Σεπτεμβρίου 2011



Έχεις ένα λευκό notepad μπροστά σου. Οι επιλογές σου είναι απεριόριστες. Μπορείς να γράψεις το ημερολόγιό σου, πώς πέρασες τη μέρα σου, τι έφαγες το μεσημέρι, πράγματα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν απολύτως, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο θεωρείς ότι όλοι πρέπει να γνωρίζουν γι’αυτά. Μπορείς να γράψεις ένα μυθιστόρημα τύπου Χάρι Πότερ, ελπίζοντας ότι κάποτε θα χεστείς κι εσύ στο τάλιρο από τα δικαιώματα. Μπορείς να γράψεις μία μόνο λέξη, και αυτή η λέξη να βγάζει τόσα συναισθήματα, τόσες σκέψεις και τόσους συνειρμούς όσους δεν μπορεί να προκαλέσει ένα ολόκληρο βιβλίο. Μπορείς να αρχίσεις να πληκτρολογείς τυχαία γράμματα στο πληκτρολόγιο, ελπίζοντας πως μέσα στα αλαμπουρνέζικα που θα γράφεις θα σου φανερωθεί η απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις του κόσμου (αν, φυσικά, δεν γνωρίζεις ακόμα ότι η απάντηση αυτή είναι «42»).

Αλλά ξέρεις κάτι; Στην πραγματικότητα, αυτές τις μέρες έχεις μόνο δύο επιλογές: Ή θα γράψεις κάτι σχετικά με την επικαιρότητα, δηλαδή τα σενάρια πτώχευσης, τα CDS, το ΠΑΣΟΚ, και όλα αυτά τα στενάχωρα, ή θα αφήσεις το notepad κενό και θα πέσεις για ύπνο, ελπίζοντας είτε να ξυπνήσεις και να έχουν αλλάξει όλα στον κόσμο, είτε έστω να δεις ένα λίγο χαρούμενο όνειρο, μήπως και μπορέσεις να γράψεις κάτι διαφορετικό αύριο το πρωί.

Δεν είναι ότι δε μου αρέσει να γκρινιάζω – το λατρεύω. Πάντα έλεγα ότι η γκρίνια είναι υγεία γι’αυτόν που γκρινιάζει και αρρώστια για όλους τους άλλους – αλλά ποιος τους χέζει τους άλλους, ε; Εμείς να ξεθυμάνουμε, να πούμε τον πόνο μας, να βγάλουμε τα βάσανά μας και τον χειρότερο εαυτό μας να πάρουν αέρα, κι οι άλλοι να πάνε να γαμηθούν. Το θέμα είναι ότι και οι «άλλοι» κάποια στιγμή βαριούνται την γκρίνια σου. Γιατί και ο άλλος έχει τα δικά του προβλήματα, και όταν εσύ γκρινιάζεις για το σπασμένο σου τακούνι σε κάποιον που κινδυνεύει τον άλλο μήνα να μην έχει να ταΐσει το παιδί του μπορεί να μην το καταλαβαίνεις, αλλά γίνεσαι λίγο μαλάκας. Και, ας μην κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, ας μην κοιτάζω το δέντρο και χάνω το δάσος, ας μην πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, ας μη φυτρώνω εκεί που δε με σπέρνουν (άκυρο αυτό το τελευταίο, αλλά ήθελα να συμπληρώσω το κουαρτέτο των κλισέ φράσεων): Υπάρχουν άνθρωποι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από μένα. Και όταν το σκέφτομαι αυτό, ξαφνικά καταπίνω τη γλώσσα μου και συνειδητοποιώ πόσο απαίσια γεύση έχει (το δηλητήριο θα φταίει).

Βέβαια, θα μου πεις ότι πάντα θα υπάρχουν χειρότερα – αν πάντα βάζαμε στη ζυγαριά τα δικά μας προβλήματα και τα προβλήματα κάποιων άλλων, η πλάστιγγα συνήθως θα έγερνε προς το μέρος τους, και είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που οι περισσότεροι απεχθανόμαστε τις ζυγαριές, πέρα από το ότι όταν ανεβαίνεις πάνω τους λένε πάντα ψέματα για να σου τσακίσουν την ψυχολογία. Θα σκεφτόμασταν το στερεότυπο παιδάκι της Σομαλίας με την κοιλιά τούμπανο και τις μύγες να κόβουν βόλτες γύρω-γύρω και θα κάναμε τουμπεκί ψιλοκομμένο.

Αλλά είναι αυτή η γαμημένη η ανθρώπινη φύση, που μας κάνει τόσο εγωιστές που με το που περνάμε μπροστά από καθρέφτη, βλέπουμε μόνο το είδωλό μας και ξεχνάμε ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα εκεί έξω. Κοιταζόμαστε τον πρώτο τυχόντα καθρέφτη αυτοκινήτου, αυτοθαυμαζόμαστε και δεν βλέπουμε ότι μέσα στο αυτοκίνητο είναι δεμένοι και φιμωμένοι τρεις άνθρωποι και δίπλα τους είναι τοποθετημένη μία βόμβα που σύντομα θα σκάσει. Λίγο πιο δεξιά να κοιτάζαμε, θα το βλέπαμε. Και θα τους γλιτώναμε. Και θα γλιτώναμε κι εμείς, γιατί όταν σκάσει η βόμβα δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος ότι βρίσκεσαι σε ασφαλή απόσταση. Αυτό που δε βλέπεις (καλύτερα: αυτό που αρνείσαι να δεις) είναι κανό να σε σκοτώσει, μην αμφιβάλλεις.

Στην πραγματικότητα, στο μόνο που είμαστε όλοι οι άνθρωποι ενωμένοι είναι στην γκρίνια – αλλά μόνο αν γκρινιάζουμε για το ίδιο πράγμα. Πάρε παράδειγμα το μετρό: Πάντα θα βρεθεί μία γιαγιά που θα γκρινιάξει για τον κλιματισμό. Είτε επειδή υπάρχει, είτε επειδή δεν υπάρχει, αναλόγως την εποχή. Όμως θα γκρινιάξει. Και θα βρει υποστηρικτές στην γκρίνια της, θα έρθει κι ένας παππούς και θα πει «μα είναι πράγματα αυτά, να μας έχουν χωρίς κλιματισμό;», και μετά θα μπει στην κουβέντα και μια μεσόκοπη κυρία και θα πει «δεν υπάρχει κράτος, μόνο τις καρέκλες τους σκέφτονται», και μετά κάποιος κακομοιριασμένος κύριος θα προσθέσει «φταίνει αυτοί που τους ψηφίζουν, τους άχρηστους, τα λαμόγια», και το βαγόνι θα φτάσει ένα σημείο πριν τη λαϊκή εξέγερση, την οποία όμως θα αποτρέψει η άφιξη του μετρό στο Σύνταγμα, οπότε όλοι θα πρέπει να κατέβουν και δεν έχουν χρόνο για επαναστάσεις και άλλες τέτοιες αηδίες. Όταν γκρινιάζεις με παρέα, η γκρίνια είναι πραγματική απόλαυση. Δεν πετυχαίνεις τίποτα, αλλά νιώθεις καλύτερα με τον εαυτό σου.

Αν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα στην γκρίνια και στο «κάτι παραπάνω», το ένστικτό μας θα μας οδηγήσει αυτομάτως στην γκρίνια, γιατί είναι πολύ πιο απλή, χωρίς γραφειοκρατικές διαδικασίες, μπορείς να την κάνεις και μόνος σου, χωρίς την ανάγκη των άλλων, και γενικά είναι το φαστφουντάδικο των αντιδράσεων: Γρήγορη, εύκολη και φτηνή. Το «κάτι παραπάνω», από την άλλη, είναι το γκουρμέ εστιατόριο των αντιδράσεων: Περιμένεις πολλή ώρα μέχρι να σερβιριστείς (γιατί το καλό πράγμα αργεί να γίνει), πρέπει να κλείσεις τραπέζι μήνες νωρίτερα, γιατί όταν σου καπνίσει εσένα να πας να φας μπορεί να είναι όλα ρεζερβέ, και φυσικά δεν είναι καθόλου φτηνό. Είναι τόσο ακριβό, που μπορεί να χρειαστεί να πουλήσεις μέχρι και τα σώβρακά σου για να μπεις μέσα. Όμως όταν βγαίνεις έξω, δε νιώθεις αυτό το αίσθημα του ανικανοποίητου που αναπόφευκτα αφήνει η γκρίνια. Γιατί εντάξει, γκρινιάζεις, ξεσπάς. Αλλά δε σου φτάνει. Σαν τα χάμπουργκερ των Goody’s: Τρως ένα, αλλά δε σου αρκεί. Θες και κάτι παραπάνω. Αλλά αν επιμένεις να βολεύεσαι με τα χάμπουργκερ, ε τότε θα πεινάς για μια ζωή. Και θα είναι δική σου επιλογή.

Και τώρα που γκρίνιαξα για όλα αυτά, πάω να φάω ένα χάμπουργκερ. Αλλά λέω να ρίξω μια ματιά στα διαθέσιμα γκουρμέ εστιατόρια, να δω πότε έχουν ελεύθερα τραπέζια για μία επίσκεψη. Βαρέθηκα τα χάμπουργκερ.


Ας υποθέσουμε ότι γεννιέσαι σε ένα ωραίο, γαλάζιο σπίτι, και οι γονείς σου είναι κάτι συμπαθητικοί τύποι που σε φροντίζουν και σου κάνουν όλα τα χατίρια, με μοναδικό όρο να τους σέβεσαι και να τους τιμάς ως γονείς και προστάτες σου. Στην πορεία, το πράγμα αρχίζει και αλλάζει. Αρχίζουν και γίνονται πιο απότομοι, αδιάφοροι, κοιτάνε τα δικά τους προβλήματα και δεν ασχολούνται με τα δικά σου, σού κόβουν το χαρτζιλίκι κάθε τόσο επικαλούμενοι είτε οικογενειακά οικονομικά προβλήματα, είτε δική σου υπαιτιότητα («δε σου δίνω, γιατί τα σκορπάς εδώ κι εκεί»), κάθε φορά που αντιδράς σε κάτι που σου επιβάλλουν στέλνουν πληρωμένους μαφιόζους να σε σπάσουν στο ξύλο και να σε φλομώσουν στα χημικά…Και έρχεται κάποια στιγμή που σου λένε «ξέρεις, πρέπει να πληρώσεις μία εισφορά αλληλεγγύης για όλους αυτούς που είναι πιο φτωχοί από σένα. Και μία εισφορά επειδή έχεις ένα σπίτι να μείνεις. Α, κι επίσης πρέπει από τα λεφτά που παίρνεις να ξοδεύεις τουλάχιστον το 60% σε καταναλωτικά προϊόντα, αλλιώς θα πληρώσεις επιπλέον φόρο». Ε, κάπου εκεί καταλαβαίνεις ότι είσαι πλέον ανεπιθύμητος στο σπίτι, ότι στην πράξη σου λένε «δίνε του, παράσιτο». Μαζεύεις τα πράγματά σου και αναζητάς την τύχη σου κάπου αλλού.

Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση μας διώχνει με τρόπο από τη χώρα, θυμίζοντας άτολμο εραστή που δεν μπορεί να πει ευθέως στην γκόμενά του ότι θέλει να την χωρίσει, και της κάνει τη ζωή κόλαση μέχρι να το πάρει μόνη της απόφαση και να τον χωρίσει αυτή. Μας κάνει να νιώθουμε ανεπιθύμητοι, μέχρι και επικίνδυνοι για τη χώρα: Αν τολμήσουμε να αντιδράσουμε στα «δίκαια» μέτρα της, είμαστε πολέμιοι της δημοκρατίας. Αν τολμήσουμε έστω και να σκεφτούμε ότι η οικονομία δεν είναι υγιής και ίσως να πτωχεύσει η χώρα, είμαστε προδότες. Και αν μείνουμε σε αυτήν τη χώρα, είμαστε καταδικασμένοι στη μιζέρια.

Κάθε τόσο, κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να πείσουν τους νέους να μείνουν στη χώρα και να τη βοηθήσουν να συνέλθει, πετώντας κενολογίες όπως «οι νέοι είναι το μέλλον της χώρας» και «η χώρα χρειάζεται τα νέα μυαλά». Στην πράξη, όμως, κάνουν τα πάντα για να τους απωθήσουν στο εξωτερικό. Μετατρέπουν τα πανεπιστήμια σε χωματερές πεπαλαιωμένης γνώσης. Τους «τιμωρούν» αν δουλέψουν πριν από τα 25 τους, επιτρέποντας στους εργοδότες να τους δίνουν χαμηλότερους μισθούς. Και φυσικά κάνουν τα πάντα για να αυξηθεί όλο και περισσότερο η ανεργία. Με κάτι τέτοιες κινήσεις δε δείχνεις ότι θες να μείνουν οι νέοι στη χώρα. Δείχνεις ότι θες να τους ξεφορτωθείς με κάθε πιθανό τρόπο.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι περιμένουν να πετύχουν με όλα αυτά. Κάθε μέρα νιώθω όλο και περισσότερο σαν πειραματόζωο. Ένα ποντίκι εργαστηρίου που το εμβολιάζουν με όλες τις αρρώστιες, το ακρωτηριάζουν, το βασανίζουν, και περιμένουν να δουν αν και πότε θα αντιδράσει. Και αυτό δεν αντιδρά, γιατί νιώθει πολύ αδύναμο και μόνο – είναι δύσκολο να αντιδράσεις όταν εσύ και οι όμοιοί σου βρίσκεστε κλεισμένοι ο καθένας στο απομονωμένο κλουβί του, την ίδια στιγμή που οι βασανιστές σας είναι ελεύθεροι και οργανωμένοι.

Όμως καμιά φορά τα πειράματα ξεφεύγουν από τον έλεγχο. Τα πειραματόζωα καταφέρνουν να σπάσουν τα δεσμά τους και επιτίθενται στους μαθητευόμενους μάγους, που πανικόβλητοι τρέχουν να σωθούν από την ίδια οργή που από μόνοι τους γιγάντωναν για τόσο καιρό. Άλλες φορές, βέβαια, τα πειραματόζωα δεν τα καταφέρνουν, και το μόνο που πετυχαίνουν είναι να εξαγριώσουν τους πειραματιστές ακόμα περισσότερο, με αποτέλεσμα να υποστούν ακόμα χειρότερα βασανιστήρια (όσα από αυτά επιβιώσουν).

Αλλά πες μου εσύ: Δεν αξίζει να δαγκώσεις το χέρι που σε ταΐζει δηλητήριο, έστω κι αν διακινδυνεύεις να μείνεις νηστικός για ένα διάστημα, ή ακόμα και να πεθάνεις; Εγώ πιστεύω πως αξίζει. Αν όλοι το πιστεύαμε, μπορεί και να τους τρομάζαμε τους πειραματιστές, αντί να τους εκπλήσσουμε και να τους πεισμώνουμε κάθε μέρα με την αντοχή μας στα βασανιστήριά τους. Αν όλοι το πιστεύαμε, ίσως να καταφέρναμε να διαπεράσουμε τους πληρωμένους σεκιουριτάδες που τους φυλάνε και να τους χώσουμε τους δοκιμαστικούς σωλήνες στον κώλο. Το πρόβλημα, όμως, είναι πάντα το ίδιο: Αυτοί είναι ενωμένοι, συσπειρωμένοι, προστατευμένοι, την ίδια στιγμή που εμείς είμαστε διχασμένοι, καχύποπτοι, απροστάτευτοι. Κλεισμένοι στα αυτοσχέδια κλουβιά μας, για τα οποία πλέον θα πρέπει και να πληρώνουμε.

Αν ούτε αυτήν τη φορά πιστέψουμε στους εαυτούς μας, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας, θα τους δώσουμε το δικαίωμα να πειραματιστούν κι άλλο πάνω στα ταλαιπωρημένα μας κορμιά. Και μην έχεις καμία αμφιβολία: Έχουν ακόμα πολλά «προϊόντα» να δοκιμάσουν. Εσύ τι λες; Θα πεθάνεις σαν πειραματόζωο;


Ένα από τα (αναρίθμητα) ελαττώματά μου είναι η μανία μου με τις λέξεις. Είμαι αυτός ο εκνευριστικός τύπος που θα σε διορθώσει για το παραμικρό ορθογραφικό λάθος που θα κάνεις, που μπορεί να κάνει μισή ώρα να τελειώσει την πρότασή του μέχρι να θυμηθεί την πολύ συγκεκριμένη λέξη που θέλει να χρησιμοποιήσει, που θα κάτσει να αναλύσει ένα ολόκληρο δημοσιογραφικό άρθρο αναζητώντας λέξη προς λέξη την πρόθεση του αρθρογράφου.

Χθες το βράδυ άκουσα κάποιον ρεπόρτερ να λέει το εξής: «Έχουν συγκεντρωθεί και περίπου 20 Αγανακτισμένοι…». 20 Αγανακτισμένοι. Χμμμμμ, κάτι δε μου κολλάει εδώ.

Όταν χαρακτηρίζεις μία ομάδα ανθρώπων με έναν συγκεκριμένο προσδιορισμό, είναι αυτονόητο ότι αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν κάτι κοινό. Για παράδειγμα, αν πεις «αυτοί είναι Αυστραλοί», σημαίνει ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι κατάγονται από την Αυστραλία. Αν πεις «αυτοί είναι ταξιτζήδες», προφανώς αναφέρεσαι σε ανθρώπους οι οποίοι είναι όλοι οδηγοί ταξί. Και αν πεις «αυτοί είναι μαλάκες», δείχνεις με το δάχτυλο κάποιους ανθρώπους που έχουν κάνει κάτι κακό, από το να ρίξουν μια ροχάλα στο πεζοδρόμιο, μέχρι να σου βρίσουν τη μάνα. Αλλά όταν λες «αυτοί είναι Αγανακτισμένοι», τι ακριβώς εννοείς;

Θα το κάνω πιο λιανά. Έψαξα και βρήκα ένα άρθρο από τα «Νέα» σχετικά με τη χθεσινή συγκέντρωση στο Σύνταγμα (αυτό εδώ, συγκεκριμένα). Ας δούμε πόσο αλλάζει το άρθρο, απλά αντικαθιστώντας τις λέξεις που προσδιορίζουν τους συγκεντρωμένους με τη λέξη «νεκροζώντανοι»:

Με επιχείρηση των ΜΑΤ αντέδρασε η αστυνομία στην προσπάθεια ομάδας Νεκροζώντανων να κλείσει τη λεωφόρο Αμαλίας, πάνω από την πλατεία Συντάγματος, το απόγευμα της Κυριακής.

Οι Νεκροζώντανοι είχαν δώσει και πάλι ραντεβού διαμαρτυρόμενοι για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, αυτή τη φορά με κεντρικό σύνθημα «Πάρτε πίσω τους φόρους και τις εισφορές». Από τις επτά το απόγευμα, στην κινητοποίηση πήραν μέρος και μέλη του κινήματος «Δεν πληρώνω».

Σύμφωνα με το Reuters, στο Σύνταγμα συγκεντρώθηκαν περίπου 2.000 ζόμπι.

Όταν μια ομάδα νεκροζώντανων επιχείρησε να διακόψει την κυκλοφορία στη λεωφόρο Αμαλίας, η αστυνομία τους απώθησε με ρίψη χημικών.

Δες κι αυτό, από το Έθνος:

Εκατοντάδες «απέθαντοι» νεκροζώντανοι βρέθηκαν χθες στο Σύνταγμα πιστοί στο ραντεβού τους για μία ακόμη φορά.

Μολονότι ο αριθμός των νεκροζώντανων στην ιστορική πλατεία της πρωτεύουσας δεν έφτασε εκείνον όσων συνήθως διαδήλωναν τις Κυριακές μέχρι το καλοκαίρι, οι παραβρισκόμενοι έδωσαν και χθες ισχυρό «παρών» εκφράζοντας με τον πιο έντονο τρόπο την αντίθεσή τους στα νέα κυβερνητικά μέτρα και την απόγνωσή τους για τις συνέπειες που αυτά έχουν στην κοινωνία.

Ζόμπι ξεκίνησαν να φθάνουν στην πλατεία γύρω στις 7 το απόγευμα, ενώ ένταση επικράτησε περίπου εκείνη την ώρα όταν τα ΜΑΤ επεχείρησαν να απωθήσουν τους νεκροζώντανους από τον χώρο μπροστά από το άγαλμα του Αγνωστου Στρατιώτη και να κρατήσουν ελεύθερο τον δρόμο.

Σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε απευθείας σύγκρουση των ΜΑΤ με ζόμπι, ενώ έγινε και χρήση χημικών. Το συγκεντρωμένο πλήθος περιορίστηκε αρχικά στην πλατεία και στο πεζοδρόμιο της Βασιλίσσης Αμαλίας, ωστόσο καθώς ο κόσμος αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα, διακόπηκε η κυκλοφορία και ο δρόμος παρέμεινε κλειστός και γεμάτος από νεκροζώντανους μέχρι αργά το βράδυ.

Νωρίτερα, 40 ζόμπι εξέφρασαν τη διαμαρτυρία τους για την κυβερνητική πολιτική πραγματοποιώντας πεζοπορία από τον Πειραιά μέχρι την πλατεία Συντάγματος.

Πόσο αλλάζει το νόημα; Καθόλου! Θα μπορούσαν κάλλιστα οι διαδηλωτές χθες να ήταν όντως ζόμπι που απωθήθηκαν από την αστυνομία για να μην μπουν στη Βουλή και φάνε τα μυαλά των βουλευτών (χωρίς να ξέρουν τα έρμα ότι εκεί που επέλεξαν να πάνε θα έμεναν νηστικά).

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι αυτοί που υπεραπλουστευτικά αποκαλούνται «Αγανακτισμένοι» δεν είναι μία ενιαία κοινωνική ομάδα. Οι νεκροζώντανοι, ας πούμε, είναι, γιατί αποτελούνται εξ ολοκλήρου από αλλόφρονα ζόμπι που έχουν έναν κοινό σκοπό: Να φάνε κόσμο. Οι αστυνομικοί επίσης είναι, γιατί απότελούνται εξ ολοκλήρου από αλλόφρονα ζόμπι που έχουν έναν κοινό σκοπό: Να φάνε κόσμο. Οι αγανακτισμένοι, όμως, ούτε κοινό στόχο έχουν (άλλοι θέλουν να καταλύσουν το πολίτευμα, άλλοι θέλουν να μείνει ως έχει αλλά να αποκτήσουν τα παλιά προνόμιά τους, άλλοι θέλουν να εξολοθρεύσουν όλους τους μετανάστες επειδή πιστεύουν ότι αν γίνει αυτό θα σωθεί η χώρα ως δια μαγείας), ούτε και έχουν τίποτα να τους ενώνει (διαφορετικές ιδεολογίες, διαφορετικές ηλικίες, διαφορετικές καταβολές, διαφορετικοί στόχοι). Είναι ένα τόσο ετερογενές μείγμα ανθρώπων, που είναι πρακτικά αδύνατο να τους κλείσεις όλους μέσα σε έναν προσδιορισμό και να τους καλύπτεις όλους.

Εξάλλου, αν σκεφτείς πόσοι πήγαιναν στο Σύνταγμα μέχρι να σφίξουν οι ζέστες (και ο υποφαινόμενος μέσα σ’αυτούς) και πόσοι πηγαίνουν τώρα (και ο υποφαινόμενος στο σπιτάκι του), είναι σαφές ότι αυτοί που κάποτε χαρακτηρίζαμε «Αγανακτισμένους» πλέον έχουν μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο. Έχει αλλάξει η σύνθεσή τους. Αλλά όποια και να είναι ή να ήταν η σύνθεσή τους, εξακολουθεί να ισχύει πως δεν τους ενώνει πρακτικά τίποτα, εκτός από ένα στείρο μίσος για κάτι που ακόμα κι αυτό το «κάτι» διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο: Άλλος τα’χει βάλει με το ΠΑΣΟΚ, άλλος με το κοινοβουλευτικό σύστημα, άλλος με τη μεταπολίτευση, άλλος με τους δημοσιογράφους, και παραδόξως κανένας με τα μούτρα του, σαν τα οποία έχει γίνει η Ελλάδα, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Θα μου πεις, «τι λες ρε φίλε, έχουν κάτι να τους ενώνει: Την αγανάκτηση». Μπα, σοβαρά; Εργολαβία την έχουν πάρει την αγανάκτηση; Και όποιος δεν κατεβαίνει στο Σύνταγμα αλλά αγανακτά από το σπίτι του δεν είναι Αγανακτισμένος; Και ποιος τέλος πάντων ορίζει ποιος είναι αγανακτισμένος και ποιος όχι;

Εδώ μπαίνει ένα άλλο ζήτημα: Ακόμα και αν όντως η αγανάκτηση είναι που τους ενώνει, οπότε καλώς τους λέμε «Αγανακτισμένους», η έννοια αυτή αποκλείει όλους τους άλλους που είναι αγανακτισμένοι αλλά για τους δικούς τους λόγους δεν κατεβαίνουν στο Σύνταγμα. Οι νεκροζώντανοι, ας πούμε, είναι κλειστό κλαμπ. Κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι είναι νεκροζώντανος ενώ δεν είναι. Το ίδιο και οι αστυνομικοί, έχουν κάποια διακριτικά που τους ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο κόσμο (καλά, όχι πάντα). Αλλά αν εγώ δηλώνω ότι είμαι αγανακτισμένος με την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα και την πουτάνα τη ζωή που μου χρεώσανε, χωρίς να πηγαίνω στο Σύνταγμα, είμαι Αγανακτισμένος; Είμαι αγανακτισμένος; Είμαι τζουτζέκι; Είμαι φλώρος; Ας μου πει κάποιος επιτέλους, γιατί δεν ξέρω τι να γράψω στο ταμπελάκι που κρέμεται στο πέτο μου.

Πάντως νεκροζώντανος δεν είμαι. Ούτε και αστυνομικός.


Άλλη μια βόλτα στα Εξάρχεια, άλλη μία (υποκειμενικά) υπέροχη συλλογή από φωτογραφίες. Αν συνεχιστούν οι απεργίες των ΜΜΜ, ενδέχεται να αποκτήσουν σύντομα κι άλλα αδελφάκια. Κάποιες από τις φωτό, βέβαια, είναι λίγο θολές και το κατάλαβα όταν τις είδα – υποθέτω ότι οφείλεται στην έλλειψη καφέ. Πάμε να δούμε τι βρήκα σήμερα (κυρίως περιμετρικά του λόφου του Στρέφη – Βουλγαροκτόνου, Καλλιδρομίου, Μπενάκη, εκεί).

(νόμιζες ότι τα πατουσάκια κάνουν θραυση μόνο στο Instagram; Λάθος!)

 

(ένα κοινωνικό μήνυμα από τον Γιωργάκη τον slow)

 

(μπες μες στο παραβάν και βγάλε το κολάν)

(πέσαμε όλοι στην παγίδα του πραγματικού Χαχανούλη και ανοίξαμε το δώρο)

(ο κόσμος μας θα αλλάξει όταν εκλείψουν τα ορθογραφικά λάθη)

(μία συγκλονιστική ερωτική εξομολόγηση κάποιου στον εαυτό του)

(πράγματι, "κάτι έπρεπε να γραφτεί εδώ")

(μπορώ να έχω ένα για κατοικίδιο; Θα με βολέψει πολύ όταν θα έχουν πάλι απεργία τα ΜΜΜ.)

(το φιλοσοφικό ερώτημα που ταλανίζει εδώ και αιώνες την ανθρωπότητα, τώρα και σε σπρέι)

(τι να την κάνεις την τέχνη άμα τα έχεις όλα εξασφαλισμένα, ε;)

(δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτό το θρυλικό σύνθημα δεν υπήρχε μέχρι τώρα στη συλλογή μου)

(ένα ακόμα θρυλικό σύνθημα, που σιγά-σιγά ξαναγίνεται επίκαιρο)

(για μένα, ό,τι καλύτερο βρήκα σήμερα. Όποιος έχει πάει έστω και μία φορά σε γάμο ξέρει.)

(αν δε βρεις στίχους των Panx Romana στα Εξάρχεια, πού θα τους βρεις;)

(Πλάτωνας, όχι Ζάναξ)

(επί του πρακτέου, όμως, οι πράξεις πράττονται από πράκτορες)

("όσο θα υπάρχουν νεράιδες είναι χρέος, να γίνουμε ποιητές". Καλύτερα να μην τους πούμε ότι δεν υπάρχουν νεράιδες, ε;)

(κάπως αλλιώς το θυμάμαι, αλλά δε βαριέσαι...)

(πρέπει να παραδεχτείς ότι τον βούλωσε ωραία)

(εντάξει, LOL. Και ROFL μη σου πω.)


Καθώς γύριζα σήμερα από τη δουλειά, πέρασα έξω από μία πολυκατοικία, στην είσοδο της οποίας οι ένοικοι είχαν μαζευτεί για συνέλευση. Βλέποντάς τους να φωνάζουν και να διαφωνούν, σκέφτηκα δύο πράγματα: Πρώτον, να γιατί το όνειρο κάθε Έλληνα είναι να αγοράσει μια μονοκατοικία, ας είναι και μια καλύβα με εξωτερική τουαλέτα, αρκεί να μην έχει άλλους πάνω από το κεφάλι του να τον ταλαιπωρούν με τις διαφωνίες τους για το αν το πετρέλαιο φέτος θα το πάρουμε από την Ρυπόιλ ή την Πετροκλέφτ. Και δεύτερον, πόσο χαρακτηριστική μικρογραφία της Βουλής. Με λιγότερα μέλη, με λιγότερα χρήματα και ήσσονος σημασίας διακύβευμα, αλλά με τους ίδιους τσακωμούς, τα ίδια «συμφέροντα» και την ίδια γκρίνια όλων για τους διαχειριστές (που συνήθως οι ίδιοι έχουν εκλέξει). Και δεύτερον,

Ωστόσο, η συνέλευση της πολυκατοικίας έχει μία πολύ σημαντική διαφορά από τις συνελεύσεις της Βουλής: Ο διαχειριστής δεν έχει με το μέρος του ανά πάσα στιγμή πενήντα άλλους νοικάρηδες που θα ψηφίσουν τυφλά ό,τι πει αυτός, δίνοντάς του μία απόλυτη εξουσία να αποφασίζει ό,τι γουστάρει χωρός να δίνει λογαριασμό σε κανέναν – ή έστω να δίνει λογαριασμό, αλλά να ξέρει ότι κανείς δεν μπορεί να του κάνει τίποτα επειδή η πλειοψηφία είναι εξ ορισμού μαζί του. Στην πολυκατοικία δεν υπάρχουν κόμματα – υπάρχουν λυκοφιλίες βέβαια, αλλά δεν είναι το ίδιο. Έτσι, ένας κακός διαχειριστής θα εκπαραθυρωθεί σε χρόνο dt όταν οι περισσότεροι ένοικοι καταλάβουν ότι είναι ανίκανος, ή δόλιος, ή και τα δύο μαζί. Δημοκρατικό, ε;

Κοίτα να δεις, λοιπόν, που το πολίτευμά μας δεν είναι τόσο δημοκρατικό όσο μία συνέλευση πολυκατοικίας! Γιατί όταν ένα κόμμα έχει 151 (τουλάχιστον) πιστά σκυλιά ορκισμένα να υπακούν τυφλά στο αφεντικό και να ψηφίζουν ασυνείδητα ό,τι τους πασάρει, 151 σκυλιά που ποτέ δε θα δαγκώσουν το χέρι που τα ταΐζει και άρα δε θα ψηφίσουν ποτέ εναντίον του (γιατί όποιος δαγκώνει το χέρι που τον ταΐζει μένει νηστικός – έτσι μας έχει μάθει η ελληνική «δημοκρατία»), τότε μπορεί να νιώθει ασφαλής ο εκάστοτε πρωθυπουργός ότι στα τέσσερα χρόνια που θα κυβερνήσει, η χώρα είναι δική του. Μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει. Και ποιος θα του κουνηθεί; Τα κόμματα της αντιπολίτευσης; Χέστηκε, θα ξαμολήσει τα 151 σκυλιά ράτσας του και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ο λαός; Χα, θα ξαμολήσει τα 10.000 σκυλιά του (τα κοπρόσκυλα, ξέρεις) να τον κατασπαράξουν στα χημικά. Κι έτσι, είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι γουστάρει – αρκεί φυσικά να μην έρχεται σε αντίθεση με όσα τον προστάζουν από το εξωτερικό.

Και αυτό το πολίτευμα λέγεται «δημοκρατία». Αν οι αρχαίοι Αθηναίοι ήξεραν ότι το πολίτευμα που επινόησαν θα κατέληγε σε αυτό το πράγμα που είναι σήμερα, θα το γύριζαν στη μοναρχία για να μην στιγματιστούν ιστορικά.

Ας δούμε τώρα τι δυνατότητες έχει ένας λαός που ζει σε μία τέτοια «δημοκρατία»: Πρώτον, μπορεί να περιμένει τέσσερα χρόνια μέχρι να τελειώσει το καταστροφικό της έργο η εκάστοτε κυβέρνηση, και να την «τιμωρήσει» στις εκλογές, επιλέγοντας το αντίπαλον δέος της, που στο παρελθόν αποδείχθηκε ακόμα χειρότερο και δεν υπάρχει κανένα εχέγγυο ότι κάτι έχει αλλάξει από τότε – κοινώς, να απορρίψει την ιδέα του γκρεμού και να πέσει να πνιγεί στο ρέμα. Δεύτερον, μπορεί να δείξει εμπράκτως στην ανίκανη/δόλια/και τα δύο κυβέρνηση ότι δεν της έχει πια εμπιστοσύνη, κι ας την ψήφισε η πλειοψηφία του πριν από ένα-δύο χρόνια. Εμπράκτως, δηλαδή μην πληρώνοντας φόρους και άδικα χαράτσια, αντιδρώντας μαζικά σε συμφωνίες και νομοσχέδια που βλάπτουν το κοινό συμφέρον, και γενικά αντιδρώντας ήπια. Και όχι με τα όπλα, που είναι η τρίτη επιλογή: Εξέγερση, επανάσταση, χάος, διάλυση, και πάμε απ’την αρχή.

(με συγχωρείς αν άφησα απ’έξω τη δυνατότητα να συνταχθείς με το καθεστώς, να βρεις παράνομα μια δουλίτσα και να βγάζεις τα κέρατά σου την ώρα που οι λιγότερο προνομιούχοι ψωμολυσσάνε, αλλά δεν πιστεύω ότι αυτή η επιλογή θα έπρεπε να δίνεται, ακόμα και σε ένα πολίτευμα τόσο διεφθαρμένο όσο το δικό μας)

Από αυτές τις επιλογές, η πιο εύκολη είναι μακράν η πρώτη: Κάνεις το σκατό σου παξιμάδι, κρατάς την οργή σου στο σπίτι σου, δέρνοντας τη γυναίκα και τα παιδιά σου αντί γι’αυτούς που πραγματικά σου φταίνε, και στα τέσσερα χρόνια πάνω ψηφίζεις την εναλλακτική βερσιόν του ίδιου κόμματος, που θα κάνει ακριβώς τα ίδια. Είναι, φυσικά, και η λιγότερο αποτελεσματική. Η τρίτη, πάλι, είναι λίγο ταμπού. Φαίνεται πως κατά βάθος φοβόμαστε να εξεγερθούμε, γιατί νομίζουμε πως αυτό θα μας τοποθετούσε στις τριτοκοσμικές χώρες, εκεί που ο κόσμος μαζεύεται στις πλατείες και σκοτώνεται για ένα ιδανικό – ενώ εμείς είμαστε δυτικοί ρε, λύνουμε τις διαφορές μας πολιτισμένα και δεν πολεμάμε για τα ιδανικά μας, απλά καθόμαστε και περιμένουμε να μας έρθουν ουρανοκατέβατα. Έτσι μας έχουν μάθει. Φοβόμαστε να το κάνουμε, και γι’αυτό ακόμα κι αν το κάνουμε θα αποτύχει. Θα μας διαλύσουν εύκολα – δεν έχουμε καν μία υποτυπώδη ταξική συνείδηση για να ενωθούμε κάτω από μία κοινή ομπρέλα. Ακόμα και στις διαδηλώσεις μας είμαστε χωρισμένοι σε ομάδες: Αλλού η ΓΣΕΕ, αλλού το ΠΑΜΕ, αλλού οι καθηγητές, αλλού οι φοιτητές, αλλού οι κομμουνιστές, αλλού οι απογοητευμένοι πασόκοι, αλλού τα κακαρίσματα, αλλού γεννάν’ οι κότες. Πώς να γίνει επανάσταση;

Και αυτό μας αφήνει μόνο τη δεύτερη επιλογή: Μία «ήπια» επανάσταση. Πάρε για παράδειγμα την έκτακτη εισφορά στα ακίνητα μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ. Αυτή η κυβέρνηση είναι προφανές ότι σε αντιμετωπίζει σαν σκουπίδι: Σε εξαναγκάζει να πληρώσεις έναν εντελώς άσχετο (αλλά φοβερά δυσβάσταχτο) φόρο μέσω της ΔΕΗ, λειτουργώντας ως στυγνός, ανήθικος εκβιαστής: «Ή πληρώνεις τον εντελώς-άσχετο-με-το-ρεύμα φόρο σου, ή μένεις χωρίς ρεύμα». Σε αυτήν την πανικόβλητη κίνηση εκφοβισμού, η απάντηση δεν πρέπει να είναι «ε, αφού με αναγκάζουν δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». Δεν ΜΠΟΡΕΙ να είναι αυτή η απάντηση. Η απάντηση πρέπει να είναι μία οργανωμένη κίνηση αντίστασης. Βλέπεις, αν δεν πληρώνει κανείς δεν μπορούν να κόψουν το ρεύμα σε όλη την Ελλάδα. Είναι γελοίο να πιστεύεις ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Δεν είμαι κατά του να πληρώνεις τους φόρους σου – το αντίθετο μάλιστα: Αναγνωρίζω ότι είναι η κύρια πηγή εσόδων του κράτους, και άρα όποιος φοροδιαφεύγει βλάπτει το κράτος, άρα κι εμένα κατ’επέκταση. Όμως έχει διαφορά η φοροδιαφυγή από την άρνηση πληρωμής ενός άδικου φόρου. «Και ποιος είσαι εσύ ρε μαλάκα που θα κρίνεις αν είναι δίκαιος ή άδικος ο φόρος;», θα μου πεις. Εξάλλου, το είπε και ο Υπουργός Οικονομικών με στόμφο, ότι το μέτρο είναι δίκαιο. Η απάντησή μου είναι: «Δες τι γίνεται γύρω σου, ποιοι κάνουν πάρτυ με λεφτά που έχουν βουτήξει από το κράτος, ποιοι πληρώνουν σαν μαλάκες για να καλύψουν τις τρύπες που άλλοι δημιούργησαν με μνημειώδη κακοδιαχείριση, και μετά έλα πες μου αν είναι δίκαιο ένα μέτρο που σε φορολογεί επειδή υπέπεσες στο αμάρτημα του να έχεις ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι σου».

Ναι, να συλληφθούν οι φοροφυγάδες, να δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία τους, να τους κρεμάσουμε ανάποδα στο Σύνταγμα και να τους πετάμε ντομάτες, και να τους αναγκάσουμε να κυκλοφορούν με ταμπελάκια «είμαι γκολντεμπόης» για το υπόλοιπο της ζωής τους. Τους φοροφυγάδες, όμως, και όχι αυτούς που βγάζουν 500 ευρώ τον μήνα σε μία άθλια δουλειά, και φορολογούνται γι’αυτά (λες και περισσεύουν χρήματα αν παίρνεις έναν τέτοιο μισθό για να δώσεις και στο κράτος). Βέβαια, εγώ μιλάω εκ του ασφαλούς, καθώς είναι μαθηματικά απίθανο να φορολογηθώ του χρόνου, εκτός κι αν μου κάτσει το Τζόκερ (πράγμα αρκετά δύσκολο με δεδομένο ότι δεν παίζω ποτέ). Και δεν είμαι σίγουρος αν χαίρομαι που βρίσκομαι ακόμα στο απυρόβλητο αφορολόγητο ή θέλω να πέσω σε κατάθλιψη που δεν πρόκειται να φύγω από το πατρικό μου πριν τα 50 μου.

Δε χρειάζεται να τους φοβόμαστε. Αυτοί φοβούνται περισσότερο από μας, είναι φανερό. Γιατί αν κανείς δεν πληρώσει την έκτακτη εισφορά που του αναλογεί, το καθεστώς καταρρέει. Δε γίνεται αλλιώς. Είναι κάτι σαν αντίποινα: Αυτοί μας εκβιάζουν ότι αν δεν πληρώσουμε θα μας κόψουν το ρεύμα. Εμείς μπορούμε να τους εκβιάσουμε ότι αν μας κόψουν το ρεύμα θα τους κόψουμε τα κεφάλια και θα τα βάλουμε να κρέμονται στην είσοδο της Βουλής για παραδειγματισμό των επόμενων. Και, κατ’επέκταση, ότι αν δεν παραιτηθεί αυτή η καταστροφική κυβέρνηση δεν πρόκειται ποτέ να ξαναπάρει το κράτος φράγκο από κανέναν.

Κοινώς, αφού αυτοί παίρνουν μέτρα για μας χωρίς να μας ρωτάνε, ας πάρουμε μια φορά κι εμείς τα μέτρα μας. Χωρίς να τους ρωτήσουμε. Και μετά να βάλουμε κάτω τα μέτρα και των δύο μας και να δούμε ποιος την έχει μεγαλύτερη.

(τη νομιμοποίηση, προφανώς.)


Είναι κάποια πρωινά που ξυπνάς και έχεις βάσιμες υποψίες ότι κάποιος σε πότισε παραισθησιογόνα ναρκωτικά τπν ώρα που κοιμόσουν. Ξέρεις, είναι αυτό που ξυπνάς και είναι κολλημένο στο κεφάλι σου ένα τραγούδι του Πανταζή (που έχεις να το ακούσεις από το Δημοτικό, όταν ήσουν αρκετά άσχετος με τη μουσική για να σου αρέσει ο ΛεΠά), ή νιώθεις την απεγνωσμένη ανάγκη να φας για πρωινό στρείδια με σιρόπι σοκολάτας και πατάτες τηγανιτές.

Σήμερα το πρωί, άγνωστο γιατί, ξύπνησα με την εικόνα ενός βλάκα ανθυπασπιστή που είχα στον Στρατό. Ο τύπος ήταν ένα κινούμενο ανέκδοτο. Χοντρός, αγύμναστος, περιορισμένης διανοητικής ευθύνης. Οι φήμες έλεγαν πως πολλές φορές ερχόταν νωρίτερα και έφευγε αργότερα στο στρατόπεδο, επειδή τον έδερνε η γυναίκα του. Τον θυμάμαι χαρακτηριστικά την εποχή που είχα αναλάβει προσωρινά το ΚΨΜ να παίρνει τηλέφωνο από τη γραφειάρα του, λέγοντας βαριεστημένα “καααααφέ” και να το κλείνει αμέσως, να του τον πηγαίνω ντελίβερι (μην και σηκωθεί από το γραφείο και χάσει την αίγλη του) και μετά από καμιά ώρα να ξαναπαίρνει και να λέει, με το ίδιο βαριεστημένο ύφος, “τοστάαααακι” και να το κλείνει αμέσως, να του ψήνω ένα τοστ και να του το πηγαίνω κι αυτό ντελίβερι. Εγώ ήμουν καλό παιδί, αλλά ειλικρινά αναρωτιέμαι πόσες ροχάλες ήπιε κατά καιρούς μαζί με τον καφέ του και πόσες μίξες έφαγε μαζί με το τοστάκι του.

Ίσως θα μπορούσα να θεωρήσω την εικόνα του εν λόγω ανθυπασπιστή στο κεφάλι μου ευεργετική σε μία περίοδο όπου η αυτοεκτίμησή μου βλέποντας τα σκούρα μετανάστευσε στο εξωτερικό μέχρι να βελτιωθεί η κατάσταση, μία υπενθύμιση πως ό,τι και να γίνει στη ζωή θα υπάρχει πάντα ένας αξιολύπητος στρατιωτικός που θα τον μισούν οι φαντάροι του, θα γελάνε μαζί του ακόμα και οι συνάδελφοί του και θα τον πλακώνει στο ξύλο η γυναίκα του. Ίσως, πάλι, κάποιος να προσπαθούσε να μου θυμίσει τι ωραία περνούσα στον Στρατό, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύω, τζάμπα φαΐ, ΡSΡ και ταινίες όλη μέρα, καλή παρέα και τα λοιπά, αλλά αν είναι έτσι απέτυχε παταγωδώς: Η πιο ευτυχισμένη στιγμή στην καριέρα μου ως φαντάρος και η μοναδική την οποία νοσταλγώ ήταν μετά την τελευταία μου σκοπιά, όταν όλοι οι υπόλοιποι με περίμεναν στον θάλαμο και μου έσκισαν με μανία ό,τι χακί είχα πάνω μου – πάλι καλά που το μποξεράκι μου ήταν μαύρο, θα το’χανα κι αυτό.

Τελευταία θέλω να γράφω συνέχεια. Ό,τι να’ναι, δεν έχω πρόβλημα. Γράφω ακόμα και στο μετρό, πηγαίνοντας και γυρίζοντας από τη δουλειά. Ίσως είναι κάποια ήπια μορφή γραφομανίας. Αλλά σάμπως πάντα δεν είχα ένα θέμα με το γράψιμο; Θυμάμαι πως όταν ξεκίνησα το blοg μου, πριν από 5 χρόνια, είχα έναν φοβερό ψυχαναγκασμό, ήθελα πάση θυσία να γράφω κάθε μέρα. Ό,τι έβλεπα γύρω μου, ό,τι άκουγα να λένε, ό,τι διάβαζα στις εφημερίδες, ό,τι κι αν συνέβαινε, η πρώτη μου σκέψη ήταν ‘ωραίο θέμα για το blog μου’.

Το καλό του να γράφεις συνέχεια είναι ότι, ανάμεσα στις τόσες μαλακίες που θα γράψεις (γιατί όταν γράφεις συνέχεια σίγουρα θα γράψεις και μπούρδες) σίγουρα θα γράψεις και κάτι φανταστικό. Μην αμφιβάλλεις καθόλου ότι ισχύει αυτό που λένε, αν αφήσεις χίλιες μαϊμούδες να πληκτρολογούν χίλιες γραφομηχανές όντως κάποια στιγμή θα γράψουν τα άπαντα του Σαίξπηρ, και ίσως να τα γράψουν και καλύτερα από τον Σαίξπηρ, τι διάολο. Το θέμα είναι πόσοι είναι διατεθειμένοι να υποστούν τον σωρό από κείμενα-σκουπίδια σου, προκειμένου να βρουν το καλά κρυμμένο διαμαντάκι που θα τους αφήσει άφωνους με την ομορφιά του.

Η μαλακία είναι ότι δεν γράφω καν πρωτότυπα. Γράφω τα ίδια πράγματα που συζητάνε οι γέροι στα καφενεία, οι νοικοκυρές στο τηλέφωνο, οι νέοι στο Facebοοk, οι δημοσιοκάφροι στην τηλεόραση. Δύσκολο να ξεφύγεις από τη θεματική της εποχής, που πάντα περιστρέφεται γύρω από την οικονομία. Ξαφνικά γεμίσαμε οικονομολόγους, άνθρωποι οι οποίοι μέχρι χθες δεν ήξεραν την προπαίδεια, σήμερα παίζουν στα δάχτυλα τα CDS και παρακολουθούν καθημερινά την πορεία των spreads, λες και κατάπιαν όλη την ύλη της ΑΣΟΕΕ σε ένα βράδυ. Σε ρωτάνε οι φίλοι σου τι πιστεύεις για την οικονομική κατάσταση της χώρας, αν θα χρεωκοπήσουμε ή όχι, λες και εξαρτάται από σένα η απόφαση, και προσπαθείς με τρόπο να καλύψεις την ασχετοσύνη σου πετώντας τυχαίες αναφορές στο χρηματιστήριο, τις διεθνείς αγορές, τους οίκους αξιολόγησης και άλλες τέτοιες οικονομικές δυστοπίες, για να δείξεις κι εσύ ότι έχεις σοβαρή άποψη επί του θέματος, μολονότι Αρχές Οικονομίας διδάχτηκες μόνο στο σχολείο, κι εκεί έπιανες με το ζόρι τη βάση. Αλλά δε νιώθεις άσχημα, γιατί κατά βάθος ξέρεις ότι κι αυτοί το ίδιο κάνουν – όλοι το ίδιο κάνουν. Ας είμαστε ρεαλιστές: Ούτε καν οι οικονομολόγοι δεν ξέρουν τι τους γίνεται, πώς μπορείς να ξέρεις εσύ;

(βέβαια, εντελώς μεταξύ μας, αν οι οικονομολόγοι ήξεραν εν γένει τι τους γίνεται θα διάλεγαν ένα άλλο, πιο αξιοπρεπές επάγγελμα, όπως φτυαριστής σκατών στο κλουβί του Ντάμπο π.χ., αλλά αυτή είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία)

Οι οικονομολόγοι είναι σαν τους αξιωματικούς του Στρατού: Έχουν εκπαιδευθεί άριστα πάνω στο αντικείμενό τους, έχουν αποφοιτήσει magna cum laude, μόνο και μόνο για να καταλήξουν να κάθονται σε βαρετά γραφεία και να ταλαιπωρούν οποιονδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί τους με τις ανεφάρμοστες θεωρίες τους για όλα όσα έχουν πάει στραβά – οι οποίες πάντα καταφέρνουν να εξηγήσουν τι πήγε στραβά, αλλά ποτέ τι θα πάει στο μέλλον. Όταν καλούνται να προβλέψουν τι θα γίνει στο μέλλον σε σχέση με τον τομέα τους, αμφότεροι πέφτουν πάντα έξω. Κι αυτό γιατί άλλοι κινούν τα νήματα γι’αυτούς, και οι φοβερές θεωρίες που διδάχθηκαν και/ή επινόησαν με το κοφτερό τους μυαλό καταλήγουν στον κάδο της ανακύκλωσης, όπου θα τις βρουν στο μέλλον οι όμοιοί τους και θα αναρωτιούνται πώς μπορούσαν να λένε τέτοιες μαλακίες οι προκάτοχοί τους και θα σχηματίζουν νέες θεωρίες οι οποίες είναι καταδικασμένες να καταλήξουν επίσης στον κάδο της ανακύκλωσης, και ούτω καθ’εξής.

Υποθέτω ότι και ο ανθυπασπιστής μου ένας τέτοιος τύπος ήταν, κάτι του ξέφυγε στη ζωή του και κατέληξε στα σκατά (αν και, μεταξύ μας, τη στιγμή που αποφασίζεις να γίνεις στρατιωτικός έχεις ήδη κάνει το πρώτο αποφασιστικό βήμα και ακούς το απολαυστικό «πλατς» της κουράδας που συνθλίβεται κάτω από την αρβύλα σου). Και τώρα θα υπάρχουν ένα σωρό φαντάροι σαν εμένα που θα τον θυμούνται και θα γελάνε, και θα σκέφτονται ότι πάντα υπάρχει τουλάχιστον ένας άνθρωπος στον πλανήτη που είναι σε χειρότερη μοίρα από αυτούς.

Ε, τι να κάνουμε. Καθείς εφ’ω ετάχθη.


Σεβασμός: η εκτίμηση που δείχνουμε σε κάποιο πρόσωπο για τα ψυχικά και πνευματικά του χαρίσματα και τα κάθε λογής προσόντα του (από εδώ)

Εμπιστοσύνη: πίστη στην καλή πρόθεση ή ικανότητα κάποιου (από εδώ)

Σεβασμός και εμπιστοσύνη. Δύο έννοιες που πολλοί παρεξηγούν στις μέρες μας, δείχνοντας σεβασμό και εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που δεν αξίζουν τίποτα από τα δύο, μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν ότι πρέπει να τους σεβαστούν και να τους εμπιστευτούν. Και όταν σέβεσαι και εμπιστεύεσαι κάποιον τυφλά, χωρίς να το αξίζει, οι συνέπειες μπορεί να είναι τρομακτικές.

Ας σκεφτούμε ένα παράδειγμα. Έναν πατέρα. Ο πατέρας είναι μία φιγούρα που αυτόματα εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη. Το παιδί δεν μπορεί παρά να σέβεται τον άνθρωπο χάρη στον οποίο (κατά 50%) ήρθε στον κόσμο, και δεν μπορεί παρά να τον εμπιστεύεται, καθώς όλοι ξέρουμε ότι ο πατέρας θα είναι πάντα εκεί για το καλό μας, να μας συμβουλεύσει, να μας προστατεύσει, να μας φροντίσει.

Ωστόσο, όπως πολλοί θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν (ευτυχώς, όχι εγώ), υπάρχουν και μπαμπάδες που δεν αξίζουν ούτε σεβασμό, ούτε εμπιστοσύνη από το παιδί τους. Όλοι ξέρουμε κάποια ιστορία για κάποιον τέτοιο πατέρα: Ένας πατέρας που βιάζει την κόρη του. Ένας πατέρας που πίνει και δέρνει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Ένας πατέρας που δουλεύει όλη μέρα και σκόπιμα αποφεύγει να γυρίσει στο σπίτι για να μην τον πρήζει η γυναίκα του και τα παιδιά του με τα προβλήματά τους. Όλοι αυτοί οι πατεράδες έχουν το εξής κοινό: Αν και τους καλύπτει ο αυτόματος σεβασμός και η εμπιστοσύνη του παιδιού προς τον πατέρα, στην πραγματικότητα δεν τα αξίζουν. Μήπως, λοιπόν, δεν θα’πρεπε να τους κάνουμε αυτήν τη χάρη;

Εδώ είναι το λάθος: Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας αυτόματος σεβασμός. Πρόκειται για μία ανόητη κοινωνική σύμβαση. Γιατί ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη δεν έρχονται αυτόματα με την ανάληψη ενός ρόλου ή ενός τίτλου. Τον σεβασμό δεν τον κερδίζεις σε ένα βράδυ, ούτε μπορείς να τον απαιτήσεις από τους άλλους. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη κερδίζονται κάθε μέρα, και αυτός που ζητάει να τον σέβονται και να τον εμπιστεύονται πρέπει να τους αποδεικνύει κάθε μέρα για ποιον λόγο πρέπει να τα κάνουν αυτά.

Και τώρα πάμε στο κυρίως θέμα: Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη είναι δύο στοιχεία απαραίτητα για κάθε κυβέρνηση. Γιατί και αυτός που κυβερνά, ένας «πατέρας» είναι: Κάποιος που υπόσχεται ότι θα φροντίσει, θα προστατεύσει και θα συμβουλεύεσει τον λαό που τον ψήφισε. Και άρα, ως «πατέρας» αποκτά αυτήν την αυτόματη εμπιστοσύνη και τον αυτόματο σεβασμό.

Το πρόβλημα είναι το εξής: Αν τελικά αποδειχθείς κακός «πατέρας», ακόμα και αυτά τα στοιχεία που αποκτάς αυτόματα θα τα χάσεις, αναπόφευκτα. Γιατί το να κοροϊδέψεις έναν λαό είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο – αλλά το να τον διατηρήσεις σε αυτήν την κατάσταση για τέσσερα χρόνια είναι λίγο πιο δύσκολο.

Ας δούμε, τώρα, τη σημερινή κυβέρνηση. Αποσπώντας ένα σαρωτικό ποσοστό στις τελευταίες εθνικές εκλογές, το ΠΑΣΟΚ είχε την πλήρη στήριξη μίας σημαντικής μερίδας του κοινού – και άρα, την εμπιστοσύνη τους. Ο σεβασμός, πάλι, ήταν λίγο πιο δύσκολη υπόθεση: Με έναν πρόεδρο που στην πλειοψηφία του κόσμου έχει καταγραφεί ως «ο άνθρωπος που δεν ξέρει να κάνει ποδήλατο», ακόμα και ο αυτόματος σεβασμός είναι πιο επιφυλακτικός. Όμως η θέση του ως πρωθυπουργού του έδινε τον απαραίτητο αυτόματο σεβασμό για να κάνει τη δουλειά του απρόσκοπτα.

Στην πορεία, κάτι πήγε στραβά. Η κυβέρνηση έκανε λάθη, φρικτά λάθη. Και τα λάθη φέρνουν έλλειψη εμπιστοσύνης και σεβασμού. Οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από δύο χρόνια ψήφισαν «δαγκωτό» ΠΑΣΟΚ, τώρα χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο. Και φυσικά έχουν αποσύρει τόσο την εμπιστοσύνη, όσο και τον σεβασμό τους από το πρόσωπο του πρωθυπουργού (και από την κυβέρνηση εν γένει).

Όταν μία κυβέρνηση έχει χάσει τον σεβασμό του κόσμου, έχει δύο επιλογές: Είτε κάνει μία ύστατη προσπάθεια να τον επανακτήσει, είτε βυθίζεται αύτανδρη και κατεβαίνει σε εκλογές που είναι βέβαιο πως θα χάσει. Εσείς τι λέτε ότι προσπάθησε να κάνει αυτή η κυβέρνηση; Νομίζω ότι μαντέψατε σωστά.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κρατιέται με νύχια και με δόντια στην εξουσία, έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, ακόμα και κάποιων μελών της. Πώς προσπαθεί να κερδίσει ξανά αυτήν την εμπιστοσύνη; Επικαλούμενη τον πατριωτισμό του κόσμου – επίκληση στο συναίσθημα, δηλαδή παράκαμψη της λογικής και κατευθείαν «επίθεση» στο θυμικό, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το κόλπο δεν πιάνει, όμως. Η κυβέρνηση έχει χάσει ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό της, και αυτό καταδεικνύεται από δύο πρόσφατα γεγονότα:

– Οι αντιδράσεις του κόσμου μετά το πρόσφατο «χαράτσι» στα ακίνητα δείχνουν ότι έχασε οριστικά τον σεβασμό του. Δεν είναι τόσο η αδικία της εισφοράς – άδικα μέτρα υπήρξαν πολλά, και θα υπάρξουν και πάντα θα υπάρχουν. Είναι όμως ο τρόπος που επέλεξαν να επιβάλουν αυτήν την εισφορά: Μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ. Παραδεχόμενη ουσιαστικά ότι δεν μπορεί να συλλέξει τις εισφορές με τον παραδοσιακό τρόπο, η κυβέρνηση καταφεύγει σε μία απίστευτη αλχημεία, συνδέοντας μία έκτακτη εισφορά για τα ακίνητα με τον λογαριασμό της ΔΕΗ, μόνο και μόνο για να εκφοβίσει τους πολίτες της και να τους αναγκάσει να πληρώσουν, αφού αν δεν το κάνουν θα μείνουν χωρίς ρεύμα. Είναι μία κίνηση δειλή, απερίσκεπτη, πανικόβλητη και άρα μία κίνηση που κάνει ακόμα και αυτούς που για κάποιον λόγο ακόμα έτρεφαν έστω κάποιον σεβασμό για την κυβέρνηση να τον χάσουν.

– Σήμερα είχαμε ένα άλλο ενδιαφέρον «χτύπημα»: Μία υπάλληλος της Στατιστικής Υπηρεσίας έκανε κάποιες πολύ σοβαρές καταγγελίες, υποστηρίζοντας λίγο-πολύ ότι η κυβέρνηση σκόπιμα «μαγείρεψε» τα οικονομικά δεδομενα όταν ανήλθε στην εξουσία, προκειμένου να μπει η χώρα στο μνημόνιο. Αυτό από μόνο του δε λέει τίποτα – κι εγώ θα μπορούσα να βγω αύριο στα ραδιόφωνα και να πω ότι ο Βενιζέλος έχει κέρατα και ο Παπακωνσταντίνου ουρά. Δε θα με πίστευε κανείς, όμως. Γιατί όταν έχεις από τη μία πλευρά κάποιον εντελώς άγνωστο (και άρα εξ ορισμού αναξιόπιστο) και από την άλλη μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, το λογικό είναι η πλάστιγγα να γείρει υπέρ της κυβέρνησης. Για κάντε, όμως, μια έρευνα. Τι πιστεύουν οι περισσότεροι; Ποιος νομίζουν ότι έχει δίκιο; Μπορεί όλα αυτά να είναι μπούρδες και να αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη υπάλληλος ήταν εμπαθής, ή βαλτή, ή οτιδήποτε. Όμως το γεγονός ότι οι περισσότεροι είναι ανοιχτοί στο να βάλουν τον λόγο κάποιου άγνωστου και ανυπόληπτου ανθρώπου πάνω από τον λόγο της κυβέρνησης που οι ίδιοι έφεραν στην εξουσία, καταλαβαίνεις ότι πλέον δεν υπάρχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη σε αυτήν την κυβέρνηση.

Χωρίς, λοιπόν, σεβασμό και εμπιστοσύνη, αυτή η κυβέρνηση καταρρέει. Και αν δεν έχει καταρρεύσει ακόμα, είναι επειδή δεν της έχουμε δώσει τη χαριστική βολή. Δεν της έχουμε αποδείξει, δηλαδή, έμπρακτα ότι ούτε την εμπιστευόμαστε, ούτε τη σεβόμαστε. Αν, για παράδειγμα, γίνονταν αύριο εκλογές, θα καταποντιζόταν. Αλλά η κληρονομική δημοκρατία μας δε λειτουργεί έτσι, δυστυχώς ή ευτυχώς.

Πώς μπορούμε να αποδειξουμε έμπρακτα τα αισθήματά μας γι’αυτήν την κυβέρνηση; Αρνούμενοι να πληρώσουμε τις εισφορές που επιβάλλει. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε ότι δεν τη σεβόμαστε (γιατί δείχνουμε μαζική ανυπακοή σε ένα άδικο μέτρο που μας επιβάλλει με τη δύναμη της εξουσίας της) και δεν την εμπιστευόμαστε (γιατί δείχνουμε ότι δεν μας πείθει η προσπάθειά της να «σώσει τον τόπο», όπως λέει). Και φυσικά της στερούμε ένα σημαντικό έσοδο, χωρίς το οποίο είναι αδύνατο να παραμείνει στην εξουσία, σε συνδυασμό με την (αποδεδειγμένη, πια) έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης.

Θα μου πεις, «άντε και τους διώξαμε, τι θα γίνει; Θα έρθουν οι γαλάζιοι και θα κάνουν ακριβώς τα ίδια». Όχι. Είναι στο χέρι μας. Εμείς ψηφίζουμε, και εμείς θα αποφασίσουμε. Αν είμαστε ώριμοι ψηφοφόροι, θα δώσουμε την ψήφο μας εκεί που πρέπει. Δεν ξέρω πού «πρέπει», αλλά ξέρω πού ΔΕΝ πρέπει: Στους ίδιους που μας έφεραν εδώ, ένα βήμα πριν τον λάκκο με τα σκατά. Αν τους ξαναψηφίσουμε, καλά να πάθουμε.

Ας ψηφίσουμε, επιτέλους, ανθρώπους που εμπνέουν σεβασμό και εμπιστοσύνη με το έργο τους. Και όχι με το επίθετό τους. Ας ωριμάσουμε ως ψηφοφόροι. Ήρθε η ώρα.


(*scroll down for english translation)

“PROUD TO BE GREEK”. Όλο και κάπου θα το έχεις δει γραμμένο τώρα τελευταία. Είναι μία καμπάνια-παρηγοριά στον άρρωστο, ένα «πατ-πατ» στην πλάτη του ανθρώπου που κλαίει με λυγμούς, μία υπενθύμιση του πόσο γαμάτοι είμαστε, ακόμα και όταν καταρρέουμε όλοι μαζί, χτυπημένοι από μια κρίση που σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε αυτή ακριβώς η γαματοσύνη μας.

Θες τη γνώμη μου; Είναι μία ηλίθια καμπάνια. Αν θες πραγματικά να κάνεις τον άλλο να νιώσει καλύτερα, πες του «Είμαστε όλοι ενωμένοι», «Όλοι μαζί θα πετύχουμε», «Υπάρχει ακόμα ελπίδα». Αν θες να τον κινητοποιήσεις για κάτι, πες του «Σήκω από τον καναπέ», «Χτύπα αυτούς που σε χτυπάνε», «Μην τους αφήνεις να σου πίνουν το αίμα». Με το να του λες να είναι «περήφανος που είναι Έλληνας», στην καλύτερη περίπτωση θα του ανυψώσεις για λίγο το ηθικό, προτού συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει κάνει ποτέ τίποτα για το οποίο θα’πρεπε να είναι περήφανος. Στη χειρότερη, θα του ανυψώσεις το εθνικό φρόνημα και θα πάει να σαπίσει στον ξύλο κανέναν μετανάστη να ξεμπουκώσει.

Αλλά πού ξέρεις, μπορεί και να λέω μαλακίες. Ας δοκιμάσω κι εγώ να αναλύσω τι σημαίνει να είσαι Έλληνας σήμερα, και ίσως τελικά να έχω όντως καλούς λόγους να είμαι περήφανος και να μην το ξέρω. Για να δούμε, λοιπόν:

– Από οικονομικής απόψεως, η Ελλάδα είναι μία κατεστραμμένη χώρα. Την πνίγουν τα χρέη, και της επιβάλλουν να παίρνει συνεχώς δάνεια για να αποπληρώσει τα παλιά χρέη, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερα χρέη για το μέλλον. Αν δε χρεωκοπήσει σήμερα, θα χρεωκοπήσει αύριο, όταν πια δε θα είναι χρήσιμη σε κανέναν. Όλοι οι οικονομικοί δείκτες είναι για κλάματα: Παραγωγή; Μηδέν. Ανεργία; Στα ύψη. Ανάπτυξη; Αρνητική. Χρέος; Άσ’τα να πάνε. Και ποιος φταίει γι’αυτό; Εσύ, μαλάκα Έλληνα. Εσύ που ψήφιζες τους «δικούς σου» βουλευτές για να διορίσουν το παιδί σου στο Δημόσιο ή για να σου βγάλουν εκείνη την αδειούλα που δεν ήθελες να πληρώσεις για να την βγάλεις. Εσύ φταις. Εντάξει, φυσικά μπορεί να μην είσαι εσύ ο φταίχτης, μπορεί εσύ να ήσουν τίμιος. Αλλά ήταν ο γείτονάς σου. Ο κολλητός σου. Ο μπατζανάκης σου. Ο ψιλικατζής της γειτονιάς. Ο πολιτικός που ψήφιζες. Όλοι αυτοί που, όταν σου έλεγαν για τα «κατορθώματά» τους, εσύ όχι μόνο δεν τους έβριζες, όχι μόνο δεν αντιδρούσες, αλλά τους έλεγες και «καλά κάνεις ρε», τους χτύπαγες συναδελφικά στον ώμο και επικροτούσες την στάση τους. Και τώρα γκρινιάζεις ότι δεν έχεις λεφτά. Ε, καλά να πάθεις. Για την ελληνική οικονομία, NOT PROUD TO BE GREEK.

– Πάμε στην πολιτική: Ένα σάπιο σύστημα, που ξεκινάει από την διεφθαρμένη κορυφή και καταλήγει στην σαθρή εκλογική βάση. Ένα σύστημα τόσο δημοκρατικό, που ακόμα και μέσα στα κόμματα ισχύει ο νόμος του ενός: Αν διαφωνήσεις με την επίσημη γραμμή του κόμματος σε ένα οποιοδήποτε θέμα, καρατομείσαι. Μπορεί να είσαι ο πιο σοφός άνθρωπος του κόσμου (αν και μάλλον δύσκολο, αν έχεις λάβει ελληνική παιδεία), αλλά αν διαφωνήσεις με τον μπουμπουνοκέφαλο που οι άλλοι κρετίνοι όρισαν πρόεδρο του κόμματος για το ωραίο του το επίθετο, είσαι περιττός. Χειρότερα από περιττός: Επικίνδυνος. Όλοι οι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης (37 χρόνια έχουν περάσει από τότε) είχαν όλα κι όλα 4 επίθετα. Δύο Καραμανλήδες, δύο Παπανδρέου, ένας Μητσοτάκης, ένας Σημίτης. Αν πρέπει να δώσεις ένα όνομα στο πολιτικό μας σύστημα, αυτό είναι «κληρονομική δημοκρατία». Ο λαός ψηφίζει μεν, οι επιλογές του όμως περιορίζονται σε απογόνους παλιών (και πολύ πιο ικανών) πολιτικών. Είναι ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο πολιτικό σύστημα – μπορείς να πεις ότι ανέκαθεν στην Ελλάδα ήμασταν πρωτοπόροι, λανσάροντας και την άμεση δημοκρατία πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια, αλλά ειλικρινά, μπορείς να είσαι περήφανος για ένα τέτοιο σύστημα; Για την ελληνική πολιτική κατάσταση, NOT PROUD TO BE GREEK.

– Ας περάσουμε σε μερικά κοινωνικά θέματα. «Η Ελλάδα περνάει δύσκολες ώρες». Καμία αμφιβολία. «Πρέπει όλοι να κάνουμε θυσίες». Δεκτό. «Πρέπει να πληρώσετε όλοι για τα είδη πολυτελείας». Κατανοητό. «Πρέπει όλοι να πληρώσετε για το κεραμίδι που έχετε πάνω από το κεφάλι σας». Εξοργιστικό, αλλά δε γαμιέται, πρέπει να σωθεί η χώρα. «Πρέπει να πληρώσετε για το κεραμίδι που έχετε πάνω από το κεφάλι σας, και αν δεν το κάνετε θα σας κόψουμε το ρεύμα». Ακόμα πιο εξοργιστικό, αλλά θα το καταπιώ κι αυτό. «Φυσικά, σε όλα αυτά η Εκκλησία θα σφυρίζει αδιάφορα και να μη συμμετάσχει καθόλου». Συγνώμη – ΤΙ ΕΙΠΕΣ; Η Εκκλησία, η ίδια Εκκλησία που έχει περισσότερα ακίνητα απ’όσα θα δει ένα μεσιτικό γραφείο σε 700 χρόνια λειτουργίας, δε θα πληρώσει για τις εκκλησίες της, την ίδια στιγμή που ένας άνεργος, ένας ανάπηρος και ένας συνταξιούχος θα πρέπει να φτύσουν αίμα για να πληρώσουν ένα άδικο εισπρακτικό μέτρο; Ε λοιπόν, ένα κράτος που βάζει πάνω από την ευημερία των πολιτών του την ευημερία των παπάδων του δεν αξίζει κανέναν σεβασμό. Για τη στάση του κράτους απέναντι στην κοινωνία και την Εκκλησία, NOT PROUD TO BE GREEK.

– Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά πράγματα ακόμα: Την κατάσταση των ελληνικών σχολείων, που δεν έχουν καν βιβλία. Την κατάσταση των ελληνικών νοσοκομείων, που σε λίγο θα είναι self-service. Την άρνηση των περισσοτέρων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, απαιτώντας τα ίδια προνόμια που είχαν παλιά, έστω κι αν αυτά μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση. Την προκλητική κηδεμονία των τραπεζών από το κράτος, την ίδια στιγμή που για να πάρεις και να αποπληρώσεις ένα δάνειο πρέπει να φιλήσεις κατουρημένες ποδιές (και πάλι, το πιο πιθανό είναι να καταλήξεις στη φυλακή). Την τρομακτική ανεργία, που σου επιτρέπει να πανηγυρίζεις έξαλλα αν βρεις μία δουλειά στην οποία βγάζεις αρκετά για να ξοφλήσεις το νοίκι του μήνα (αν και το πιθανότερο είναι στα 30 σου να μένεις ακόμα με τους γονείς σου, με λίγες προοπτικές να αλλάξει αυτό σύντομα). Όλα αυτά τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας, για τα οποία I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

Αλλά ξέρεις κάτι; Όλα αυτά είναι για τους άλλους. Είναι γενικά φαινόμενα. «Φταίει μια μικρή μερίδα ανθρώπων που έχει καταστρέψει τη χώρα», μπορεί να πει κάποιος, αποσιωπώντας (ή ακόμα χειρότερα, αγνοώντας) τις δικές του ευθύνες, «και άρα όλα αυτά που λες είναι παπαριές, δε με αφορούν εμένα, γιατί εγώ αντιπροσωπεύω το γαμάτο κομμάτι της Ελλάδας, που είναι και μεγαλύτερο στο κάτω-κάτω». Ας πούμε, λοιπόν, ότι ενστερνίζομαι αυτήν την άποψη. Ναι, όλα τα προβλήματα της Ελλάδας οφείλονται σε: α. κακόβουλους ανθρώπους που είναι φιλοαμερικάνοι και θέλουν να παραδώσουν τη χώρα στα χέρια του Ομπάμα, β. ζηλιάρηδες λαούς που επιβουλεύονται την καλυτερότερη χώρα του κόσμου, γ. ένα τεστ του Θεού που θέλει να μας δοκιμάσει και να δει αν αξίζουμε να κερδίσουμε την αιώνια σωτηρία, δ. εξωγήνες δυνάμεις που απ’όλον τον πλανήτη διάλεξαν την Ελλάδα για να κάνουν τα παιχνίδια τους, ε. __________________________ (εδώ προσθέστε τη δική σας θεωρία συνωμοσίας). Ναι, η Ελλάδα είναι η χώρα που έχει ήλιο 365 μέρες τον χρόνο, που έχει το καλύτερο φαγητό του κόσμου, που έχει τους πιο ανοιχτόκαρδους και φιλόξενους ανθρώπους στον κόσμο (μισό να ξεράσω και επιστρέφω…******…Οκ, συνεχίζω), που έδωσε στον κόσμο τα φώτα της δημοκρατίας, που έχει τα πιο ωραία νησιά και τα πιο ωραία ηλιοβασιλέματα, και τις πιο ωραίες γυναίκες, και τους πιο ωραίους άνδρες. Αλλά ξέρεις κάτι; Δεν είμαι περήφανος για όλα αυτά. Τα περισσότερα από αυτά είναι κλασικά στερεότυπα, του τύπου «στην Αγγλία βρέχει κάθε μέρα», και ελάχιστη (ή και καθόλου) αλήθεια περιλαμβάνουν. Αλλά ακόμα κι αν ήταν αλήθεια, και πάλι δε θα ήμουν περήφανος. Το γεγονός ότι η μοίρα με έφερε σε αυτήν τη χώρα με τα ωραία νησιά και τα ωραία ηλιοβασιλέματα, και όχι σε μία χώρα με ωραίες ερήμους ή ωραίες τούνδρες, δε σημαίνει ότι πρέπει να είμαι και περήφανος γι’αυτήν. Περήφανοι αξίζει να είμαστε για πράγματα που ΕΜΕΙΣ έχουμε κάνει, και όχι η φύση για μας. Δεν μπορώ να είμαι περήφανος για τον εαυτό μου επειδή έτυχε να γεννηθώ εδώ. Χρειάζεται κάτι παραπάνω.

Ας δούμε, λοιπόν, εμένα προσωπικά. Έναν άνθρωπο 27 χρονών, χωρίς ενεργή ανάμειξη στα πολιτικά (αλλά πολιτικοποιημένο), χωρίς διαπλοκές με κανέναν απολύτως (δεν πρόλαβα ακόμα, και να ήθελα δηλαδή), σπουδαγμένο (ανάθεμα τα ιδιωτικά σχολεία και τα ΑΕΙ μου), ουδέτερο. Θα έπρεπε εγώ προσωπικά να αισθάνομαι περήφανος επειδή είμαι Έλληνας; Για να δούμε.

Σπούδασα σε ένα σχολείο που θεωρείται ένα από τα καλύτερα της χώρας και σε ένα πανεπιστήμιο που θεωρείται ένα από τα καλύτερα της χώρας. Όλα όσα έμαθα στο σχολείο και το πανεπιστήμιο, ανατράπηκαν απότομα όταν βγήκα στην παραγωγική διαδικασία. Όλη η ιστορία που μας είχαν μάθει στο σχολείο ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Μας μάθαιναν να γράφουμε εκθέσεις αποστειρωμένες, τυποποιημένες, μόνο και μόνο για να τσιμπήσουμε έναν βαθμό παραπάνω, και στην πραγματικότητα γράφαμε αηδίες που κανένας σοβαρός άνθρωπος δε θα ενδιαφερόταν ποτέ να διαβάσει. Διδαχτήκαμε κείμενα ελληνικής λογοτεχνίας με μηδαμινή λογοτεχνική αξία από ξερόλες καθηγητές που ποτέ δεν θα δεχόντουσαν τη δική σου οπτική πάνω στο κείμενο. Όσο για το Πανεπιστήμιο, όλη η θεωρία της δημοσιογραφίας που διδάχτηκα ήταν για πέταμα. Ή μάλλον, ήταν εξαιρετική – αλλά εντελώς ανεφάρμοστη στην Ελλάδα. Η δημοσιογραφική δεοντολογία που λάτρεψα όχι μόνο δεν υπάρχει στα παραδοσιακά ΜΜΕ, αλλά ισχύει το ακριβώς αντίστροφο: Το κάθε Μέσο καταφεύγει στις πιο άθλιες και ανεπίτρεπτες μεθόδους για να περάσει η γραμμή ενός καναλάρχη, ενός μεγαλοεκδότη, ενός εφοπλιστή – αφήνοντας σε δεύτερη και τρίτη μοίρα την ενημέρωση του πολίτη. Αηδία.

Βλέποντας πως δεν θα μπορέσω ποτέ να πραγματοποιήσω το όνειρό μου να γίνω δημοσιογράφος, στράφηκα σε άλλους τομείς. Σήμερα δουλεύω σε μία εταιρεία και παίρνω τα 700 ευρώ που μπυ επιτρέπουν, στα 27 μου, να ζω αξιοπρεπώς – όσο «αξιοπρεπής» μπορεί να είναι η ζωή κάποιου που στα 27 μένει ακόμα με τους γονείς του. Σύντομα, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα παίρνω ούτε αυτά τα 700 ευρώ, και έχω πολύ καλές πιθανότητες να ξεκινήσω το «Ημερολόγιο ενός Ανέργου 2: Η Επιστροφή». Το μέλλον διαγράφεται μαύρο και άραχλο.

Μ’αυτά και μ’αυτά, νομίζω ότι μπορείς να πεις πως είμαι ένας μέσος 30άρης: Δουλεύω για 700 ευρώ που δεν είναι καθόλου σίγουρα, με τη δαμόκλειο σπάθη της ανεργίας μονίμως πάνω από το κεφάλι μου, δε βγάζω αρκετά για να ζήσω ανεξάρτητα, και βλέπω το μέλλον μου να το καταπίνουν τα χρέη. Δεν ευθύνομαι για κανένα από τα δεινά που έχουν βρει τη χώρα, είμαι πολύ μικρός για να κατηγορηθώ γι’αυτό. Πλήρώνω τα λάθη άλλων. Θέλω μία ευκαιρία να αποφύγω αυτά τα λάθη στο μέλλον, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει μέλλον. Είμαι ένας μέσος 30άρης Έλληνας. Και NOT PROUD TO BE GREEK.

Αν είμαι περήφανος για κάτι, είναι που δεν τους ψήφισα ποτέ. Δεν έχω βγάλει ποτέ κυβέρνηση, δεν έχω βγάλει ποτέ βουλευτή. Δεν έχω βάλει το χέρι μου στο παγκάρι. Δεν έχω συμμετάσχει σε κανένα όργιο κερδοσκοπίας. Δεν απαίτησα ποτέ με δόλιους τρόπους τίποτα που να μην αξίζω. Γιατί ξέρω πως αν κατακτήσεις κάτι χωρίς να το αξίζεις, θα το κακοδιαχειριστείς. Και τελικά ή θα το χάσεις, ή θα το εκμεταλλευτείς για δόλιο σκοπό.

Αυτό ακριβώς συνέβη σε αυτήν τη χώρα: Άνθρωποι που δεν άξιζαν να πάρουν τα ηνία της, έφτασαν στην ηγεσία της με δόλιους τρόπους. Την κακοδιαχειρίστηκαν, παρέα με τους υποστηρικτές τους. Την εκμεταλλεύτηκαν με δόλιο σκοπό. Και τώρα το βάρος πέφτει σε εμάς. Εμείς που ποτέ δεν συμμετείχαμε σε αυτήν την κακοδιαχείριση, εμείς καλούμαστε να υποστούμε τις συνέπειες. Άδικο; Άδικο, αλλά ελληνικό.

Γι’αυτό και είμαι πραγματικά περήφανος όταν λέω πως I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

———————————————–

«PROUD TO BE GREEK». You may have seen it somewhere lately. It is a social media campaign aiming to «ease the pain», to comfort people who suffer, to remind us how fucking great we are, even when we’re all collapsing under the weight of a crisis which was mainly caused by this «fuckinggreatness».

In my opinion, it’s a stupid campaign. If you really want to help someone feel better, tell him «we’re all united», «we will make it together», «there’s still hope». If you want to motivate him, tell him «get off the couch!», «hit back those who hit you», «don’t let them suck your blood». By urging him or her to be «proud to be Greek», at best you will lift his morale for a while, before he finally realizes that he has never done anything he should be proud of. At worst, it will inflate his nationalist ideas and he will end up beating some poor immigrant to death.

But you know, I might be a liar, or an asshole. So, let me try to examine what it means to be Greek nowadays, and maybe I’ll find out that I do have some good reasons why I should be proud that I’m not aware of. Let’s see:

– Financially, Greece is a ruined country. It is devastated by a huge debt, and it is forced to constantly get new loans in order to pay for the previous ones, resulting in an even greater debt in the future. If it doesn’t default today, it will be forced to do so tomorrow, when it will no longer be useful to anyone. All economic indicators are terrifying: Production? Zero. Unemployment? Soaring. Development? Negative. Debt? Huge. And who’s to blame? It’s you, dumbfuck Greek. It’s you who voted for «your guy» to assure your child would get a job in the public sector or to get for free some license or other service which you should pay for. It’s your fault. Or maybe it wasn’t YOUR fault, maybe you were a decent person. But it was your neighbour. Your buddy. Your sister-in-law. Your local salesperson. The politician you voted for. All of them were bragging about their «achievements», and not only did you never shout at them, but you also encouraged them to continue doing so, applauding their attitude. And now you’re whining about not having any money. Well, you should have seen it coming. As far as Greek economy goes, I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

– Let’s move on to politics: We have a completely corrupt system from bottom to top. A system democratic enough to discourage politicians from disagreeing with their party’s head, or they’ll soon find themselves kicked out of the party. You may be the wisest man in the world (although that’s rather hard if you have graduated from the Greek educational system), but unless you unconditionally agree with the retarded guy whom the other cretins decided to appoint party president because of his historical surname, you’re useless. Worse than useless: Dangerous. All the prime ministers since 1974 (in 37 years, that is) shared 4 surnames: Karamanlis (uncle and nephew), Papandreou (father and son), Mitsotakis and Simitis. If you should give a proper name to our unique political system, it would be «hereditary republic». Sure, people do vote for their leader, but their options are narrowed down to descendants of older (and usually much more capable) prime ministers. You have to admit, it’s a unique system – you may say that Greeks were always pioneers, having invented democracy some thousands years ago, but frankly, who would be proud for a corrupt system like our modern one? As far as politics go, I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

– And now some social issues: «Greece is going through difficult times». No doubt. «We must all make sacrifices». True. «We must all pay for luxuries». Understandable. «We must all pay for the house we live in». Outrageous, but if it is needed to save the country, let’s do it. «…and if you don’t pay, we will cut the power off your house». Even more infuriating, but what the hell, it’s for a good cause. «…of course, the Church will have to pay nothing for its buildings». Excuse me – WHAT? The Church, which owns itself more properties than a usual real estate office will ever see in 700 years, will not pay a dime, while unemployed people, disabled people and pensioners get to pay a devastating amount just because they still own a house? Well, a state that cares more about some religious company than it does for its citizens’ welfare doesn’w deserve any respect at all. When it comes to the state’s attitude towards its people, I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

– I could mention many more things. The state of our educational system, where books are not available this year because of some bureaucratic mess-up. The state of Greek hospitals, which are collapsing. The refusal om so many people to adapt to this new situation, demanding that they keep the same privileges they used to have, even though it’s privileges like theirs that les Greece to this situation. The outrageous custody of the banks by our government, when it is almost impossible for an average citizen to get a loan from them these days (and even if you get one, you’ll probably end up in jail, unable to pay for the various inexplicable charges). The soaring unemployment, which makes you happy enough if you get a job in which you merely make the rent (although it’s more likely that in your thirties you will be still living with your mom and dad). All these are some of the worst problems our society faces, and frankly, I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

But you know what? All these concern «the others». «It was a small portion of people that ruined this country», someone might say, ignoring his own responsibilities, «so everything you say is bullshit and does not concern me, because I represent the fabulous portion of Greek people». Well, yes, all of Greece’s problems are due to: a. malicious people who want to deliver the country in the hands of _________ (insert foreign country), b. jealous people who conspire against the world’s most beautiful country, c. some sadistic test conducted by God in order to see if the Greeks are worth salvaging, d. aliens who, from the whole Earth, chose Greece to do whatever they want to do, e. ___________________ (insert your crazy theory here). Yes , Greece is the country where the sun always shines, it has the best cuisine, the most open-hearted and hospitable people in the world («philoxenia», you know? Yeah, right.), the most beautiful islands, the most beautiful women, the most gorgeous men. Even if it is so (***spoiler alert*** it isn’t so), I’m not proud of that. The fact that fate brought me to this country with beautiful islands and beautiful sunsets, instead of a country with beautiful deserts or tundras, does not mean I should be proud of it. We should be proud about things that WE have done, and were not decided by luck. I can’t be proud of myself just because I was accidentally born here. I’ll need something more than that.

Well, let’s see what I, myself, have accomplished. I’m 27 years old, not actively involved in politics (but fond of politics in general and a voter), I have no connections to any organization or politician, I’m well-educated and I’m generally neutral. Should I personally be proud to be Greek? Let’s see.

I studied at a private school that is considered to be the best in the whole country, and then a university which is considered as one of the best in the country. Everything I learnt at school and university proved to be completely useless a few years later. The «history» we were taught was actually a big, nationalistic lie. In Greek classes, we learnt how to write boring, standardized reports, just so that we could get a good mark – but we never actually learnt how to write as people, instead of robots. The Greek literature texts we were taught had only minimal literary value, and of course the teacher would never accept your perspective of the story. As for university, the whole theory of journalism I was taught proved to be useless. In fact, it was excellent, but totally irrelevant to how the Greek media work. Not only don’t the Greek media respect the journalistic ethics, but they actually reverse them: They are deliberately biased, protecting the interests of their owner and providing information the way that it suits them, instead of the way it really is.

(well, obviously this is not just a Greek phenomenon; nevertheless, it is really annoying. And dangerous.)

Convinced that I would never succeed in turning my dream (becoming a journalist) to reality, I tried to find another job. I currently work for a small company for 700 euros per month, which allow me to live decently – well, as decently as it can get when you’re still living with your parents and you’re 27 years old. But soon I will probably be unemployed again, since the company is facing financial problems. The future is not very bright, is it?

You could say that I’m an average Greek in his late twenties: I work for 700 euros in a job that has nothing to do with what I wanted to do in my life, and soon I will be unemployed due to financial problems. I don’t make enough money to live on my own and I see humongous debts overshadowing my future. I am not responsible for anything that has gone bad for Greece all these years. I’m paying the toll for other people’s mistakes. I am asking for a chance to avoid these mistakes in the future, but I don’t even know if there is a future. I am an average young Greek and I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

But I AM proud of something. I am proud because I never voted for them. I never gave my vote to any government, I never voted for any of the prime ministers this country has seen. I never stole money from anyone. I never speculated against my country. I never demanded fraudulently anything that I do not deserve. Because I know that if you gain something without deserving it, you will unavoidably misuse it, and eventually lose it.

Which is exactly what happenned to this country: People who did not deserve to be its leaders came to power, promising things they could never realistically do and therefore lying to their voters in order to get their vote. They misused their power, and so did their ministers and their supporters. And now, thw joke’s on us. We never participated in this corruption, but we are the ones who have to face the consequences. Unfair? Sure: Unfair, but totally Greek.

And that’s why I’m really proud to say that I’M NOT PROUD TO BE GREEK.

 


– Κυρίες και κύριοι, καλωσήρθατε σε ένα ακόμη «Ου Γαρ Οίδασι» – ή μάλλον όχι απλά ένα ακόμη «Ου Γαρ Οίδασι», αλλά στην πιο σπουδαία τηλεοπτική εκπομπή από καταβολής κόσμου. Όπως σας είχαμε ανακοινώσει, έχουμε εδώ, στο στούντιο, ζωντανά, τον Θεό, ο οποίος θα μας δώσει την πρώτη του συνέντευξη!

– Ε, όχι και την πρώτη! Είχα δώσει συνέντευξη και στον Μωυσή, και στον Αβραάμ, και σε ένα σωρό άλλους.

– Έστω, την πρώτη του τηλεοπτική συνέντευξη. Κύριε Θεέ, καλησπέρα σας.

– Καλησπέρα και σε σας και στους θεατές σας, ανεξαρτήτως θρησκείας.

– Θα θέλατε μήπως να σας προσφωνώ με κάποιο άλλο από τα ονόματά σας;

– Όχι, μπορείτε να με φωνάζετε με το καλλιτεχνικό μου, έτσι με έμαθε ο κόσμος.

– Πολύ ωραία. Αν θέλετε, κάντε μας μια παρουσίαση του εαυτού σας για τους τηλεθεατές μας που τυχόν δεν σας γνωρίζουν.

– Εεεε…Λοιπόν, είμαι ο Θεός, είμαι άχρονος, και σαν μεγαλύτερο επίτευγμά μου θεωρώ την κατασκευή του σύμπαντος και όλων όσων υπάρχουν σε αυτό.

– Μάλιστα. Πείτε μου κάτι: Όλοι ξέρουμε ότι η Αγία Τριάδα είναι ομοούσιος, ενιαία και αδιαίρετη, όμως εγώ βλέπω εδώ μόνο τον Πατέρα. Που είναι ο Χριστός και το Άγιο Πνεύμα;

– Α, αυτή είναι μία κλασική παρεξήγηση. Όταν λέμε ότι είμαστε αδιαίρετοι, εννοούμε στην πραγματικότητα ότι είμαστε αχώριστοι, σχεδόν αυτοκόλλητοι. Δε σημαίνει ότι είμαστε το ίδιο πράγμα. Να, ο Ιησούς είναι πίσω, στα παρασκήνια, και έχει τσακίσει τα καναπεδάκια. Ντρέπεται ο κακομοίρης να βγει στο γυαλί, φοβάται μην πάθει τα ίδια πάλι. Το Άγιο Πνευμα, πάλι, κάπου εδώ γύρω θα βόσκει, δεν μπορεί να πήγε μακριά.

– Μια και μιλάμε για παρεξηγήσεις, θα μπορούσατε να μας αποκαλύψετε τι ισχύει για το filioque, δίνοντας τέλος σε μια διαμάχη αιώνων μεταξύ των Καθολικών και των Ορθόδοξων πιστών σας; Από πού εκπορεύεται τελικά το Άγιο Πνεύμα;

– Συγνώμη, δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω αυτό.

– Για ποιον λόγο;

– Αποτελεί απόρρητο προσωπικό δεδομένο του Αγίου Πνεύματος και δε θα ήθελα να το δημοσιοποιήσω.

– Τι μήνυμα θα θέλατε όμως να στείλετε στους πιστούς σας που διαφωνούν πάνω σε αυτό το θέμα;

– Παιδιά, get a life. Ασχοληθείτε με τίποτα πιο σοβαρό από τα προσωπικά του Αγίου Πνεύματος, που στο κάτω-κάτω δε σας αφορούν κιόλας.

– Αλήθεια, τι έχετε να πείτε για τους αμέτρητους πολέμους που έχουν γίνει στο όνομά σας;

– Μη μου το λέτε σαν να φταίω εγώ, διαβάσατε πουθενά στις 10 εντολές να αναφέρω «Σκότωσε όποιον δε γουστάρεις»; Οι άνθρωποι συστηματικά παρερμηνεύουν τη Βίβλο και συνδέουν τα χειρότερα εγκλήματα με τη θρησκεία, αλλά δε φταίω εγώ γι’αυτό, εσείς φταίτε.

– Σας έχουν κατηγορήσει συχνά ότι δεν επεμβαίνετε στον κόσμο, αφήνοντας την αδικία ατιμώρητη και τη φτώχεια να κυριαρχεί. Τι θα απαντούσατε στους επικριτές σας;

– Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Έστω ότι προσλαμβάνετε έναν αρχιτέκτονα για να σας κατασκευάσει ένα σπίτι. Αν το σπίτι πέσει και σας πλακώσει, φταίει ο αρχιτέκτονας. Αλλά αν εσείς χτυπήσετε με δύναμη το κεφάλι σας στον τοίχο και σκοτωθείτε, δε φταίει ο αρχιτέκτονας, αλλά εσείς ο ίδιος. Έτσι κι εγώ, κατασκεύασα έναν ωραίο πλανήτη για να ζήσετε, κι εσείς τον κάνατε σαν τα μούτρα σας.

– Δηλαδή δε σκοπεύετε ποτέ να επέμβετε για να γίνει καλύτερος ο κόσμος;

– Όχι, ποτέ. Δεν είμαι υποχρεωμένος, εξάλλου. Η εγγύηση του πλανήτη, που βρίσκεται στο πίσω μέρος του, κάπου στη Μογγολία, αναφέρει ρητά ότι ισχύει για κατασκευαστικά λάθη, και ουδεμίαν ευθύνη φέρει ο κατασκευαστής για βλάβες που προκλήθηκαν στον πλανήτη με υπαιτιότητα των κατοίκων του.

– Δεν ενισχύει όμως αυτό που λέτε το επιχείρημα κάποιων ότι είτε δεν μπορείτε να εξαλείψετε το κακό από τον κόσμο, άρα δεν είστε παντοδύναμος, είτε δεν θέλετε να το εξαλείψετε, άρα δεν είστε πανάγαθος;

– Φυσικά και όχι. Ίσως με έχετε μπερδέψει με τον Σούπερμαν, αλλά εμένα δουλειά μου δεν είναι να επεμβαίνω στα ανθρώπινα και να βάζω τους κακούς στη φυλακή. Δουλειά μου είναι να κρίνω τους ανθρώπους μετά θάνατον για όσα έκαναν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Και θα πρέπει να ξέρετε ότι η διαδικασία της κρίσης είναι αμείλικτη, γνωρίζουμε τα πάντα για σας, οπότε θα λάμψει η αλήθεια και θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκαλο.
– Αλήθεια, με βάση ποια κριτήρια κατηγοριοποιείτε τους ανθρώπους σε «καλούς» και «κακούς» μετά θάνατον; Για παράδειγμα, ένας ενάρετος αλλά άθεος άνθρωπος πώς θα κριθεί;

– Η αλήθεια είναι ότι η στάση μας απέναντι στην αθεΐα έχει μαλακώσει κάπως τα τελευταία χρόνια, γιατί αναγνωρίζουμε ότι είναι δύσκολο κανείς να διατηρήσει την πίστη του ακέραια με τόσους πειρασμούς γύρω. Έτσι, αν ένας άθεος είναι ενάρετος, τον περνάμε πρώτα από ένα ταχύρρυθμο φροντιστήριο για να μάθει τα βασικά, και μετά περνάει στον Παράδεισο.

– Έχουμε μία σχετική ερώτηση από έναν τηλεθεατή, που ρωτάει πώς είναι ο Παράδεισος και αν μπορείτε να του πείτε αν θα πάει εκεί ή στην Κόλαση…

– Λυπάμαι, δεν μπορώ να περιγράψω τον Παράδεισο, δε θα χώραγε η εικόνα του στο θνητό μυαλό σας – χωρίς παρεξήγηση. Όσο για το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, τις λίστες με τα ονόματα τις διαχειρίζεται ο Άγιος Πέτρος, εγώ δεν ασχολούμαι με αυτά.

– Στατιστικά, θα λέγατε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πηγαίνουν στον Παράδεισο ή στην Κόλαση;

– Οπωσδήποτε στην Κόλαση, και μάλλον φταίμε κι εμείς γι’ αυτό. Οι απαιτήσεις για να μπει κάποιος στον Παράδεισο είναι πολύ υψηλές, είναι σχεδόν τόσο δύσκολο όσο το να μπεις στην Ιατρική ή την Αρχιτεκτονική.

– Έχετε μετανιώσει για κάποια λάθη που έχετε κάνει;

– Όχι, γιατί είμαι αλάθητος. Για οτιδήποτε άσχημο συμβαίνει στον κόσμο ευθύνεται ο Διάβολος και οι άνθρωποι που του επιτρέπουν να παρεισφρήσει στις ζωές τους.

– Αν είστε αλάθητος, τότε γιατί στασίασαν εναντίον σας τόσοι άγγελοι, δημιουργώντας το Κακό;

– Γιατί έκαναν ΑΥΤΟΙ λάθος, νομίζοντας ότι μπορούσαν να μου πάνε κόντρα. Όμως είναι γνωστό ότι στο τέλος το καλό θα θριαμβεύσει, όπως στις θεάρεστες χολιγουντιανές ταινίες.

– Έχουμε ένα ακόμα μήνυμα από κάποιον δύσπιστο τηλεθεατή, που λέει: «Αν είσαι όντως ο Θεός, κάνε ένα θαύμα και βάλε μου 500 εκατομμύρια στον τραπεζικό μου λογαριασμό. Χο χο χο».

– Χο χο χο, πείτε στον κύριο εξυπνάκια ότι ξέρουμε ποιος είναι, και μόλις κέρδισε ένα εισιτήριο πρώτης θέσης για την Κόλαση. Συγχαρητήρια! Χο χο χο.
– Με ειδοποιούν από το κοντρόλ ότι θέλει κάποιος να παρέμβει τηλεφωνικά στη συζήτηση…Είναι ο κύριος Διάβολος, όπως με πληροφορούν!

– Πώς; Τι δουλειά έχει αυτός εδώ;

– Κύριε Διάβολε, με ακούτε;

– ΣΑΣ ΑΚΟΥΩ ΜΙΑ ΧΑΡΑ.

– Πείτε μας, για ποιον λόγο θέλατε να παρέμβετε;

– ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΟ ΝΑ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ ΜΟΝΟ Η ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΧΩΡΙΣ ΑΝΤΙΛΟΓΟ. ΚΙ ΕΓΩ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ.

– Διαφωνείτε σε κάτι απ’όσα μας έχει πει ο κύριος Θεός μέχρι τώρα;

– ΔΙΑΦΩΝΩ ΜΕ ΟΛΑ ΟΣΑ ΕΙΠΕ, ΕΙΝΑΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ, ΑΥΤΑΡΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ΨΕΥΤΗΣ.

– Καταλαβαίνετε ότι αυτή είναι μία πολύ βαριά καταγγελία που κάνετε…

– ΕΙΝΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ. Ο ΘΕΟΣ ΑΝ ΗΘΕΛΕ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΠΑΡΕΜΒΕΙ ΣΤΟΝ ΠΛΑΝΗΤΗ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΑΛΕΙΨΕΙ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΕΠΕΙΔΗ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ, ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΕΙ ΜΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΘΛΙΟ ΤΡΟΠ-

– Τι είναι αυτά που λέτε, κύριε; Ξεστομίζετε απίστευτα και απαράδεκτα ψεύδη!

– ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΣΑΣ ΔΙΕΚΟΨΑ.

– Έχει δίκιο, σας παρακαλώ μην τον διακόπτετε, ας ακούσουμε τι έχει να μας πει και μετά θα έχετε κι εσείς χρόνο να τοποθετηθείτε. Συνεχίστε παρακαλώ, κύριε Σατανά.

– ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ. ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΑ, ΛΟΙΠΟΝ, Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ. ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΕΓΞΕΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΤΟΥΣ, ΤΟΥΣ ΘΕΩΡΕΙ ΟΝΤΑ ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΠΟΥ ΑΞΙΖΟΥΝ ΝΑ ΑΦΕΘΟΥΝ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΟΥΣ.

– Με συγχωρείτε, αλλά η εικόνα που έχουμε οι περισσότεροι από μας είναι ότι ο Θεός είναι πανάγαθος, και σκοπός του είναι να προστατεύσει τους ανθρώπους από το Κακό, το οποίο αντιπροσωπεύετε εσείς.

– ΦΥΣΙΚΑ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΕΧΕΤΕ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΑΣ ΕΔΩΣΑΝ. ΟΠΩΣ ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΠΡΙΝ, Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑΡΧΙΚΟΣ. ΔΕΝ ΔΕΧΕΤΑΙ ΤΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΟΛΜΑΕΙ ΝΑ ΤΟΥ ΦΕΡΕΙ ΑΝΤΙΡΡΗΣΗ, ΤΟΝ ΕΚΜΗΔΕΝΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΑΒΑΛΛΕΙ. ΕΓΩ ΚΑΙ ΟΙ ΟΜΟΙΟΙ ΜΟΥ ΔΕΝ ΕΚΦΡΑΖΟΥΜΕ ΤΟ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟ.

– Θέλετε να μας δώσετε ένα παράδειγμα;

– ΠΟΛΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΣ. ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΛΟΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΑΜ, ΤΗΝ ΕΥΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΗΛΟ.

– Ναι, η γνωστή ιστορία με το φίδι που ωθεί την Εύα στον πειρασμό.

– ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΤΣΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ΑΓΑΠΗΤΕ. Ο ΟΦΙΣ ΗΘΕΛΕ ΑΠΛΑ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ, ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΠΟΥ Ο ΘΕΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕ ΣΤΟΥΣ ΘΝΗΤΟΥΣ ΝΑ ΦΤΑΣΟΥΝ ΣΕ ΑΥΤΗΝ. Ο ΘΕΟΣ ΕΔΙΩΞΕ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΠΕΙΔΗ ΠΑΡΕΒΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ, ΜΙΑ ΕΝΤΟΛΗ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ. ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΑΝ ΗΤΑΝ ΝΑ ΜΑΘΟΥΝ, ΝΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΑΔΙΣΤΙΚΑ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥΣ ΕΔΩΣΕ, ΣΤΕΡΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΤΗ ΓΝΩΣΗ. ΚΑΙ Ο ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΣ ΜΑΣ ΟΦΙΣ ΕΙΧΕ ΣΚΟΠΟ ΝΑ ΕΞΑΛΕΙΨΕΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΑΔΙΚΙΑ.

– Τι έχετε να πείτε πάνω σε αυτό, κύριε Θεέ;

– Μα είναι προφανές ότι ο κύριος λέει ψέματα. Ποιον θα πιστέψετε, εμένα που είμαι πανάγαθος ή τον Σατανά που εδώ και εκατομμύρια χρόνια το μόνο που κάνει είναι να σκορπίζει παντού το κακό;

– ΨΕΜΑΤΑ ΛΕΩ; ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΨΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΛΟΥΣ ΟΣΟΥΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΟΛΜΗΣΕΙ ΝΑ ΣΟΥ ΕΝΑΝΤΙΩΘΟΥΜΕ ΣΕ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΜΑΣ ΕΧΕΙΣ ΕΞΟΡΙΣΕΙ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΜΕ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ; ΟΤΙ ΜΑΣ ΕΧΕΙΣ ΔΙΑΒΑΛΕΙ ΣΕ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΟ ΓΙΑ ΝΑ ΦΑΙΝΕΣΑΙ ΕΣΥ ΣΑΝ ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, ΕΝΩ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΣΤΥΓΝΟΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ; ΟΤΙ ΓΟΥΣΤΑΡΕΙΣ ΝΑ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙΣ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΚΑΙ ΝΑ ΓΕΛΑΣ;

– Σας παρακαλώ, ας χαμηλώσουμε λίγο τους τόνους, ας μην ξεφεύγει η συζήτηση από το πλαίσιο της ευπρέπειας.

– Μα τι περιμένετε αγαπητέ μου όταν δίνετε βήμα σε τέτοια κατακάθια; Περιμένετε από τον μέγιστο συκοφάντη Σατανά ευπρέπεια;

– ΤΟΛΜΑΣ ΚΑΙ ΛΕΣ ΕΜΕΝΑ ΣΥΚΟΦΑΝΤΗ; ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΪΝ ΣΕ ΜΕΝΑ ΠΗΓΕΣ ΝΑ ΤΗ ΦΟΡΤΩΣΕΙΣ;

– Συγνώμη, αλλά εγώ αρνούμαι να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση και θα φύγω από το στούντιο.

– Όχι, σας παρακαλώ, μη φεύγετε, έχουμε πολλές ερωτήσεις από τους τηλεθεατές μας…

– Δε με νοιάζει, να μείνουν να αναρωτιούνται, όπως κάνουν εδώ και αιώνες. Αλλά δε φταίει κανένας άλλος, εγώ φταίω που είπα να κατέβω να σας διαφωτίσω.

– ΝΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΣΟΥ, ΘΕΣ ΝΑ ΠΕΙΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΠΕΣΑΝΕ ΟΙ ΜΕΤΟΧΕΣ ΣΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ…

– Ακόμα στη γραμμή είσαι εσύ ρε; Κλείστε τη γραμμή στον κύριο, μη ρίξω σεισμό και τα γκρεμίσω όλα εδώ μέσα!

– ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙΣ ΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓ-*ΚΛΙΚ*τουτ-τουτ-τουτ-τουτ

– Σας παρακαλώ, μη φεύγετε, έχουμε πολλές ερωτήσεις…Ο κόσμος θέλει να μάθει…Μην…Εχμ…Κυρίες και κύριοι, σας ζητάμε συγνώμη γι’αυτό το απρόοπτο, συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές. Ραντεβού την επόμενη εβδομάδα, όπου θα έχουμε μία ακόμα μεγάλη συνέντευξη, αυτή τη φορά με τον Άγιο Βασίλη. Μέχρι τότε, καλό βράδυ. Κι ο Θεός μαζί σας.