Είναι ωραίο να ξέρεις ότι έχεις φίλους που σε καταλαβαίνουν. Ή έστω συμblogίτες που σε καταλαβαίνουν. Όπως είναι για μένα η JoaN: Όταν της έκαναν πάσα για ένα blogοπαίχνιδο για τις ανάγκες του οποίου έπρεπε να γκρινιάξει για 5 πράγματα που την εκνευρίζουν, πρέπει να σκέφτηκε αμέσως ότι ο πρώτος στον οποίο θα έπρεπε να δώσει τη δική της «πάσα» ήμουν εγώ, ο Απόλυτος Γκρινιάρης.

Φυσικά, δεν θα μπορούσα να πω όχι σε μια τέτοια πρόσκληση. Όμως μπορώ να πω «όχι» στον περιορισμό των 5 πραγμάτων για τα οποία μπορώ να γκρινιάξω – μα είναι δυνατόν; Ζούμε σε έναν κόσμο που μας δίνει αμέτρητες λαβές για γκρίνια, κι εσείς μου ζητάτε να αναφέρω μόνο 5; Είναι σαν να λέτε στον Οβελίξ να φάει μόνο 5 γουρουνόπουλα – απλά, δε γίνεται. Ας τα κάνουμε 15, ΟΚ;

Πάμε, λοιπόν:

ΓΚΡΙΝΙΑΖΩ ΚΑΙ ΕΚΝΕΥΡΙΖΟΜΑΙ:

…όταν παρεισφρύει στο φαγητό μου, όποιο κι αν είναι αυτό, μια σιχαμερή ντομάτα – ξέρετε τι ύπουλα που είναι αυτά τα απαίσια λαχανικά; Και το χειρότερο: ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΥ!!!

…που το μετρό δεν κάνει πλέον δρομολόγια από Εθνική Άμυνα μέχρι Αεροδρόμιο. Όχι πως είχα κάνει ποτέ αυτή τη διαδρομή, αλλά είναι ένας καλός λόγος να γκρινιάζεις. Δηλαδή τώρα το θυμήθηκαν ο Χολαργός και η Αγία Παρασκευή να κάνουν σταθμό;

…που τα χρήματα που πληρώνουμε αναγκαστικά σαν «ανταποδοτικό τέλος» στην ΕΡΤ (αλήθεια, γιατί «ανταποδοτικό»; Μας έδωσε κάτι η ΕΡΤ προηγουμένως;) φεύγουν για κακόγουστες γιουροβιζιονικές βραδιές, υπέρογκους μισθούς ανθρώπων που δεν κάνουν τίποτα και υπερτιμημένα ποδοσφαιρικά παιχνίδια κακής ποιότητας. Πάλι καλά που υπάρχει το Champions League.

…όταν φλιπάρει ο υπολογιστής την ώρα που είμαι έτοιμος να δημοσιεύσω το post μου και να αναγκάζομαι να το ξαναγράψω απ’την αρχή (όπως συνέβη με το παρόν κείμενο – τυχαίο;)

…όταν λέω σε κάποιον ότι θα πάω το βράδυ στα Εξάρχεια και με κοιτάει σαν να του είπα ότι θα πάω στη Συγγρού να κάνω πιάτσα. Γιατί, τι σας κάνανε τα Εξάρχεια; Επειδή δεν έχουν Starbucks;

…όταν ο Ολυμπιακός παίζει χάλια, όπως το συνηθίζει φέτος. Και ακόμα περισσότερο όταν παίζει χάλια, αλλά κερδίζει. Και ακόμα ακόμα περισσότερο όταν παίζει χάλια, αλλά κερδίζει με την εύνοια της διαιτησίας. Τα κοράκια τραγουδούν ακόμα και, όσα μαθήματα ορθοφωνίας και να κάνουν, θα είναι πάντα φάλτσα…

…όταν πρέπει να πάρω το αυτοκίνητο σε μία περιοχή όπου κι ο Θεός ο ίδιος δεν θα έβρισκε να παρκάρει (αν και, μεταξύ μας, εσείς αν ήσασταν πανταχού παρών, τι δουλειά θα είχατε στην Κυψέλη;).

…όταν συζητάω με γνωστούς μου που καπνίζουν και διαπιστώνω ότι δεν έχουν την παραμικρή διάθεση να σταματήσουν το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους, παρά την επικείμενη απαγόρευση. Όσο απαγορεύεις την πρέζα στο πρεζόνι, τόσο πιο πολύ τη ζητά.

…όταν το Playstation 3 «κολλάει» την ώρα που ο Μανού Τζινόμπιλι έχει κλέψει τη μπάλα και είναι έτοιμος να δώσει ασίστ στον Τιμ Ντάνκαν για να σκοράρει το καλάθι της νίκης των Σπέρς κόντρα στους Λέικερς στο NBA Live 09. ΟΚ, μπορεί να συνέβη μόνο μία φορά, αλλά δεν είναι απαίσιο;

…που βγήκα στην αγορά εργασίας στη χειρότερη οικονομική περίοδο των τελευταίων 80 χρόνων – τέτοια γκαντεμιά πια; Ο Μητσοτάκης με βάφτισε; (πλάκα-πλάκα, ποτέ δε γνώρισα τον νονό μου…Ρε μπας και…;

…που έχω υπερβολικά πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου τώρα που είμαι και επισήμως άνεργος. Φυσικά, όταν βρω δουλειά δε θα παραλείψω να γκρινιάζω για την έλλειψη ελεύθερου χρόνου μου, σαν πιστός και τίμιος Γκρινιάρης.

…όταν προσπαθώ να δω δελτία ειδήσεων και δεν αντέχω ούτε 5 λεπτά, γιατί είναι ΤΟΣΟ χαμηλό το επίπεδο. Ευτυχώς που υπάρχουν πλέον για την ενημέρωσή μου και τα blogs και το tvxs.

…όταν πληρώνω 8 ευρώ για να δω μια ταινία που ξέρω εκ των προτέρων ότι θα με κάνει να κλάψω, κι εμένα και ολη την υπόλοιπη αίθουσα (όπως έγινε προχθές, που είδα το «Marley & Me). Όταν αποφασίζουν οι γυναίκες…

…κάθε καλοκαίρι (που λιώνω στη ζέστη και θέλω να έρθει ο χειμώνας) και κάθε χειμώνα (που ξυλιάζω στο κρύο και θέλω να έρθει το καλοκαίρι). Καταλάβατε πώς λειτουργεί το σύστημα της Γκρίνιας;

…όταν δεν έχω με τι να γκρινιάξω, με αποτέλεσμα να βρίσκομαι στην οξύμωρη κατάσταση που θέλω να γκρινιάξω επειδή δεν έχω με τι να γκρινιάξω. Και νομίζω ότι αυτό το τελευταίο μου δίνει ομόφωνα τον τίτλο του Υπέρτατου Γκρινιάρη.

(φυσικά, όποιος θέλει μπορεί να συνεχίσει το blogοπαίχνιδο – αλλά οπωσδήποτε θέλω να το κάνει ο Gog!)


surprise.jpg

Πλέον δεν μπορώ να το κρύψω – λατρεύω τα παιχνίδια! Αφού να φανταστείτε μέχρι τα 16 μου έπαιζα κρυφτό. Έτσι, δεν μπορώ να πω όχι όταν με προσκαλούν σε ένα τέτοιο. Ο anisixos το έχει καταλάβει και το εκμεταλλεύεται απροκάλυπτα. Το νέο παιχνίδι (που ο ίδιος επινόησε) ονομάζεται «Διχασμένες φράσεις» και είναι πολύ πιο απλό απ’όσο φαίνεται αρχικά: Σχολιάζω δύο φράσεις που μου δίνει αυτός (μία γνωστή ρήση και μία δικής του εμπνεύσεως) και κατόπιν αναφέρω κι εγώ μία γνωστή ρήση και μία δική μου φράση, τις οποίες καλούνται να σχολιάσουν αυτοί που θα πάρουν την «πάσα» μου.

Πάμε λοιπόν:

1. «Όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το πετύχεις» (Π. Κοελιο)

Έχω αναφερθεί και παλιότερα σε αυτό το απόφθεγμα (συγκεκριμένα, εδώ ) και η γνώμη μου δεν έχει αλλάξει από τότε. Στην πραγματικότητα, η εμπειρία μου δείχνει πως όταν θέλεις κάτι πάρα πολύ, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσει κάποιος άλλος – πιθανότατα, κάποιος που αντιπαθείς. Αλλά αυτή είναι μάλλον μία από τις συνήθεις υπερβολές μου. Ακόμα κι έτσι, ο Κοέλιο είναι ένας αρχιμούφας, ένας μέτριος παραμυθάς που προσπαθούσε να βρει μερικές καλές ατάκες, ώστε να κάνει τους αναγνώστες του να πουν «τι είπε τώρα ο πούστης…», μερικές δήθεν βαθυστόχαστες και ευχάριστα αφελείς μπούρδες, με τις οποίες ο κόσμος θα ταυτιστεί και θα προσπαθήσει να δώσει νόημα στη ζωή του. Ο «Αλχημιστής» είναι γεμάτος από τέτοια παραδείγματα, όπως και τα άλλα βιβλία του – δοκίμασα να διαβάσω το «11 Λεπτά», αλλά χρειάστηκα ακόμα λιγότερα για να καταλάβω ότι δε με ενδιέφερε καθόλου. Η συγκεκριμένη φράση έχει γίνει πια κλισέ και θεωρείται ένα από τα πιο γνωστά αποσπάσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Μόνο που η φράση αυτή κάπου χάνει: Όλοι θα θέλαμε να είναι έτσι τα πράγματα, αλλά φυσικά και δεν είναι έτσι. Ό,τι και να κάνουμε εμείς, ακόμα κι αν θέλουμε κάτι πάρα πολύ, υπάρχει ένας αστάθμητος παράγοντας που, αναλόγως τι πιστεύει ο καθένας, λέγεται «τύχη», «Θεός», «πεπρωμένο» κλπ. Αν αυτός ο παράγοντας δεν είναι με το μέρος σου, τότε δεν θα πετύχεις ποτέ αυτό που θέλεις – εκτός κι αν ζεις σε χολιγουντιανή ταινία. Αλλά ζεις σε έναν τρισδιάστατο κόσμο, έτσι δεν είναι;

2. «Δεν πρεπει να ενθουσιαζεσαι οταν τυχαινουν στιγμες ευτυχιας. Γιατι ειναι παροδικες. Κρατα παντα σταση αμυνας. Ακομα και αυτο που σου δινει προσκαιρη χαρα μπορει να μην ειναι αληθινο, να μην εχει διαρκεια, να μην επαληθευτει» (Anisixos)

Αυτό δεν είναι καλό να το σκέφτεται κανείς – για την ακρίβεια, είναι επικίνδυνο. Ναι, φυσικά και θα τύχουν στιγμές ευτυχίας που θα είναι περαστικές και θα τις διαδεχθούν λιγότερο ευχάριστες ώρες. Ωστόσο, το μόνο που καταφέρνεις ανησυχώντας για τα άσχημα που θα έρθουν είναι να μην μπορείς να απολαύσεις αυτές τις στιγμές ευτυχίας. Από τη δική μου οπτική γωνία, όταν τυχαίνουν στιγμές ευτυχίας πρέπει να απολαμβάνεις όλα όσα μπορούν να σου προσφέρουν, μέχρι την τελευταία σταγόνα. Αν κλαίμε στα εύκολα, στα δύσκολα τι θα κάνουμε;;;

3. Δεν είναι ακριβώς απόφθεγμα, αλλά ο περίφημος μονόλογος του Διαβόλου-Αλ Πατσίνο από την ταινία «Ο Δικηγόρος Του Διαβόλου»: «Για ποιον τα κάνεις όλα αυτά; Για τον Θεό; Αυτό είναι, για τον Θεό; Θα σου πω…Επίτρεψέ μου να σου δώσω κάποιες εμπιστευτικές πληροφορίες για τον Θεό. Ο Θεός λατρεύει να κοιτάζει. Είναι ένας φαρσέρ, σκέψου το: Δίνει στον άνθρωπο το ένστικτο, σας δίνει αυτό το εξαιρετικό δώρο και μετά τι κάνει; Σου ορκίζομαι, για την δική του ευχαρίστηση, για την κοσμική φάρσα του, καθορίζει τους κανόνες του αντίθετα από αυτό. Είναι η φάρσα όλων των εποχών. Κοίτα, αλλά μην αγγίζεις. Άγγιξε, αλλά μην γεύεσαι. Γεύσου, αλλά μην καταπιείς. Κι ενώ εσύ υποφέρεις, τι κάνει; Γελάει με την ψυχή του. Είναι εξυπνάκιας, είναι σαδιστής, είναι ένας Θεός σε άδεια. Να προσκυνήσω αυτό; Ποτέ! Είμαι εδώ από τότε που ξεκίνησε όλο αυτό. Έχω φροντίσει κάθε απόλαυση που ο άνθρωπος εμπνεύστηκε. Νοιάζομαι γι’αυτό που θέλει και ποτέ δεν τον έκρινα. Γιατί; Γιατί ποτέ δεν τον απέρριψα. Παρ’όλες τις ατέλειές του, είμαι οπαδός του ανθρώπου. Είμαι ανθρωπιστής!»

Τελικά είναι ανθρωπιστής ο Διάβολος; Είναι φαρσέρ ο Θεός; Δεν ξέρω, εσείς θα μου πείτε τη γνώμη σας – εγώ όπου βρεθώ κι όπου σταθώ λέω πως ο Θεός είναι ένας φαρσέρ. Όσο για τον Διάβολο, δεν ξέρω αν είναι ανθρωπιστής, αλλά πρέπει να είναι περισσότερο ανθρωπιστής από τον Θεό…Γιατί είναι αλήθεια ότι δεν απέρριψε ποτέ τον άνθρωπο…

4. «Ο Πύργος της Βαβέλ δεν γκρεμίστηκε ποτέ…Τα κομμάτια του έμειναν για πάντα μέσα μας, ώστε να υψώνεται σε κάθε συνάντησή μας με κάτι άγνωστο και διαφορετικό. Είναι η ιδιότροπη και φοβισμένη άμυνα του οργανισμού μας σε καθετί ξένο. Είναι η Βαβέλ μας, η ατομική μας Βαβέλ, που μας εμποδίζει να γνωρίσουμε το άγνωστο…»

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με αυτό το εκπληκτικό απόφθεγμα – αυτός που το επινόησε πρέπει να είναι άτομο εξαιρετικής ευφυίας και σπάνιου χαρακτήρα. Αλήθεια, ποιος να το έγραψε;…Α, έτσι εξηγείται: Εγώ το έγραψα! Συμφωνήστε, διαφωνήστε, κάντε ό,τι θέλετε τέλος πάντων.

Λοιπόν, το παιχνίδι συνεχίζεται ως εξής: Οι επόμενοι θα πρέπει να σχολιάσουν τις φράσεις 3 και 4 και να αναφέρουν και δύο ακόμα: Μία που έχει πει κάποιος άλλος και μία δική τους.

Κανονικά, θα πρέπει να δώσω την «πάσα» μου σε 5 συμblogίτες. Μόνο που δεν ξέρω ποιους να διαλέξω. Επομένως, θα καταφύγω σε άλλα μέσα. Έι, εσύ. ΝΑΙ, ΕΣΥ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΤΩΡΑ! Σε σένα μιλάω. Συνέχισε το παιχνίδι. Σχολίασε τις βλακείες μου και πρόσθεσε και τις δικές σου. Μία blogογειτονιά είμαστε, μην ντρέπεσαι. Πάρε πάσα και βάλε γκολ!


go_by_sozesoze.jpg

O anisixos με προ(σ)καλεί και πάλι σε ένα blogοπαίχνιδο και ξέρει ότι δεν μπορώ να πω όχι – ευτυχώς που δεν μου έχουν προσφέρει ποτέ ναρκωτικά, δεν ξέρω τι θα απαντούσα!
Το νέο παιχνίδι είναι πιο απλό από τα άλλα: Με πηγή έμπνευσης μία φωτογραφία (την οποία ελπίζω να βλέπετε – αν για τεχνικούς λόγους δεν την βλέπετε, κάντε μια βόλτα από το blog του anisixou), πρέπει να γράψω τι σκέφτομαι. Και νομίζω ότι η συγκεκριμένη φωτογραφία είναι καταλληλότατη για κάτι τέτοιο.
Κανονικά, θα έπρεπε ο επεξεργαστής του μυαλού μου να τρέχει στο maximum των MHz που αντέχει χωρίς να καεί το ανεμιστηράκι του και να παράγει σκέψεις με τον ρυθμό που η Αννίτα Πάνια παράγει «ταλέντα». Κι όμως, παραμένει κολλημένο σε μία και μόνη απορία: Τι στο διάολο μπορεί να κάνει μία βαλίτσα σε μία έρημη παραλία, και μάλιστα μία χειμωνιάτικη μέρα; Άφησα την φαντασία μου να καλπάσει (και να χλιμιντρίσει την άφησα, αλλά δεν ήθελε) και κατέληξα στις εξής υποθέσεις:

1. Είναι Οκτώβριος. Αυτό δεν έχει σημασία, αλλά θέλω να κάνω εφέ. Είναι Οκτώβριος, που λέτε. Ένας πληρωμένος δολοφόνος, ψηλός και γεροδεμένος, έχει μόλις το προηγούμενο βράδυ «καθαρίσει» ένα σημαντικό θύμα και ο αρχιμαφιόζος του τον αντάμοιψε με μία βαλίτσα γεμάτη 500ευρα (γνωστά και ως «τα μοβ»). Ο δολοφόνος παίρνει τη βαλίτσα και φεύγει, κι ενώ έχει ήδη ξημερώσει. Για να αποφύγει τα αδιάκριτα βλέμματα, πηγαίνει σε μία ερημική παραλία ώστε να μετρήσει τα λεφτά – αν το έκανε μπροστά στον αρχιμαφιόζο μπορεί αυτός να το εκλάμβανε ως προσβολή και να του φύτευε μια σφαίρα στο κεφάλι για να μάθει. Την αφήνει σε ένα σημείο, αλλά πριν την ανοίξει παρατηρεί ένα σημείωμα πάνω στην βαλίτσα – είναι από την άλλη μεριά, δεν το βλέπετε εσείς, αλλά trust me. Δεν ξέρουμε τι γράφει πάνω αυτό το σημείωμα, όμως μόλις το βλέπει ο hitman, φεύγει τρέχοντας, βρίζοντας και φωνάζνοντας. Τι να έγραφε το σημείωμα άραγε; Ε τι, όλα εγώ θα σας τα λέω; Να σκεφτείτε μόνοι σας!

2. Η Αλ Κάιντα αποφασίζει να «χτυπήσει» μια κατάμεστη ελληνική παραλία, τιμωρώντας έτσι τους άπιστους Έλληνες που αγνοούν τους κανόνες του Αλλάχ και δεν φοράνε ολόσωμα μαγιό στις παραλίες. Την επιχείρηση αναλαμβάνει ο διαβόητος για την κακία του, αλλά όχι και για το μυαλό του, Μαλάκ Αλ Ούγκρα, ο οποίος καμουφλάρει μία πανίσχυρη βόμβα σαν βαλίτσα και την τοποθετεί στη μέση μίας δημοφιλούς ελληνικής παραλίας. Μόνο που το όλο σχέδιο έχει ένα λαθάκι, ένα ασήμαντο λαθάκι: Είναι Νοέμβριος και οι παραλίες δεν πρόκειται να γεμίσουν πριν από τον επόμενο Ιούνιο. Έτσι, η βόμβα-βαλίτσα παραμένει εκεί, μόνη της πάνω στην άμμο, περιμένοντας μερικούς μήνες για να επιτελέσει το θεάρεστο (σε κάποιον Θεό θα είναι αρεστό) έργο της…

3. Σεπτέμβριος. Ο χειμώνας ήρθε πρόωρα, ο κόσμος δουλεύει και οι παραλίες σφύζουν από άμμο, αλλά όχι από κόσμο. Ο ήρωάς μας είναι φοιτητής, που σήμερα φεύγει στο εξωτερικό για σπουδές, αφήνοντας την Ελλάδα για πρώτη φορά στη ζωή του. Έχοντας μεγαλώσει δίπλα στην θάλασσα (και μέσα σε αυτήν), πριν πάει στο αεροδρόμιο περνάει από μία κοντινή παραλία, άδεια λόγω της κακοκαιρίας, ώστε να δει για τελευταία φορά τη θάλασσα πριν φύγει για μία χώρα που δεν θα δει θάλασσα ούτε όταν λιώσει ο Βόρειος Πόλος. Μόνο που δεν του φτάνει να την δει. Σε μία στιγμή αυθόρμητης τρέλας, αφήνει στην άμμο τη βαλίτσα του, πετάει μακριά τα ρούχα του και βουτάει ολόγυμνος στην θάλασσα, για να την νιώσει για τελευταία φορά. Στην φωτογραφία δεν φαίνεται, γιατί την ώρα της λήψης ήταν κάτω από το νερό. Φυσικά, μετά θα πάρει τη βαλίτσα του (και τα ρούχα του!) και θα φύγει, όμως εξαιτίας αυτής της τρέλας του θα χάσει το αεροπλάνο, το οποίο θα συντριβεί λόγω κακοκαιρίας σε κάποιο βουνό και θα παρασύρει στον θάνατο όλους τους επιβάτες – τον ήρωά μας θα τον έχει σώσει η αγαπημένη του θάλασσα…

4. Ένας παππούς πλησιάζει σε αυτήν την ερημική παραλία, κρατώντας τη συγκεκριμένη βαλίτσα. Την αφήνει στην άμμο και βγάζει από μέσα της μία φωτογραφική μηχανή. Την φωτογραφίζει από κοντά και βάζει τη μηχανή στην τσέπη του παντελονιού του. Είναι η τελευταία ανάμνηση από τη γυναίκα του, που τον συντρόφευε επί 58 συναπτά έτη. Μέσα στην βαλίτσα βρίσκεται η τεφροδόχος της, οι στάχτες της. Ποτέ δεν ήθελε να θαφτεί κάτω από το χώμα. Αγαπούσε την θάλασσα. Και ο σύζυγός της δεν της χάλασε το χατίρι. Παίρνει την τέφρα από το μεγάλο δοχείο και την σκορπίζει στην θάλασσα. Όταν η τεφροδόχος έχει πια αδειάσει, την πετάει κι αυτή. Και η βαλίτσα; Αυτή θα μείνει εκεί, ερμητικά κλειστή. Θα πηγαίνει να την κοιτάζει κάθε μέρα. Μόνο εκείνη ήξερε πώς να την ανοίξει, μόνο εκείνη και αυτός. Έτσι, αν ποτέ γυρίσει, θα ανοίξει την βαλίτσα, ανακοινώνοντάς του την επιστροφή της…

5. Μιας και μπήκε καλοκαίρι, ο Χρήστος Φερεντίνος αποφασίζει να κάνει κάποια εξωτερικά γυρίσματα για το Deal, το οποίο μετονομάζεται προσωρινά σε Summer Deal. Έχουν μαζευτεί, λοιπόν, στην παραλία της εικόνας, που είναι γεμάτη κόσμο, όλοι οι παίκτες, τα συνεργεία, όλοι οι συντελεστές της εκπομπής. Και την ώρα που ετοιμάζονται να αρχίσουν την μαγνητοσκόπηση, πιάνει μια ξαφνική μπόρα, ένας κατακλυσμός από το πουθενά. Όλοι φεύγουν κακήν-κακώς από εκεί, τόσο οι συντελεστές της εκπομπής, όσο και οι λουόμενοι. Η παραλία μένει άδεια. Ή μάλλον, σχεδόν άδεια: Κάποιος από τους παίκτες ξέχασε εκεί την βαλίτσα του Deal. Μη σας κάνει εντύπωση το μέγεθός της, είναι στα πλαίσια της καλοκαιρινής ανανέωσης. Αλήθεια, τι ποσό να κρύβει μέσα η συγκεκριμένη βαλίτσα; Μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ…

Αλήθεια, εσείς τι σκέφτεστε βλέποντας αυτήν τη φωτογραφία; Μπορείτε να δώσετε την δική σας εκδοχή – θα με ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι απόψεις της Silias, του Coperty και της Neutrino (τα links δεξιά, ο υπολογιστής δεν τα σηκώνει κάτι τέτοια).


qqq1.jpg

O anisixos μου «πετάει το μπαλάκι» κι εγώ το πιάνω! Για να δούμε πώς θα τα πάω στο ερωτηματολόγιο του Πουστ…εεε, του Προυστ, με συγχωρείτε…

1)Η απόλυτη ευτυχία για σας είναι;

Να ξέρω ότι κάνω τους άλλους πιο ευτυχισμένους.

2)Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί;

Το $@%&%#@%^ το ξυπνητήρι!

3)Η τελευταία φορά που ξεσπάσατε σε γέλια;

Όταν είδα πως ο ΟΠΑΠ θεωρεί πρώτο φαβορί για τη Eurovision τον Σαρμπέλ!!!

4)Το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας είναι;

Η συγκλονιστική, καταπληκτική και απαράμιλλη μετριοφροσύνη μου.

5)Το βασικό ελάττωμά σας;

Ότι δεν διεκδικώ ποτέ τα δικαιώματά μου. Αλήθεια. έχω δικαιώματα;

6)Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια;

Στα λάθη της γλώσσας, τα περίφημα σαρδάμ.

7)Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο;

Με τον Σωκράτη – αλλά δεν θα ήθελα να έχω το τέλος του.

8)Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα;

Χωρίς καμία αμφιβολία, η Μαφάλντα και ο Κόκκορας του Αρκά!

9)Το αγαπημένο σας ταξίδι;

Από το Μοναστηράκι στην Ακρόπολη και αντιστρόφως. Nothing compares.

10)Οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Να σας πω τον πιο αντιπαθητικό με διαφορά; Πάουλο Κοέλιο. Γκρρρ.

11)Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα;

Να ξέρει που βάζει την υπογραφή του και το…εχμ…τέλος πάντων, ξέρετε ποιο…Αλλά δεν έχω συναντήσει κανέναν ως τώρα, εμού συμπεριλαμβανομένου!

12)… και σε μια γυναίκα;

Να γελάει με τα αστεία μου. Κατά προτίμηση, χωρίς να ζορίζεται.

13)Ο αγαπημένος σας συνθέτης;

Αυτός που γράφει τη μουσική στα τραγούδια των Three Doors Down. Όπως και να τον λένε.

14)Το τραγούδι που σφυρίζετε κάνοντας ντους;

«Παίξτο και λιγάκι αδιά-φο-ρος, να της έρθει έρωτας παρά-φο-ρος». Το ξέρω ότι σας ξενέρωσα, αλλά νομίζω ότι με εμπνέουν τα πλακάκια του μπάνιου μου.

15)Το βιβλίο που σας σημάδεψε;

Τα άπαντα του Γούντι Άλεν. Μιλάμε για ιδιοφυία!

16)Η ταινία που σας σημάδεψε;

Το έχω ξαναπεί: Μετά το Se7en, το χάος…

17)Ο αγαπημένος σας ζωγράφος;

Ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Πραγματικός ζωγράφος με την μπάλα.

18)Το αγαπημένο σας χρώμα;

Το μωβ, σε όλες του τις αποχρώσεις. Απλά, το λατρεύω!

19)Ποια θεωρείτε ως τη μεγαλύτερη επιτυχία σας;

Το ότι έχω καταφέρει να ζήσω μέχρι τα 23 μου και έχω προοπτικές για τουλάχιστον άλλα τόσα.

20)Το αγαπημένο σας ποτό;

Μιλκ σέικ σοκολάτα. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλώς οδοντόκρεμες.

21)Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο;

Μετανιώνω για τα λάθη των άλλων, και συγκεκριμένα για το λάθος των γονιών μου να κάνουν σεξ 9 μήνες πριν γεννηθώ.

22)Τι απεχθάνεστε περισσότερο απ’ όλα;

Τις ηλίθιες ερωτήσεις σαν κι αυτήν.

23)Όταν δεν γράφετε, ποια είναι η αγαπημένη σας ασχολία;

Να σκέφτομαι τι θα γράψω αύριο.

24)Ο μεγαλύτερος φόβος σας;

Να μείνω μόνος σε ένα δωμάτιο με τον Ανδρέα Μικρούτσικο. ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!

25)Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέματα;

Σε όλες. «Είναι όμορφο το ψέμα, όσο λίγο κι αν κρατήσει. Δεν αντέχω την αλήθεια όπως έχει καταντήσει».

26)Ποιο είναι το μότο σας;

Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το κλασικό «Don’t Worry, Be Happy!».

27)Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε;

Στο κρεβάτι μου, παρέα με 3 μοντέλα. Ζητάω πολλά;

28)Εάν συνέβαινε να συναντήσετε τον Θεό, τι θα θέλατε να σας πει;

Ότι δεν υπάρχει, για να δικαιωθώ.

29)Σε ποια πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό;

Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά πρέπει να πλησιάζω τη νιρβάνα, γιατί χαμογελάω πολύ!

Όποιος/α έχει το κουράγιο να απαντήσει σε αυτές τις εξευτελιστικά δύσκολες ερωτήσεις, ας πάρει το μπαλάκι που πετάω…


33711.jpg

Επειδή είμαι δίκαιος άνθρωπος, σήμερα αποκαθιστώ μια αδικία. Ο coperty μου είχε ζητήσει πολύ νωρίτερα να γράψω μια ιστορία με τις 5 λέξεις του, αλλά δεν το πήρα χαμπάρι. Ιδού, λοιπόν, το πόνημά μου με τις δικές του λέξεις, που είναι γραμμένες με bold.
(η φωτό είναι δική μου, το ξέρω ότι είναι άσχετη, αλλά ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσα να κάνω!)
—————–
Ανοίγω αργά και μαρτυρικά τα μάτια μου. Κοιτάζω το ταβάνι για λίγο και αναρωτιέμαι γιατί ξύπνησα τόσο νωρίς. Κοιτάω το ρολόι μου. 1 το μεσημέρι. 1 ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ;;;
Πετάγομαι από το κρεβάτι σαν σφεντόνα. Το πρωινό ξύπνημα δεν ήταν ποτέ το φόρτε μου, αλλά σήμερα το παράκανα. Θα έπρεπε να ντρέπομαι. Και ντρέπομαι. Γιατί αυτή στη θέση μου θα είχε ξυπνήσει 5 ώρες πριν και θα είχε φτάσει δύο ώρες νωρίτερα. Ενώ εγώ θα την στήσω.
Και δεν είναι ένα τυχαίο ραντεβού. Αύριο πετάει για Ισπανία. Δεν θα τη δω για τουλάχιστον 3 μήνες. Κι εγώ άργησα πάλι. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Θέλω να φτύσω το είδωλό μου, αλλά ξέρω ότι στο τέλος εγώ θα τα σκουπίζω και το ξανασκέφτομαι.
Δεν μπορώ να πάω με άδεια χέρια. Όλοι θα είναι εκεί, συγκεντρωμένοι για να την αποχαιρετήσουν. Οι γονείς της, οι φίλοι της, εγώ. Ναι, τελευταίος εγώ. Γιατί όταν αξιωθώ να φτάσω, θα είναι όλοι ήδη εκεί. Αρπάζω ένα μπουκάλι βότκα, που μου είχαν φέρει για τη γιορτή μου. Δεν το άνοιξα ποτέ. Να που μου φάνηκε χρήσιμο, έστω κι αν απεχθάνομαι το αλκοόλ.
Το κολλημένο μυαλό μου δε λέει να ξεκολλήσει, ούτε καν τώρα που τα πράγματα είναι τόσο σοβαρά. Επιμένω να μην παίρνω το αυτοκίνητο και ξεκινάω να πάρω το μετρό. Το ξέρω ότι θα αργήσω κι άλλο, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Τα λάθη μας μάς συντροφεύουν για μια ζωή, γι’αυτό θα πρέπει να μάθουμε να τα αγαπάμε. Αν δεν καταλαβαίνεις ή δεν αγαπάς τα λάθη σου, είσαι χαμένος.
Έξω γίνεται χαμός. Βρέχει χαλάζι, όλοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Μόνο ένας τρελός αψηφά τον τρελό καιρό και προχωρά στο δρόμο, χωρίς ομπρέλα. Μόνο ένας τρελός.
Σκέφτομαι ότι θα εκτιμήσει την ταλαιπωρία μου και θα με συγχωρήσει. Την ξέρω τόσα χρόνια, δεν μπορεί να μου κρατήσει κακία. Άλλωστε, δε με έχει πάρει τηλέφωνο ακόμα, που σημαίνει ότι δεν με ψάχνουν. Ίσως να έχει αργήσει και κανένας άλλος, εκτός από μένα. Με καθησυχάζει να σκέφτομαι ότι δεν είμαι ο μόνος βλάκας σε αυτήν την πόλη.
Πρέπει να έχει πάει 2 η ώρα. Και πάλι καλά να λέω, χάρη σε αυτόν τον αγώνα δρόμου έφτασα μόνο μία ώρα αργότερα. Βρεγμένος μέχρι το κόκαλο, με μια βότκα στο χέρι, φτάνω στην πόρτα της. Παράξενο, δεν ακούω τίποτα. Ούτε φωνές, ούτε γέλια, ούτε καν το σκύλο της, που γαβγίζει σαν τρελός όταν έχει κόσμο γύρω του. Χτυπάω το κουδούνι. Να και ο σκύλος που γαβγίζει. Χάθηκε κι αυτή να πάρει μια γάτα, που είναι ήσυχες και χαριτωμένες; Μου ανοίγει την πόρτα και με κοιτάζει λες και περίμενε τον Σάκη Ρουβά και ήρθε στη θέση του ο Φρέντι Κρούγκερ. «Τι κάνεις εσύ εδώ;», με ρωτάει αυστηρά. «Ναι, το ξέρω, άργησα, παρακοιμήθηκα», απολογούμαι σχεδόν κλαίγοντας. «Για ποιο πράγμα άργησες;», με κοιτάζει απορημένη.
«Καλά, είναι δυνατό να μη θυμάται το δικό της πάρτυ;», σκέφτομαι από μέσα μου, αλλά δεν της το λέω. Μένω να την κοιτάζω σαν σκύλος που μόλις κατούρησε στο περσικό χαλί.
«Για κάτσε», μου λέει και νιώθω ότι το πρόσωπό της φωτίζεται. «Βότκα, πουκάμισο…για το πάρτυ ήρθες;». Της γνέφω καταφατικά και αυτή βάζει τα γέλια. Δεν πιστεύω στα μάτια μου.
«Χαζούλη, το πάρτυ είναι αύριο!», μου λέει γλυκά. Την κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια. «Μα, Σάββατο δεν είναι σήμερα;». «Ναι», μου λέει, «Σάββατο είναι. Όμως το πάρτυ είναι την Κυριακή!».
Εκείνη τη στιγμή, κάνω κάτι απρόσμενο: Βάζω κι εγώ τα γέλια. Αλλά τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Αν δεν αγαπάς και δεν καταλαβαίνεις τα λάθη σου, είσαι χαμένος. Και μετά από ένα τέτοιο λάθος, σαν το σημερινό, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω; Μόνο να γελάσω με την αφηρημάδα και τη βλακεία μου.
Τουλάχιστον, δεν πήγαν όλα χαμένα. Με προσκάλεσε μέσα για φαγητό. Και ήταν το αγαπημένο μου, ρολό με κιμά. Είναι ωραίο να βλέπεις ότι τελικά και τα λάθη μπορούν να σου βγουν σε καλό. Σου θυμίζει ότι δεν είναι όλα σκατά σε αυτόν τον κόσμο, ότι δεν χρειάζεται να γκρινιάζουμε για ό,τι μας συμβαίνει. Ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να την περνάς βασανισμένος από τα λάθη σου και είναι καλύτερο να γελάς μαζί τους. Όπως κάνουν και αυτά μαζί σου…


athina.jpg

Το post που ακολουθεί είναι η συμβολή μου στο γνωστό πια blogοπαίχνιδο με τις πέντε λέξεις. Ευχαριστώ τον anisixo για την πρόσκληση και ελπίζω να τον δικαίωσα για την επιλογή του…Οι 5 λέξεις που όρισε είναι γραμμένες με bold.

Ξυπνάω μετά από βαθύ ύπνο. Είμαι ακόμα ζαλισμένος, δεν έχω καλή επαφή με το περιβάλλον μου. Κανείς γύρω μου. Μόνο οι λευκοί τοίχοι που θυμίζουν νεκροτομείο και μια αποκρουστική μυρωδιά, σαν αυτή που έχουν τα νοσοκομεία.
Σηκώνομαι με δυσκολία στα δυο μου πόδια. Περπατάω μέχρι το διάδρομο. Σταματάω για λίγο, κατάκοπος. Τελικά, φτάνω σε ένα γραφείο. Αυτή που κάθεται εκεί κάνει λες και βλέπει φάντασμα. Φωνάζει αμέσως έναν γιατρό.
Πράγματι, δεν είχε άδικο που με κοίταζε σαν φάντασμα. Ήταν λες και είχα αναστηθεί, όπως μου είπε ο γιατρός. Σχεδόν 22 χρόνια σε κώμα, μετά από τροχαίο ατύχημα. Δεν το θυμάμαι. Για την ακρίβεια, δεν θυμάμαι τίποτα για τη ζωή μου. Ούτε πως με λένε, ούτε πού μένω…τίποτα. Είμαι ένας άγνωστος, καταδικασμένος να ζήσει χωρίς παρελθόν, χωρίς παρόν, χωρίς μέλλον. Αναρωτιέμαι γιατί ο Θεός με άφησε να ζήσω. Ή μήπως δεν πιστεύω στον Θεό; Δε θυμάμαι…
Πήρα εξιτήριο και βγήκα στον δρόμο. Μπροστά μου ανοίγεται μια πόλη, μια μεγάλη, άγνωστη πόλη. Νιώθω ότι χάνομαι. Μόνη μου πυξίδα, μία ταυτότητα. Γράφει πάνω το όνομά μου, το επίθετό μου, έχει και μια φωτογραφία μου. Δε μου λέει και πολλά. Αλήθεια, πώς να μοιάζω τώρα, 22 χρόνια μετά;
Κοιτάζομαι σε μία βιτρίνα. Μετά κοιτάζω την ταυτότητα. Βλέπω το ίδιο πρόσωπο. Πώς γίνεται να μην έχει περάσει ούτε μέρα από πάνω μου;
Σιγά σιγά, αρχίζω να θυμάμαι κάποια πράγματα. Περπατάω χωρίς προορισμό. Δεν ξέρω πού είναι το σπίτι μου, δεν ξέρω τίποτα. Αλλά κάτι αρχίζω να θυμάμαι.
Ο δρόμος με βγάζει μπροστά σε ένα τεράστιο, κιτρινισμένο μαρμάρινο κτίριο. Στέκεται στην κορυφή ενός λόφου και μου φαίνεται πολύ άσχημο, πολύ παλιό. Γιατί να το κρατάνε, άραγε, τόσο άσχημο πράγμα; Δίπλα στους ψηλούς ουρανοξύστες φαίνεται τόσο αταίριαστο.
Προσπαθώ να θυμηθώ. Έχω την αμυδρή εντύπωση ότι το 2007 δεν υπήρχαν πολλοί ουρανοξύστες στην Αθήνα. Αλλά τώρα είναι τόσοι πολλοί…Αποκλείεται, κάποιο λάθος θα κάνω.
Λίγο πιο κάτω, συναντώ ένα μαγαζί. «Καφετέρια«, λέει. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είναι μια «καφετέρια«, αλλά κάθομαι. Διαβάζω τον κατάλογο. «Καφέδες», «Σοκολάτες», «Αναψυκτικά», δεν ξέρω τι είναι όλα αυτά. Δεν θυμάμαι αν μου αρέσουν ή όχι. Παίρνω ένα «μιλκ σέικ», γιατί μου αρέσει πιο πολύ το όνομά του. Το πίνω μονορούφι και με πιάνει πονοκέφαλος. Λίγο αργότερα, έρχεται ο σερβιτόρος και ζητάει να πληρωθεί. Συνειδητοποιώ ότι δεν ξέρω αν έχω λεφτά. Ψάχνω στα παλιά ρούχα που μου δώσανε στο νοσοκομείο και βρίσκω μερικά παράξενα νομίσματα, άλλα χρυσά, άλλα δίχρωμα. Του τα δίνω όλα. Με κοιτάει με έκπληκτο βλέμμα. Μου εξηγεί ότι αυτά τα νομίσματα έχουν αποσυρθεί εδώ και 10 χρόνια. Τα κρατάει, όμως, γιατί έχουν μεγάλη συλλεκτική αξία.
Φεύγω από την καφετέρια. Κατευθύνομαι προς έναν πολυτελή υπόγειο χώρο, με πολλά φώτα και κόσμο να μπαινοβγαίνει. Μια νεαρή κοπέλα βάζει μπροστά μου το χέρι της. «Θέλετε μια εφημερίδα; Είναι δωρεάν», μου λέει χαμογελώντας. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς είναι μια «εφημερίδα«, αλλά την παίρνω χωρίς να πω τίποτα.
Κατεβαίνω ακόμα πιο κάτω. Εκεί που στέκομαι τώρα είναι πολλοί άνθρωποι και περιμένουν. Τι περιμένουν; Μετά από λίγο, φτάνει ένα τεράστιο μηχανικό σκουλήκι με μεγάλα, φωτεινά μάτια. Ολοι μπαίνουν μέσα του, αλλά εγώ φοβάμαι. Τελικά, μπαίνω κι εγώ.
Παραδόξως, νιώθω πολύ άνετα. Φαίνεται πως πριν 22 χρόνια μου άρεσε αυτό το σκουλήκι. Κάθομαι σε μια ελεύθερη θέση. Ανοίγω την εφημερίδα και αρχίζω να διαβάζω. Νιώθω ότι κάπου τα έχω ξαναδεί όλα αυτά. «Πόλεμος στην Υεμένη», «Μειώνονται τα αποθέματα πετρελαίου», «Λειψυδρία στην Αφρική», «Σεισμός 7,4R στην Ουρουγουάη». Φαίνεται πως ο κόσμος δεν έχει αλλάξει και πολύ από τότε.
«Τερματικός σταθμός. Παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν», προστάζει μια φωνή από το πουθενά. Υπακούω. Το κάνω τόσο φυσικά, που συμπεραίνω ότι το έχω κάνει πολλές φορές στο μακρινό μου παρελθόν. Σαν να αρχίζω να θυμάμαι κάποια πράγματα.
Βγαίνω στην επιφάνεια. Έχει πια νυχτώσει. Τόσα χρόνια στο σκοτάδι, κι όμως μου φάνηκε πολύ όμορφη η νύχτα. Το φεγγάρι, τα αστέρια, αυτό το παράξενο χρώμα του ουρανού…Ξαφνικά, νιώθω πως κάποιος με σκουντάει. Κοιτάζω δίπλα μου, κανείς. Ξανά, κάποιος με σπρώχνει. Μετά μου μιλάει. «Εεεεεε, σύνελθε!», μου λέει μια γυναικεία φωνή. Δεν βλέπω κανέναν γύρω μου, έχουν όλοι εξαφανιστεί. Ξαφνικά, ο ουρανός αλλάζει χρώμα, γίνεται άσπρος, όλα γύρω γίνονται άσπρα. Ανοίγω τα μάτια και την βλέπω δίπλα μου. «Άντε, ξύπνα, θα αργήσουμε», μου λέει.
Κοιτάζω γύρω μου. Όλα άσπρα, σαν νεκροτομείο. «Πού είμαι;», την ρωτάω. Με κοιτάει ειρωνικά. «Τι πού είσαι, βρε υπναρά; Στο δωμάτιό σου είσαι! Καλά, τι όνειρο έβλεπες;», λέει γελώντας.
Όνειρο; Παράξενο…Ήταν πολύ αληθινό για να είναι όνειρο. Αλλά δεν μπορώ να πάω κόντρα σε μία γυναίκα, ξέρω ότι θα το μετανιώσω. «Και πού έχουμε να πάμε;», τη ρωτάω. «Καλά, δεν είπαμε ότι θα πάμε με τα παιδιά σε μια καφετέρια κάτω από την Ακρόπολη για ποτό; Ξέρεις, αυτή που κάνει το αγαπημένο σου μιλκ σέικ!», μου απαντά απορημένη. «Μα καλά, τι έπαθες;».
Δεν ξέρω τι να απαντήσω. Δεν ξέρω πια τι είναι αλήθεια και τι ψέματα, τι είναι πραγματικότητα και τι είναι όνειρο. Αλλά ξέρω πως όλα αυτά για μένα είναι συνδεδεμένα με την πόλη μου. Την Αθήνα, που αγάπησα τρελά και, σαν καψούρης έφηβος, θα λατρεύω για πάντα. Κι ας ξέρω ότι ο έρωτας είναι μονόπλευρος, κι ας με πονάει που αυτή θα με «γειώνει» συνέχεια. Αυτός ο έρωτας κρατάει για πάντα…

Υ.Γ.: Δεν μπορώ να δώσω σε κανέναν τη σκυτάλη, γιατί οι περισσότεροι το έχουν ήδη κάνει το παιχνίδι. Αν κάποιος/α επιθυμεί να πάρει τη σκυτάλη, ας μου το πει εδώ και θα ορίσω τις 5 λέξεις μου. Αλλά σας προειδοποιώ, δεν θα είναι εύκολες!!!