Μέρες τώρα έλεγα στον εαυτό μου «πρέπει να γράψεις, πρέπει να γράψεις». Αλλά βλέπεις δε λειτουργεί έτσι πάντα το σύστημα. Κακά τα ψέματα, άμα δεν έχεις τι να γράψεις, καλύτερα να μη γράψεις τίποτα. Είναι κι αυτή η περίοδος των Χριστουγέννων που δε σε βοηθάει και πολύ, ξέρεις, οικογένεια, φωτάκια, κάλαντα, άντε να σκεφτείς σοβαρά. Αλλά σήμερα τελειώνει και επισήμως η περίοδος των Χριστουγέννων, οπότε μπορούμε να επιστρέψουμε στη συνηθισμένη μιζέρια μας, η οποία προβλέπεται να ενισχύεται δραματικά το 2012, τόσο που δεν πρόκειται να την καλύψουν όλα τα «ευτυχισμένο το 2012» του κόσμου. Η μοναδική ευχή που πραγματικά αξίζει τον κόπο να κάνεις μήπως και εισακουστεί από κάποιον είναι να μετασχηματιστεί αυτή η μιζέρια σε κάτι θετικό – θες ελπίδα, θες επανάσταση, θες κοινωνική συνείδηση, κάτι, οτιδήποτε.

Σήμερα οι Χριστιανοί γιόρταζαν τα Θεοφάνεια, και εμείς οι υπόλοιποι απλώς γιορτάζαμε το ότι δεν έχουμε να πάμε στη δουλειά (όσοι από μας έχουμε έστω μία κουτσοδουλειά να κάνουμε, κι ας μην πληρωνόμαστε καν). Και όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος μαζεύτηκε κόσμος και κοσμάκης στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη και σε πολλά άλλα μέρη για να δει έναν παπά να πετάει στα παγωμένα νερά έναν σταυρό και δέκα ψυχάκηδες να βουτάνε για να του τον φέρουν πίσω, μην και τον φάνε τα πιράνχας. Και μέσα σε αυτόν τον κόσμο και κοσμάκη ήταν και κάποιοι πολιτικοί, που προφανώς δεν το έχουν πάρει ακόμα χαμπάρι ότι είναι ανεπιθύμητοι, κι έτσι βολτάρουν ανέμελα περιμένοντας τα πλήθη να τους επευφημήσουν.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, βρέθηκε στη Χαλκίδα. Εκεί, συνέβη το εντελώς αναπάντεχο: Αποδοκιμάστηκε από πολίτες. ΑΝΗΚΟΥΣΤΟ! Ποιος; Ο άνθρωπος που το πλήθος σήκωσε πανηγυρικά στους ώμους του όταν εξελέγη! Ο άνθρωπος που προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού όταν εμφανίστηκε στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης τον περασμένο Οκτώβριο! Ο άνθρωπος που με τις κατά καιρούς δηλώσεις του έχει στηρίξει με σθένος τον ελληνικό λαό, αποδίδοντας ευθύνες για την κατάσταση της χώρας στους πολιτικούς της! Αυτός ο άγιος άνθρωπος! ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟ!

Αλλά ευτυχώς, αυτά τα καθάρματα που τόλμησαν να αποδοκιμάσουν την ιερή μας αγελάδα συνελήφθησαν, και σχηματίστηκε δικογραφία εναντίον τους. Η κατηγορία; «Προσβολή της τιμής του Προέδρου της Δημοκρατίας». Τι, δεν το ξέρατε ότι υπάρχει τέτοιο αδίκημα; Φυσικά και υπάρχει! Τι, θα αφήνουμε τον κάθε άπλυτο να ασκεί κριτική στον υπέρτατο άρχοντα και (here it comes…) ρυθμιστή του πολιτεύματος; Όχι δα! Ντροπής πράγματα, δηλαδή. Κάτι τέτοιες εικόνες κυκλοφορούν στο εξωτερικό και κάνουν κακό στον τουρισμό της χώρας, γιατί σου λέει «αν κάνουν τέτοια πράγματα στον σουπερντούπερ πρόεδρό τους, φαντάσου τι θα κάνουν σε μας τα ταπεινά χαμομηλάκια».

(ξαναδιαβάζοντας τις τελευταίες παραγράφους, συνειδητοποιώ ότι θα μπορούσε κάλλιστα η σημασία τους να εκληφθεί ως κυριολεκτική και να αποσπάσει εγκωμιαστικά σχόλια από διάφορους πυροβολημένους, γι’αυτό να το ξεκαθαρίσω: Αν όλα αυτά τα εννοούσα κυριολεκτικά, τώρα θα παρουσίαζα το δελτίο ειδήσεων του Mega, δε θα έγραφα ένα παγκοσμίως άγνωστο blog. Γκέγκε;)

Πάμε τώρα να μιλήσουμε λίγο σοβαρά, γιατί καλή η πλάκα, αλλά εδώ έχουμε σοβαρό ζήτημα.

Είναι όντως «ιερή αγελάδα» ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας; Έχει το αλάθητο; Πρέπει να αποδέχομαι ό,τι λέει ως θέσφατο; Και αν τολμήσω να διαδηλώσω ενάντια σε κάτι που (δεν) είπε ή κάτι που (δεν) έκανε, κινδυνεύω να με συλλάβουν επειδή προσέλαβα την τιμή του; Οι συνειρμοί με πρακτικές ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι κάτι παραπάνω από προφανείς, νομίζω.

Να θυμίσω, σε αυτό το σημείο, ότι τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν το εξέλεξα καν εγώ. Θα μπορούσαν κάλλιστα τα δύο μεγάλα κόμματα να συνεννοηθούν και να προτείνουν για Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη Μέρκελ, ξέρω’γω, «για να βγει η χώρα μας από την κρίση». Να θυμίσω, ακόμα, ότι ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας αποτελεί απομεινάρι της βασιλευομένης δημοκρατίας, και είναι ένας θεσμός που δεν έχει πρακτικά καμία ισχύ και κανέναν ρόλο, τουλάχιστον με τον τρόπο που ασκούν τα καθήκοντά τους (τα ποια;) οι εκάστοτε Πρόεδροι.

Αλλά μπορώ να τα παραβλέψω όλα αυτά. Αλήθεια. Να, ας πούμε ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή, που την εκλέγει ο λαός, άρα εμμέσως τον εκλέγει ο λαός, και άρα του οφείλουμε σεβασμό. Το ίδιο όμως δε συμβαίνει και με τον πρωθυπουργό, τους βουλευτές, τους υπουργούς; Δηλαδή μπορώ να κατέβω στο Σύνταγμα και να διαμαρτυρηθώ για μία απόφαση ενός υπουργού, αλλά δεν μπορώ να το κάνω για να διαμαρτυρηθώ για την στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας πάνω σε ένα ζήτημα;

Και είναι και κάτι ακόμα, κάτι που ισχύει και για όλους τους πολιτικούς: Το γεγονός ότι είναι εκλεγμένοι δεν τους δίνει το δικαίωμα να συμπεριφέρονται ως απόλυτοι άρχοντες, απαιτώντας το σεβασμό των πολιτών. Το σεβασμό, κύριοι, τον κερδίζετε με τις πράξεις σας, δεν τον απαιτείτε με το έτσι θέλω. Και οι άνθρωποι που δε δείχνουν να καταλαβαίνουν τι περνάει ο λαός τους δεν αξίζει σεβασμός. Και «προδότη» θα σε πω, και «ανίκανο» θα σε πω, και «μαλάκα» θα σε πω, και θα κάτσεις να με ακούσεις. Γιατί αυτά είναι τα «κακά» της δημοκρατίας: Όταν τα κάνεις θάλασσα, αυτός που έβλαψες έχει κάθε δικαίωμα να σε κατηγορήσει γι’αυτό – δεν είσαι δικτάτορας, που όποιον σε κατηγορήσει για κάτι τον «βαφτίζεις» αναρχικό/αντιφρονούντα/επικίνδυνο/τσόγλανο και τον εκτελείς με συνοπτικές διαδικασίες μπροστά στο αλαλάζον κοινό των χειροκροτητών σου. Ή μήπως θα ήθελες να είσαι;

Αυτό που θέλω να πω είναι πιστεύω αρκετά σαφές: Στις δημοκρατίες δεν υπάρχουν «ιερές αγελάδες». Όλοι κρίνονται γι’αυτά που κάνουν και αυτά που δεν κάνουν, γι’αυτά που λένε κι αυτά που δε λένε. Δεν έχει σημασία τι αξίωμα κατέχουν. Και όταν δέχεσαι κριτική, δύο πράγματα μπορείς να κάνεις: Είτε να πεις «ναι παιδιά, έχετε δίκιο, ήμουν μαλάκας, υπόσχομαι ότι από ‘δω και πέρα θα είμαι καλό παιδί», είτε να υποστηρίξεις με επιχειρήματα γιατί η κριτική που σου ασκούν είναι άδικη. Με επιχειρήματα, όμως. Και το «είμαι Πρόεδρος/Πρωθυπουργός/Υπουργός/Βουλευτής» δεν είναι επιχείρημα. Και ακόμα κι αν κατά τη διάρκεια της θητείας σου καταφέρεις να γλιτώσεις από την κριτική και να παραμείνεις στη θέση σου, κανείς δε σου εγγυάται ότι όταν αυτή τελειώσει δε θα έχεις μείνει στη συνείδηση του κόσμου ως «προδότης», «ανίκανος», «μαλάκας» ή όλα τα παραπάνω, αν είσαι λαρτζ άνθρωπος.

Βέβαια, τα παραπάνω ισχύουν για τις δημοκρατίες. Στο δικό μας, περίεργο πολίτευμα, οι «ανίκανοι» μετά από μερικά χρόνια αγρανάπαυσης γίνονται «ικανοί», οι «μαλάκες» με ένα χαρτζιλίκι στους ψηφοφόρους γίνονται «χαρισματικοί» και οι «προδότες» γίνονται εν μία νυκτί «εθνοπατέρες». Και φυσικά, ιερές αγελάδες ζουν και βασιλεύουν, επειδή κανείς δε σκέφτηκε ποτέ να τις κόψει μπριζόλες και να τις ψήσει στα κάρβουνα.


Λέω να είμαι λίγο διαφορετικός σήμερα. Έχω τερματίσει το κράξιμο στο πολιτικό σύστημα, αλλά και να μην το είχα τερματίσει δεν έχω άλλα νομίσματα να ρίξω στο μηχάνημα και να ξαναπαίξω. Εξάλλου, είναι πολύ εύκολο να κατηγορείς για όλα σου τα προβλήματα τους πολιτικούς και την πολιτική εν γένει, αλλά αν θέλουμε κάποτε να προχωρήσουμε μπροστά ως χώρα, θα πρέπει να πάρουμε τον δύσκολο δρόμο και να παραδεχτούμε και τα δικά μας σφάλματα. Και θα πρέπει να τον πάρουμε όλοι μαζί, ακολουθώντας αυτούς τους λίγους τολμηρούς που τον έχουν ήδη χαράξει.

Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη την παρούσα κυβέρνηση, που δεν έχει λαϊκή νομιμοποίηση αφού δεν προήλθε από εκλογές, και ας ασχοληθούμε λίγο με το τι έγινε πριν από αυτήν την κυβέρνηση. Δύο χρόνια νωρίτερα, το εκλογικό σώμα είχε εκλέξει πανηγυρικά σαν κυβέρνηση το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε σιχαθεί μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα και μετά από 11 διαδοχικά χρόνια διακυβέρνησης, όμως πλέον σιχαινόταν ακόμα περισσότερο την Νέα Δημοκρατία, που κυβέρνησε για πέντε χρόνια από το 2004, όταν και κέρδισε τις εκλογές κάνοντας τον κόσμο να ξεχάσει «τι σημαίνει δεξιά» και κυρίως να ξεχάσει τι συνέβη από το 1990 ως το 1993. Παρατηρείτε κάτι; Αν είπατε «ναι, ότι οι ψηφοφόροι ψηφίζουν κάθε φορά το κόμμα που σιχαίνονται λιγότερο και όχι αυτό που πραγματικά τους εκφράζει», συγχαρητήρια, είστε οξυδερκείς παρατηρητές.

Πόσο υπεύθυνη στάση έχουμε τηρήσει εμείς, οι ψηφοφόροι όλα αυτά τα χρόνια; Καθόλου, απ’ό,τι φαίνεται. Ανέκαθεν, τα κριτήρια βάση των οποίων ψηφίζαμε οι περισσότεροι ήταν λανθασμένα. Δεν ψηφίζαμε τα κόμματα και τα πρόσωπα που πραγματικά μας εξέφραζαν, αλλά τα κόμματα και τα πρόσωπα που θα μας έκαναν το χατίρι: Το ρουσφέτι μας, τη μετάθεσή μας, τη «διευκόλυνσή» μας. Δεν ψηφίζαμε αυτούς που πιστεύαμε ότι θα έκαναν το καλύτερο για τον τόπο, αλλά αυτούς που θα έδιωχναν από την εξουσία αυτούς που τελικά δεν το έκαναν. Πολλές φορές ψηφίζαμε χωρίς καν να γνωρίζουμε τι συνέβαινε γύρω μας, τι περιελάμβαναν τα προγράμματα των κομμάτων, τι έχει κάνει στη ζωή του αυτός στον οποίο δίναμε τον «σταυρό» μας. Υπήρξαμε ανεύθυνοι, και επομένως υπεύθυνοι σε μεγάλο βαθμό για τα όσα έχουν συμβεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια.

Φυσικά, η ευθύνη βαρύνει συνήθως περισσότερο τον χρηματίζοντα και λιγότερο τον χρηματιζόμενο, όμως αυτό δε δίνει σε κανέναν το δικαίωμα να βγάζει την ουρά του απ’έξω, κατηγορώντας για τα πάντα ένα πολιτικό σύστημα στου οποίου την εδραίωση βοήθησε σημαντικά και ο ίδιος. Εξάλλου, αν ήμασταν κι εμείς σοβαροί ως ψηφοφόροι, δε θα επιτρέπαμε στους εαυτούς μας να μας κυβερνούν οι ίδιοι άνθρωποι που μισήσαμε λίγα χρόνια νωρίτερα. Θα απαιτούσαμε με τον τρόπο μας τις αλλαγές που δήθεν ευαγγελιζόμασταν πάντα.

Αυτό που φαίνεται ότι λίγοι έχουν καταλάβει μέχρι σήμερα είναι μία πολύ απλή παραδοχή: Το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι. Το «κράτος» δεν είναι μία αφηρημένη έννοια. Δεν είναι μια αγκαλιά που αναζητάμε στις δύσκολες ώρες («πού είναι το κράτος; Πού είναι η πολιτεία;»), δεν είναι εχθρός μας («σιγά μην τα δώσω στο κράτος»), δεν είναι κάτι απόμακρο και ξένο σε μας («το κράτος κοιμάται», «ανάλγητο κράτος»). Το κράτος είμαστε εμείς οι ίδιοι. Και αν εμείς οι ίδιοι συμπεριφερόμαστε ανεύθυνα, τότε δεν μπορούμε να περιμένουμε από το «κράτος» (εμάς, δηλαδή) να είναι υπεύθυνο απέναντί μας. Για να αλλάξει το κράτος, πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς. Ο καθένας ξεχωριστά.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι πρέπει να καταλάβουμε πως όταν φοροδιαφεύγουμε κλέβουμε λεφτά μέσα από την τσέπη μας. Ότι όταν μας δίνεται η ευκαιρία να ψηφίσουμε τους εκπροσώπους μας, πρέπει να το κάνουμε υπεύθυνα και με σοβαρά κριτήρια. Ότι κανένα «κράτος» δε θα φροντίσει για μας αν εμείς πρώτα δε φροντίσουμε γι’αυτό.

Φυσικά και δεν έχω καμία διάθεση να υποστηρίξω τους μιζαδόρους, τους τοκογλύφους, τους απατεώνες και όλα αυτά τα φρούτα που παράγουμε σε αφθονία σ’αυτήν τη χώρα. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αν θέλουμε να λιθοβολήσουμε το πολιτικό μας σύστημα για όλα τα κακά της μοίρας μας, ας το κάνουμε. Είναι εύκολο. Αυτό που είναι πραγματικά δύσκολο είναι να βρεις κάποιον αναμάρτητο να πετάξει τον πρώτο λίθο.


Είναι τόσο ανώφελο αυτές τις μέρες να γράφεις ένα κείμενο επικαιρότητας. Μπορεί την επόμενη κιόλας στιγμή που θα έχεις τελειώσει την πρώτη παράγραφο να έχει ανατραπεί τελείως το σκηνικό. Να, τις προάλλες έγραφα τη γνώμη μου για το δημοψήφισμα, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν κάτι πολύ κακό, και λίγες ώρες αργότερα μάθαμε ότι τελικά το concept του δημοψηφίσματος ήταν απλά μία «μπλόφα», για να αναγκαστεί να συναινέσει η αντιπολίτευση.

Με άλλα λόγια, το «δημοψήφισμα» ήταν ένας εκβιασμός. Και όταν εκβιάζεις, ασχέτως αν είσαι πρωθυπουργός, ή νονός της νύχτας, ή ο νταής του σχολείου, καθίστασαι αυτόματα εγκληματίας. Και όταν το διακύβευμα είναι ένας ολόκληρος λαός, τότε μιλάμε για κακούργημα.

Ποιος κυβερνάει τελικά αυτόν τον τόπο; Και ποιος θέλουμε να τον κυβερνά;

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό» (δε χρειάζεται να είσαι και συνταγματολόγος για να το ξέρεις, είναι μόλις στην τρίτη παράγραφο του πρώτου άρθρου του). Όπως αρμόζει σε μία δημοκρατία, δηλαδή. Τον πρώτο λόγο για οποιοδήποτε ζήτημα απασχολεί τη χώρα τον έχει ο «κυρίαρχος λαός». Μόνο που το Σύνταγμα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα κουρελόχαρτο. Ένα κουρελόχαρτο που ο κάθε τυχάρπαστος συνταγματολόγος ερμηνεύει όπως τον συμφέρει, με αποτέλεσμα ο πραγματικός έλεγχος του κράτους να μη βρίσκεται στον λαό, αλλά σε αυτόν που μπορεί να μανιπουλάρει το Σύνταγμα όπως τον βολεύει, αυτόν ή τον προϊστάμενό του.

Φτάνουμε, λοιπόν, σήμερα να έχουμε στα χέρια μας ένα τεράστιο πρόβλημα, το οποίο αφορά το σύνολο του λαού. Και ποιος αποφασίζει για το πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα; Ο «κυρίαρχος λαός»; Όχι, βέβαια. Την απόφαση την παίρνουν άνθρωποι που εξελέγησαν κάτω από «α» συνθήκες, με μία «α» ατζέντα και με μία «α» λαίκή στήριξη, και τώρα επιχειρούν να κάνουν κουμάντο κάτω από «β» συνθήκες, με μία «β» ατζέντα και μηδαμινή λαϊκή στήριξη. Παίζοντας με τα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, αρνούνται να δώσουν στον λαό την ευκαιρία να εκφραστεί μέσω της εκλογικής διαδικασίας, που πιστεύω ότι επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις, και κοιτάζουν πώς θα σχηματίσουν μία νέα κυβέρνηση χωρις να ζητήσουν τη γνώμη αυτών που κυβερνούν. Πρωτότυπο, ε;

«Κυβέρνηση εθνικής ενότητας», λέει. Πέρα από την φράση «εθνική ενότητα», που από μόνη της μου προκαλεί τάση για εμετό (παρεκτός όταν απαντάται στο σύνθημα «η εθνική ενότητα με αίμα είναι βαμμένη/στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι), το γεγονός ότι δύο κόμματα (και ένα τρίτο ακροδεξιό που προσπαθεί με κάθε τρόπο να χωθεί στην εξουσία) αποφασίζουν για χάρη αυτών που κυβερνούν να συγκροτήσουν μία νέα κυβέρνηση, χωρίς να τους ζητήσουν το λόγο, τότε δε μιλάμε για «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» (εμετός), αλλά για «κυβέρνηση κομματικής σωτηρίας». Γιατί πώς μπορείς να αποκαλείς «εθνικό» κάτι που ομολογουμένως δεν υποστηρίζεται από τον λαό;

Και θα μου πεις ότι όλοι αυτοί είναι δημοκρατικά εκλεγμένοι, και άρα νομιμοποιούνται να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Εξάλλου, τους καλύπτει το Σύνταγμα. Βέβαια, όταν έχεις έναν συνταγματολόγο με το μέρος σου, το Σύνταγμα σε καλύπτει πάντα, ακόμα κι αν κηρύξεις δικτατορία. Πόσο μάλλον όταν τον έχεις και για αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, και γενικά για το παιδί για όλες τις δουλειές. Είναι, όμως, αυτό το πνεύμα του νόμου; Δηλαδή μπορεί μία κυβέρνηση να συνεχίσει να κυβερνά όταν στο μεταξύ έχουν συμβεί γεγονότα που έχουν ανατρέψει πλήρως τις συνθήκες και άρα πιθανότατα έχει αλλάξει και η στάση του λαού απέναντί της;

Φοβάμαι ότι η απάντηση είναι «και ναι, και όχι». Βλέπεις, το Σύνταγμα υποθέτει αφελώς ότι οι πολιτικοί που αναλαμβάνουν κατά καιρούς τις τύχες της χώρας στα χέρια τους είναι άνθρωποι υπεύθυνοι, ανιδιοτελείς και ανεξάρτητοι από εξωτερικές πιέσεις. Οι πολιτικοί μας δεν είναι τίποτα απ’όλα αυτά, θες από δόλο, θες από ανθρώπινη αδυναμία. Επομένως, αυτό που ηθικά είναι επιλήψιμο, συνταγματικά είναι προβλεπόμενο. Θυμάσαι τον Βουλγαράκη, που έλεγε πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό; Ε, αυτό. Κάτσε βγάλε άκρη τώρα.

Αν είχες και την παραμικρή αμφιβολία, αυτές τις μέρες πρέπει να σιγουρεύτηκες: Δεν κυβερνάς εσύ αυτόν τον τόπο. Εσύ ρίχνεις μία ψήφο, χάρη στην οποία σχηματίζεται μία κυβέρνηση που εκφράζει την πλειοψηφία. Αυτοί που ψήφισες, όμως, έχουν την στρεβλή εντύπωση πως για τέσσερα χρόνια η χώρα είναι τσιφλίκι τους και μπορούν να την κάνουν ό,τι θέλουν. Κι αν εσύ μαζί με κανα-δυο εκατομμύρια άλλους μετά από δύο χρόνια αποφασίσεις ότι μετάνιωσες για την ψήφο σου και θες να την πάρεις πίσω, παίρνεις την απάντηση «κατόπιν την απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», ή αλλιώς «ο τόπος έχει εκλεγμένη κυβέρνηση με λαίκή εντολή». Μία εντολή που δεν μπορείς να πάρεις πίσω.

Μόνο αν το σκεφτείς έτσι καταλαβαίνεις ότι τελικά η ψήφος είναι πολύ σημαντικό πράγμα για να τη ρίξεις σε αυτόν που θα βολέψει το παιδί σου στο Δημόσιο. Γιατί μαζί με το παιδί σου θα βολέψει κι ένα σωρό άλλα παιδιά, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή το Δημόσιο να γίνει η πέτρα που θα τραβήξει στον βυθό της λίμνης μια ολόκληρη κοινωνία. Όμως για να έχει αξία η ψήφος, πρέπει όλοι να τη δούμε σοβαρά. Για μένα προσωπικά, αν στις επόμενες εκλογές (όποτε αυτές γίνουν – και αν γίνουν, γιατί πλέον νομίζω πως τις θεωρούν κάτι σαν χόμπι) τα δύο μεγάλα κόμματα συγκεντρώσουν αθροιστικά πάνω από 30%, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Φτιάξε καλύτερα ένα δικό σου κόμμα, τύπου «Χριστοπιστία», και κατέβα ως ανεξάρτητος. Και ρίξε σε αυτό την ψήφο σου. Λιγότερο χαμένη θα πάει.

Γιατί ναι, θέλουμε εκλογές. Αλλά θέλουμε εκλογές που θα αλλάξουν κάτι, που θα σαρώσουν ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο στο πέρασμά τους, όχι εκλογές που θα το διατηρήσουν αλώβητο στις καρέκλες του. Θέλουμε πολίτες που ενημερώνονται καθημερινά για το τι συμβαίνει, αντικειμενικά και ανεξάρτητα, και όταν έρθει η ώρα να ρίξουν την ψήφο τους, τη ρίχνουν στο κόμμα που τους εκφράζει και όχι σε αυτό που διαφημίστηκε περισσότερο από τα κανάλια.

Μέχρι να γίνει αυτό (και ίσως να μην είναι και πολύ μακριά…), κουμάντο σε αυτήν τη χώρα δεν κάνει ο «κυρίαρχος λαός». Δεν ξέρω ακριβώς ποιος ή ποιοι το κάνουν, αλλά πάντως σίγουρα όχι εμείς.


Σε ολόκληρο τον κόσμο, από την αρχή της ανθρωπότητας, λαμβάνονται καθημερινά αποφάσεις ασήμαντες και αποφάσεις σημαντικές. Και μια στο τόσο, βρίσκεται κάποιος να πάρει μία πραγματικά μεγάλη απόφαση, που του εξασφαλίζει μία θέση στα βιβλία της ιστορίας, είτε με χρυσά γράμματα, είτε με μία μαύρη σελίδα αφιερωμένη αποκλειστικά σ’αυτόν.

Τι διαχωρίζει μία απλώς σημαντική απόφαση από μία αληθινά μεγάλη απόφαση; Δύο παράγοντες, νομίζω: Η στιγμή κατά την οποία λαμβάνεται, και ο αριθμός των ανθρώπων που επηρεάζει.

Με αυτά τα δεδομένα, είναι η απόφαση του πρωθυπουργού της χώρας για δημοψήφισμα σχετικά με τη δανειακή σύμβαση μία μεγάλη απόφαση; Μάλλον όχι. Είναι σίγουρα μία σημαντική απόφαση. Και είναι σίγουρα μία απόφαση που επηρεάζει έναν σημαντικό αριθμό ανθρώπων – όλη την Ελλάδα. Ωστόσο, η στιγμή στην οποία ελήφθη αυτή η απόφαση δεν είναι απλά ακατάλληλη. Είναι η πλέον ακατάλληλη.

Το να γίνονται δημοψηφίσματα δεν είναι κακό πράγμα. Καθόλου κακό, μάλιστα – «άμεση δημοκρατία» δε ζητούσαν οι «αγανακτισμένοι» (πόσο με ενοχλεί αυτή η λέξη σαν προσδιορισμός) στο Σύνταγμα; Ε, το δημοψήφισμα είναι η πεμπτουσία της άμεσης δημοκρατίας. Έχεις ένα πραγματικά σοβαρό θέμα, τόσο σοβαρό που βλέπεις ότι ακόμα κι αν ψηφίσει γι’αυτό η Βουλή (όπου «Βουλή» οι εκατόν πενηντακάτι βουλευτές του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος, λόγω σοβαρής δυσμορφίας του πολιτεύματός μας), πάλι θα προκληθούν σοβαρές και δικαιολογημένες αντιδράσεις. Τι κάνεις; Πετάς το μπαλάκι στον λαό. Τον «κυρίαρχο λαό».

Το θέμα είναι ότι ο λαός δεν είναι κυρίαρχος όποτε μας συμφέρει. Ή είναι πάντα κυρίαρχος, ή δεν είναι καθόλου. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει περάσει ένα μνημόνιο, ένα μεσοπρόθεσμο, ένα πολυνομοσχέδιο, κάτι επικαιροποιημένα, κάτι συμβάσεις και κάποια άλλα τέτοια αμελητέα. Προφανώς, τίποτα απ’όλα αυτά δεν ήταν αρκετά σοβαρό για να αποφανθεί ο «κυρίαρχος λαός» για την τύχη του. Και τον θυμηθήκαμε τώρα, που έχουν περάσει όλα αυτά, έχουν αποτύχει, και οι δύο επιλογές που μας προσφέρει ένα δημοψήφισμα είναι «καταστροφή» ή «χάος». Όχι, δεν είναι η κατάλληλη εποχή για δημοψήφισμα. Ένα δημοψήφισμα πριν από δύο χρόνια θα ήταν μεγάλη απόφαση. Ένα δημοψήφισμα σήμερα θα ήταν μεγάλη μαλακία. Όλα είναι θέμα timing.

Και για πες, λοιπόν, «κυρίαρχε λαέ»: Τι διαλέγεις; Υποκύπτεις στο εκβιαστικό δίλημμα της κυβέρνησης και την στηρίζεις, μην αντέχοντας να αναλάβεις στους ώμους σου το βαρύ φορτίο της ευθύνης για τυχόν επιστροφή στη δραχμή; Ή ψηφίζεις την έξοδο από την ευρωζώνη και τις ανεξέλεγκτες συνέπειες που θα έχει κάτι τέτοιο στη ζωή σου; Θα σου το πω απλά: Ό,τι από τα δύο κι αν αποφασίσεις, είσαι χαμένος. Αν το δίλημμα τεθεί όπως το φανταζόμαστε όλοι, τότε πρόκειται για μία πολύ καλοστημένη παγίδα. Αν πεις «ΝΑΙ», θα είσαι συνένοχος της κυβέρνησης στα όσα έχει κάνει μέχρι σήμερα και στα όσα πρόκειται να κάνει στο μέλλον αν την αφήσεις. Εσύ θα ψηφίσεις «ΝΑΙ» για να διασώσεις ό,τι μπορείς από αυτά που διέλυσε τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση, όμως επικοινωνιακά το «ναι» σου θα παρουσιαστεί σαν γενναία στήριξη στους κυβερνώντες. Αν πάλι πεις «ΟΧΙ», θα γίνεις αποδιοπομπαίος τράγος. Θα είσαι ο αντιδραστικός, ο ανεύθυνος, ο απερίσκεπτος που άγεται και φέρεται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που βάζουν τα μικροκομματικά συμφέροντα πάνω από το συμφέρον της χώρας σου (σαν να το ακούω ήδη σε διάγγελμα του ΓΑΠ). Ό,τι και να κάνεις, είσαι χαμένος.

Αυτό χρειαζόμαστε, αλήθεια, στην ήδη δύσκολη εποχή που διανύουμε; Ένα πολωτικό δίλημμα; Έναν μίνι εμφύλιο πόλεμο; Μία ακατάσχετη ροή προπαγάνδας εκατέρωθεν; Αν αυτό είναι που χρειαζόμαστε, τότε ναι, πάμε να ψηφίσουμε το «ΝΑΙ» ή το «ΟΧΙ» μας δαγκωτό. Να παίξουμε το παιχνίδι αυτών που ευνοούνται στην κάθε περίπτωση. Να «σωθεί η χώρα», τέλος πάντων.

Θα μου πεις «είναι καλύτερη λύση οι εκλογές;». Ναι, ξέρω, αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν κάτι θα ήταν παράνομες. Αλλά το ίδιο και τα δημοψηφίσματα. Στις εκλογές τουλάχιστον έχεις περισσότερες επιλογές. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να ψηφίζεις «ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ», από το να ψηφίζεις «Α» ή «Β» ή «Γ» ή «Δ» ή «Ε» ή «ΣΤ» ή «Η» ή «Θ» και πάει λέγοντας. Ακόμα κι αν από αυτές τις επιλογές δε σε καλύπτουν οι πέντε, ή οι δέκα ή οι τριάντα, κάποια θα βρεις που να σε εκφράζει έστω και ελαχιστα. Αν πραγματικά ενδιαφερθείς να εξερευνήσεις λίγο το πολιτικό τοπίο της χώρας, θα βρεις ότι υπάρχουν κι άλλα κόμματα εκτός από αυτά που παίζει η τηλεόραση, που μπορεί να έχουν κάτι να σου πουν, πού ξέρεις. Δεν έχεις και τίποτα να χάσεις, έτσι δεν είναι; Δε σε εκβιάζει κανείς. Ψηφίζεις ό,τι γουστάρεις, ό,τι θεωρείς εσύ καλύτερο. Δε σου βάζει κανείς το πιστόλι στον κρόταφο, αναγκάζοντάς σε να διαλέξεις το καλύτερο από δύο κακά. Και πού ξέρεις, αν η κοινωνία έχει ωριμάσει τόσο όσο νομίζουν μερικοί, μπορεί οι επόμενες εκλογές να κρύβουν ευχάριστες εκπλήξεις.

Το «ΝΑΙ» ή το «ΟΧΙ» μας, αν τελικά κληθούμε να απαντήσουμε, θα είναι η δική μας μεγάλη απόφαση. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, τα βιβλία της ιστορίας θα γράφουν γι’αυτό. Όπως επίσης θα γράφουν για τις μηχανορραφίες και τα «μαγειρέματα» που οδήγησαν στην διενέργεια αυτού του δημοψηφίσματος, αν ποτέ αποκαλυφθούν πλήρως. Και ίσως, ίσως λέω, σε τριάντα χρόνια θα διαβάζουμε μαζί με τα παιδιά μας τα βιβλία της Ιστορίας, θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε…


Ήθελα να ξεκινήσω αυτό το post με έναν ορισμό της Δημοκρατίας, αλλά δεν βρήκα κάποιον που να είναι πλήρης. Για την ακρίβεια, μάλλον δεν υπάρχει κάποιος ορισμός που να μπορεί να περικλείσει όλες τις μορφές δημοκρατίας, και θα πρέπει να καταφύγουμε σε επιμέρους ορισμούς για την καθεμία ξεχωριστά. Ωστόσο, μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα ότι, σε όλες τις μορφές δημοκρατίας, υπάρχουν τρία κοινά χαρακτηριστικά: Η ισότητα, η ελευθερία και η λαΙκή κυριαρχία (είτε άμεση, είτε δι’αντιπροσώπων).

Ας δούμε, λοιπόν, το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας μέσα από το πρίσμα των τριών αυτών εννοιών, για να δούμε σε ποιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε.

Ξεκινάμε με την ισότητα. Για να δούμε: Η ψήφος του καθενός έχει την ίδια αξία, σωστά; Σωστά. Άρα, στην εκλογική διαδικασία είμαστε όλοι ίσοι. Ναι, αλλά αυτοί που δεν έχουν δικαίωμα ψήφου; Αυτοί δεν είναι ίσοι με τους άλλους. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στα άτομα κάτω των 18 ετών – αυτοί καλά κάνουν και δεν ψηφίζουν, καθώς σε αυτήν την ηλικία οι περισσότεροι θα ψήφιζαν απλά ό,τι τους είχε πει ο μπαμπάς και η μαμά. Τι γίνεται, όμως, με τους μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα εδώ και 20 χρόνια, κι όμως δεν μπορούν να εκφράσουν μέσω της ψήφου τους τη γνώμη τους για το ποιος θα έπρεπε να κυβερνήσει τον τόπο στον οποίο ζουν εδώ και χρόνια; Είναι ίσοι αυτοί με όλους τους υπόλοιπους πολίτες; Όχι, δεν είναι. Και ακόμα κι αν όντως δοθεί και σε αυτούς τους ανθρώπους δικαίωμα ψήφου, θα έχουμε ήδη αργήσει πάρα πολύ. Όχι, αυτό δεν είναι ισότητα.

Αλλά και οι υποψήφιοι των εκλογών είναι ίσοι μεταξύ τους; Χμμμμμ…Μάλλον όχι. Βλέπετε, ο τηλεοπτικός χρόνος είναι αποκλειστικό προνόμιο των κομμάτων της Βουλής – τα άλλα κόμματα αποκλείονται εκ των πραγμάτων, με την (πρωτότυπη, ομολογουμένως) εξαίρεση των Οικολόγων Πρασίνων, οι οποίοι συμμετείχαν μέχρι και σε debate πολιτικών αρχηγών, μόνο και μόνο επειδή εμφάνιζαν υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Γενικά, ωστόσο, κόμματα τα οποία δεν βρίσκονται στη Βουλή δεν προβάλλονται καθόλου από την τηλεόραση, με εξαίρεση κάποια σποτ τα οποία συνήθως προβάλλονται στις 2 τα ξημερώματα. Επιπλέον, τα «μεγάλα» κόμματα χρηματοδοτούνται με τεράστια (σκανδαλώδη σε πολλές περιπτώσεις) ποσά, ώστε να προβληθούν κατά την προεκλογική περίοδο. Αντίθετα, τα μικρότερα κόμματα (ακόμα και αυτά που βρίσκονται στη Βουλή) λαμβάνουν πολύ μικρότερα ποσά, αν λαμβάνουν, με αποτέλεσμα να μην προβάλλονται οι θέσεις τους. Σε προσωπικό επίπεδο, οι βουλευτές αυτοπροβάλλονται με δικά τους έξοδα, οπότε ναι, σε αυτό είναι ίσοι. Ωστόσο, είναι προφανές ότι για τα πολιτικά κόμματα υπάρχουν δυο-τρία μέτρα και άλλα τόσα σταθμά.

Με την ισότητα απέναντι στους νόμους τι γίνεται; Είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στον νόμο; Όχι, δεν είμαστε. Γιατί ένας μαγαζάτορας που χρωστάει 1.000 ευρώ σε μια τράπεζα μπορεί να χάσει το σπίτι του αν πέσουν έξω οι δουλειές του. Αντίθετα, αν ένας μεγαλοεπιχειρηματίας χρωστάει 1.000.000 ευρώ στο Δημόσιο, θα κάνει έναν απλό «διακανονισμό» και το χρέος θα εξαφανιστεί ως δια μαγείας. Άλλο παράδειγμα: Αν εγώ δουλεύω σε μια τράπεζα και υπεξαιρέσω 100 ευρώ για να πληρώσω τη ΔΕΗ, θα με στείλουν στα δικαστήρια. Αν ένας υπουργός υπεξαιρέσει 100.000 ευρώ από το Δημόσιο, θα περιμένει απλά να τελειώσει η θητεία του, και μετά, πάλι ως δια μαγείας, θα έχει παραγραφεί το αδίκημά του. Ισονομία, λοιπόν; Όχι, δεν έχουμε απ’αυτό.

Νομίζω ότι το θέμα της ισότητας το καλύψαμε, οπότε ας περάσουμε στην ελευθερία. Από ελευθερία άλλο τίποτα, θα μπορούσε να πει κανείς: Ελεύθερη αγορά (όπου οι επιχειρηματίες μπορούν να κάνουν κυριολεκτικά ό,τι θέλουν – η απόλυτη ελευθερία, ή μάλλον «ασυδοσία», για να είμαστε πιο ακριβείς), ελεύθερη διακίνηση ιδεών (αφού κυκλοφορούν εφημερίδες και περιοδικά που εκφράζουν όλους τους πολιτικούς χώρους, από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά μέχρι και την ακροδεξιά), ελευθερία διαμαρτυρίας και διαδηλώσεων (όχι απεριόριστη, αλλά ελευθερία, nevertheless), γενικά δεν μπορώ να πω ότι νιώθω φυλακισμένος. Ένα μελανό σημείο που πρέπει να επισημανθεί, βέβαια, είναι οι άνευ λόγου και αιτίας προφυλακίσεις ανθρώπων που κάποιες φορές είναι εντελώς αθώοι, απλώς και μόνο επειδή ένας αστυνομικός έψαχνε ένα εξιλαστήριο θύμα για να δείξει ότι «κάνει σωστά τη δουλειά του». Στέρηση προσωπικής ελευθερίας, δηλαδή, συχνά αναίτια και παράτυπα. Αν και οι αστυνομικοί συμπεριφέρονταν πιο σωστά, τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα.

Για τη λαϊκή κυριαρχία δεν μπορούν να ειπωθούν πολλά: Ο λαός ψηφίζει τους εκπροσώπους του, αυτοί αποφασίζουν γι’αυτόν όσο κρατάει η θητεία τους. Είναι έτσι, όμως;

Χθες γίναμε όλοι μάρτυρες μιας απροκάλυπτης καταπάτησης της ελευθερίας ενός βουλευτή στην κατά συνείδηση ψήφο. Όπως ξέρετε (αλλά θα δείτε και παρακάτω), οι βουλευτές μας είναι εκλεγμένοι από τον λαό ως εκπρόσωποί του, και επομένως η ελευθερία τους να λένε και να ψηφίζουν ό,τι οι ίδιοι θεωρούν καλύτερο για τη χώρα είναι αυτονόητη και αδιαπραγμάτευτη. Αυτά στη θεωρία, βέβαια. Γιατί στην πράξη, χθες είχαμε τέσσερις διαγραφές βουλευτών από το κόμμα τους, επειδή παραστράτησαν από την επίσημη «γραμμή» του κόμματος και ψήφισαν κατά συνείδηση. Ουσιαστικά, δηλαδή, τα δύο μεγάλα κόμματα «ποινικοποίησαν» την ελευθερία γνώμης των βουλευτών τους, οι οποίοι είναι εκλεγμένοι από το λαό – με άλλα λόγια, «φίμωσαν» τους ψηφοφόρους αυτών των βουλευτών, οι οποίοι τους ψήφισαν γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο: Για να λένε τη γνώμη τους. Επομένως, καταπάτησαν ΚΑΙ τη λαϊκή κυριαρχία. Χτύπημα 2 σε 1.

Και, σαν να μην έφτανε η διαγραφή από το κόμμα, οι εν λόγω βουλευτές δέχονται πιέσεις να παραιτηθούν από την βουλευτική τους έδρα, ώστε να μη χάσει το κόμμα τις έδρες του στη Βουλή. Είναι προφανές ότι το κάθε κόμμα έχει συμφέρον να «σουτάρει» τον διαφωνούντα βουλευτή, και στην θέση του να τοποθετήσει τον επιλαχόντα, που καλά θα κάνει να παπαγαλίζει τη γραμμή της παράταξης, αν θέλει να μην έχει την ίδια τύχη. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να υποχρεώσει έναν βουλευτή να παραιτηθεί από την έδρα του. Δείτε τι γράφει το Σύνταγμα στο Άρθρο 60:

Άρθρο 60

1. Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση.

2. Η παραίτηση από το βουλευτικό αξίωμα είναι δικαίωμα του βουλευτή, συντελείται μόλις ο βουλευτής υποβάλλει γραπτή δήλωση στον Πρόεδρο της Βουλής και δεν ανακαλείται.

Είναι σαφές ότι το Σύνταγμα προστατεύει τους βουλευτές από τέτοιες ανήθικες κομματικές πρακτικές, και άρα θεσμικά είναι όλοι τους καλυμμένοι. Θα μπορέσουν, όμως, εκ των πραγμάτων να αντισταθούν στις πιέσεις των παρατάξεών τους; Με άλλα λόγια: Είναι το (πραγματικό) πολίτευμά μας αρκετά δημοκρατικό, ώστε να υπερισχύσει η συνταγματική πρόβλεψη σε βάρος της βαθιά ανελεύθερης πρακτικής των κομμάτων;

Ό,τι και να γίνει, η απαίτηση των κομμάτων είναι εξοργιστική. Είναι μια επίθεση κατά της ελευθερίας των βουλευτών και της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Γιατί οι Έλληνες ψηφοφόροι ψηφίζουν τους εκπροσώπους τους, οι οποίοι (καλώς ή κακώς – αυτό είναι άλλο θέμα) είναι 300, και όχι 5, όσα και τα κόμματα. Η κομματική «γραμμή» δεν πρέπει να καταπνίγει τις αντίθετες απόψεις. Τα κόμματα, όπως και κάθε κοινωνική οργάνωση, είναι ζωντανοί οργανισμοί, αποτελούνται από ανθρώπους οι οποίοι αναπόφευκτα θα έχουν διαφορετικές απόψεις σε κάποια θέματα. Αυτό δε σημαίνει ότι οι διαφωνούντες πρέπει να απομονώνονται, καθώς αυτή η πρακτική «σκοτώνει» τον διάλογο και είναι άκρως φασιστική – η επικρατούσα γνώμη δεν πρέπει να εξουδετερώνει τις άλλες γνώμες, αλλά να συνυπάρχει μαζί τους.

Επιπλέον, σήμερα είχαμε και το άλλο εξοργιστικό: Με μία ξαφνική τροπολογία (η οποία πέρασε, όπως και τα μέτρα, με το «έτσι θέλω» στη Βουλή), ο Υπουργός Οικονομικών είναι υπερυπουργός. Πώς λέμε «υπερήρωας»; Ε, αυτό ακριβώς, αλλά η υπερφυσική του δύναμη είναι ότι πλέον μπορεί να υπογράφει ό,τι συμφωνίες και μνημόνια θέλει, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Κανέναν απολύτως. Ούτε στη Βουλή, ούτε στον λαό, ούτε καν στους συνεργάτες του. Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Ότι παρακάμπτεται σκόπιμα η Βουλή, το νομοθετικό σώμα της χώρας, το εκλεγμένο από τον λαό νομοθετικό σώμα της χώρας, ώστε να μπορεί ένας και μόνο άνθρωπος, με συγκεντρωτική (και άρα όχι δημοκρατική) εξουσία να περνάει συμφωνίες που ο ίδιος κάνει με τρίτους, σαν νόμους του κράτους. Αυτή κι αν είναι καραμπινάτη καταπάτηση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας! Όσοι μίλησαν για «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα», έχουν δίκιο. Αυτό ακριβώς είναι.

Συνοψίζοντας, βλέπουμε ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει ισότητα, η ελευθερία είναι περιορισμένη και η λαϊκή κυριαρχία καταδυναστεύεται από απαράδεκτες κομματικές πρακτικές.. Οι τρεις βασικές αρχές της δημοκρατίας έχουν, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, καταλυθεί. Τι πολίτευμα έχουμε, λοιπόν, στην Ελλάδα; Πάντως όχι δημοκρατία…Δυστυχώς, θα πρέπει να βρούμε ένα νέο όνομα για να χαρακτηρίσουμε το πολίτευμά μας.

Να δώσω εγώ μία ιδέα; «Δικτατορία των ηλιθίων». Νομίζω πως είναι απόλυτα ταιριαστό και περιγράφει γλαφυρά την κατάσταση.

Μου λέγανε οι γονείς μου πάντα πόσο τυχερός είμαι που δεν πρόλαβα την Χούντα. Ε, ορίστε, τη ζω τώρα. Ευχαριστημένοι;


Τώρα που ηρέμησαν λίγο τα πράγματα, πάμε να το δούμε λίγο ψύχραιμα;

Θεωρώ δεδομένο ότι στα τόσα χρόνια ιστορίας της, η Ελλάδα δοκίμασε όλα τα πολιτεύματα, και κατέληξε στη δημοκρατία, επειδή είναι το πιο δίκαιο και πιο επωφελές πολίτευμα. Πώς αντιδρά, όμως, μια δημοκρατία σε μια κρίση όπως αυτή που διανύουμε;

-Η Βουλή παραλύει, το νομοθετικό έργο παγώνει επ’αόριστον κι όμως κανείς δεν το καταλαβαίνει, γιατί και υπό κανονικές συνθήκες το ίδιο συμβαίνει, αφού οι βουλευτές πατάνε το πόδι τους στη Βουλή μόνο αν τους βγάλει τυχαία ο δρόμος προς τα ‘κει.

-Η Αστυνομία, δήθεν δύναμη ασφάλειας (!), μετά από τη δολοφονία ενός νεκρού ανθρώπου εξακολουθεί να πυροβολεί εναντίον όποιου δε γουστάρει (αλλά πάντα «στον αέρα»),ενώ στα επεισόδια, αντί να κυνηγάει τους κουκουλοφόρους που σπάνε τις βιτρίνες των καταστημάτων, μπαγλαρώνουν τους φτωχούς μετανάστες που μπαίνουν από τις σπασμένες βιτρίνες για να κλέψουν ό,τι μπορούν. Γιατί είναι πιο εύκολος στόχος.

-Οι πολιτικοί; Το μόνο που τους νοιάζει είναι πώς θα επανεκλεγούν. Η κυβέρνηση βλέπει πως με τις μαλακίες που έχει κάνει, έχοντας καταστρέψει σε 6 χρόνια όσα οι άλλοι δεν πρόλαβαν σε 20, δεν πρόκειται να ξαναδεί εξουσία για χρόνια. Κι αφήνει τους κουκουλοφόρους να κάνουν ό,τι γουστάρουν, κατηγορώντας τα άλλα κόμματα ότι δε συνεργάζονται μαζί τους. Σε τι, όμως; Αφού δεν κάνουν τίποτα!
Το ΠΑΣΟΚ; Εκεί συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο: Από εκεί που ήταν υπό διάλυση, τώρα δε βλέπει την ώρα να γίνει κυβέρνηση. Και το μόνο που κάνει είναι να ζητά εκλογές. Λύσεις για το πρόβλημα; Ποιο πρόβλημα;
ΚΚΕ και ΛΑΟΣ πάνε παρέα. Βλέπουν τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ να ανεβαίνουν και του επιτίθενται, ότι και καλά στηρίζει τους εγκληματίες. Ειδικά το ΛΑΟΣ πολύ θα ήθελε να κατεβάσει τα τανκς, αλλά ντρέπεται να το πει.
Και ο έρμος ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξέρει πού πατά και πού βρίσκεται. Όταν μαζεύεις 10 κόμματα σε ένα, λογικό είναι να έχεις και 10 απόψεις για το ίδιο θέμα.

Αυτή είναι η δημοκρατία μας. Και σας ρωτώ: Το γυρίζεις στην αναρχία ή δεν το γυρίζεις;;;