Ημέρα 15η

Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα είμαι πολύ ενθουσιασμένος! Ήταν η καλύτερη μέρα μου από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω στο βιβλιοπωλείο! Όχι, δεν πήρα ρεπό – και ούτε πρόκειται για τουλάχιστον έναν μήνα. Ούτε πήρα αύξηση – άμα ήταν οι εργοδότες να έδιναν αυξήσεις κάθε 15 μέρες, θα είχαν κλείσει όλες οι επιχειρήσεις. Και όχι, ούτε προαγωγή πήρα – ούτε μια βδομάδα δεν πέρασε από την προηγούμενη. Τι να με κάνει, συνέταιρο;

Το φοβερό που συνέβη, λοιπόν, και μου έφτιαξε τη μέρα, ήταν ότι αλλάξαμε σταθμό στο ραδιόφωνο. Ναι, το ξέρω ότι δεν ακούγεται και πολύ εντυπωσιακό, αλλά μερικές φορές τα πιο μικρά πράγματα μπορούν να φέρουν τις πιο μεγάλες αλλαγές. Και άλλωστε η μουσική δεν είναι και τόσο μικρό πράγμα, έτσι;

Εξηγούμαι: Όταν πάτησα για πρώτη φορα το πόδι μου στο μαγαζί, πρόσεξα γύρω μου τα βιβλία, τα τετράδια, τα στιλό, τα μολύβια…και το λιλιπούτειο στερεοφωνικό, στρατηγικά τοποθετημένο δίπλα στα φωτοτυπικά μηχανήματα, ώστε με τη μουσική του να μετριάζει τις τάσεις αυτοκτονίας του κακομοίρη που περνάει όλη μέρα σκυμμένος από πάνω τους. Εκείνη τη μέρα, το ραδιόφωνο ήταν συντονισμένο στον Red, και αυτό ήταν ένα πολύ ευχάριστο νέο για μένα, γιατί κατά βάθος είμαι ροκάς – άλλο που οι κακές παρέες με παρασέρνουν στα σκυλάδικα.

Και για τις επόμενες δύο μέρες, η βελόνα ήταν κολλημένη στον Red. Και όλα πήγαιναν καλά. Όμως, την τέταρτη μέρα συνέβη το μοιραίο: Μετά την 12η φορά που ακούστηκε το τελευταίο σινγκλ των Ρlacebο, το αφεντικό τρελάθηκε (κυριολεκτικά!) και άλλαξε σταθμό.

Δεν ξέρω με τι κριτήρια ακριβώς κατέληξε στην επιλογή νέου σταθμού, αλλά δεν ενθουσιάστηκα με την απόφασή του. Η βελόνα σταμάτησε στη συχνότητα του Μελωδία, του ‘έντεχνου’ ρεπερτορίου. Ποτέ δεν τον χώνεψα αυτόν τον σταθμό. Θυμάμαι που οι γονείς μου τον έβαζαν πάντα στο αυτοκίνητο όταν ήμουν μικρός, και πάντα με έπαιρνε ο ύπνος. Και δε μιλάω για υπερατλαντικά ταξίδια, μέχρι το σούπερ μάρκετ πηγαίναμε.

Όπως και να’χει, για τις επόμενες δύο μέρες πιάσαμε Μελωδία. Δεν μπορώ να έχω παράπονο, γιατί κάθε τόσο, μέσα στις άλλες παπαριές, πετούσε κι ένα τραγούδι του Δεληβοριά και ξαφνικά όλα πήγαιναν καλά. Αλλά ούτε εκεί στεριώσαμε, γιατί έκανε παράσιτα και ενοχλούσε εμάς, αλλά και τους πελάτες. Πατώντας ένα κουμπί στην τύχη, την ώρα που τα παράσιτα της είχαν σπάσει τα νεύρα, η συναδέλφισσά μου ανακάλυψε τον Village. Ο οποίος δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τους προκατόχους του. Έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά ποπ και dance κομμάτια. Και μάλιστα, έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά τα ίδια και τα ίδια ποπ και dance κομμάτια, σε βαθμό που μέσα στη μέρα άκουγα πιο συχνά το ‘Save Me’ των Μοrandi, παρά τη διαφήμιση του Jumbο. Κουδούνιζαν τ’αυτιά μου από τις κονσερβαρισμένες playlists – αυτό δεν ήταν ραδιοφωνικός σταθμός, ήταν βασανιστήριο του Γκουαντάναμο!

Παρ’όλα αυτά, ο Village αποδείχθηκε ο μακροβιότερος όλων, αφού άντεξε μέχρι και σήμερα το πρωί, όταν υπέπεσε στο μοιραίο σφάλμα: έκανε παράσιτα. Νομίζω ότι κατά βάθος και οι τρεις μας, το αφεντικό, η συναδέλφισσα κι εγώ, του την είχαμε στημένη και περιμέναμε να μας δώσει μια αφορμή να τον αλλάξουμε. Ειδικά αν κρίνω από τα αστραπιαία αντανακλαστικά της συναδέλφισσας, η οποία έσπευσε να αλλάξει σταθμό τη στιγμή που ακούστηκε το πρώτο παράσιτο – τέτοια αντίδραση ούτε ο Νικοπολίδης δεν έχει.

Πατώντας πάλι κάποιο κουμπί, βρέθηκε στον αμέσως επόμενο σταθμό. Και μάντεψε ποιος ήταν αυτός…Ναι, ναι! Ήταν ο αγαπημένος μου Freedοm, με τις ροκιές του και τα όλα του!

Προσπάθησα να κρύψω τον ενθουσιασμό μου, αλλά ήταν αδύνατο. Όλα τα έκανα με ρυθμό, σχεδόν χορεύοντας. Για πρώτη φορά δεν κοίταξα ούτε μία φορά το ρολόι. Το μόνο που μ’ένοιαζε ήταν η μουσική. Όταν έχεις την κατάλληλη μουσική υπόκρουση, μπορείς να κάνεις τα πάντα. Και να τα κάνεις τέλεια. Εντάξει, σχεδόν τέλεια: Σήμερα χάλασα μόνο τριάντα φύλλα χαρτί για στραβοτυπωμένες φωτοτυπίες, ενώ ο μέσος όρος μου είναι πάνω από πενήντα. Κάτι είναι κι αυτό.

Αν ποτέ βρω μια κανονική δουλειά, θα απαιτήσω να μπει όρος στη σύμβαση, που να προβλέπει τη χρήση στερεοφωνικού, mp3 player ή άλλης συσκευής αναπαραγωγής ήχου, ως απαραίτητου εργασιακού εξοπλισμού. Κι ας μου κόψουν κι απ’το μισθό. Τουλάχιστον θα’μαι φτωχός κι ευτυχισμένος.

Ημέρα 14η

Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα πήγα στη δουλειά με την ψυχολογία του σεισμόπληκτου, ο οποίος μόλις έχει βιώσει την τραυματική εμπειρία ενός ισχυρού σεισμού και περιμένει έντρομος τον επόμενο ισχυρό μετασεισμό. Αλλά, όπως συνήθως συμβαίνει και με τους σεισμόπληκτους, ο μετασεισμός δεν ήρθε ποτέ.

Παραδόξως, σήμερα η κίνηση στο μαγαζί ήταν φυσιολογική. Μερικές μαμάδες με τις γνωριμες, πλέον, λίστες ανά χείρας, παιδάκια που ζητούσαν τα πιο απίθανα πράγματα (αυτά τα Γκορμίτι τι στο διάολο είναι; Τρία μούλικα μου τα ζήτησαν σήμερα!) και οι γνωστοί παππούδες με τις φωτοτυπίες τους. Τίποτα το εξτρίμ. Ρε μπας και τη γλίτωσα;

Ρώτησα το αφεντικό αν αυτή ήταν η περίφημη ‘σχολική περίοδος’, κατά τη διάρκεια της οποίας θα ήμασταν συνέχεια στην πρίζα και το μαγαζί θα έκανε το 70% του τζίρου όλης της χρονιάς. Μου απάντησε καταφατικά, εμφανώς απογοητευμένος. ‘Μα δεν είναι νωρίς;’, τον ρώτησα. Και μου εξήγησε ότι στην περίπτωση των βιβλιοπωλείων ταιριάζει γάντι το ‘κάθε πέρσι και καλύτερα’, η μόνιμη επωδός των απανταχού γκρινιάρηδων. Παλιότερα, λέει, ο μεγάλος χαμός κρατούσε περίπου δύο εβδομάδες και οι μαμάδες αγόραζαν στα παιδιά ό,τι ήθελαν. Αλλά σταδιακά φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση, όπου τα σχολικά ψώνια έχουν συμπυκνωθεί σε δύο μόλις μέρες, και μάλιστα οι μαμάδες αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα. Και συμπλήρωσε ότι φέτος που έχουμε και την κρίση, ‘ήρθε κι έδεσε’.

Αλλά να σου πω κάτι; Αρχίδια κρίση έχουμε. Αυτή η ‘κρίση’ είναι μόνο για τις κυβερνήσεις, τους τραπεζίτες και τα ΜΜΕ – δηλαδή, μόνο για αυτούς που τους βολεύει να υπάρχει κρίση. Το πίστευα και πριν πιάσω δουλειά στο βιβλιοπωλείο, και τώρα το πιστεύω ακόμα περισσότερο. Και θα σου πω γιατί.

Εκτός από τις καινούργιες σχολικές τσάντες που πουλάμε, τις φετινές, έχουμε σε περίοπτη θέση μια σειρά από περσινές τσάντες, ίδιας ποιότητας με τις φετινές, αλλα διαφορετικής μάρκας, τις οποίες προσφέρουμε σε εξευτελιστική τιμή, κάτω από 20 ευρώ. Θα περίμενε κανείς σε περίοδο οικονομικής κρίσης ότι οι φτηνές τσάντες θα συγκινούσαν τους γονείς, οι οποίοι θα έμπαιναν στον πειρασμό να αγοράσουν στο καμάρι τους μια τσάντα καλής ποιότητας στη μισή τιμή, με το μοναδικό ελάττωμα ότι είναι περσινή. Αμ δε! Τόσες μέρες δουλεύω εδώ, και ενώ οι φετινές τσάντες κάνουν θραύση, από τις περσινές δεν έχει πουληθεί ούτε μία. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κανένας δεν τους έχει ρίξει κάτι παραπάνω από ένα βλέμμα περιφρόνησης. Αν ήμουν μία από αυτές τις τσάντες, θα είχα αυτοκτονήσει με τα λουριά μου. Τις σνομπάρουν όλοι. Γιατί; Επειδή είναι φτηνές! Ενώ οι άλλες, οι ακριβές τσάντες, πουλάνε περισσότερο κι απ’τον Μάικλ Τζάκσον. Και κατά τ’άλλα έχουμε κρίση. Μακάρι να ήταν έτσι όλες οι κρίσεις!

(τώρα που είπα ‘ακριβές τσάντες’, έχω άλλη μία απορία: Αν όντως διανύουμε περίοδο οικονομικής κρίσης, πώς εξηγείται το γεγονός ότι σχεδόν όλες οι πελάτισσες έρχονται στο μαγαζί με μια πανάκριβη τσάντα Lοuis Vuittοn, Ρrada ή ακόμα και Ηermes; Σκέφτηκα ότι ίσως να τις είχαν αγοράσει πέρσι, πριν έρθει η κακή κρίση και μας αναστατώσει. Αλλά φαίνονται ολοκαίνουργιες, ρε παιδί μου…Εξάλλου, οι τσάντες για τις γυναίκες είναι όπως οι μαρκαδόροι για τα παιδάκια: Όσοι και να υπάρχουν σπίτι, ποτέ δεν είναι αρκετοί για να μη θέλουν να αγοράσουν καινούργιους. Πού πήγαν οι φτωχοί αυτής της χώρας, ρε γαμώτο; )

Πάντως, εγώ δεν το πολυπιστεύω το αφεντικό. Κρατάω μια πισινή και είμαι σε ετοιμότητα για ενδεχόμενο μετασεισμό. Μη μας πιάσει στον ύπνο ο Εγκέλαδος και είμαστε με τα σώβρακα (και μας τα πάρουν κι αυτά)…

Ημέρα 13η

Αγαπητό ημερολόγιο,

έχω να κουραστώ τόσο πολύ από τον Στρατό. Βέβαια, υποθέτω ότι αυτή η πρόταση θα ακουγόταν πιο εντυπωσιακή αν την έλεγε ένας πενηντάρης, απ’ό,τι ακούγεται όταν τη λέω εγώ, που έχω-δεν έχω 9 μήνες που πήρα το απολυτήριο. Αλλά είναι εξίσου αληθινή.

Δεν έχω αποφασίσει ακόμα τι από τα δύο είναι προτιμότερο: Να σκοτώνομαι στη δουλειά, ξέροντας ότι όσο οι δουλειές πάνε καλά θα πληρώνομαι κανονικά, ή να έχω την ησυχία μου, αλλά να κινδυνεύω να μην έχω το μισθό μου; Τουλάχιστον, αν κρίνω από τις τελευταίες μέρες, μάλλον θα καταφέρω στο τέλος του μήνα να πληρώσω το λογαριασμό του κινητού μου, που είναι κομμένο εδώ και ένα μήνα – αν μέχρι τότε δεν έχω καταλήξει στη φυλακή.

Λοιπόν, μέχρι σήμερα δεν είχα σκεφτεί πόσο επικίνδυνη είναι η δουλειά μου. Σκεφτόμουν ότι το πολύ-πολύ να πάθαινα κανένα λουμπάγκο, κουβαλώντας άλλη μια κούτα γεμάτη βιβλία. Αλλά σήμερα σκέφτηκα και κάτι άλλο, βλέποντας ένα πιτσιρίκι να φταρνίζεται πάνω στις καινούργιες του ξυλομπογιές: Την ίδια στιγμή που κυκλοφορεί μια θανατηφόρα γρίπη, η οποία χτυπάει κυρίως μικρά παιδιά και νέους ανθρώπους, εγώ είμαι ένας νέος άνθρωπος που έρχεται καθημερινά σε επαφή με δεκάδες μικρά παιδιά, και άρα κινδυνεύω διπλά! Ένα από αυτά τα μούλικα να έχει τη γρίπη, και με βλέπω σε θάλαμο αρνητικής πίεσης στο Σισμανόγλειο. Και να σκεφτεί κανείς ότι προτεραιότητα στα εμβόλια κατά της γρίπης έχουν οι γιατροί, τα παιδιά, οι χοντροί και οι παππούδες – εγώ δηλαδή να κάνω τη διαθήκη μου από τώρα;

Και σαν να μην έφταναν οι μαμάδες με τις ογκώδεις λίστες και τα παιδάκια με τις ατελείωτες απαιτήσεις, κάθε τόσο έρχεται και κάποιος ξεκάρφωτος και θέλει φωτοτυπίες. Ο κόσμος να καίγεται, κι ο κύριος να θέλει να φωτοτυπήσει τη συνταγή της μαμάς του για σπιτικό γαλακτομπούρεκο. Και ακόμα χειρότερα, κάποιοι άλλοι αφήνουν ολόκληρα βιβλία για να τους τα φωτοτυπήσουμε (τι τσιφούτηδες!), αλλά ‘όσο γίνεται πιο γρήγορα, γιατί το χρειάζομαι’. Τι λε’ ρε παιδί μου; Τόσο σημαντικό είναι για σένα, που θυμήθηκες να το φέρεις τελευταία στιγμή; Να πας να το αγοράσεις, τσιγκούναρε!

(φυσικά, αυτές είναι σκέψεις που κρύβονται επιμελώς κάτω από το καλοδουλεμένο μου ψεύτικο χαμόγελο, που το χρησιμοποιώ τόσο πολύ τελευταία, ώστε φοβάμαι ότι θα καταλήξω με μόνιμο χαμόγελο, σαν τον Τζόκερ. Ή, ακόμα χειρότερα, σαν τον Αυτιά. Μπρρρρρρρρ…Δε θέλω ούτε να σκέφτομαι αυτήν την πιθανότητα.)

Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα, γεμάτη κούραση και ταλαιπωρία. Ειλικρινά, μερικές μέρες δεν αξίζει να σηκωθείς από το κρεβάτι. Και αυτές είναι ακριβώς οι μέρες τις οποίες είσαι αναγκασμένος να σηκωθείς – έχεις παρατηρήσει πως όταν δε χρειάζεται να ξυπνήσεις νωρίς, ξυπνάς πάντα νωρίτερα κι από τις άλλες μέρες; Είναι νόμος του Μέρφι. Και κανένας νόμος, θεϊκός ή ανθρώπινος, δεν είναι πάνω από τον νόμο του Μέρφι.

Πολλή φιλοσοφία βραδιάτικα. Σταματάω εδώ. Αρκετά τσουρουφλίζω τον εγκέφαλό μου όλη μέρα, δε χρειάζεται να τον αποτελειώνω το βράδυ.

Ημέρα 12η

Αγαπητό ημερολόγιο,

ίσως να παρατήρησες ότι χθες δεν σε ενημέρωσα για τα τεκταινόμενα στη δουλειά μου. Αλλά είχα σοβαρό λόγο.

Αυτό που συνέβη χθες δεν περιγράφεται. Θα μπορούσε να ζωγραφιστεί, βέβαια, αλλά με δεδομένο ότι ζωγραφίζω χειρότερα κι από μπαμπουίνο με πάρκινσον, καλύτερα να προσπαθήσω να το περιγράψω.

Σεισμός 12 ρίχτερ και τσουνάμι στο καπάκι. Ξαφνική επιδρομή και ανελέητη λεηλασία από τις ορδές του Αττίλα. Ρίψη ομοβροντίας από ατομικές βόμβες. Αυτές οι εικόνες μου έρχονται στο μυαλό όταν σκέφτομαι τι συνέβη χθες.

Ήταν Σάββατο, βλέπεις, και μάλιστα το πρώτο Σάββατο της σχολικής περιόδου. Που σημαίνει ότι όλοι οι γονείς που δεν μπορούσαν μεσοβδόμαδα να φέρουν τα κουτσούβελά τους για να ψωνίσουν τα σχολικά είδη (λόγω δουλειάς) ήρθαν όλοι μαζί χθες, ώστε να φύγει από πάνω τους αυτό το βάρος. Και σήμερα έμαθα, μάλλον απότομα, ότι στην περιοχή που βρίσκεται το μαγαζί δε ζουν μόνο παππούδες, αλλά και πολλές οικογένειες.

Ειλικρινά, και δέκα άτομα να ήμασταν δε θα φτάναμε για να εξυπηρετήσουμε τόσο κόσμο. Γιατί ο καθένας είχε μια τεράστια λίστα από (ως επί το πλείστον άχρηστα) πράγματα που ζητούσαν τα σχολεία από τα παιδιά. Χαρτόνια κανσόν, κόλλες, φωτοτυπικό χαρτί (!?!), μαρκαδόροι, λαδομπογιές, τέμπερες, τετράδια, μολύβια, τσάντες, βιβλία (μα τι είδους γονείς αγοράζουν τσάντες και βιβλία στα παιδιά τους μία μέρα ΜΕΤΑ την πρεμιέρα της χρονιάς; Εγώ πάντα τα έπαιρνα αυτά με το που έμπαινε ο Σεπτέμβριος!), ξύστρες, γόμες…Μας ρημάξανε κανονικά. Τίποτα δεν αφήσανε όρθιο. Όταν κλείσαμε το μαγαζί, τα σπιράλ των τετραδίων είχαν μπουρδουκλωθεί μεταξύ τους, το σταντ με τα βιβλία έμοιαζε σαν βομβαρδισμένο και τα κωλόπαιδα είχαν εξαφανίσει όλες τις καραμελίτσες που έχουμε για να γλυκαίνουμε τους πελάτες μας (και ενίοτε και τους εαυτούς μας). Άσε που στον χώρο αντηχούσαν ακόμα οι τσιρίδες των κακομαθημένων που γκρίνιαζαν επειδή θέλανε την ξύστρα Spiderman, το τετράδιο Ρaul Frank (μα δεν είναι πολύ εκνευριστική αυτή η μαϊμού;), την τσάντα Ηellο Κitty ή τα αυτοκόλλητα της Ντόρας της Εξερευνήτριας, και οι γονείς τους απαντούσαν με την διαχρονική (και ελάχιστα αποτελεσματική) ατάκα ‘έχεις άλλα εκατό στο σπίτι’. Τελικά, οι γονείς δεν πρόλαβαν να αλλάξουν στα 15 χρόνια που πέρασαν από τότε που ήμουν κι εγώ κακομαθημένο κωλόπαιδο.

Φοβάμαι να πάω στη δουλειά αύριο. Χθες κοιμόμουν όλο το απόγευμα για να συνέλθω από το σοκ, το ίδιο και σήμερα. Μου φαίνεται ότι θα χρειαστώ ψυχολόγο για να το ξεπεράσω αυτό. Πρέπει να ξεσκονίσω λίγο τη μνήμη μου, γιατί θα με ρωτάει για τα παιδικά μου χρόνια και δε θα θυμάμαι τίποτα. Εκτός, βέβαια, από εκείνη τη μέρα στο νηπιαγωγείο που τα’κανα πάνω μου. Ήταν τόσο τραυματική εμπειρία, που δε θα την ξεχάσω ποτε.

Τώρα που το ξανασκέφτομαι, δε χρειάζομαι ψυχολόγο. Κάνω ψυχανάλυση στον εαυτό μου. Και χρεώνω και λιγότερα.

Ημέρα 10η

Αγαπητό ημερολόγιο,

η κούραση του full-time αρχίζει και βγαίνει σιγά-σιγά. Και είμαι ακόμα στην τρίτη μέρα, έτσι; Αλλά ίσως να φταίει και η χαμηλή κίνηση στο μαγαζί. Ξέρεις, όταν έρχεται κόσμος στο μαγαζί είναι καλύτερα τα πράγματα. Καλύτερα να τρέχεις πάνω-κάτω επί 8 ώρες, εξυπηρετώντας πελάτες, παρά να στέκεσαι όρθιος κοιτάζοντας το ρολόι, που μετράει αργά και σαδιστικά την ώρα μέχρι να πάει 8.30. Αν και δεν είμαι απόλυτα σίγουρος γι’αυτό, γιατί μέχρι τώρα μόνο τη δεύτερη κατάσταση έχω βιώσει. Όμως σήμερα άνοιξαν τα σχολεία, και μου φαίνεται πως δεν θα αργήσω να νιώσω την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από μία ομοβροντία από πέναλτι.

Δίπλα από το βιβλιοπωλείο μας υπάρχει ένα γυμναστήριο. Ξέρεις, ποτέ δεν είχα καλή σχέση με τα γυμναστήρια. Έχω γραφτεί δύο φορές σε γυμναστήριο, με σκοπό να χάσω κιλά. Τελικά, έχασα 100 ευρώ, γιατί και τις δύο φορές τα παράτησα μετά την πρώτη εβδομάδα. Και πριν πιάσω αυτήν τη δουλειά, σκεφτόμουν να γραφτώ και για τρίτη φορά. Αλλά ευτυχώς που δεν το έκανα. Γιατί θα ξόδευα άλλα 50 ευρώ τζάμπα. Ενώ στο μαγαζί όχι μόνο κάνω γυμναστική (και τι γυμναστική, ε; Ολόκληρες στοίβες βιβλίων αντί για βαράκια, δεκάδες πηγαιν’-έλα σε μια μισογκρεμισμένη σκάλα αντί για stepper και αμέτρητες διαδρομές στο μαγαζί αντί για διάδρομο), αλλά πληρώνομαι κιόλας! Αφού σκέφτομαι να πάρω κι ένα ποδήλατο και να πηγαινοέρχομαι με αυτό στη δουλειά, ώστε να συμπληρώσω ένα πλήρες σετ ασκήσεων. Αλλά μάλλον είναι μία από αυτές τις φευγαλέες σκέψεις που μου έρχονται, ενθουσιάζομαι με αυτές στιγμιαία και μετά αναρωτιέμαι πώς μου ήρθε στο κεφάλι μια τέτοια μαλακία. Είναι κάτι που μου συμβαίνει καθημερινά.

Το μόνο κακό της δουλειάς σε βιβλιοπωλείο, συγκριτικά με μια δουλειά σε γυμναστήριο, είναι ο κόσμος που έρχεται στο μαγαζί. Έχω φτιάξει μια λίστα, με βάση την οποία μπορώ να καταλάβω από τουλάχιστον 100 μέτρα απόσταση αν αυτός/ή που έρχεται προς το μέρος μου έρχεται για το δικό μας μαγαζί ή για το γυμναστήριο. Δεν είναι και πολύ μεγάλη: Σε μας έρχονται παππούδες και γιαγιάδες που τους ξέχασε ο Χάρος, ψωνισμένες μαμάδες με τα κακομαθημένα πιτσιρίκια τους, κοστουμαρισμένοι τύποι με γεμάτους χαρτοφύλακες και εκτροχιασμένοι έφηβοι με δεκάδες piercing και γελοία μαλλιά. Στο γυμναστήριο πηγαίνουν μπρατσωμένοι τύποι, απλώς καλοστεκούμενοι τύποι, γυμνασμένες κοπέλες και γυναίκες με κανα-δυο παραπάνω κιλά, που νομίζουν ότι είναι χοντρές (αλλά δεν είναι). Η σύγκριση μάλλον δεν ευνοεί το κατάστημά μας. Από την άλλη, τουλάχιστον εμείς όταν καθαρίζουμε το βράδυ δεν χρειάζεται να σκουπίσουμε τον ιδρώτα από το πάτωμα. Είναι κι αυτή μια παρηγοριά.

Από τα όσα συνέβησαν σήμερα στο μαγαζί, νομίζω ότι το πιο αξιοσημείωτο ήταν το εξής: Ήρθε μία κυρία με το παιδί της, η οποία έψαχνε για μηχανικό μολύβι. Αφού κοίταξε όλα τα μηχανικά μολύβια και ρώτησε τις τιμές για το καθένα ξεχωριστά, τελικά έφυγε χωρίς να αγοράσει τίποτα, λέγοντας το κλασικό «θα ξαναπεράσω». Αφού έφυγε, το αφεντικό μου αποκάλυψε ότι η συγκεκριμένη κυρία ήταν…κατάσκοπος! Είχε έρθει, λέει, από ένα ανταγωνιστικό βιβλιοπωλείο, για να δει σε τι τιμές πουλάμε τα μηχανικά μολύβια και να προσαρμόσει αντίστοιχα τις δικές της τιμές. Έχω ακούσει για εταιρική κατασκοπία, αλλά και στα βιβλιοπωλεία; Ήμαρτον! Φαντάσου δηλαδή τι θα κάνουν οι πολυεθνικές εταιρείες για να κατασκοπεύσουν τους ανταγωνιστές τους!

(πάντως, από το ύφος του κατάλαβα ότι το έχει κάνει κι αυτός σε αντίπαλα μαγαζιά – στο κάτω-κάτω, πώς ήξερε από ποιο βιβλιοπωλείο ήταν η συγκεκριμένη; Τελικά είναι ζούγκλα εκεί έξω, κι εγώ είμαι ένας ταπεινός και απροστάτευτος μακάκας)

Αύριο είναι Σάββατο. Επιτέλους, ξεκούραση! Τώρα μου είναι εύκολο να το πω αυτό, βέβαια, αλλά όταν με το καλό πληρωθώ νομίζω ότι το Σαββατοκύριακό μου θα γίνει πιο πολύπλοκο, αφού θα αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα στην ανάγκη για ξεκούραση και στην επιθυμία να ξεδώσω. Και αν κατά κανόνα η ανάγκη προηγείται της επιθυμίας, με δεδομένη την προϊστορία μου σε αντίστοιχες συνθήκες, μάλλον θα είμαι η εξαίρεση στον κανόνα.

Ημέρα 9η

Αγαπητό ημερολόγιο,

ίσως να σε τρομοκράτησα χθες με αυτά που σου έγραψα. Αλλά τελικά μάλλον ήταν άκυρος συναγερμός. Γιατί με αυτά που θα σου γράψω σήμερα, θα καταλάβεις ότι το αφεντικό μου είναι μια χαρά τύπος. Πώς έμπλεξε με την ΕΣΑ δεν ξέρω…Τι να σου πω, μπορεί να τον παρέσυραν οι κακές παρέες.

Που λες, λοιπόν, κάποιος μας άφησε ένα βιβλίο 150 σελίδων σήμερα για να του το φωτοτυπήσουμε και να του δέσουμε τις φωτοτυπίες με σπιράλ. Εγώ ανέλαβα οικειοθελώς το σπιράλ, αν και το ήξερα μόνο στη θεωρία πώς γίνεται, και δεν το είχα δοκιμάσει στην πράξη. Αλλά σκέφτηκα, “ένα σπιράλ είναι, όχι η θεωρία της σχετικότητας! Μπορώ να τα καταφέρω μια χαρά!”. Βέβαια, όπως αποδείχθηκε, θα τα κατάφερνα καλύτερα με τη θεωρία της σχετικότητας.

Γιατί, αγαπητό ημερολόγιο, έκανα την πιο αξιομνημόνευτη γκάφα της σύντομης μέχρι τώρα καριέρας μου: Κατάφερα και τρύπησα ΚΑΙ τις 150 σελίδες από την ανάποδη πλευρά, αχρηστεύοντας ουσιαστικά 150 φωτοτυπίες και 15 λεπτά ενασχόλησης της συναδέλφου μου, που είχε αναλάβει τις φωτοτυπίες. Μιλάμε για την γκάφα του αιώνα!

Η κοπέλα δε μου θύμωσε, βέβαια, αλλά φοβόμουν την αντίδραση του αφεντικού μου. Θα μου πεις, τι μπορούσε να μου κάνει; Να μου δώσει δύο μέρες στέρηση εξόδου από το μαγαζί και να με κλειδώσει μέσα για δύο 24ωρα; Ή να με βάλει να κάνω σκοπιά έξω από το μαγαζί όλο το βράδυ για να μη μπει κανένας διαρρήκτης και μας κλέψει τις ξυλομπογιές; Το πολύ-πολύ να κράταγε τη ζημιά από το μισθό μου.

Αλλά ούτε καν αυτό δεν έκανε. Απλώς, μου έδειξε υπομονετικά τον σωστό τρόπο για να κάνω το σπιράλ και με έβαλε να το κάνω μπροστά του δυο-τρεις φορές, για να σιγουρευτεί ότι το κατάλαβα. Ούτε φωνές, ούτε παρακράτηση μισθού, ούτε φάλαγγα.

(που, μεταξύ μας, και ΕΣΑτζής να μην ήταν, μια φάλαγγα την άξιζα για τη μαλακία που έκανα)

Τελικά είναι άδικο να κρίνεις τον άλλο από κάτι που έχει κάνει στο παρελθόν. Ειδικά αν δεν ξέρεις τι ακριβώς έχει κάνει. Νιώθω πολύ βλάκας αυτή τη στιγμή. Όχι πως είναι και κανένα σπάνιο συναίσθημα για τα δικά μου δεδομένα, δηλαδή, όπως φάνηκε και από τη σημερινή μου γκάφα. Και κάτι μου λέει ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες…

Ημέρα 8η

Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα, όπως γνωρίζεις, ήταν μόλις η δεύτερη μέρα μου ως πλήρως απασχολούμενου υπαλλήλου. Και, όπως ήταν φυσικό, τα ιδιαίτερα μαθήματα που έκανα τόσο καιρό για να μάθω πού βρίσκεται τι από σήμερα έγιναν πιο εντατικά. Έχω μάθει τόσα πολλά πράγματα αυτές τις μέρες, που θα μπορούσα να γράψω ένα σωρό βιβλία για διάφορα ασήμαντα θέματα. Να, έφτιαξα μια λίστα με κάποια από αυτά:

– “Αερίζοντας το Φωτοτυπικό Χαρτί: Τα Μικρά Μυστικά μιας Μεγάλης Τέχνης”

– “Το Πρώτο μου Fax” (για παιδιά προσχολικής ηλικίας)

– “Το Χαμόγελο της Επιτυχίας: Πώς να Κάνετε τους Άλλους να Νομίζουν ότι Χαίρεστε που Τούς Βλέπετε”

– “Λαδομπογιές, Κηρομπογιές, Ακουαρέλες, Τέμπερες: Συγκριτική Ανάλυση και Οδηγίες Χρήσης”

– “100+1 Τρόποι για να Αγνοήσετε την Άθλια Μουσική που Παίζει το Ραδιόφωνο και να Συγκεντρωθείτε στη Δουλειά”

– “Η Οδύσσεια Ενός Βιβλιοπώλη: Αναζητώντας Δώρο για ένα 5χρονο Κοριτσάκι”

– “Μαθαίνω να Χρησιμοποιώ τον Βιβλιοστάτη (τον ποιον;;;;;)”

– “Η Υψηλή Τέχνη του Σπιράλ: Μετατρέποντας μια στοίβα χαρτιά σε αριστούργημα”

– “Διαχείριση Κρίσεων: Πώς να Μείνετε Ψύχραιμοι Όταν Εμφανίζονται Από το Πουθενά 10 Πελάτες Ταυτόχρονα”

– “Φάκελοι Ταχυδρομείου: Τα Είδη τους και οι Πολλαπλές τους Χρήσεις”

Κρίμα που δεν προλαβαίνω να ξεκινήσω κάποιο από αυτά τα βιβλία, γιατί δεν έχω καθόλου χρόνο. Είμαι σίγουρος ότι θα γινόντουσαν αμέσως μπεστ σέλερ.

Την πρώτη μέρα που σου έγραψα, αγαπητό ημερολόγιο, δε σου ανέφερα καθόλου τη συζήτηση που είχαμε με το αφεντικό μου (το οποίο δεν ήταν ακόμα αφεντικό μου τότε, αλλά απλώς πιθανός εργοδότης). Πέρα, λοιπόν, από τα τετριμμένα, δηλαδή το ωράριο, το μισθό και τις γνωστές φιλοφρονήσεις που ανταλλάξαμε (του τύπου “ελπίζω να συνεργαστούμε”, “μου αρέσει το περιβάλλον εδώ”, “είναι καλό που μένεις εδώ κοντά” και τέτοια), κάποια στιγμή μου είπε: “Αλλά αν πρόκειται να συνεργαστούμε, ΑΥΤΟ θα το κόψεις”. Το “ΑΥΤΟ” ήταν το μούσι μου, το οποίο είχα πάνω από μία εβδομάδα να ξυρίσω, προσπαθώντας (ανεπιτυχώς) να ξορκίσω το φάντασμα του Στρατού. Του εξήγησα πως δεν είχα κανένα πρόβλημα να το ξυρίσω και δεν έδωσα περισσότερη σημασία τότε. Σήμερα, όμως, έμαθα κάτι παραπάνω γι’αυτό.

Κάποια στιγμή που δεν είχαμε δουλειά, μου έπιασε την κουβέντα. Μεταξύ άλλων, με ρώτησε πού πήγα φαντάρος. ‘Οταν του ανέφερα το τελευταίο στρατόπεδο στο οποίο υπηρέτησα ήμουν σίγουρος ότι δεν θα το ήξερε, αφού οι μόνοι που γνωρίζουν την ύπαρξή του είναι οι φαντάροι που πέρασαν από εκεί και οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής. Προς μεγάλη μου έκπληξη, είπε: “Α, σε εκείνο το μπουρδέλο;”. Ναι, ήξερε εκείνο το στρατόπεδο, που βρίσκεται στη μέση του πουθενά. Και μάλιστα ήξερε ότι είναι και μπουρδελο! Τον ρώτησα πώς το ήξερε, και όταν πήρα την απάντηση ευχόμουν να μην είχα ρωτήσει: Το αφεντικό μου ήταν παλιά στην Στρατονομία. Στην διαβόητη ΕΣΑ. Το γράφω κι ανατριχιάζω. Και δεν του φαίνεται, ρε γαμώτο.

Τουλάχιστον, υπάρχει και η θετική πλευρά: Άμα βρεθεί ποτέ το πτώμα μου σε κανένα χαντάκι, με βγαλμένα νύχια και σβησμένα τσιγάρα στο πρόσωπο, θα υπάρχεις εσύ, αγαπητό μου ημερολόγιο, και θα ξέρουν όλοι ποιος το έκανε. Αλλά άμα αυτή είναι η θετική πλευρά, τότε η αρνητική ποια είναι; Ότι άμα δώσω λάθος ρέστα σε κανέναν πελάτη θα με περάσει από φάλαγγα;

Πού έμπλεξα, γαμώ τη γκαντεμιά μου;

Ημέρα 7η

Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα σου έχω φοβερά νέα! Βέβαια, όπως θα καταλάβεις, η λέξη “φοβερά” είναι αμφίσημη: Μπορεί να σημαίνει ότι έχω πάρα πολύ καλά νέα, αλλά μπορεί να σημαίνει και ότι έχω κάτι φρικτό και τρομερό να σου πω. Εγώ θα σου το πω, και αποφάσισε εσύ τι από τα δύο συμβαίνει.

Που λες, μία από τις κοπέλες μάς ανακοίνωσε σήμερα ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει στη δουλειά, επειδή θέλει να δώσει το τελευταίο της μάθημα και να πάρει το πτυχίο της. Που σημαίνει ότι, εν μέσω σχολικής περιόδου, το μαγαζί μένει με δύο υπαλλήλους, εκ των οποίων ο ένας part time. Ή μήπως όχι;

Αν δεν το κατάλαβες ακόμα, αγαπητό ημερολόγιο, πήρα προαγωγή! Ναι, μόλις μία εβδομάδα μετά την πρόσληψή μου, πήρα την πρώτη μου προαγωγή! Θα μου πεις, “σιγά το πράγμα, αφού δεν την πήρες με την αξία σου”. Ή μάλλον δε θα μου το πεις, γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις. Κρίμα, γιατί θα μπορούσαμε να έχουμε έναν ιδιαίτερα εποικοδομητικό διάλογο. Αλλά αν, υποθετικά, μπορούσες να μου κάνεις αυτήν την ερώτηση, η απάντησή μου θα ήταν “ο καθένας παίρνει ό,τι αξίζει στη ζωή”. Φυσικά δεν θα το εννοούσα, γιατί αν όντως ίσχυε αυτό, τότε ο Καραμανλής θα ήταν ιδιοκτήτης χασαποταβέρνας στα Βλάχικα και ο Παπανδρέου κλητήρας σε χωριό της Αχαϊας. Αλλά θα το έλεγα για να σου πάω κόντρα.

Τέλος πάντων. Το θέμα είναι: Πρέπει να χαίρομαι ή να πανικοβληθώ; Να χαίρομαι που θα παίρνω τα τετραπλάσια λεφτά ή να πανικοβληθώ που θα δουλεύω τις τετραπλάσιες ώρες; Να χαίρομαι που ξαφνικά έχω κάτι για να γεμίσω τις άδειες μου ώρες ή να πανικοβληθώ στη σκέψη ότι πρέπει κάθε πρωί να ξυπνάω πλέον στις 7; Να χαίρομαι για την εμπιστοσύνη που μου δείχνει το αφεντικό μου ή να πανικοβληθώ ξέροντας ότι το επόμενο ρεπό μου θα είναι στην αργία της 28ης Οκτωβρίου; Φαντάζομαι ότι μόνο ο χρόνος θα απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις. Και ελπίζω να έχει τις καλές του όταν κληθεί να απαντήσει.

Κατά τ’άλλα, σήμερα ήταν ήσυχα τα πράγματα. Το μόνο αξιοσημείωτο της ημέρας ήταν εκείνος ο θεόμουρλος τύπος, ο οποίος έχει γράψει το δικό του μανιφέστο (στο οποίο, μεταξύ άλλων, περιγράφει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των εξωγήινων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και υποστηρίζει ότι ο Κλίντον και ο Μπους ήταν εξωγήινοι, ενώ ο Τόνι Μπλερ νεκρόφιλος – άσχετο) και μας το έφερε για να το εκτυπώσουμε καμιά δεκαριά φορές. Δεν έχω ιδέα γιατί ήθελε να του το εκτυπώσουμε και σε ποιους θέλει να το δώσει. Είμαι βέβαιος, όμως, ότι όσοι κάνουν τον κόπο να το διαβάσουν, θα γελάνε μέχρι να τους βγουν τα μάτια από τις κόγχες τους. Μην κοιτάτε που εγώ τη γλίτωσα, είναι επειδή κρατιόμουν.

Μιας και το ανέφερα αυτό, πρέπει να σου μεταφέρω και έναν προβληματισμό μου: Είναι ηθικό και τίμιο να μου φέρνουν οι πελάτες διάφορα κείμενα για φωτοτυπίες ή εκτυπώσεις και εγώ να τα διαβάζω στα κρυφά; Υποθέτω πως η δουλειά μου έχει ένα στοιχείο εχεμύθειας: Κανονικά, ακόμα κι αν ο πελάτης είναι τρομοκράτης και θέλει να του εκτυπώσω τις ακριβείς συντεταγμένες του επόμενου στόχου του, εγώ πρέπει να παραμείνω αμέτοχος και αδιάφορος για το περιεχόμενο του χαρτιού που μου δίνει. Η δουλειά μου είναι απλώς να το εκτυπώσω. Αλλά πώς να μη ρίξω έστω μια κλεφτή ματιά σε αυτά που μου δίνουν οι πελάτες; Πώς να καταπιέσω την έμφυτη περιέργειά μου και να μη διαβάσω το σουρεαλιστικό μανιφέστο του θεόμουρλου τύπου; Ή να μην δω από ποια σχολή είναι το απολυτήριο που μου δίνει για φωτοτυπία εκείνος ο νεαρός; Ή να μην δω την ηλικία που δηλώνει η κυρία που μου έδωσε το βιογραφικό της για εκτύπωση;

(ναι, το ξέρω ότι ακούγεται πολύ κατινίστικο, αλλά θα έσκαγα αν δεν το έβλεπα! Για την ιστορία, μάλλον κάτι έκρυβε.)

Ε, δε γίνεται. Μου είναι αδύνατο να μην είμαι λαθραναγνώστης. Ξέρω ότι είναι ενοχλητικό (ειδικά όταν κάθεσαι στο μετρό και ο λαθραναγνώστης στέκεται πάνω από το κεφάλι σου και διαβάζει την εφημερίδα σου), αλλά έτσι είμαι. Τέλος. Και σ’όποιον δεν αρέσει, να φύγει. Να πάει αλλού. Έχει κι αλλού φωτοτυπικά που κάνουν φωτοτυπίες.

Ημέρα 6η

Αγαπητό ημερολόγιο,

ήταν ωραίο το Σαββατοκύριακο. Ξεκουράστηκα πολύ, και σκέφτηκα ότι είχα φορτίσει τις μπαταρίες μου και ήμουν έτοιμος για την εβδομάδα που ξεκινούσε. Μάλιστα, ένιωθα τόσο έτοιμος που πήρα την απόφαση να πάω με τα πόδια το πρωί μέχρι το μαγαζί, που είναι περίπου 20-25 λεπτά από το σπίτι μου. Κάτι που αποδείχθηκε όχι ιδιαίτερα έξυπνο, καθώς όταν έφτασα εκεί ήμουν ήδη ψόφιος και με το ζόρι στεκόμουν όρθιος όλη μέρα. Και δεν έχει και πού να κάτσεις αυτό το μαγαζί, που σημαίνει ότι ακόμα κι αν δεν μπει πελάτης για δύο ώρες, εγώ πρέπει να στέκομαι όρθιος, λες και είμαι τιμωρία. Και καλύτερα να μη σου πω πώς ένιωθα όταν έφτασα στο σπίτι το μεσημέρι, πάλι με τα πόδια, βεβαίως. Το μόνο που θυμάμαι από το μεσημέρι είναι το κλειδί μου να μπαίνει στην πόρτα. Μετά έπαθα μπλακ άουτ.

Μου φαίνεται ότι σήμερα είχαμε περισσότερη δουλειά. Φυσικά, ήρθαν οι γνωστοί παππούδες και μας λέγανε ιστορίες από τον πόλεμο του ‘40, αλλά είδα και πολλούς άλλους σήμερα. Αλλά ήρθαν και κάτι αρχιτέκτονες που ήθελαν να φωτοτυπήσουν ένα σχέδιο. Και κάτι δικηγόροι που ήθελαν να φωτοτυπήσουν ένα συμβόλαιο (το οποίο συμβόλαιο είχε πάνω χαρτόσημα τα οποία έγραφαν, με μεγάλα γράμματα, “ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ”!!!). Και κάτι φοιτητές, που ήθελαν να φωτοτυπήσουν ένα βιβλίο σε σμίκρυνση. Για σκονάκι, φυσικά.

Λοιπόν, μεγάλη εφεύρεση η σμίκρυνση. Το καλύτερο σκονάκι. Σχεδόν νιώθω βλάκας που πέρασα όλα τα μαθήματα της σχολής χωρίς να την χρησιμοποιήσω. Αλλά τι να κάνουμε, εγώ είμαι πιο παραδοσιακός τύπος. Προτιμούσα την αντιγραφή.

Α, μια και είπα για τη σχολή μου, σήμερα ήρθε και ένας άλλος τύπος, μεγάλος σε ηλικία αλλά καλοδιατηρημένος, ο οποίος ήθελε κάτι φωτοτυπίες από παλιές εφημερίδες. Μου είπε πως διαθέτει ένα αρχείο από 5.000 και πλέον εφημερίδες, και του είπα πως αυτό είναι ένα πολύ ωραίο και ενδιαφέρον χόμπι, και πάνω στην κουβέντα του ανέφερα πως έχω σπουδάσει δημοσιογραφία. Τότε, έλαμψε το ματι του. Όπως αποδείχθηκε, ήταν βετεράνος δημοσιογράφος. Μου είπε ότι σήμερα στη δημοσιογραφία η κατάσταση είναι τραγική και με συμβούλευσε να μείνω πάντα πιστός στις αρχές της δημοσιογραφίας και να μην προδώσω ποτέ αυτά που πιστεύω. Δε μου είπε κάτι καινούργιο, αλλά ήταν μια ευχάριστη στιγμή αυτής της μέρας. Όσο ευχάριστη μπορεί να είναι η συνειδητοποίηση ότι στο κωλοεπάγγελμα που έχω διαλέξει μόνο οι κωλογλείφτες και οι κωλοτούμπες πληρώνονται.

Α, επίσης σήμερα έφαγα και την πρώτη μου επαγγελματική “χυλόπιτα”. Μπήκε ένας περίεργος τύπος, που ήθελε κάτι φωτοτυπίες. Έβγαλε από μια τσάντα ένα μάτσο χαρτιά και με ρώτησε μέσα απ’τα δόντια του πού είναι το αφεντικό μου. Εγώ του είπα ότι έλειπε (που όντως έλειπε εκείνη τη στιγμή), αλλά προσφέρθηκα να του κάνω εγώ τη δουλειά. Τότε μάζεψε τα χαρτιά του, τα έβαλε πάλι στην τσάντα του και είπε: “Άστο, θα έρθω όταν θα είναι εδώ κάποιος που θα μπορεί να με εξυπηρετήσει”. Πολύ ευγενικό εκ μέρους του, έτσι;

Λοιπόν, ξέρεις τι παρατήρησα; Τόσες μέρες γράφω για μένα, και δε σου έχω πει τίποτα για τις κοπέλες του μαγαζιού, ή για το αφεντικό μου. Ίσως είναι λίγο εγωιστικό εκ μέρους μου. Αλλά πάντα ήμουν λίγο εγωιστής. Θυμάμαι μια φορά όταν ήμουν τεσσάρων χρον…Φτου! Πάλι το ίδιο κάνω! Αλλά, στο κάτω-κάτω, δικό μου ημερολόγιο είσαι, ό,τι θέλω γράφω! Άμα θέλουν οι άλλοι, ας φτιάξουν δικό τους ημερολόγιο. Στο δικό μου θα γράφω τα δικά μου ψυχολογικά. Άι σιχτίρ πια με τον αλτρουισμό.

Ημέρα 4η

Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα ήταν Σάββατο, οπότε σκέφτηκα ότι στο μαγαζί θα είχαμε κόσμο. Λογικά, οι μαμάδες και οι μπαμπάδες που δεν θα δούλευαν σήμερα θα έφερναν τα κουτσούβελά τους για να τους αγοράσουν τα πρώτα σχολικά τους: Βιβλία, κασετίνες, τσάντες και τέτοια. Γι’αυτό και έβαλα τα καλά μου. Ένα σχετικά καλό πουκάμισο (και λέω “σχετικά” σε σύγκριση με κάτι χαβανέζικα που έχω και δεν ενδείκνυνται για τέτοιες περιστάσεις) και ένα καλό παντελόνι. Αλλά τα All-Star, αμετακίνητα. Σταθερή αξία.

Τέλος πάντων, ντύθηκα, στολίστηκα και πήγα στο μαγαζί προετοιμασμένος για μια κοσμοπλημμύρα. Ε, λοιπόν τζάμπα στολίστηκα. Μέχρι το μεσημέρι βαράγαμε μύγες, και στο τέλος φύγανε κι αυτές και δεν είχαμε τι να βαρέσουμε. Γιατί δεν είχα υπολογίσει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του Έλληνα: Την αναβλητικότητά του. Σχολικά; “Έλα μωρέ, πάμε 10 Σεπτέμβρη να τα πάρουμε”. Σινεμά; “Πάμε μωρέ πέντε λεπτά πριν αρχίσει η ταινία, θα έχει εισιτήρια”. Λογαριασμοί; “‘ντάξει μωρέ, και να λήξει μια-δυο μέρες δεν έγινε και τίποτα”. Και θα έπρεπε να έχω υπολογίσει αυτόν τον παράγοντα, γιατί κι εγώ ακριβώς έτσι είμαι. Αλήθεια, έχω αναφέρει ότι μου έχουν κόψει το κινητό εδώ και δύο εβδομάδες επειδή δεν έχω πληρώσει το λογαριασμό; Όχι, ε; Καλά, κάποιον λόγο θα είχα.

Ψόφια πράγματα, που λες. Μόνο κάτι παππούδες μας τίμησαν με την παρουσία τους. Που να μην έσωναν, δηλαδή. Ξέρεις, δεν έχω καθόλου καλές σχέσεις με τους ηλικιωμένους. Ίσως γι’αυτό ευθύνεται το γεγονός ότι οι παππούδες μου πέθαναν πριν τους γνωρίσω, η μία γιαγιά μου πέθανε όταν ήμουν πέντε χρονών, και την άλλη ζήτημα είναι αν την είδα πέντε φορές σε όλη μου τη ζωή. Αλλά λίγο-πολύ όλοι δεν βαριόμαστε τους ηλικιωμένους; Λίγο το χάσμα των γενεών, λίγο η μόνιμη γκρίνια και η επιμονή τους να σου αφηγούνται τις αναμνήσεις τους από καταστάσεις για τις οποίες όσα ξέρεις προέρχονται από το “πασάλειμμα” που έκανες για να περάσεις την Ιστορία στην Γ’ Λυκείου, δε θέλει και πολύ για να στραβώνεις τη μούρη σου κάθε φορά που σου απευθύνει το λόγο ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας. Αλλά είπαμε, μπορεί να είμαι και προκατειλημμένος.

Τουλάχιστον, έχω να ομολογήσω ότι κάποιοι από αυτούς τους παππούδες έχουν πλάκα. Όπως εκείνος που μπήκε σήμερα για να του βγάλουμε φωτοτυπίες και μεγενθύνσεις από κάποιες παλιές φωτογραφίες, στις οποίες απεικονιζόταν ο ίδιος μαζί με τον Βασιλιά Παύλο, τη Φρειδερίκη και άλλους τέτοιους, που οι νέοι τους ξέρουμε μόνο από τους δρόμους που έχουν τα ονόματά τους (αλήθεια, Βασιλέως Παύλου υπάρχει, Βασιλέως Γεωργίου υπάρχει, Βασιλίσσης Σοφίας υπάρχει, Βασιλίσσης Όλγας υπάρχει – Βασιλίσσης Φρειδερίκης πώς και δεν έχω δει πουθενά; ). Όπως έλεγε, λοιπόν, αυτός ο 93χρονος (!) κύριος, ήταν υπασπιστής του Παύλου, και πολύ κοντά στη βασιλική οικογένεια. Καλόπαιδο, δηλαδή.

Αλλά είχε πλάκα. Μας έλεγε ότι την τελευταία φορά που είχε έρθει (χθες, δηλαδή, γιατί απ’ό,τι κατάλαβα αυτός κάθε μέρα στο μαγαζί μας κουβαλιέται) είχε αργήσει να γυρίσει στο σπίτι του, και η γυναίκα του τον ρώταγε που είναι και μπας και ήταν με καμιά γκόμενα (Αλτσχάιμερ; Πιθανόν)! Μετά από λίγο μπήκε μια άλλη πελάτισσα, και τον ρώτησε αν ήταν αυτός στις φωτογραφίες. Αυτός της απάντησε καταφατικά και εκείνη τον ρώτησε πόσων χρονών είναι. Όταν αυτός της είπε τον μαγικό αριθμό 93, αυτή εξεπλάγη. “Δε σας φαίνεται καθόλου”, του είπε. “Εμ, γι’αυτό σας ζηλεύει η γυναίκα σας”, του είπα. Δε γέλασε. Αλλά πιθανόν και να μην άκουσε καν τι είπα.

Α, επίσης σήμερα μας ήρθε ένας σελέμπριτι. Αρχίδια σελέμπριτι, δηλαδή, ένας παλιός ηθοποιός ήταν. Απ’ό,τι μου είπαν οι άλλες κοπέλες, έρχονται αρκετοί γνωστοί στο μαγαζί. Ένας μεγάλος ζωγράφος (που πληρώνει πάντα με χαρτονομίσματα των 500 ευρώ, ακόμα κι αν πάρει μόνο ένα πινέλο), ένας άλλος ηθοποιός (επίσης παλιάς κοπής), ένας γνωστός συνθέτης (που και να τον έβλεπα δε θα τον γνώριζα) και άλλοι. Λέω να προτείνω στο αφεντικό μου να μετονομάσουμε το βιβλιοπωλείο σε “Celebrity Bookstore”. Πιασάρικο δεν είναι;

Ουφ, αύριο Κυριακή. Επιτέλους, ξεκούραση! Λέω να τη βγάλω ξαπλωμένος όλη τη μέρα. Ή τουλάχιστον μέχρι να αρχίσω να νιώθω ξανά τα πόδια μου από τα γόνατα και κάτω. Πρέπει να πάρω και δυνάμεις για την επόμενη εβδομάδα. Πωπωωωωωωωωω, φαντάσου να δούλευα και full time, δηλαδή!

Ημέρα 3η

Αγαπητό ημερολόγιο,

πολλή κούραση σήμερα. Εκτάκτως, ευτυχώς. Δούλεψα σχεδόν όλη τη μέρα, με ένα διάλειμμα από τις 2.30 ως τις 5. Τα πόδια μου δεν τα νιώθω από τα γόνατα και κάτω. Πάλι καλά που εγώ είμαι part time και δεν θα συμβαίνει συχνά αυτό. Από την άλλη, γι’αυτό πληρώνονται τα τετραπλάσια από μένα οι κοπέλες του μαγαζιού. Αλλά αξίζει; Δεν ξέρω.

Σήμερα εξυπηρέτησα και την πρώτη μου πελάτισσα! Ναι, έγινε κι αυτό! Οι άλλες κοπέλες ήταν απασχολημένες, κι έτσι έπρεπε εγώ να την εξυπηρετήσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και την πλησίασα – ούτε ραντεβού να ήθελα να της ζητήσω! Την καλησπέρισα με το πιο γλυκό μου χαμόγελο (για την ακρίβεια, το χαμόγελο που θα είχε ένας άντρας που μόλις είχε πηδήξει την Αντζελίνα Τζολί) και τη ρώτησα αν μπορούσα να τη βοηθήσω. “Μια κάρτα θέλω”, μου είπε ευγενικά, κοιτώντας τις κάρτες που έχουμε στο μαγαζί για όλες τις περιστάσεις: Γενέθλια, γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες, τα πάντα. Πάνω στο τρακ μου, της είπα: “Για ποιο πράγμα;”. Νομίζω ότι θα μπορούσα να πω κάτι πιο ευγενικό, και μετά που το είπα στην άλλη κοπέλα έβαλε τα γέλια. Αλλά ευτυχώς η πελάτισσα δεν το πήρε στραβά. Τελικά ήθελε μια κάρτα για έναν γάμο. Της πρότεινα μία λουσάτη, με ένα ωραίο σχέδιο, αντί για μία απλή, με μία ανθοδέσμη που έγραφε “να ζήσετε”. Της άρεσε, και τελικά πήρε αυτήν. Και αυτή ήταν η πρώτη μου πώληση. Εντάξει, μπορεί στην τεχνική να ήμουν κάτω απ’τη βάση, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό. Αυτό δε μετράει;

Σχεδόν όλη την υπόλοιπη μέρα μάθαινα καινούργιες άχρηστες πληροφορίες. Το αφεντικό με έβαλε να κοιτάζω παντού γύρω μου, για να εξοικειωθώ με τον χώρο και να μάθω πού βρίσκονται τα προϊόντα. Για αρκετή ώρα στριφογύριζα άσκοπα στο μαγαζί, ανοίγοντας συρτάρια, ντουλάπια, προθήκες και εξετάζοντας προσεκτικά τα ράφια. Μετά από λίγο, ήρθε η ώρα του τεστ: Το αφεντικό με ρωτούσε πού βρίσκονται διάφορα αντικείμενα που πουλάμε. Με ρώτησε για γύρω στα δέκα αντικείμενα, και τα βρήκα όλα. Πάντα ήμουν καλός στα τεστ, ειδικά στα τεστ παρατηρητικότητας. Νομίζω ότι τον εξέπληξα. Γουαου!

Επίσης, σήμερα έβγαλα φωτοτυπίες. ΠΟΛΛΕΣ φωτοτυπίες. Μονές, διπλές, τρίδιπλες, βιβλία, ταυτότητες, τετράδια, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Δεν ήξερα καν ότι μπορείς να κάνεις τόσα πράγματα με ένα φωτοαντιγραφικό μηχάνημα. Επίσης, δεν ήξερα ότι κάνει τόση ζέστη όταν περνάς δύο ώρες πάνω από ένα φωτοαντογραφικό μηχάνημα, αλλά το έμαθα κι αυτό. Ίδρωσα, αλλά το έμαθα.

Αύριο είναι Σάββατο, που σημαίνει ότι θα δουλέψω μέχρι τις 3 το μεσημέρι. Ελπίζω να έχω πολλά να σου πω.

Ημέρα 2η

Αγαπητό ημερολόγιο,

το πρωί κοιμήθηκα καλά, περιμένοντας ότι θα κουραζόμουν το απόγευμα στη δουλειά. Αλλά τελικά δε χρειαζόταν. Η κούραση της δουλειάς σήμερα δεν ήταν σωματική, αλλά πνευματική. Γιατί η ορθοστασία αντέχεται, αλλά η υπερφόρτωση του εγκεφάλου με άχρηστες πληροφορίες δεν είναι το ίδιο υποφερτή.

Ναι, το ξέρω. Έτσι είναι σε κάθε καινούργια δουλειά. Πρέπει συνέχεια να μαθαίνεις καινούργιες πληροφορίες: Πώς λένε τον συνάδελφό σου, πού είναι η τουαλέτα και τέτοια. Αλλά αυτές οι πληροφορίες είναι υπερβολικά πολλές για να χωρέσουν σε μια ή δύο μέρες. Άσε που οι περισσότερες από αυτές τις πληροφορίες είναι άχρηστες. Για παράδειγμα: Σήμερα έμαθα πού έχουμε τα ψαλίδια, τις ξύστρες, τα λαστιχάκια, τους συνδετήρες και διάφορα άλλα αντικείμενα (μα πόσα μπορούν τέλος πάντων να χωρέσουν σε ένα τόσο μικρό μαγαζί;;;), έμαθα πώς να βγάζω καλές φωτοτυπίες, έμαθα πότε πρέπει να κατεβάζω το ρολό για να μην πέφτει ο ήλιος πάνω στη βιτρίνα και ξεβάφει τις σχολικές τσάντες, έμαθα πώς δουλεύει η ταμειακή μηχανή. Και αυτή είναι μόνο η αρχή. Έχω πολλά να μάθω ακόμα. Και αναρωτιέμαι πού θα τα βάλω όλα αυτά. Άραγε υπάρχει ακόμα ελεύθερος χώρος στη μνήμη μου για τέτοιες λεπτομέρειες ή θα αρχίσει ο εγκέφαλός μου να διαγράφει άλλες, πιο χρήσιμες μνήμες για να γράψει τις καινούργιες; Ελπίζω να γίνει το πρώτο.

Κατά τάλλα, τίποτα. Δεν εξυπηρέτησα πελάτη ακόμα. Καλύτερα. Το φοβάμαι λίγο αυτό, για να πω την αλήθεια. Είμαι από τη φύση μου ντροπαλός, και δεν ξέρω πώς θα καταφέρω να το ξεπεράσω αυτό για χάρη της νέας μου δουλειάς. Στην προηγούμενη δουλειά μου (που δεν ήταν ακριβώς “δουλειά”, αλλά μια τρίμηνη πρακτική που κατέληξε σε επτάμηνο χόμπι, αφού δεν πληρωνόμουν) τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά: Καθόμουν όλη τη μέρα μπροστά σε μία οθόνη και έγραφα. Καμία επαφή με ανθρώπους, πλην των λιγοστών συναδέλφων μου. Τώρα είναι αλλιώς: Δεν κάθομαι σε υπολογιστή (αλλά στέκομαι όρθιος, καθώς δεν υπάρχει μέρος για να καθήσω – μάλλον εσκεμμένα) και θα είμαι συνεχώς σε επαφή με κόσμο. Έχω λίγο τρακ γι’αυτό, αλλά πιστεύω ότι θα το ξεπεράσω. Ή τουλάχιστον το ελπίζω.

Αύριο θα δουλεύω όλη μέρα, γιατί μία από τις κοπέλες έχει ρεπό, το τελευταίο της πριν αρχίσει η σχολική χρονιά και πλακωθούμε όλοι στη δουλειά. Ευκαιρία να μάθω καλά το μαγαζί, ώστε να αρχίσω να αξίζω τα λεφτά που θα παίρνω. Ελπίζω να τα παίρνω, δηλαδή. Ποιος ξέρει;

Ημέρα 1η

Αγαπητό ημερολόγιο,

καλωσήρθες! Από σήμερα θα σου γράφω όλα όσα συμβαίνουν στην καθόλου πολυτάραχη ζωή μου, αλλά κανείς δεν ενδιαφέρεται να ακούσει. Δεν είναι η πρώτη φορά που ξεκινάω ημερολόγιο. Το έκανα άλλες δύο φορές: Μία όταν ήμουν 9 χρονών (και το παράτησα στη δεύτερη μέρα) και μία όταν ήμουν φαντάρος (και λίγο έλειψε να με στείλουν στο Στρατοδικείο). Ελπίζω εσύ να κρατήσεις περισσότερο.

Σήμερα, που λες, ήταν η πρώτη μου μέρα στη δουλειά. Είμαι πλέον υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο. Μη ν0μίζεις πως το επιδίωξα, άλλα σπούδασα εγώ. Αλλά είναι αυτή η ρουφιάνα η κρίση, που με ανάγκασε να παρατήσω τις προσπάθειές μου να βρω κανονική δουλειά και να βολευτώ με μία προσωρινή. Part time θα δουλεύω, τίποτα το ιδιαίτερο. 200 ευρώ θα βγάζω, ένα χαρτζιλίκι για να ξαλαφρώσω λίγο τους γονείς μου, που με πληρώνουν ακόμα, 25 χρόνια μετά τη γέννησή μου. Και είναι και μια ευκαιρία να ξεσκουριάσω λίγο, μετά από 7 μήνες στην ανεργία.

Σήμερα δεν έκανα και πολλά πράγματα. Απλά το νέο μου αφεντικό μού έκανε μια ξενάγηση στον χώρο (που δεν κράτησε και πολύ, γιατί το μαγαζί είναι πολύ μικρό) και γενικά η δουλειά μου σήμερα ήταν να κοιτάζω τους άλλους να δουλεύουν. Οι “άλλοι” είναι δύο κοπέλες, οι οποίες δουλεύουν full time και ουσιαστικά ο ρόλος μου είναι να τις καλύπτω στα ρεπό τους. Σαν να λέμε, ο μπαλαντέρ που “κλείνει” την τελευταία τριάδα στο κουμ καν. Αλλά όχι και τόσο σημαντικός όσο ο μπαλαντέρ.

Λοιπόν, υποθέτω ότι αύριο θα έχω περισσότερα να σου γράψω. Επιστρέφω με περισσότερα νέα.

15 Σχόλια to “Ημερολόγιο ενός βιβλιοπώλη”


  1. Ρε μπορεί να σου φανεί περίεργο αλλά θέλω κι εγώ να δουλέψω σε βιβλιοπωλείοοοοοοοοο. Θέλω να έχω παντού γύρω μου βιβλία 😀 :D.

    Όσο για την κρίση, όλοι γκρινιάζουν αλλά αν ρίξει κανείς μια ματιά στα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν, στις τσάντες και στα παπούτσια που φοριούνται, στις καφετέριες και τα μπουζούκια που είναι γεμάτα κόσμο θα αρχίσει να αναρωτιέται μήπως γκρινιάζουν απλά για hobby.

    1. The_Stranger Says:

      Εμένα, πάλι, το βιβλιοπωλείο ήταν η τρίτη μου επιλογή, μετά από το σιντάδικο και το DVD Club, γιατί προτιμώ τη μουσική και τις ταινίες από τα βιβλία. Αλλά έλα που τα άλλα μαγαζιά δε ζητούσαν υπαλλήλους!

      (Πάντως, άμα έχεις τίποτα υπ’όψιν, ανταλλάσσω ευχαρίστως τη δουλειά στο βιβλιοπωλείο με αντίστοιχη σε σιντάδικο ή βιντεοκλάμπ!)

  2. Grace Says:

    Το διάβασα όλο μονορούφι. Τι χαριτωμένο και διασκεδαστικό!

    1. The_Stranger Says:

      Thanks! Όλο λέω ότι θα το συνεχίσω, αλλά ποτέ δεν το κάνω! 😛

  3. Katerina Says:

    Και ενω βλεπεις ενα κατεβατο κειμενο και σκεφτεσαι «Καλα συγγραφεας ειναι ο ανθρωπος;Σιγα μην κατσω να διαβασω ολο αυτο…» με το που αρχιζεις να διαβαζεις την 1η μερα,αυτη η σκεψη φευγει,και το μονο που σκεφτεσαι ειναι «Αχ,τι ωραιο!Εχει πολυ πλακα,τι λεει παρακατω;» !Οσο για το DVD Club,συμφωνω και επαυξανω!!

    1. The_Stranger Says:

      Πάντα έγραφα κείμενα που θα μου άρεσε να διαβάσω ο ίδιος, και γενικά έχω μια απέχθεια στα μεγάλα κείμενα, οπότε προσπαθώ να είμαι σύντομος. Χαίρομαι που, ακόμα και όταν ξεφεύγω, υπάρχουν άνθρωποι που δε βαριούνται να διαβάσουν τις φλυαρίες μου. 🙂

  4. Έλλη Says:

    χαχα δούλευα σε βιβλιοπωλείο για ένα μήνα κατά την περίφημη ΄΄σχολική΄΄. Σε καταλαβαίνω απόλυτα,μόνο που εγώ δούλευα από την αρχή full-time και το μαγαζί ήταν σε απόσταση 40 λεπτών από το σπίτι μου(με λεωφορείο).Οι γκάφες είναι πάντα μέσα στο πρόγραμμα,να φανταστείς ότι ενώ έκανα παραλαβή, κατά λάθος ΨΑΛΙΔΙΣΑ βιβλίο. Ήθελα να πεθάνω επί τόπου. Οι πλέον αστείες φάσεις τώρα που το θυμάμαι ήταν όταν έμπαιναν πελάτες στο βιβλιοπωλείο και μου έλεγαν με ύφος χαμένο΄΄Θέλω ένα βιβλίο…»΄ΣΕ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΡΙΟ ΕΙΣΑΙ ΚΥΡΑ ΜΟΥ ΓΙΝΕ ΛΙΓΟ ΠΙΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ duh! Επίσης καθ΄’οτι φιλόλογος νόμιζα αφελώς ότι θα μου ζητούσαν λογοτεχνία(και όχι βιβλία τύπου άρλεκιν με σκληρό εξώφυλλο για να πλασαριστούν ως λογοτεχνία)
    Απολογισμός: να δίνω 3 αντίτυπα από το ΄΄νησί΄΄ κάθε μέρα και να λέω τα ονόματα της Δημουλίδου και τις Μαντά(τις οποίες μισώ από τα βάθη της ψυχής μου) πιο συχνά και από το δικό μου. Υπομονή!

    1. The_Stranger Says:

      Άουτς, κι εμείς με τη Δημουλίδου ειδικά είχαμε τρελές πωλήσεις (εγώ δεν την ήξερα, εκεί την έμαθα!). Ευτυχώς, αυτό που δούλευα εγώ ήταν πιο πολύ χαρτοπωλείο παρά βιβλιοπωλείο, οπότε η βασική μου έγνοια ήταν μη δώσω κατά λάθος αντί για χαρτί κανσόν, χαρτί γκοφρέ. 😛

  5. Crazy Athens Says:

    Τι ωραία εφεύρεση τα blog! Μπορούμε επιτέλους εμείς οι ημερολογιολάτρεις να διαβάσουμε ανενόχλητοι το ημερολόγιο του άλλου. Το θέλει κι όλας! Δυστυχώς υπάρχουν πιο πολλά ημερολόγια παρά χρόνος… (άσε που έχω αρχίσει να παραμελλώ το δικό μου…)
    Κι εγώ θα ήθελα να δουλέψω σε βιβλιοπωλείο (φυσικά το έχω πολύ ιδανικά στο μυαλό μου). Όσο για το Βιντεοκλαμπ (δε μου πάει να το πω αλλιώς) κι εκεί αθ ήθελα, έφτασα μάλιστα να συμπληρώσω αίτηση για δουλειά. Σταμάτησα όταν είδα ότι θα πληρωνόμουν 3,5 ευρώ την ώρα… Δε γίνομαι καθαρίστρια καλύτερα, και με λεφτά που θα βάλω στην άκρη, να ανοίξω δικό μου Dvd κλαμπ που θα έχει όλες τις ταινίες που δεν έχουν τα άλλα και θα πληρώνω και τους υπαλλήλους μου νορμάλ μισθούς (και θα τους δίνω και εκπαιδευτική άδεια να κάνουν σεμινάρια σινεφιλ) Αχ… όνειρα

    1. The_Stranger Says:

      Το DVD club θα ήταν ιδανική δουλειά για μένα – είμαι ταινιοφάγος, και καθόλου βιβλιοφάγος. Αλλά πλέον τα DVD club είναι απλά βιτρίνες, όπου παίρνεις απλά ιδέες για το ποια ταινία θα κατεβάσεις το βράδυ στον υπολογιστή. Είναι κάπως σαν τις εφημερίδες: Έχουν ήδη αντικατασταθεί από κάτι πιο μοντέρνο, αλλά δίνουν ακόμα αυτήν την άνιση μάχη μπας και καταφέρουν να επιβιώσουν. Και σιγά μη βρεθεί DVD club να δώσει μισθό της προκοπής. Τουλάχιστον τον βιβλιοπωλείο (όσο κράτησε) πλήρωνε καλά. 🙂

  6. sandy Says:

    συνεχισε ετσι….. 😉 πολυ ωραιοοο και ενδιαφεροοον….κι εγω θα ηθελα στο μελλον να δουλεψω σε βιβλιοπωλειο (αν και εχω φαει κραξιμο απο συγγενεις και φιλους-αλλα πιστευω οτι ειναι πολυ ωραια δουλεια σε σχεση με αλλες παρομοιες) εχει μια μαγεια το να περιτριγυριζεσαι απο βιβλια……
    θελω κι αλλο «ημερολογιο ενος βιβλιοπωλη»!!!!!!!!!!!!!! 🙂

  7. Θαλής Says:

    Φοβερό το ημερολόγιο του βιβλιοπώλη! Γιατί το σταμάτησες? Τώρα βέβαια, θα μου πεις, μετά από τόσα χρόνια μπορεί να μη δουλεύεις ακόμα εκεί.. .

    1. The_Stranger Says:

      Πράγματι, για τρεις μήνες δούλεψα στο βιβλιοπωλείο – ωραία εμπειρία, αλλά πάνε πια χρόνια. 🙂

Σχολιάστε