με μουσική στη διαπασών, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσα να συγκεντρωθώ ούτε καν στο τίποτα.

Τι έκανα, λοιπόν, όλη μέρα σήμερα; Θα’λεγα ότι έκανα ένα και μόνο πράγμα: Κατέβασα από το Internet έναν emulator και 750 παιχνίδια του Super NES, και όλη μέρα έπαιζα αυτά τα παιχνίδια: Super Mario All-Stars, Axelay, International Superstar Soccer Deluxe, Theme Park, NBA Jam Tournament Edition, και πολλά άλλα. Θυμήθηκα τα νιάτα μου. Τι ωραία που ήταν τότε, ε; Το μόνο μου άγχος ήταν πώς θα καταφέρω να κρύψω τον έλεγχό μου από τους γονείς μου (φυσικά, ποτέ δεν τα κατάφερα). Ούτε ανεργία, ούτε κρίση (το χαρτζιλίκι έπεφτε σύννεφο), ούτε τίποτα. Τα μεσημέρια που γύριζα από το σχολείο πλακωνόμουν στα ηλεκτρονικά παιχνίδια, μετά κλεινόμουν στο δωμάτιό μου δήθεν ότι διάβαζα (όντως διάβαζα, αλλά κόμικς), το βράδυ έβλεπα σίριαλ στην τηλεόραση (όταν ακόμα τα τηλεοπτικά σίριαλ βλέπονταν) και κοιμόμουν νωρίς-νωρίς για να πάω στο σχολείο την άλλη μέρα. Και το καλοκαίρι ήταν ακόμα καλύτερα: Ξυπνούσα ό,τι ώρα ήθελα, έπαιζα όλη μέρα ηλεκτρονικά παιχνίδια ή έβλεπα σίριαλ σε επανάληψη, τα απογεύματα έπαιζα μπάλα και κρυφτό με τους φίλους μου από τη γειτονιά και το βράδυ κοιμόμουν ό,τι ώρα ήθελα. Άσε που κάθε χρόνο πήγαινα διακοπές με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Ε, κάτι τέτοια σκέφτομαι και τα βράδια πέφτω σε μίνι κατάθλιψη, οπότε την πέφτω στο ψυγείο. Προβλέπω τα τρία κιλά που έχασα όσο δούλευα να επιστρέφουν, και μάλιστα να φέρνουν και μερικούς φίλους τους μαζί για φαγητό. Τουλάχιστον, από όλο αυτό το ένδοξο παρελθόν, μου έμειναν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Κάτι είναι κι αυτό.

Α, τώρα που το σκέφτομαι, έκανα και κάτι άλλο: Κοιμήθηκα για λίγο το μεσημέρι, όταν τα παλικάρια επιτέλους σταμάτησαν να βροντοχτυπούν τα φτυάρια και έκαναν το διάλειμμά τους, αφήνοντας πίσω τους μια σιωπή που έμοιαζε με την πιο όμορφη μουσική του κόσμου. Κάπου εκεί αποκοιμήθηκα, και όταν ξύπνησα είχα μια περίεργη αίσθηση, σαν να είχα κουραστεί περισσότερο στον ύπνο μου, παρά στον ξύπνιο μου. Ήταν εύκολο να εξηγήσω το γιατί: Στον ύπνο μου είχα δει ότι ήμουν, λέει, ακόμα στη δουλειά, και έμπαινα σε μια μεγάλη πολυκατοικία, και χτύπαγα τα κουδούνια, και μετά συνέβαιναν διάφορα τα οποία δε θυμάμαι καθόλου, γιατί ποτέ δε θυμάμαι τα όνειρά μου – συνήθως είναι τόσο ασυνάρτητα που ο ίδιος ο εγκέφαλός μου τους κάνει έξωση μετά από λίγο, για να μην κάθεται να σκεφτεί τι μπορεί να σημαίνουν. Φαντάσου τα σαν ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς, που θέλεις manual για να καταλάβεις τι συμβαίνει, και πάλι δεν είσαι σίγουρος ότι έχεις καταλάβει. Το μόνο σίγουρο συμπέρασμα από αυτό το όνειρο είναι ότι η εμπειρία μου ως πλασιέ θα με βασανίζει για πολύ καιρό ακόμα. Με βλέπω να τρέχω στους τρελογιατρούς.

Αυτά για σήμερα, αγαπητό μου ημερολόγιο. Είδες; Σήμερα δε σε έπρηξα πολύ. Μη σου πω ότι, τώρα που είναι και Αύγουστος, θα γράφω λιγότερο. Ξέρεις, τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, γιατί όλοι είναι στις παραλίες και λιάζονται – το πολύ-πολύ να πάθει κανένα έγκαυμα από τον ήλιο κανένας υπουργός. Οι διακοπές των stars δεν μετράνε για ειδήσεις, ούτε και οι πυρκαγιές του Αυγούστου (αντίθετα, θα ήταν είδηση ένας Αύγουστος χωρίς πυρκαγιές). Και όταν δεν υπάρχουν ειδήσεις, δεν υπάρχει και καμία δραστηριότητα. Όλα υπολειτουργούν. Βέβαια, μεταξύ μας, σε αυτήν τη χώρα όλα υπολειτουργούν όλο τον χρόνο, αλλά τον Αύγουστο το κάνουν κανονικά και με τον νόμο.

Καληνύχτα, και να θυμάσαι ότι σε αυτή τη ζωή όλα είναι δανεικά και μάλιστα με υψηλό επιτόκιο, και γι’αυτό ο Θεός είναι ο μεγαλύτερος τοκογλύφος.


Αγαπητό ημερολόγιο,

θυμάμαι στην 4η Δημοτικού, στο μάθημα των Αγγλικών, μια ιστορία που είχαμε διαβάσει στο βιβλίο του μαθήματος. Ήταν, λέει, ένας ζητιάνος που πεινούσε πολύ, και σκέφτηκε το εξής κόλπο για να φάει: Χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού, και είπε στην οικοδέσποινα που του άνοιξε την πόρτα ότι η πέτρα την οποία κρατούσε στα χέρια του ήταν μαγική, και μπορούσε να κάνει πεντανόστιμο οποιοδήποτε φαγητό. Φυσικά, στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια κοινή πέτρα που είχε βρει στον δρόμο. Η οικοδέσποινα τον πίστεψε, τον έβαλε στο σπίτι της, αυτός έβαλε την πέτρα σε ένα τσουκάλι με νερό που έβραζε και της είπε να φέρει λάχανο.Μετά της είπε να φέρει καρότα, κρεμμύδια, πατάτες, κρέας, και ένα σωρό πράγματα. Μέχρι που στο τσουκάλι υπήρχε μια πεντανόστιμη σούπα, με μια πέτρα στη μέση. Η οικοδέσποινα τη δοκίμασε και ενθουσιάστηκε με το πόσο νόστιμη ήταν, πιστεύοντας ότι η μαγική πέτρα είχε κάνει το θαύμα της. Ο ζητιάνος φυσικά έφαγε μέχρι σκασμού. Στο τέλος της ιστορίας, ο χορτάτος ζητιάνος χαρίζει τη μαγική πέτρα στην πανευτυχή οικοδέσποινα και φεύγει. Δεν θυμάμαι ποιο είναι το δίδαγμα της ιστορίας, αλλά νομίζω πως πρέπει να είναι κάτι σαν «όσο υπάρχουν ηλίθιοι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο, δηλαδή για πάντα, θα υπάρχουν και πονηροί άνθρωποι που θα ψάχνουν τρόπους να τους εκμεταλλευτούν». Βέβαια, δεν ξέρω τι είδους δίδαγμα θα ήταν αυτό για ένα παιδί 10 χρονών, αλλά δεν μπορώ να συμπεράνω κάτι καλύτερο. Κι εξάλλου, καλύτερα αυτά να τα μαθαίνουν μικρά τα παιδιά, για να ξέρουν τι τα περιμένει όταν μεγαλώσουν.

Μη με ρωτήσεις πού κολλάει αυτή η ιστορία, γιατί δεν κολλάει πουθενά. Είναι ένα από αυτά τα εντελώς ασυνάρτητα flashbacks που μου έρχονται κάθε τόσο στο μυαλό και με αφήνουν να αναρωτιέμαι πώς στο διάολο μπορεί να θυμάμαι τέτοιες μικρολεπτομέρειες από το μακρινό παρελθόν, ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο δεν έχω καταφέρει να μάθω τον αριθμό του κινητού μου (ο οποίος είναι και πανεύκολος, γιατί τελειώνει σε τέσσερα μηδενικά – ακόμα και κλειδαράς θα ζήλευε τον αριθμό μου). Καμιά φορά νιώθω πως ο εγκέφαλός μου έχει γερασει πριν την ώρα του. Μου θυμίζω εκείνους τους παππούδες που μια στο τόσο έχουν λεπτομερέστατες εκλάμψεις από τις εμπειρίες τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά από λίγο δεν θυμούνται πώς λένε τη γυναίκα τους για να τη φωνάξουν να τους αλλάξει την πάπια.

Από σήμερα, που λες, είμαι και επισήμως άνεργος. Ναι, πάλι. Πήγα σήμερα το μεσημέρι στην εταιρεία, παρέδωσα ό,τι μου είχαν δώσει, υπέγραψα και τα απαραίτητα για τη γραφειοκρατία και έφυγα 10 κιλά πιο ελαφρύς (ευτυχώς μετά πήγα σε κάτι Everest λίγο πιο κάτω και τα ξαναπήρα). Ξέρεις, λένε ότι όταν χάνεις τη δουλειά σου είναι σαν να πεθαίνει κάποιος στο σπίτι σου. Τηρουμένων των αναλογιών, στην προκειμένη περίπτωση θα’λεγα ότι η απώλεια της συγκεκριμένης δουλειάς ήταν σαν να κάηκε μια λάμπα στο σπίτι μου. Το πρόβλημα είναι ότι έχω ξεμείνει από λάμπες, και το σούπερ μάρκετ είναι κλειστό λόγω διακοπών. Τουτέστιν, για τρίτο συνεχόμενο Αύγουστο θα χάσω τις διακοπές μου (αν και ο πρώτος από αυτούς ήταν στον Στρατό, σε νησί, οπότε ήταν «κάτι-σαν-διακοπές» αλλά δε μετράει) και θα μείνω να βλέπω από την τηλεόραση τις πατροπαράδοτες αυγουστιάτικες πυρκαγιές και τα παραδοσιακά λαμόγια που κλαίγονται μπροστά στις κάμερες για τα αυθαίρετα σπίτια τους που καίγονται.

Αλλά να σου πω κάτι, μεταξύ μας; Χέστηκα για τις διακοπές. Αλήθεια. Πρώτα απ’όλα, είμαι εδώ και ενάμιση χρόνο άνεργος, με κάποια μικρά διαλειμματάκια. Από τι να κάνω διακοπές; Από την ξάπλα; Και άντε και πήγα διακοπές. Να πληρώσω εξωφρενικά ποσά για ξενοδοχεία, εισιτήρια πλοίων, φαγητό και εισόδους σε παραλίες, όταν μπορώ κάλλιστα να κάτσω στο σπιτάκι μου, να πηγαίνω όποτε θέλω για μπάνιο σε κάποια από τις ελεύθερες παραλίες της Αττικής και να βλέπω στην τηλεόραση τα ρεπορτάζ για τον «συνωστισμό στο λιμάνι του Πειραιά»; Γιατί να το κάνω στον εαυτό μου; Όταν θα φτάσω στα 40 μου να είμαι απελπιστικά κουρασμένος από την εξουθενωτική δουλειά μου και θα έχω απόλυτη ανάγκη από διακοπές, θα τα κάνω όλα αυτά. Αλλά τώρα, θα κάτσω στο δωμάτιό μου, με το αρκουδίσιον μου και με το Internet μου, και δε θα στενοχωρηθώ καθόλου.

Άσε και το άλλο: Η Αθήνα τον Αύγουστο είναι η ιδανική πόλη. Καθόλου κίνηση, βρίσκεις παντού να παρκάρεις, ησυχία – λίγο πράσινο παραπάνω να είχε, και θα ήταν ο επίγειος Παράδεισος. Το θεωρώ τουλάχιστον χαζό να βλαστημάς επί 11 μήνες αυτήν τη γαμημένη πόλη που σου κάνει τη ζωή μαύρη και, τον ένα μήνα που αυτή επιτέλους γίνεται ανθρώπινη, εσύ να σηκώνεσαι και να φεύγεις. Γι’αυτό σου λέω, Αθήνα και πάλι Αθήνα.

(βέβαια, θα μπορούσε κάποιος πικρόχολος να πει πως όλα αυτά τα λέω για να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι και τόσο απαίσιο το ότι θα μείνω όλο τον Αύγουστο στην Αθήνα, εγώ και τα αδέσποτα στους δρόμους, την ώρα που αυτός και όλοι οι υπόλοιποι θα πλατσουρίζουν στις παραλίες του Αιγαίου. Αλλά αυτό ας έρθει να μου το πει αφού τον τσιμπήσουν οι εισαγόμενες τσούχτρες από το Σουέζ, οι οποίες απ’όσο ξέρω δεν έχουν φτάσει ακόμα στο Πόρτο Ράφτη. Beat that.)

Λοιπόν, απόψε πέφτω να κοιμηθώ νωρίς, στα πλαίσια της προσπάθειάς μου να αναπληρώσω τις δεκάδες ώρες χαμένου ύπνου που θυσιάστηκαν για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη, για μια π@@@@α κα@@@μενη. Αν δεν γράψω καθόλου αύριο, μην ανησυχήσεις. Πιθανότατα θα κοιμάμαι όλη μέρα.

Καληνύχτα, κι αν δεν σε δω αύριο, καλημέρα, καλησπέρα και ξανακαληνύχτα.

Αγαπητό ημερολόγιο,

θυμάμαι στην 4η Δημοτικού, στο μάθημα των Αγγλικών, μια ιστορία που είχαμε διαβάσει στο βιβλίο

του μαθήματος. Ήταν, λέει, ένας ζητιάνος που πεινούσε πολύ, και σκέφτηκε το εξής κόλπο για να

φάει: Χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού, και είπε στην οικοδέσποινα που του άνοιξε την πόρτα ότι

η πέτρα την οποία κρατούσε στα χέρια του ήταν μαγική, και μπορούσε να κάνει πεντανόστιμο

οποιοδήποτε φαγητό. Φυσικά, στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια κοινή πέτρα που είχε βρει

στον δρόμο. Η οικοδέσποινα τον πίστεψε, τον έβαλε στο σπίτι της, αυτός έβαλε την πέτρα σε ένα

τσουκάλι με νερό που έβραζε και της είπε να φέρει λάχανο.Μετά της είπε να φέρει καρότα,

κρεμμύδια, πατάτες, κρέας, και ένα σωρό πράγματα. Μέχρι που στο τσουκάλι υπήρχε μια

πεντανόστιμη σούπα, με μια πέτρα στη μέση. Η οικοδέσποινα τη δοκίμασε και ενθουσιάστηκε με το

πόσο νόστιμη ήταν, πιστεύοντας ότι η μαγική πέτρα είχε κάνει το θαύμα της. Ο ζητιάνος φυσικά

έφαγε μέχρι σκασμού. Στο τέλος της ιστορίας, ο χορτάτος ζητιάνος χαρίζει τη μαγική πέτρα στην

πανευτυχή οικοδέσποινα και φεύγει. Δεν θυμάμαι ποιο είναι το δίδαγμα της ιστορίας, αλλά νομίζω

πως πρέπει να είναι κάτι σαν «όσο υπάρχουν ηλίθιοι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο, δηλαδή για

πάντα, θα υπάρχουν και πονηροί άνθρωποι που θα ψάχνουν τρόπους να τους εκμεταλλευτούν».

Βέβαια, δεν ξέρω τι είδους δίδαγμα θα ήταν αυτό για ένα παιδί 10 χρονών, αλλά δεν μπορώ να

συμπεράνω κάτι καλύτερο. Κι εξάλλου, καλύτερα αυτά να τα μαθαίνουν μικρά τα παιδιά, για να

ξέρουν τι τα περιμένει όταν μεγαλώσουν.

Μη με ρωτήσεις πού κολλάει αυτή η ιστορία, γιατί δεν κολλάει πουθενά. Είναι ένα από αυτά τα

εντελώς ασυνάρτητα flashbacks που μου έρχονται κάθε τόσο στο μυαλό και με αφήνουν να

αναρωτιέμαι πώς στο διάολο μπορεί να θυμάμαι τέτοιες μικρολεπτομέρειες από το μακρινό

παρελθόν, ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο δεν έχω καταφέρει να μάθω τον αριθμό του κινητού μου (ο

οποίος είναι και πανεύκολος, γιατί τελειώνει σε τέσσερα μηδενικά – ακόμα και κλειδαράς θα

ζήλευε τον αριθμό μου). Καμιά φορά νιώθω πως ο εγκέφαλός μου έχει γερασει πριν την ώρα του.

Μου θυμίζω εκείνους τους παππούδες που μια στο τόσο έχουν λεπτομερέστατες εκλάμψεις από τις

εμπειρίες τους στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και μετά από λίγο δεν θυμούνται πώς λένε τη γυναίκα

τους για να τη φωνάξουν να τους αλλάξει την πάπια.

Από σήμερα, που λες, είμαι και επισήμως άνεργος. Ναι, πάλι. Πήγα σήμερα το μεσημέρι στην

εταιρεία, παρέδωσα ό,τι μου είχαν δώσει, υπέγραψα και τα απαραίτητα για τη γραφειοκρατία και

έφυγα 10 κιλά πιο ελαφρύς (ευτυχώς μετά πήγα σε κάτι Everest λίγο πιο κάτω και τα ξαναπήρα).

Ξέρεις, λένε ότι όταν χάνεις τη δουλειά σου είναι σαν να πεθαίνει κάποιος στο σπίτι σου.

Τηρουμένων των αναλογιών, στην προκειμένη περίπτωση θα’λεγα ότι η απώλεια της συγκεκριμένης

δουλειάς ήταν σαν να κάηκε μια λάμπα στο σπίτι μου. Το πρόβλημα είναι ότι έχω ξεμείνει από

λάμπες, και το σούπερ μάρκετ είναι κλειστό λόγω διακοπών. Τουτέστιν, για τρίτο συνεχόμενο

Αύγουστο θα χάσω τις διακοπές μου (αν και ο πρώτος από αυτούς ήταν στον Στρατό, σε νησί, οπότε

ήταν «κάτι-σαν-διακοπές» αλλά δε μετράει) και θα μείνω να βλέπω από την τηλεόραση τις

πατροπαράδοτες αυγουστιάτικες πυρκαγιές και τα παραδοσιακά λαμόγια που κλαίγονται μπροστά στις

κάμερες για τα αυθαίρετα σπίτια τους που καίγονται.

Αλλά να σου πω κάτι, μεταξύ μας; Χέστηκα για τις διακοπές. Αλήθεια. Πρώτα απ’όλα, είμαι εδώ

και ενάμιση χρόνο άνεργος, με κάποια μικρά διαλειμματάκια. Από τι να κάνω διακοπές; Από την

ξάπλα; Και άντε και πήγα διακοπές. Να πληρώσω εξωφρενικά ποσά για ξενοδοχεία, εισιτήρια

πλοίων, φαγητό και εισόδους σε παραλίες, όταν μπορώ κάλλιστα να κάτσω στο σπιτάκι μου, να

πηγαίνω όποτε θέλω για μπάνιο σε κάποια από τις ελεύθερες παραλίες της Αττικής και να βλέπω

στην τηλεόραση τα ρεπορτάζ για τον «συνωστισμό στο λιμάνι του Πειραιά»; Γιατί να το κάνω στον

εαυτό μου; Όταν θα φτάσω στα 40 μου να είμαι απελπιστικά κουρασμένος από την εξουθενωτική

δουλειά μου και θα έχω απόλυτη ανάγκη από διακοπές, θα τα κάνω όλα αυτά. Αλλά τώρα, θα κάτσω

στο δωμάτιό μου, με το αρκουδίσιον μου και με το Internet μου, και δε θα στενοχωρηθώ καθόλου.

Άσε και το άλλο: Η Αθήνα τον Αύγουστο είναι η ιδανική πόλη. Καθόλου κίνηση, βρίσκεις παντού να παρκάρεις, ησυχία – λίγο πράσινο παραπάνω να είχε, και θα ήταν ο επίγειος Παράδεισος. Το θεωρώ τουλάχιστον χαζό να βλαστημάς επί 11 μήνες αυτήν τη γαμημένη πόλη που σου κάνει τη ζωή μαύρη και, τον ένα μήνα που αυτή επιτέλους γίνεται ανθρώπινη, εσύ να σηκώνεσαι και να φεύγεις. Γι’αυτό σου λέω, Αθήνα και πάλι Αθήνα.

(βέβαια, θα μπορούσε κάποιος πικρόχολος να πει πως όλα αυτά τα λέω για να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι και τόσο απαίσιο το ότι θα μείνω όλο τον Αύγουστο στην Αθήνα, εγώ και τα αδέσποτα στους δρόμους, την ώρα που αυτός και όλοι οι υπόλοιποι θα πλατσουρίζουν στις παραλίες του Αιγαίου. Αλλά αυτό ας έρθει να μου το πει αφού τον τσιμπήσουν οι εισαγόμενες τσούχτρες από το Σουέζ, οι οποίες απ’όσο ξέρω δεν έχουν φτάσει ακόμα στο Πόρτο Ράφτη. Beat that.)

Λοιπόν, απόψε πέφτω να κοιμηθώ νωρίς, στα πλαίσια της προσπάθειάς μου να αναπληρώσω τις δεκάδες ώρες χαμένου ύπνου που θυσιάστηκαν για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Ελένη, για μια π@@@@α κα@@@μενη. Αν δεν γράψω καθόλου αύριο, μην ανησυχήσεις. Πιθανότατα θα κοιμάμαι όλη μέρα.

Καληνύχτα, κι αν δεν σε δω αύριο, καλημέρα, καλησπέρα και ξανακαληνύχτα.