Είναι παράξενο το τι κάνουν ορισμένοι άνθρωποι όταν βαριούνται. Άλλοι παίζουν παιχνίδια, άλλοι διαβάζουν βιβλία, άλλοι κοιμούνται, άλλοι μιλούν στο τηλέφωνο ή ξεκινούν να γράφουν σε ένα blog. Κάνουν οτιδήποτε για να σκοτώσουν την ώρα τους. Να “σκοτώσουν” την ώρα τους – τι αστείο που ακούγεται αυτό, ε; Ειδικά άμα είσαι δολοφόνος…

Ναι, λοιπόν, αυτό κάνω εγώ για να “σκοτώσω” την ώρα μου: Σκοτώνω ανθρώπους. Δημιουργώ διάφορα blogs και μέσα από αυτά γνωρίζω άλλους bloggers, τους οποίους μετά σκοτώνω.

Νομίζω ότι σας συστήθηκα ήδη. Είμαι ο περίφημος “Λέων”, ο εγκληματίας που κυνηγάει εδώ και μήνες η Αστυνομία, που μιλάνε όλοι στα παράθυρα των δελτίων ειδήσεων γι’αυτόν. Μου αρέσει αυτό. Μου άρεσε ειδικά στην αρχή, όταν προσπαθούσαν να καταλάβουν από πού βγαίνει το “Λέων”. Άλλοι είπαν ότι βγαίνει από το “Χαμαιλέων”, επειδή κάθε φορά που σκοτώνω χρησιμοποιώ και μια διαφορετική “ταυτότητα”. Μια άλλη εκδοχή ήταν ότι είναι το πραγματικό μου όνομα (μα για τόσο βλάκα με νόμιζαν;), ή ότι είναι συντόμευση του “Λεωνίδας”. Αλλά το καλύτερο το είπε ο Σόμπολος, με την αστεία προφορά του, ότι μπορεί να βγαίνει από το “Ναπολέων”. Πολύ γέλασα όταν το άκουσα αυτό. Άκου “Ναπολέων”…Φυσικά, τίποτα απ’όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Απλά, δανείστηκα το ψευδώνυμό μου από τον αγαπημένο μου συγγραφέα, τον Λέοντα Τολστόι.

Ο Τολστόι είναι το είδωλό μου. Η ιδεολογία του τα συνδύαζε όλα: Ήταν Χριστιανός, αλλά και αναρχικός. Μόνο μία πραγματική ιδιοφυία μπορεί να εφαρμόζει πιστά δύο τόσο αντικρουόμενες μεταξύ τους θεωρίες. Έτσι είμαι κι εγώ: Ένας αναρχικός Χριστιανός. Πιστεύω στον Θεό, όσο πιστεύω και στην αναρχία. Δεν πείθομαι από καμία μορφή εξουσίας, παρά μόνο από τη θεϊκή.

Θα μου πείτε “μα πώς μπορείς να είσαι Χριστιανός και να σκοτώνεις;”. Καλή ερώτηση. Πιστεύω ότι στον άλλο κόσμο, όπως κι αν είναι αυτός, σε βάζουν σε μια ζυγαριά. Η ζυγαριά μετράει αν έκανες περισσότερο καλό ή κακό στους γύρω σου όσο ζούσες. Αν η ζυγαριά γείρει προς τη μεριά του καλού, τότε πας στον Παράδεισο. Αν η ζυγαριά γείρει προς τη μεριά του κακού, τότε δε θέλω να ξέρω τι συμβαίνει. Εγώ είμαι σίγουρος ότι κάνω περισσότερο καλό παρά κακό. Δεν περιμένω να το καταλάβετε αυτό. Και ούτε απολογούμαι για τίποτα – δεν έχω μετανιώσει για αυτά που έχω κάνει. Αν γράφω αυτές τις γραμμές σήμερα είναι για να μάθουν όλοι πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, κι όχι πώς τα λένε οι δημοσιοκάφροι.

Αν έχετε κάποιες άλλες απορίες, είμαι βέβαιος ότι θα λυθούν στη συνέχεια.

Φόνος #1: Φ.Ο.Σ. στο τούνελ

Όλα, λοιπόν, ξεκίνησαν πριν από 4 μήνες. Ήταν 4 Δεκεμβρίου. Σιγά-σιγά η πόλη ετοιμαζόταν να γιορτάσει τα Χριστούγεννα. Όλη αυτή η ελεεινή τελετουργία με τους αγιοβασίληδες και τα φωτάκια. Να προσπαθούν όλοι απεγνωσμένα να φωτίσουν τη μιζέρια τους. Τα σιχαίνομαι αυτά. Και αυτή τη χρονιά τα σιχαινόμουν ακόμα περισσότερο, γιατί δεν μπορούσα να γιορτάσω, ακόμα κι αν ήθελα. Έχοντας πια κλείσει 6 μήνες ανεργίας και με καμία προοπτική να δουλέψω σύντομα, το μόνο που ήθελα ήταν να κλειστώ στο σπίτι μου και να ξαναβγώ μετά τα Φώτα, όταν κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να υποκρίνεται ότι είναι χαρούμενος. Αλλά από την άλλη, ήθελα να κάνω και κάτι χρήσιμο, για μένα και την κοινωνία.

Η μόνη μου διέξοδος στον κόσμο ήταν ο υπολογιστής μου, ένα καβουρδιστήρι που πνέει τα λοίσθια, αλλά είναι αρκετό για να μπορώ να κάνω τα απαραίτητα: Να δω τα e-mail μου, να ενημερωθώ, να κατεβάσω τραγούδια (αλλά κάνουν πάνω από μισή ώρα το καθένα – καταραμένη dial-up) και φυσικά να ανανενώσω το blog μου.

Εκείνη την περίοδο το blog μου, στο οποίο χρησιμοποιούσα το ψευδώνυμο lewn, έκλεινε έναν χρόνο λειτουργίας. Ίσως ήταν το μόνο πράγμα στη ζωή μου που κράτησα τόσο πολύ. Συνήθως ενθουσιάζομαι με κάτι, και μετά από έναν μήνα το πολύ το έχω παρατήσει. Αλλά με το blog παθιάστηκα. Αντάλλασσα απόψεις με αγνώστους, έγραφα για όσα μου άρεσαν και δε μου άρεσαν, ένιωθα ανά πάσα στιγμή ότι ήμουν σε ένα δωμάτιο μαζί με φίλους μου και μιλούσαμε όλη μέρα.

Στις 4 Δεκεμβρίου, λοιπόν, ανέβασα στο blog μου ένα κείμενο, στο οποίο εξηγούσα πώς θα μπορούσε η οικονομική κρίση να αντιμετωπιστεί, αν εφαρμόζαμε το αναρχικό μοντέλο. Όταν πάτησα το “Publish”, πίστευα πως ήταν ένα από τα καλύτερά μου κείμενα. Μετά από 20 λεπτά, είχα την πρώτη απάντηση, από τον Vandalo: “Μπράβο ρε σύντροφε, πέστα! Φωτιά στις τράπεζες και στα αφεντικά!”. Δεν τον ήξερα προσωπικά, αλλά είχε βρει τυχαία το blog μου και σχεδόν πάντα μου έκανε κάποιο σχόλιο, συνήθως αυτού του τύπου. Για να είμαι ειλικρινής, αυτά τα σχόλια πάντα με ενοχλούσαν, γιατί δεν έλεγαν τίποτα ουσιαστικό, δεν προσέθεταν κάτι στο κείμενο. Απλώς το επιδοκίμαζαν.

Πέρασε καμιά ώρα μέχρι να έρθει και δεύτερο σχόλιο, αυτή τη φορά από τον irostrato: “Ωραία τα λες, αλλά μπορούν να εφαρμοστούν στην πράξη;” Ο irostratos μου ήταν πολύ συμπαθής. Αφενός ήταν το ψευδώνυμό του που μου άρεσε πολύ – ο Ηρόστρατος ήταν ένας τρελάρας, ο οποίος έκαψε τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο μόνο και μόνο για να γίνει διάσημος – και αφετέρου μου άρεσαν τα σχόλιά του. Ήταν πιο ουσιαστικά, πάντα ζητούσε διευκρινίσεις για αυτά που έλεγα. Μπορεί να μην είχε τόσες γνώσεις, αλλά εκτιμούσα τη φιλομάθειά του. Του απάντησα, εξηγώντας του πόσο απλό θα ήταν να φέρουμε την αναρχία στην Ελλάδα αν υπήρχε συντονισμένη κίνηση από τους αναρχικούς της χώρας.

Όταν δημοσίευσα την απάντησή μου, είχα ήδη και ένα τρίτο σχόλιο. Αυτό ήταν διαφορετικό από τα άλλα. Έγραφε:

“Αυτά που λες είναι παπαριές. Είσαι επικίνδυνος, κι εσύ και το σινάφι σου. Αυτό που εσύ λες “αναρχία”, στην πραγματικότητα είναι μια ασυδοσία. Αναρχία σημαίνει ανομία. Μια υποτιθέμενη αναρχική κοινωνία θα καταστρεφόταν από μόνη της, από τα ίδια της τα μέλη, που θα στρέφονταν ο ένας εναντίον του άλλου, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι κανείς δεν θα μπορούσε να τους τιμωρήσει. Για ποια “ελευθερία” μιλάς; Ελευθερία είναι να μπορείς να ψηφίσεις αυτόν που θες να σε κυβερνήσει. Ελευθερία είναι να μπορείς να κυκλοφορείς στους δρόμους χωρίς να κινδυνεύεις να σου επιτεθούν τίποτα κουκουλοφόροι ή μετανάστες. Και αυτό μόνο ένα κόμμα μπορεί να το κάνει: Το ΛΑ.Ο.Σ.! Όλοι χέρι-χέρι με τον Καρατζαφέρη!”

Πρώτα απ’όλα, δεν ήξερα ποιος ήταν αυτός ο fostiras που μου έκανε το σχόλιο. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κανένας πωρωμένος οπαδός του Φωστήρα στο ποδόσφαιρο, όμως η τελευταία πρόταση δεν άφηνε και πολλά στη φαντασία: Εννοούσε ότι ανήκε στον Φ.Ο.Σ., τη φοιτητική παράταξη του ΛΑ.Ο.Σ. Κι έπειτα, τι δουλειά είχε στο blog μου, στον δικό μου χώρο ένα τέτοιο ακροδεξιό στοιχείο;

Φυσικά, διέγραψα το σχόλιο. Ήταν κάτι που δεν είχε χρειαστεί να κάνω ποτέ πριν, αλλά αυτή τη φορά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Με ενοχλούσε αυτό που έκανα, γιατί ουσιαστικά ήταν σαν να εφάρμοζα μια μορφή “εξουσίας”, δηλαδή την εξουσία μου να λογοκρίνω ό,τι δε μου αρέσει στο blog μου. Ήμουν σε σύγχυση. Έκλεισα για καμιά ώρα τον υπολογιστή, για να ηρεμήσω λίγο.

Τον άνοιξα ξανά μετά από μισή ώρα, έχοντας αποφασίσει ότι καλά έκανα και το διέγραψα το σχόλιο, με την πρόφαση ότι είχε μέσα βρισιά, τη λέξη “παπαριές”. Φυσικά, αυτή η πρόφαση ήταν απλώς το παραπέτασμα πίσω από το οποίο έκρυβα τις τύψεις μου γι’αυτό που είχα κάνει – στο κάτω-κάτω, η λέξη “παπαριές” ήταν η πιο αθώα λέξη που θα έβρισκε κανείς στα κείμενά μου. Είχα ένα νέο σχόλιο. Και ήταν από αυτόν που ευχόμουν να μην είναι, τον fostira.

“Δε ντρέπεσαι ρε να μιλάς για ελευθερία και να φιμώνεις όποιον δε συμφωνεί μαζί σου; Αλλά τι περίμενα από ένα καθίκι σαν εσένα;
Υ.Γ.: Σβήστο κι αυτό το σχόλιο, ρε. Δικό σου είναι το μαγαζί, ό,τι θέλεις κάνεις.”

Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ο fostiras με είχε χτυπήσει εκεί που πονούσα, λες και το ήξερε. Αυτό σήκωνε εκδίκηση.

Διέγραψα το σχόλιο (είχα πάρει πια το κολάι) και έπιασα αμέσως δουλειά. Μπήκα στο blog του fostira και έψαξα ένα προς ένα τα κείμενα που έγραφε, κατά κύριο λόγο ενημερώσεις για τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του Προέδρου και για τις επιθέσεις που δέχεται ο Άδωνις Γεωργιάδης, για να βρω οτιδήποτε θα μπορούσε να με οδηγήσει στην ταυτότητα του fostira.

Η πρώτη αποκάλυψη ήταν και η πιο συγκλονιστική: Ο fostiras ήταν…γυναίκα! Και αυτό δε θα το καταλάβαινα αν δεν έγραφε ότι ήταν ενθουσιασμένΗ με την ομιλία του Καρατζαφέρη ή αηδιασμένΗ από τις λοιδωρίες σε βάρος του Άδωνι. Ευτυχώς που η γλώσσα μας δεν είναι σαν τα αγγλικά.

Στην αρχή κομπλάρισα λίγο. Άλλο να θες να εκδικηθείς έναν άνδρα, κι άλλο να έχεις απέναντί σου μια γυναίκα. Φαίνεται ότι έκρυβα έναν τζέντλεμαν μέσα μου και δεν το ήξερα – ή τουλάχιστον δεν τον έβγαλα ποτέ έξω στα δύο χρόνια που άντεξε η σχέση μου με την Ιφιγένεια. Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, δε σας αφορά.

Παρά το αρχικό σοκ, συνέχισα να ψάχνω. Βρήκα μια φωτογραφία της, που είχε ανεβάσει σε ένα παλιό της κείμενο. Βρισκόταν δίπλα στον Καρατζαφέρη και χαμογελούσε τόσο πολύ, που είχε παραμορφωθεί το πρόσωπό της. Ένα πρόσωπο με πολύ λεπτά χαρακτηριστικά, σχεδόν όμορφα. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της έκαναν μια παράξενη αντίθεση με το κατάλευκο δέρμα της. Ίσως να μπορούσε κανείς να την πει χαριτωμένη, όμως εκείνη την ώρα, με το μίσος που έτρεφα γι’αυτήν, μου έμοιαζε σαν το δαιμονικό ασπρόμαυρο παιδάκι στην “Κατάρα” – τη γιαπωνέζικη βερσιόν, όχι την ιμιτασιόν αμερικάνικη. Αυτή ήταν, λοιπόν, ο στόχος μου.

Το όνομά της δεν το έγραφε πουθενά. Μάλλον της άρεσε η ανωνυμία του Internet, όπως άλλωστε και σε μένα – δεν θα μπορούσα να γράψω αυτά που έγραφα χωρίς αυτή την ανωνυμία, δεν θα μπορούσα καν να γράφω αυτές τις λέξεις τώρα. Έψαξα να βρω άλλες πληροφορίες γι’αυτήν. Και όλες οι πληροφορίες που χρειαζόμουν ήταν στο τελευταίο της κείμενο. Καλούσε τα υπόλοιπα μέλη της παράταξης να παραβρεθούν στην αυριανή έκτακτη συνέλευση της Νομικής, όπου θα ήταν η εισηγήτρια του Φ.Ο.Σ. και τους ζητούσε τη συμπαράσταση και υποστήριξή τους. “Να είστε όλοι εκεί αύριο στις 13:00 στο Αμφιθέατρο 1, για να στηρίξουμε όλοι μαζί την παράταξη, να παλέψουμε για το μέλλον μας, να διεκδικήσουμε αυτό που μας αναλογεί!”, έγραφε μεταξύ άλλων.

Πλέον, το πράγμα ήταν απολύτως σαφές: Την επόμενη μέρα θα την περνούσα στο Αμφιθέατρο 1 της Νομικής, για να δω από κοντά την fostira

Το επόμενο πρωί ξύπνησα κουρασμένος. Ήταν μια δύσκολη νύχτα. Όμως, η απόφαση είχε ήδη ληφθεί – ίσως όχι από μένα, αλλά από κάποιο σκοτεινό μέρος του εαυτού μου, ή ίσως κι από τον ίδιο τον Θεό. Η fostiras έπρεπε να πεθάνει.

Ντύθηκα βαριεστημένα και βγήκα από το σπίτι. Ξαναγύρισα, γιατί είχα ξεχάσει το πορτοφόλι μου – όχι πως είχε και πολλά λεφτά, ίσα-ίσα για να πάρω δύο εισιτήρια. Εκείνη την ώρα δεν κατάλαβα την ειρωνεία, αλλά τώρα που το σκέφτομαι μου φαίνεται αστείο: Ένας επίδοξος δολοφόνος φοβόταν να μπει στο μετρό χωρίς εισιτήριο. Ναι, είναι αστείο.

Μέσα στο μετρό, όλοι φαίνονται ίδιοι: Ένας δικηγόρος, μία νοικοκυρά, ένας φοιτητής, μία κομμώτρια, ένας δολοφόνος – κανείς δεν ξεχωρίζει. Αυτό με βόλευε αρκετά εκείνη την ώρα, και με βόλεψε ακόμα περισσότερο σε επόμενους φόνους.

Προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα την σκότωνα. Δεν είχα στα χέρια μου κανένα φονικό όπλο – εκτός κι αν της έχωνα το κλειδί του σπιτιού μου στο λαιμό. Μπα, δεν είναι αρκετά μεγάλο. Μήπως αν την στραγγάλιζα; Όχι, δεν ήξερα πού ακριβώς έπρεπε να βάλω τα χέρια μου. Η αλήθεια είναι πως ήμουν εντελώς απροετοίμαστος. Αλλά είχα τρακ, ήταν μόλις ο πρώτος μου φόνος. Εσείς δηλαδή νιώθατε άνετα την πρώτη μέρα στο σχολείο;

Μέχρι να φτάσει το μετρό στο Πανεπιστήμιο, δεν είχα ακόμα αποφασίσει πώς θα την σκότωνα. Όταν άνοιξαν οι πόρτες και βγήκα στην αποβάθρα, σκέφτηκα μήπως την έσπρωχνα μπροστά από το μετρό την ώρα που έφτανε στο σταθμό. Αλλά πώς θα το έκανα αυτό χωρίς να με δει κανείς; Κι εξάλλου, πώς ήξερα ότι θα έπαιρνε το μετρό; Δεν ήξερα καν πού έμενε.

Είχα κι άλλες τέτοιες τρελές ιδέες: Να την ρίξω μπροστά από καμιά νταλίκα, να της βάλω τρικλοποδιά και να τσακιστεί στις σκάλες της Νομικής και άλλα τέτοια χαριτωμένα. Όλα εντελώς ανέφικτα. Πρώτη φορά ενιωθα άσχημα που δεν είχα αυτοκίνητο, αν και ήταν επιλογή μου να μην πάρω ποτέ δίπλωμα οδήγησης. Γιατί τότε τα πράγματα θα ήταν πιο απλά: Θα την χτυπούσα με το αυτοκίνητο και μετά θα έφευγα γκαζώνοντας. Αλλά και πάλι, δε σκεφτόμουν σαν κανονικός δολοφόνος, αλλά σαν δολοφόνος του Χόλιγουντ, σκεφτόμουν περισσότερο την εντύπωση παρά την ουσία.

Η ώρα ήταν 12.15 όταν έφτασα έξω από τη Νομική. Ήταν νωρίς ακόμα, η συνέλευση ξεκινούσε στη 13.00. Αλλά σίγουρα η fostiras θα ερχόταν νωρίτερα, στο κάτω-κάτω ήταν και η εισηγήτρια της παράταξής της. Ήμουν σίγουρος ότι θα την αναγνώριζα αμέσως, αν και είχα δει μόνο μια φωτογραφία της, κι αυτή δεν ήξερα καν πόσο πρόσφατη ήταν. Κάθησα στο παγκάκι απέναντι από την είσοδο της Νομικής και την περίμενα.

Όπως ήταν φυσικό, στις 12.55, σαράντα λεπτά αργότερα, δεν την είχα εντοπίσει ακόμα. Πέρασαν πολλές φοιτήτριες από μπροστά μου, αλλά καμία δεν της έμοιαζε. Όμως δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Σε 5 λεπτά η συνέλευση θα ξεκινούσε – υποτίθεται. Μπήκα στο χώρο της Νομικής και άρχισα να ψάχνω το Αμφιθέατρο 1. Δε δυσκολεύτηκα να το βρω.

Στο αμφιθέατρο γινόταν χαμός. Πριν καν ξεκινήσει η διαδικασία, τα κομματόσκυλα είχαν ήδη λάβει θέσεις κοντά στον πίνακα και γάβγιζαν το ένα στο άλλο. Πάντα σιχαινόμουν τις φοιτητικές συνελεύσεις. Στη σχολή κου δεν πήγα ποτέ σε συνέλευση. Ποτέ δεν έκανα παρέα με οποιονδήποτε ανήκε σε κάποια παράταξη και σχεδόν ποτέ δεν τους μιλούσα (αν και αυτό δεν τους πτοούσε ιδιαίτερα – δεν είναι ανάγκη να μιλήσεις σε ένα κομματόσκυλο, σου μιλάει πάντα αυτό πρώτο). Το κλίμα μύριζε μπαρούτι.

Έπιασα μια θέση κάπου στη μέση του αμφιθεάτρου – αρκετά πίσω για να μη με πετύχει καμιά ιπτάμενη καρέκλα, και αρκετά μπροστά για να μπορώ να εντοπίσω το θύμα μου. Κοίταξα γύρω. Στα αριστερά μου καθόταν μια νεαρή φοιτήτρια, που φορούσε ένα κατακόκκινο μπολερό – χαρακτηριστικό μέλος της Πανσπουδαστικής. Είχε πιάσει κουβέντα με κάποιον μάλλον μεγαλύτερό της, μάλλον μέλος της ΠΑΣΠ ή της ΔΑΠ, κρίνοντας από το ακριβό πουκάμισο που φορούσε. Είχαν μια πολιτισμένη συζήτηση, παρά τις αβυσσαλέες ιδεολογικές (και ενδυματολογικές) διαφορές τους. Κάτι που προφανώς σήμαινε ότι ήταν κατώτερα στελέχη των παρατάξεών τους, γιατί στο Πανεπιστήμιο όσο περισσότερο φωνάζεις, τόσο πιο ψηλά ανεβαίνεις στην ιεραρχία.

Έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. Λογικά, η fostiras θα ήταν κάπου μπροστά, εκεί που γινόταν η φασαρία. Προσπάθησα να την βρω, αλλά δεν ήταν εύκολο. Γύρω από την έδρα είχαν μαζευτεί περίπου 20 άτομα από όλες τις παρατάξεις και φώναζαν. Προσπάθησα να καταλάβω ποιο ήταν το θέμα της διαφωνίας τους, αλλά το μόνο που άκουγα ήταν άναρθρες κραυγές. Κοίταξα καλύτερα, μήπως την έβλεπα μέσα σε αυτόν τον όμιλο. Δεν την βρήκα.

Κάθησα αναπαυτικά στο έδρανό μου και περίμενα να ξεκινήσει η συνέλευση, κάτι που έγινε μετά από 20 μαρτυρικά, για τα αυτιά μου, λεπτά. Η fostiras ακόμα άφαντη. “Αποκλείεται”, σκέφτηκα. “Είναι εδώ και δεν την έχω δει”. Δεν ήταν δυνατόν η εισηγήτρια της παράταξης να είχε καθυστερήσει.

Μην έχοντας άλλη επιλογή, έμεινα να παρακολουθήσω τη συνέλευση. Κάποιες από τις παρατάξεις ήθελαν να κλείσουν τη σχολή και να προχωρήσουν σε κατάληψη, ενώ άλλες τόνιζαν ότι δεν έπρεπε να χαθεί το εξάμηνο και μιλούσαν για τρομοκρατία. Οι άλλοι αντέδρασαν και τους είπαν φασίστες, οι “φασίστες” έκαναν λόγο για “σταλινικές πρακτικές” και ακολούθησε γενική σύρραξη. Δε χρειαζόταν πολλή φαντασία για να καταλάβει κανείς ότι θα έφταναν εκεί τα πράγματα.

Είχε ήδη περάσει πάνω από μία ώρα προτού η συνέλευση αρχίσει να γίνεται ενδιαφέρουσα για μένα. Ήταν η στιγμή που κλήθηκε να μιλήσει η “εισηγήτρια του Φ.Ο.Σ.”. Ακούστηκαν κάποιες αποδοκιμασίες, ενώ κάποιος που καθόταν δύο σειρές μπροστά μου φώναξε δυνατά: “Έλα ρε Φωτεινή, πέστα!”. Φωτεινή, λοιπόν…Τι παράξενο: Εισηγήτρια του Φ.Ο.Σ. και fostiras η Φωτεινή!

Η κοπέλα που ανέβηκε στο βήμα ήταν τόσο διαφορετική από αυτήν που είχα δει στη φωτογραφία, που για λίγο πίστεψα πως η αληθινή fostiras ήταν άρρωστη με 39 πυρετό στο σπίτι της και στη θέση της είχε έρθει κάποια άλλη. Γιατί η Φωτεινή ήταν ξανθιά, ενώ αυτή που είχα δει στη φωτογραφία ήταν μελαχρινή. Επίσης, η Φωτεινή είχε πιο σκούρα επιδερμίδα από αυτήν στη φωτογραφία.

Την κοίταζα με τόση προσήλωση την ώρα που μιλούσε, ώστε δεν άκουσα ούτε μία λέξη από όσα έλεγε. Απλώς κοιτούσα το πρόσωπό της και προσπαθούσα να καταλάβω αν ήταν η ίδια ή όχι. Όταν κουράστηκαν τα μάτια μου (δε θυμάμαι να τα έχω κρατήσει ανοιχτά ποτέ για τόση ώρα), τα έκλεισα και άκουσα για λίγο αυτά που έλεγε. Μετά από λίγο, άνοιξα και πάλι διάπλατα τα μάτια μου από έκπληξη. Γιατί η Φωτεινή είπε:

“Όλοι αυτοί που μας το παίζουν απελευθερωτές και προοδευτικοί, και λένε εμάς φασίστες και συντηρητικούς, είναι οι χειρότεροι υποκριτές. Διάβαζα χθες ένα κείμενο που είχε ανεβάσει ένας τέτοιος στο Internet και του απάντησα ότι αυτά που γράφει είναι αντιφατικά και ανέφικτα και μαντεύετε τι έκανε; Διέγραψε το σχόλιο! Αυτή είναι η δημοκρατία τους! Θα αφήσουμε τη σχολή στο έλεός τους;”

Την ώρα που άλλοι την αποδοκιμάζαν και άλλοι τη χειροκροτούσαν, εγώ απλώς την κοιτούσα: Αυτή ήταν. Διαφορετική απ’ό,τι την περίμενα, αλλά αυτή.  Το μόνο που είχα να κάνω πλέον ήταν να μην την αφήσω από τα μάτια μου.

Σε όλη τη συνέλευση, η Φωτεινή ήταν παντού μέσα. Έπαιρνε κάθε τόσο το λόγο και κεραυνοβολούσε τους κομμουνιστές, τους αναρχικούς και αυτούς που τους υποστηρίζουν. Μου φάνηκε πολύ περίεργο να είναι κάποιος ακροδεξιός στα 20 του χρόνια. Δηλαδή στα 40 τι θα είναι; Ο νέος Χίτλερ; Δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω αυτήν την πιθανότητα.

Λοιπόν, ξέρετε κάτι; Για να έχετε φτάσει ως εδώ, μάλλον δεν σας ενδιαφέρει να ακούσετε τι έγινε στη συνέλευση. Είμαι κουραστικός, το ξέρω. Αλλά θα σας κάνω το χατίρι και θα περάσω σε fast forward το υπόλοιπο της συνέλευσης, φτάνοντας περίπου στις 5 το απόγευμα, όταν η συνέλευση ολοκληρώθηκε.

Η Φωτεινή πήρε την τσάντα της από ένα έδρανο και πήγε προς την έξοδο, χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Ήταν εμφανώς απογοητευμένη από τη συνέλευση. Την ακολούθησα διακριτικά. Συνέχισα να την ακολουθώ καθώς έβγαινε από τη Νομική και κατευθυνόταν προς τον σταθμό του μετρό. Και την ακολούθησα καθώς κατέβηκε τις σκάλες και έφτασε στην αποβάθρα. Την ακολούθησα στο βαγόνι που μπήκε και την ακολούθησα όταν βγήκε στην Ομόνοια και κατευθύνθηκε προς τον ηλεκτρικό. Την ακολούθησα και στον ηλεκτρικό, μπήκα στο ίδιο βαγόνι μαζί της και κατέβηκα στον σταθμό που κατέβηκε: Στα Πατήσια.

Από εκεί και πέρα, η παρακολούθηση ήταν πολύ πιο δύσκολη. Μέσα στην πολυκοσμία δεν ήταν δύσκολο να μη γίνω αντιληπτός, αλλά στους στενούς δρόμους των Πατησίων έπρεπε να προσπαθήσω πολύ για να μη με καταλάβει. Ίσως αν δεν περπατούσε τόσο γρήγορα, φανερά εκνευρισμένη, ή αν έμενε πιο μακριά να μην τα κατάφερνα.

Όμως, 300 μέτρα μακριά από τον σταθμό του τρένου, η Φωτεινή σταμάτησε έξω από μια παλιά πολυκατοικία. Άνοιξε την τσάντα της και άρχισε να ψάχνει τα κλειδιά της. Ήταν η ευκαιρία μου. Την ώρα που έβρισκε τα κλειδιά της και ετοιμαζόταν να ανοίξει την εξώπορτα, εμφανίστηκα πίσω της. Μάλλον τρόμαξε όταν με αντιλήφθηκε, γιατί γύρισε απότομα και με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. Της χαμογέλασα για να την καθησυχάσω, και μου χαμογέλασε κι αυτή. Ήταν η πρώτη φορά που έμοιαζε στα μάτια μου έστω και λίγο γοητευτική. Μάλλον δε μοιάζω με δολοφόνο, γιατί αν ήξερε τις προθέσεις μου σίγουρα δε θα με άφηνε να μπω στην πολυκατοικία. Μπήκαμε μαζί στο απαρχαιωμένο ασανσέρ.

“Σε ποιον όροφο πηγαίνετε;”, με ρώτησε.
“Στον τέταρτο”, της απάντησα, ποντάροντας στο 80% των πιθανοτήτων που είχα να μη μένει σε αυτόν τον όροφο.
“Α, στον Βασίλη, ε;”, μου είπε πατώντας το “3″. Ώστε έμενε στον τρίτο.
“Ναι, πώς το ξέρετε;”, της είπα με προσποιητή απορία, πατώντας το “4″.
“Ε, είναι γνωστό ότι κάθε βράδυ διοργανώνει τουρνουά Pro Evolution σπίτι του!”, μου είπε γελώντας. Γέλασα κι εγώ.

Εκείνη την ώρα, το ασανσέρ έφτασε στον τρίτο όροφο. Εκείνη βγήκε και ετοιμάστηκε να με αποχαιρετήσει, όταν με είδε να βγαίνω κι εγώ από το ασανσέρ. Διάβασα την απορία στο βλέμμα της.

“Δεν πειράζει, θα κατέβω κι εγώ εδώ και θα πάω με τις σκάλες. Δεν είναι τίποτα ένας όροφος. Εξάλλου, έχω φοβία με τα ασανσέρ. Δεν μπορώ να είμαι μόνος μου”, βρήκα την πιο πρόχειρη δικαιολογία. Η Φωτεινή δε φάνηκε να το πίστεψε. Μάλλον νόμιζε ότι τη φλέρταρα, γιατί χαμογέλασε πάλι και κοκκίνισε λίγο.

Ήμουν τόσο κοντά στο σημείο που ήθελα, κι ακόμα δεν είχα σκεφτεί πώς θα τη σκότωνα. Τόσο ανοργάνωτος ήμουν. Κοίταξα γύρω μου μπας και βρω έμπνευση. Η Φωτεινή κατευθυνόταν προς την άλλη άκρη του διαδρόμου. Την ακολούθησα.

“Ελπίζω να είσαι καλός στο Pro, γιατί ο Βασίλης είναι άσος!”, μου είπε χαριτωμένα.
“Έχεις παίξει μαζί του;”, της είπα για να κερδίσω χρόνο, παρατηρώντας τις σκάλες, στις οποίες υποτίθεται ότι θα ανέβαινα.
“Α, εγώ δεν ξέρω από ποδόσφαιρο, είμαι άσχετη απ’αυτά”, μου απάντησε.

Σκάλες, πόρτες, τοίχοι…Κοιτούσα γύρω μου προσπαθώντας να βρω ένα στοιχείο. Τίποτα.

Σταματήσαμε και οι δύο μπροστά από τις σκάλες.Εγώ (υποτίθεται) για να ανέβω πάνω, και αυτή γιατί το διαμέρισμά της ήταν ακριβώς απέναντι από τις σκάλες. Μήπως αυτό με βόλευε;

“Λοιπόν, καλή διασκέδαση”, μου είπε χαμογελώντας.
“Ευχαριστώ”, της είπα ανταποδίδοντας το χαμόγελο. Την είδα να βγάζει τα κλειδιά της καθώς ανέβαινα πολύ αργά τα σκαλοπάτια. Με κοίταξε πριν ανοίξει την πόρτα και χαμογέλασε. Της χαμογέλασα ξανά. Άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα και την έκλεισε.

Ή μάλλον προσπάθησε να την κλείσει. Γιατί με ένα γρήγορο άλμα, πήδηξα από τα σκαλιά στην πόρτα της και την άνοιξα διάπλατα. Δεν πρόλαβε να φωνάξει. Την φίμωσα αμέσως με το ένα χέρι μου, ενώ με το άλλο έκλεισα την πόρτα. Όλα πήγαιναν κατ’ευχήν.

Και τώρα; Να της μιλήσω; Να απαντήσω στις απορίες που ζωγραφίζονταν στα μάτια της; Ή να κάνω τη δουλειά μου και να φύγω; Ή μήπως να την αφήσω ήσυχη και να γυρίσω; Όχι, αυτή η επιλογή δεν ήταν διαθέσιμη – με είχε δει, δεν υπήρχε γυρισμός. Από τη μία ήθελα να της πω γιατί είχα φτάσει ως το σπίτι της, να της εξηγήσω τι είχα εναντίον της, αλλά από την άλλη ήθελα να τελειώνω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Κρατώντας πάντα το στόμα της φιμωμένο, την οδήγησα στον τοίχο. “Να εύχεσαι η ζυγαριά να κάνει λάθος”, της είπα τελικά. Με κοίταξε όλο απορία – όχι μόνο δεν της είχα λύσει τις απορίες, αλλά της είχα δημιουργήσει και άλλες. Αλλά δεν προλάβαινα να της απαντήσω. Την κατεύθυνα προς το μπαλκόνι. Αντιστεκόταν και κλωτσούσε καθώς την έσερνα, αλλά δεν είχε αρκετή δύναμη για να με σταματήσει. Μούγκριζε δυνατά, όχι όμως αρκετά δυνατά για να την ακούσει κανένας άλλος εκτός από μένα. Άνοιξα την μπαλκονόπορτα και κοίταξα τα απέναντι μπαλκόνια. Σιγουρεύτηκα ότι δε με βλέπει κανείς και έβγαλα και τη Φωτεινή έξω. Την σήκωσα με τη βία στα πόδια της. Συνέχισε να αντιστέκεται, έχοντας πια καταλάβει τι σκόπευα να κάνω. Μούγκρισε πιο δυνατά από ποτέ. Ίσως κάποιος να την άκουσε εκείνη τη στιγμή. Δεν είχα χρόνο. Την κοίταξα για τελευταία φορά με μίσος και την έσπρωξα με δύναμη από το μπαλκόνι. Δεν τόλμησα να τη δω καθώς έπεφτε – μπορεί κάποιος να με έβλεπε. Άκουσα τη σπαραχτική κραυγή της, και μετά άκουσα έναν κρότο. Ήταν ο κρότος της Φωτεινής, που είχε πέσει στον ακάλυπτο.

Είμαι τυχερός που δε με είδε κανείς καθώς έφευγα – το παραδέχομαι, με βοήθησε και η τύχη στον πρώτο μου φόνο. Οι περισσότεροι ένοικοι είτε δεν ήταν στο σπίτι τους, είτε νόμιζαν ότι ήταν το παιδάκι των από πάνω που έπαιζε πάλι μπάλα στο σαλόνι. Άλλοι μάλλον θα βγήκαν στο μπαλκόνι τους για να δουν τι συνέβη, και μέχρι να πάρουν χαμπάρι τι είχε γίνει, εγώ είχα ήδη εξαφανιστεί.

Επέστρεψα με γρήγορο βήμα στο σταθμό του τρένου. Για πρώτη φορά, ένιωθα τελείως διαφορετικός από όλους τους άλλους που περίμεναν το τρένο για Πειραιά. Ευτυχώς, οι άλλοι δεν το καταλάβαιναν αυτό. Αν και πρέπει να ήμουν ο μόνος σε όλη την αποβάθρα που χαμογελούσε μόνος του, χωρίς προφανή λόγο.

Με το φόνο της Φωτεινής ήμουν τυχερός και για άλλον ένα λόγο: Την επόμενη μέρα ξέσπασαν τα βίαια επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, μετά τη δολοφονία ενός 15χρονου στα Εξάρχεια. Όλη η Αστυνομία και όλα τα κανάλια ασχολήθηκαν με αυτή τη δολοφονία, και κανένας δεν ενδιαφέρθηκε για αυτήν μιας νεαρής φοιτήτριας στα Πατήσια. Φυσικά, ήταν φανερό ότι ήταν δολοφονία, αφού βρέθηκαν τα αποτυπώματά μου στην πόρτα, ενώ υπήρχαν και σημάδια στο πτώμα της Φωτεινής από το σύρσιμο στο πάτωμα. Αλλά όλοι είχαν κάτι πιο σημαντικό να ασχοληθούν.

Και ίσως κανείς να μη σκέφτηκε να ψάξει τα ηλεκτρονικά στοιχεία της Φωτεινής, να δει σε ποιες ιστοσελίδες είχε μπει τις τελευταίες μέρες η Φωτεινή ή τι έγραφε στο blog της ως fostiras. Αλλά και να το σκεφτόταν, τι θα άλλαζε; Ποιος θα υποπτευόταν ένα blog στο οποίο είχε μπει δυο-τρεις φορές; Και ποιος θα υποπτευόταν ότι την είχε σκοτώσει ένας blogger;

Ποιος θα υποπτευόταν ότι το νέο hot όνομα στη λίστα των καταζητούμενων της Αστυνομίας ήταν ο Λέων, ο blogger-δολοφόνος;

Φόνος #2: Έγκλημα στο Κολωνάκι

Υποθέτω ότι το πιο λογικό για έναν άνθρωπο που έχει μόλις διαπράξει φόνο για πρώτη φορά είναι να σοκαριστεί, να μην μπορεί να κοιμηθεί από τις τύψεις και τους εφιάλτες, γενικά να είναι σε κακό χάλι. Αλλά σε μένα δε συνέβη αυτό. Το αντίθετο, θα’λεγα: Χρόνια είχα να νιώσω τόσο καλά. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τα επεισόδια στο κέντρο της Αθήνας, μπορώ να πω ότι ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής μου.

Φυσικά, ήμουν από τους πρώτους που φόρεσαν το full face τους και βγήκαν στα Εξάρχεια για να σπάσουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Είχα καιρό να το κάνω αυτό, μου είχε λείψει. Όπως πάντα, τα ΜΜΕ το έκαναν μεγάλο θέμα, για μερικές βιτρίνες που σπάσαμε και κάτι ψιλοπράγματα που καβαντζώσαμε από μερικά καταστήματα – εγώ προσωπικά πήρα έναν εκτυπωτή από ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά. Μαλακία μου, έπρεπε να πάρω ένα laptop, γιατί το PC μου είναι πιο αργό κι από χελώνα με ρευματισμούς.

Εκείνες τις μέρες, μέχρι τις 7 Δεκεμβρίου το απόγευμα, δεν είχα δει καθόλου τον υπολογιστή μου. Ήμουν όλη μέρα στους δρόμους και στις συγκεντρώσεις των ομοϊδεατών μου. Καθόλου χρόνος για το blog μου.

Όταν άνοιξα, λοιπόν, εκείνο το απόγευμα τον υπολογιστή μου, είδα ότι στο blog μου είχα δύο νέα σχόλια. Το πρώτο ήταν (πάλι) από τον Vandalo, εκείνο τον εκνευριστικό τύπο που ήξερε μόνο να μου λέει “μπράβο”.

Πού χάθηκες, ρε Λέων; Κάτω στην Ερμού ήσουν κι εσύ; Εδώ στη Λαμία τα κάναμε όλα πουτάνα! Βούτηξες τίποτα;”, μου έγραφε. Τι βλάκας! Με αυτά που έγραφε, μπορούσαμε άνετα και οι δύο να καταλήξουμε στη φυλακή – όσο ανίκανοι κι αν είναι οι μπάτσοι, κάτι τέτοια τα παρακολουθούνε. Άλλαξα λίγο το σχόλιο (το έκανα “πού χάθηκες ρε Λέων; Καιρό έχεις να γράψεις!”) και του έστειλα ένα e-mail, όπου του εξηγούσα πως πρέπει να προσέχει τι γράφει στο Internet, γιατί ποιος ξέρει τι μπορεί να πάθει…Από το να τον πιάσει η Αστυνομία, μέχρι να τον σκοτώσει κανένας blogger-δολοφόνος…Αυτό το τελευταίο βέβαια δεν του το έγραψα, αλλά γέλασα όταν το σκέφτηκα.

Το δεύτερο σχόλιο ήταν πάλι από κάποιον άγνωστο, με το ψευδώνυμο axilleas. Ήμουν περίεργος να διαβάσω το σχόλιό του.

“Πόσων χρονών είσαι, ρε παιδί μου; 16; 17; Γιατί αν είσαι παραπάνω, έχεις πρόβλημα. Αυτή τη φάση, την αναρχική, την περνάνε οι έφηβοι
για λίγο και μετά συνέρχονται και επιστρέφουν στη δημοκρατία. Να δεις που σε λίγα χρόνια θα είσαι κι εσύ ένας γιάπης με κοστούμι και χαρτοφύλακα και θα ντρέπεσαι όταν θυμάσαι ότι κάποτε υπήρξες αναρχικός. Αργά ή γρήγορα, όλοι εκεί καταλήγουν. Προσγειώσου στην πραγματικότητα, αγόρι μου…”

Και αυτό το σχόλιο, όπως και το άλλο, της fostiras, με εξόργισε. Αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο η διαφορά ιδεολογίας που με έβγαζε από τα ρούχα μου – λίγο πολύ, όλοι οι μικροαστοί αυτή τη γνώμη έχουν για την αναρχία, ότι είναι μια εφηβική αρρώστια που περνάει. Την έχω συνηθίσει αυτήν την απαξίωση των θλιβερών mainstream μικροαστών, που τη μία ψηφίζουν Νέα Δημοκρατία και την άλλη γκρινιάζουν επειδή η κυβέρνηση (που αυτοί ψήφισαν) δεν κάνει τίποτα.

Όμως αυτό που πραγματικά με ενοχλούσε ήταν το ύφος του. Ήταν φανερό ότι με αντιμετώπιζε σαν κατώτερό του, απευθυνόταν προς εμένα με το ίδιο τουπέ που θα είχε αν απευθυνόταν σε έναν ακρωτηριασμένο ζητιάνο ή στον Πακιστανό που του καθαρίζει με το ζόρι τα τζάμια στο φανάρι. Λες και επειδή ανήκε στην πλειοψηφία, αυτό τον καθιστούσε σημαντικότερο και ανώτερο από μένα.

Μπορεί για άλλους να ήταν αρκετό να σβήσουν το σχόλιο και να ξεχάσουν την ιστορία, ή έστω να του στείλουν ένα υβριστικό e-mail για να τον τρομάξουν. Αλλά για τον Λέοντα, τον blogger-δολοφόνο (εκείνη τη στιγμή το σκέφτηκα, μου φάνηκε πολύ επιβλητικό), μόνο ο θάνατος θα ήταν αρκετός. Ο axilleas έπρεπε να πεθάνει.

Ο axilleas δεν φαινόταν τόσο εύκολη περίπτωση όσο η fostiras, γιατί δεν είχε αφήσει το URL του blog του. Φαίνεται πως ήθελε να αποφύγει μια blogική αντιπαράθεση, για τους δικούς του λόγους. Όμως, ήταν αρκετά βλάκας για να μου αφήσει ένα άλλο εξίσου σημαντικό στοιχείο: το e-mail του.

Είναι από τους βασικούς κανόνες του Internet: Ποτέ μη δίνεις το e-mail σου σε αγνώστους. Είναι σαν να δείχνεις σε έναν διαρρήκτη πού μένεις. Το λιγότερο που μπορεί να πάθεις είναι να πλημμυρίσει το Inbox σου με πάσης φύσεως spam. Και το χειρότερο, φυσικά, είναι να ανακαλύψει τα προσωπικά σου στοιχεία κάποιος που δεν θα ήθελες με τίποτα να τα ανακαλύψει…

Ήταν πολύ εύκολο να τον βρω, τελικά. Το μόνο που χρειαζόταν να κάνω ήταν να πληκτρολογήσω το e-mail του στο Facebook από τον λογαριασμό μου (φυσικά με ψεύτικο όνομα) και το προφίλ του εμφανίστηκε μπροστά μου: Αχιλλέας Τερζής. Ήταν, μάλιστα, τόσο ψώνιο, που είχε το προφίλ του ανοιχτό, να το βλέπει ο καθένας. Μάλλον είχε την κρυφή ελπίδα ότι θα έμπαινε στο προφίλ του κατά τύχη ένα μοντέλο, θα τον ερωτευόταν παράφορα και θα την πήδαγε ασύστολα μέχρι να τη βαρεθεί και να την παρατήσει.

Φύλο: Άντρας
Ημερομηνία Γέννησης: 17 Μαϊου
(δεν έγραφε έτος, το ψώνιο)
Προσωπική κατάσταση: Ελεύθερος
Ενδιαφέρομαι για: Γυναίκες
Ψάχνω για: Ραντεβού, Σχέση
Πολιτικές Απόψεις: Φιλελεύθερος
(όμορφος τρόπος να πεις “δεξιός”)
Θρησκευτικές Πεποιθήσεις: Χριστιανός Ορθόδοξος (βάζω στοίχημα ότι θα το έγραφε και στην ταυτότητά του)
Αγαπημένη Μουσική: Πλούταρχος, Πετρέλης, Ζήνα, Παπαρίζου (εμ τι θα άκουγε, Φαραντούρη;)

Έγραφε και πολλές άλλες πληροφορίες, που δεν τις θυμάμαι πια – πάνε και τόσοι μήνες. Α, και φυσικά είχε και τη φωτογραφία του: Ήταν ένας 30άρης με κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά. Φορούσε κοστούμι και κοιτούσε την κάμερα με λάγνο βλέμμα, προφανώς για να προσελκύσει κορόιδα. Το θέαμα μου προκαλούσε αηδία.

Είχα βρει την αχίλλειο πτέρνα του axillea. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα…

Το επόμενο βήμα ήταν να προσεγγίσω τον Αχιλλέα. Άλλαξα το (έτσι κι αλλιώς ψεύτικο) όνομά του profile μου στο Facebook και το έκανα Lena Sourloulou – Lena γιατί ήταν ό,τι πιο κοντινό μπορούσα να σκεφτώ στο Λέων, και Sourloulou για να φαίνεται ότι δεν είμαι και κορίτσι για σπίτι. Επίσης, άλλαξα στο προφίλ μου το φύλο μου και κάποια άλλα στοιχεία, ώστε να φαίνεται ότι είμαι μια νεαρή νυμφομανής γκόμενα, που ακούει Βανδή και Πλούταρχο στη διαπασών και ενδιαφέρεται για “Ραντεβού”. Α, και φυσικά έβαλα και μια φωτογραφία μιας άγνωστης ξανθιάς κοπέλας, με κοντά μαλλιά και έντονο κραγιόν, την οποία βρήκα μετά από ένα σύντομο google search. Μου φάνηκε πολύ ταιριαστή για την φανταστική περσόνα που μόλις είχα δημιουργήσει.

Αφού, λοιπόν, τα ετοίμασα όλα αυτά, πέρασα στη δράση. Του έστειλα ένα προσωπικό μήνυμα, στο οποίο του έγραφα:

“Mmmmmmmmmm, wraio profile, kai polla yposxwmeno…Kai wraia fwto… ;)

Δεν ήταν δύσκολο να προσποιηθώ τη χαζογκόμενα: Greeklish, ένα προφανές ορθογραφικό λάθος, μια φατσούλα στο τέλος και μπόλικο νάζι. Όποιος έχει κάνει έστω και μία φορά chat στη ζωή του τα ξέρει αυτά.

Του έστειλα ένα friend request και περίμενα. Ευτυχώς, δε χρειάστηκε να περιμένω πολύ. 9 το βράδυ του έστειλα το request, στις 9.30 περίπου το αποδέχτηκε. Ήμουν πλέον φίλος του – όχι πως αυτό ήταν κάτι το ξεχωριστό, αφού απ’ό,τι θυμάμαι είχε κάπου 800-900 ακόμα.

Μισό λεπτό αργότερα, μου έστειλε ένα προσωπικό μήνυμα: “Kai to diko sou profile omorfo einai…Alles fwtografies den exeis?”

Λογικό ήταν να ζητήσει να δει κι άλλες φωτογραφίες – πώς ήξερε ότι δε μιλούσε με καμια 40άρα νοικοκυρά με ρόμπα και μπικουτί στο κεφάλι; Ή, ακόμα χειρότερα, με τον μελλοντικό του δήμιο; Κι εξάλλου, αυτές οι χαζογκόμενες που λυμαίνονται το Facebook πάντα πλημμυρίζουν το profile τους με εκατοντάδες ηλίθιες φωτογραφίες. Μόνο που δεν ήμουν σε θέση να του δείξω άλλες φωτογραφίες. Γι’αυτό, πέρασα στην αντεπίθεση:

“Giati na sou diksw fotografies, ama mporis na dis perisotera apo konta? ;)

Υπέθεσα ότι οι προηγούμενες που είχε βρει μέσω Internet του είχαν βγάλει την πίστη μέχρι να βγουν μαζί του ραντεβού, κι ακόμα περισσότερο μέχρι να πέσουν στο κρεβάτι του, και γι’αυτό σκέφτηκα ότι η υπόσχεση μιας άμεσης στενής επαφής τρίτου τύπου θα λύγιζε τις όποιες αντιστάσεις του.

Πράγματι, μερικά δευτερόλεπτα αργότερα μου μίλησε στο chat του Facebook. Θα περίμενε κανείς να μου πει κάτι ευγενικό, όπως “Γεια σου Λένα, τι κάνεις;”, ή κάτι τέτοιο. Αλλά εδώ μιλάμε για ένα απόβρασμα της κοινωνίας, όχι για τoν Αυτιά – όχι πως το ένα αναιρεί το άλλο.

“Poswn xronwn eisai?”, με ρώτησε ψυχρά.
“De rwtane pote mia kyria tetio pragma!”, του απάντησα, μπαίνοντας στο πετσί του ρόλου. Αλλά γιατί τον ένοιαζε τόσο η ηλικία; Μου φάνηκε παράξενο. Κι έτσι, πριν προλάβει να μου απαντήσει, του έγραψα: “Esi poso thelis na eime?”

Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως: “Eisai panw apo 15?”

Δύο ήταν τα τινά: Ή ήταν ένας νομοταγής πολίτης που ήξερε ότι το σεξ με άτομο κάτω των 15 θεωρείται αποπλάνηση ανηλίκου και ήθελε να αποφύγει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, είτε ήταν παιδεραστής και δεν ήθελε να βρεθεί στο δρόμο του καμία “ώριμη” κυρία. Και σε αυτή τη χώρα οι νομοταγείς πολίτες είναι τόσο λίγοι, που το πρώτο ενδεχόμενο δεν είχε καμία τύχη. Η περίπτωση του Αχιλλέα ξέφευγε πια από την προσωπική βεντέτα. Ήταν μια κοινωνική βεντέτα: Όλοι εναντίον του. Κι εγώ εκπροσωπούσα τους “όλους”. Το χειρότερο έγκλημα του Αχιλλέα Τερζή δεν ήταν ο μικροαστισμός του, ούτε η απαξίωσή του προς εμένα. Ήταν οι αρρωστημένες σεξουαλικές του πράξεις και ο πόνος που προκαλούσε σε ανήλικα παιδιά. Ένιωσα μια πρωτόγνωρη οργή, αλλά και μια ανεξέλεγκτη δίψα για εκδίκηση. Χτύπησα με τόση δύναμη το χέρι μου στο τραπέζι, ώστε το ποντίκι του υπολογιστή έπεσε στο πάτωμα. Αλλά διατήρησα την ψυχραιμία μου και συνέχισα το “παιχνίδι”:

“Eime 14″, του είπα ξερά. Δε φάνηκε να με πιστεύει.
“Fainesai megalyteri sti fwtografia”, μου είπε δύσπιστα.
Όντως, η κοπέλα στη φωτογραφία του προφίλ μου ήταν γύρω στα 20. Έπρεπε να βρω μια δικαιολογία στα γρήγορα.
“Sti foto eine i aderfi mou, exo mpi apo to diko tis account”, είπα τελικά. Νομίζω ότι ήταν καλή ιδέα. Μαλάκωσε λίγο.
“Ki esena pws se lene?” με ρώτησε.
“Sofia”, του είπα το πρώτο γυναικείο όνομα που μου ήρθε στο μυαλό.
“Kai gia pes mou, Sofia, pws sou fanike to profil mou?“, είπε.
“Mou arese poly i fοtografia su”, του είπα. Τσίμπησε.
“Thes na sou steilw kai mia alli fwtografia mou?”, με ρώτησε. Ήξερα πολύ καλά τι είδους φωτογραφία θα έστελνε.
“Nai!“, του απάντησα με προσποιητό ενθουσιασμό. Μου ζήτησε ένα e-mail, κι εγώ του έδωσα ένα από τα 4 που έχω για spam και άλλα τέτοια σκουπίδια. Μετά από λίγο μου έστειλε καμιά δεκαριά φωτογραφίες, στις οποίες μου έδειχνε το πέος του, από 5-6 διαφορετικές γωνίες λήψης, λες και ήταν σταρ του Χόλιγουντ. Δεν άντεξα να δω πέρα από την έκτη φωτογραφία, αυτό ήταν άρρωστο. Ένιωθα σαν να μου μετέδιδε την αηδιαστική του αρρώστια.

“Eides tis fwto?”, με ρώτησε ανυπόμονα.
“Nai, eine poli wrees!”, του είπα (και δεν πίστευα τι έγραφα).
“Exeis xanadei tetoia?”, μου είπε, θέλοντας να δει να είχα εμπειρία.
“Nai, tou mpampa mou”, είπα – το περίμενα ότι κάποια στιγμή θα το ρώταγε αυτό, και είχα ήδη έτοιμη την απάντηση. Θα το έπαιζα κακοποιημένο κοριτσάκι.
“Mmmmmmmm, kai ti sou kanei o mpampas sou?, με ρώτησε. Τον φαντάστηκα να έχει κατεβάσει το μποξεράκι του και να πιάνει ήδη με το χέρι του το διάσημο πέος του.
Δυσκολεύτηκα να απαντήσω. Αλήθεια, τι μπορεί να έχει στο μυαλό του ένας τόσο διεστραμμένος άνθρωπος; Έπρεπε να μπω στη θέση του για να μην αποκαλυφθώ. Και αυτό μου ήταν πολύ δύσκολο. Το σκέφτηκα λίγο, και τελικά έγραψα:
“Mou sikonei ti foustitsa ke pezei me tin tripoula mou”. Έπεσα διάνα.
“Mmmmmmmmmmm…Kai meta? Ti sou kanei meta?”, ξαναρώτησε.
“Meta vgazi to panteloni tou kai mou dixnei to poulaki tou”, του απάντησα. Δεν μπορούσα ούτε να κοιτάξω αυτά που έγραφα.
“Mmmmmmmmmmmmm…Kai meta?“. Ήταν ανυπόμονος. Όμως εγώ είχα ήδη βαρεθεί. Δεν άντεχα άλλο αυτή τη διαστροφή. Γι’αυτό και προσπάθησα να τελειώσω τη συζήτηση.
“Wx, irthe i aderfi mou! Prepi na figo, min katalavi oti mpika apo to account tis!”, του είπα. Προφανώς τρόμαξε στο ενδεχόμενο να μάθει η αδερφή ή οι γονείς της “Σοφίας” για τη μυστική τους συζήτηση, γι’αυτό και δεν προέβαλε καμία αντίσταση, παρότι ήταν εμφανώς ερεθισμένος.
“Entaxei, Sofia. Min peis tipota, etsi? Einai to mikro mas mystiko! :), μου είπε συνωμοτικα.
“Entaxi“, του απάντησα. Και βγήκα από το Facebook. Και μετά έκλεισα τον υπολογιστή – χρειαζόμουν ηρεμία. Είχε πάει 10 το βράδυ. Έπεσα για ύπνο, ελπίζοντας πως δεν θα έβλεπα σε κανέναν εφιάλτη τον Αχιλλέα να μου ανεβάζει τη φουστίτσα και να με βιάζει. Ευτυχώς, δεν τον είδα.

Το επόμενο πρωί, μόλις ξύπνησα, άνοιξα ξανά τον υπολογιστή. Μετά από το κανονικό μου mailbox, κοίταξα και το ψεύτικο, αυτό με τα spam. Ο Αχιλλέας μου είχε στείλει άλλες 15 περίπου φωτογραφίες με το ίδιο περιεχόμενο – προφανώς, τον είχα αφήσει στα κρύα του λουτρού χθες το βράδυ, και έπρεπε κάπως να ξεχαρμανιάσει.

Ούτε που τις κοίταξα. Αντίθετα, έθεσα σε εφαρμογή το σχέδιό μου. Του έστειλα mail, λέγοντάς του ότι και οι άλλες φωτογραφίες που έστειλε ήταν πολύ ωραίες και αν ήθελε το Σάββατο που δεν έχω σχολείο να μου δείξει κι από κοντά το πουλάκι του. Απάντησε μετά από αρκετές ώρες – δεν περίμενα να είναι πρωινός τύπος. Επίσης, δεν περίμενα να είναι και τόσο ηλίθιος, ώστε να με καλέσει στο σπίτι του. Φαίνεται πως ήμουν πολύ πειστικός στο ρόλο μου, γιατί δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για την ταυτότητά μου: Ήμουν η Σοφία. Ούτε που πέρασε από το μυαλό του ότι μπορεί να ήμουν κανένας της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και να τον “ψάρευα”. Ή ακόμα χειρότερα, ο επίδοξος δολοφόνος του.

Με κάλεσε στο σπίτι του εκείνο το Σάββατο το βράδυ. Του είπα πως θα έλεγα στους γονείς μου ότι θα κοιμηθώ σε μια φίλη μου, για να διαβάσουμε. Πολύ ρεαλιστικό, δε νομίζετε; Και πολύ κλισέ, επίσης, αλλά τη δουλειά του την έκανε. Ο Αχιλλέας το πίστεψε. Έπεσε στον λάκκο που του είχα σκάψει. Το μόνο που έμενε ήταν να τον θάψω…

Το “ραντεβού” ήταν προγραμματισμένο για τις 9 το βράδυ. Ο Αχιλλέας έμενε στο Κολωνάκι, την περιοχή που απεχθάνομαι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Όλο αυτό το δήθεν δεν το αντέχω. Την τελευταία φορά που είχα πάει στην περιοχή ήταν για να σπάσω κάτι βιτρίνες, μαζί με κάτι άλλους ομοϊδεάτες μου – με είδα και στην τηλεόραση εκείνο το βράδυ, με πήρε η κάμερα την ώρα που έσπαγα ένα τζάμι με ένα ρόπαλο. 15 nanosecond δημοσιότητας – κι αυτή ήταν μόνο η αρχή.

Αυτή τη φορά προετοιμάστηκα καταλλήλως: Είχα έτοιμο το φονικό μου όπλο, είχα πάρει γάντια και φορούσα αθλητικά παπούτσια, ώστε να τρέξω γρήγορα αν χρειαστεί. Δε θα επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει τα ίδια λάθη της πρώτης φοράς. Δεν υπήρχαν πια δικαιολογίες.

Κατά τις 8 κατέβηκα με το μετρό στον σταθμό Πανεπιστήμιο. Δεν πήγα προς το Κολωνάκι. Αντίθετα, κατευθύνθηκα προς τα Εξάρχεια, την αγαπημένη μου περιοχή. Πάντα σκεφτόμουν πόσο παράξενο είναι να βρίσκονται δίπλα-δίπλα δύο τόσο διαφορετικές περιοχές. Σαν ο Παράδεισος και η Κόλαση να χωρίζονταν από μία απροσδιόριστη γραμμή.

Για περίπου μισή ώρα περπάτησα στα Εξάρχεια, που έμοιαζαν ακόμα σαν βομβαρδισμένα, καθώς δεν είχαν κοπάσει ακόμα τα επεισόδια. Χαριλάου Τρικούπη, Ζωοδόχου Πηγής, Πλατεία Εξαρχείων. Πέρασα κι από το σημείο που σκοτώθηκε ο Αλέξανδρος. Δεν άντεξα να μείνω πολύ, γιατί ένιωθα την ακατανίκητη επιθυμία να σκοτώσω έναν μπάτσο. Ευτυχώς, κρατήθηκα – είχα ήδη μια αποστολή να φέρω σε πέρας.

Όταν ήρθε η ώρα, πήρα όλη την Ακαδημίας, έστριψα στην Ομήρου και βγήκα στη Σκουφά. Λίγα στενά πιο πάνω βρισκόταν το σπίτι του Αχιλλέα – δε θυμάμαι το όνομα του δρόμου, κάποιος αρχαίος πρέπει να ήταν. Έφτασα έξω από την πολυκατοικία στις 20.50, 10 λεπτά νωρίτερα από το ραντεβού.

Κοίταξα τα ονόματα στα κουδούνια. “Τερζής, 20ς όροφος”, έγραφε ένα από αυτά. Εκεί έπρεπε να πάω. Σκέφτηκα αρχικά να εφαρμόσω περίπου το ίδιο κόλπο με την πρώτη φορά: Να περιμένω να βγει ή να μπει κάποιος στην πολυκατοικία, και να μπω μαζί κι εγώ, χωρίς να γίνω αντιληπτός από τον Αχιλλέα. Αλλά αν δεν ερχόταν κανείς; Δεν μπορούσα να το αφήσω πάλι στην τύχη. Γι’αυτό σκέφτηκα κάτι άλλο, ίσως όχι καλύτερο, αλλά οπωσδήποτε πιο σίγουρο.

Φόρεσα τα γάντια και χτύπησα το κουδούνι του. Ευτυχώς, η πολυκατοικία ήταν σχετικά παλιά και δεν είχε θυροτηλεόραση. Ρώτησε “ποιος είναι” από το θυροτηλέφωνο – μου φάνηκε πολύ ευγενική η φωνή του. Του απάντησα, με όσο πιο ψιλή φωνή μπορούσα, “η Σοφία”. Μου άνοιξε χωρίς να πει κουβέντα. Τον φαντάστηκα με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά να περιμένει την υψηλή του προσκεκλημένη – πού να ήξερε…

Κατευθύνθηκα προς το ασανσέρ, περπατώντας με όσο το δυνατόν πιο απαλά βήματα – ένα κορίτσι 14 χρονών δεν κάνει το έδαφος να τρέμει στο πέρασμά της. Δε χρειάστηκε να το καλέσω, ήταν ήδη εκεί. Μπαίνοντας μέσα, άκουσα μια πόρτα να ανοίγει – προφανώς, αυτή του Αχιλλέα. Πάτησα το “2″ και, όταν το ασανσέρ έφτασε στον δεύτερο όροφο, ξεκίνησε η παράσταση.

Χτύπησα με λίγη δύναμη την πόρτα, τόσο ώστε να μην ανοίξει, αλλά και να ακουστεί ο θόρυβος. Τη χτύπησα άλλες δύο φορές. Τράβηξα την προσοχή του.

“Τι έγινε, κόλλησε;”, είπε σχεδόν ψιθυριστά. Δεν ήθελε να ξεσηκωθεί ολόκληρη η πολυκατοικία, για ευνόητους λόγους. Και φυσικά δεν το ήθελα ούτε εγώ, για τους δικούς μου λόγους.

Φοβήθηκα ότι αν άκουγε από κοντά την “κοριτσίστικη” φωνή μου ίσως να με καταλάβαινε, γι’αυτό και δεν του απάντησα. Αντίθετα, χτύπησα ξανά την πόρτα του ασανσέρ. Τον άκουσα να περπατάει προς το μέρος μου. Τον είχα φέρει εκεί που ήθελα. Και έκανε ακριβώς αυτό που περίμενα να κάνει: Δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα. Και φυσικά, δε βρήκε καμία αντίσταση.

Άνοιξε την πόρτα σιγά-σιγά, ψιθυρίζοντας κάτι σαν “να, βρε, ανοιχτή ήταν”. Αλλά δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει. Πετάχτηκα γρήγορα από το ασανσέρ και χύμηξα πάνω του. Πριν προλάβει να φωνάξει, του έκλεισα γερά το στόμα με το χέρι και του κόλλησα το κεφάλι στον τοίχο. Με το άλλο χέρι, έβγαλα από το μπουφάν μου το φονικό μου όπλο: Ένα μεγάλο μαχαίρι.

Είδα τα μάτια του να γουρλώνουν και να ζητούν οίκτο. Όμως αυτό είναι το κακό με τη συγνώμη: Τη ζητάς πάντα αφού έχεις κάνει τη μαλακία σου, και ελπίζεις ότι ο άλλος θα σε λυπηθεί και θα σε ανεχτεί ξανά όταν ξανακάνεις τη μαλακία σου. Όμως λίγοι αξίζουν αυτόν τον οίκτο. Κι ο Αχιλλέας Τερζής δεν ήταν ένας από αυτούς.

Τον κοίταξα με μίσος. Δε χρειαζόταν να πω τίποτα αυτή τη φορά. Ήξερε το έγκλημά του. Απλώς έχωσα το μαχαίρι στην καρωτίδα του – ευτυχώς που στον Στρατό μας είχαν μάθει πού είναι η καρωτίδα, για να σημαδεύουμε εκεί με το όπλο. Πού να φανταζόμουν ότι θα μου χρησίμευε κάποτε…

Ο θάνατος ήταν σχεδόν ακαριαίος. Σταμάτησε να μουγκρίζει και το άψυχο σώμα του σωριάστηκε στο πάτωμα μόλις τραβήχτηκα μακριά του. Θα μπορούσα να έχω αφήσει το μαχαίρι πάνω του – έτσι κι αλλιώς δεν είχε αποτυπώματα, δεν κινδύνευα να με πιάσουν. Αλλά το πήρα, περισσότερο για ενθύμιο, και το ξαναέβαλα στο μπουφάν μου, αφού το σκούπισα λίγο στο μποξεράκι του – ναι, δε φορούσε παντελόνι. Εξάλλου, σε λίγη ώρα υπολόγιζε να βγάλει και το μποξεράκι, οπότε γιατί να φοράει περιττά ρούχα;

Άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Είχα σταγόνες αίματος στην μπλούζα μου, που μπορούσαν να με προδώσουν. Κούμπωσα καλά το μπουφάν μου, που είχε κι αυτό κάποιες πιτσιλιές, αλλά δε φαινόντουσαν τόσο. Έβγαλα και τα γάντια, για να μη μοιάζω σαν δολοφόνος. Πάει κι αυτό.

Του έριξα ακόμα ένα υποτιμητικό βλέμμα φεύγοντας. Ήταν ο δικός μου επικήδειος για του λόγου του. Και πολύ του ήταν. Την ώρα που έκλεισε η πόρτα του ασανσέρ πίσω μου, άκουσα από την ανοιχτή πόρτα του Αχιλλέα το κουδούνι του να χτυπάει. Ποιος μπορεί να ήταν τέτοια ώρα; Και δεν του είχε πει ο Αχιλλέας για το “πάρτυ”; Αυτό δεν ήταν καλό.

Πάτησα το “0″ στο ασανσέρ και έφτασα στο ισόγειο. Βγαίνοντας από το ασανσέρ, είδα έναν μεσήλικα στην εξώπορτα, να πατάει και να ξαναπατάει το κουδούνι του Αχιλλέα Τερζή. Του άνοιξα την εξώπορτα.

“Καλησπέρα”, του είπα. “Τον Αχιλλέα θέλετε;”
“Ναι”,
μου απάντησε παραξενεμένος, “μου είχε πει να τον συναντήσω στις 9, αλλά δεν απαντάει στο κουδούνι”.

Ήταν απίστευτο: Είχα μπροστά μου ακόμα έναν παιδεραστή. Και ακόμα μια ευκαιρία (αλλά και υποχρέωση) για έναν φόνο. Έθεσα σε εφαρμογή ένα νέο σχέδιο.

“Πάνω είμαστε, απλά έχει χαλάσει το κουδούνι και με έστειλε να σας ανοίξω”, του είπα εφευρίσκοντας μια καλή δικαιολογία.
“Α, έτσι…Κι εγώ ανησύχησα”, είπε εμφανώς ανακουφισμένος. Μετά το πρόσωπό του πήρε μια παράξενη έκφραση. “Έχει έρθει;”, με ρώτησε με νόημα.
“Ναι, ήρθε…Θα σας μείνει αξέχαστη”, του απάντησα με (εντελώς διαφορετικό) νόημα.

Μπήκαμε στο ασανσέρ. Εγώ πρώτος, αυτός μετά από μένα. Πάτησε το “2″. Γύρισε την πλάτη του προς εμένα για να κοιτάζει την πόρτα, κι αυτό με βόλευε αφάνταστα. Γιατί μου έδωσε αρκετό χρόνο να ξαναβγάλω το μαχαίρι από την τσέπη του μπουφάν. Μόλις το ασανσέρ έφτασε στον δεύτερο όροφο, του έπιασα το στόμα με το αριστερό χέρι και με το δεξί τον μαχαίρωσα στον σβέρκο. Και το έκανα γύρω στις 10 φορές, για να σιγουρευτώ ότι είχε πεθάνει.

Μετά τη δέκατη μαχαιριά, έπεσε νεκρός στο πάτωμα του ασανσέρ. Φόνος σε ασανσέρ…Ούτε που το είχα φανταστεί, αλλά τελικά μου άρεσε. Μόνο που υπήρχε ένα πρόβλημα: Πλέον, είχα γεμίσει αίματα, όχι μόνο στην μπλούζα, αλλά και στο μπουφάν, και στο παντελόνι, ακόμα και στα αθλητικά μου παπούτσια. Δεν ήταν δυνατόν να γυρίσω όπως είχα έρθει. Κάτι έπρεπε να κάνω.

Δεν μπορούσα να πάρω τα δικά του ρούχα, ή του Αχιλλέα, γιατί ήταν μες στα αίματα. Μπορούσα, όμως, να μπω στο διαμέρισμα του Αχιλλέα από την ανοιχτή πόρτα και να αλλάξω στα γρήγορα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω.

Πράγματι, μπήκα στο διαμέρισμά του, βρήκα την κρεβατοκάμαρα (είχε διπλό κρεβάτι, φυσικά) και άνοιξα τα ντουλάπια του. Τελικά, βρήκα ένα πουκάμισο και ένα παντελόνι στο νούμερό μου, καθώς και ένα ακριβό παλτό για να βάλω από πάνω. Δε θυμάμαι να έχω αλλάξει ρούχα τόσο γρήγορα. Ο χρόνος με πίεζε.

Ευτυχώς, πρόλαβα. Στις 21.05 ήμουν ξανά έξω από την πολυκατοικία. Δέκα και κάτι λεπτά, αυτό ήταν όλο. Ευτυχώς, δεν πέρασε κανένας από τους ενοίκους της πολυκατοικίας εκείνη την ώρα. Όχι πως θα πάθαινα τίποτα. Το πολύ-πολύ να αναγκαζόμουν να κάνω έναν ακόμα φόνο. Ναι. είχα εθιστεί και επισήμως στους φόνους…

Γύρισα στο σπίτι όπως ακριβώς είχα πάει μέχρι εκεί, με το μετρό. Πάλι έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει, ενώ όλοι οι άλλοι ήταν ανέκφραστοι. Θα με πέρασαν για τρελό ή για ερωτευμένο. Δε με πειράζει καθόλου – αρκεί να μη με πέρασαν για δολοφόνο.

Όταν έφτασα σπίτι έβγαλα τα ρούχα του Αχιλλέα – τα κράτησα σαν ενθύμιο. Ποιος θα τα αναζητούσε στο σπίτι μου; Έκανα ένα καλό μπάνιο και μετά άνοιξα τον υπολογιστή, ελπίζοντας να βρω το επόμενο θύμα του Λέοντα, του blogger-δολοφόνου...

7 Σχόλια to “Λέων, ο blogger-δολοφόνος”

  1. Crazy Athens Says:

    Αμαν!! Τι φαντασία είναι αυτή? Είμαι φαν αστυνομικών σειρών του στυλ Csi και The Closer και ήταν λες και έβλεπα ένα απο τα επεισόδια, εκεί που έχουν βρεί το κομπιούτερ του ύποπτου και διαβάζουν το blog του και φρίτουν! Μήπως πρέπει να αλλάξω e-mail για το καλό μου? Χμ… έχω κι εγώ αχαλίνωτη φαντασία και νομίζω οτι μπορώ να κοιμάμαι ήσυχη γιατί είσαι κι εσύ του (φαντασιόπληκτου) σιναφιού! (μήπως για δουλειά να απευθυνθείς στους σεναριογράφους των προαναφερθέντων σειρών προτείνοντάς τους κάποιο δικό σου σενάριο? Δεν το λέω τελείως αστεία αυτό…)

    1. The_Stranger Says:

      Αυτό το είχα γράψει σε κάποια φάση που πίστευα ότι μπορούσα να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Θεωρώ πως είναι από τα χειρότερα πράγματα που έχω γράψει, και ο μόνος λόγος που το εκθέτω εδώ είναι επειδή λυπάμαι τον χρόνο που σπατάλησα για να το γράψω.

      (είχα προσπαθήσει κάποτε να στείλω σενάριο, αλλά δεν έκατσε. Εξάλλου, βλέπεις κανένα ελληνικό σίριαλ πια στην τηλεόραση; Πάνε αυτά, έχουν κοπεί πια…)

  2. Tulka Says:

    Λοιπόν, εγώ σήμερα ανακάλυψα το blog σου και πρέπει να πω ότι ό,τι διάβασα μ’αρέσει πολύ. Κι επειδή κι εγώ περνάω φάση αστυνομικού (ως αναγνώστρια) νομίζω ότι η ιστορία του Λέοντα έχει πολλές προοπτικές για αστυνομικό μυθιστόρημα. Θέλει δουλίτσα φυσικά και εμπλουτισμό της ιστορίας, αλλά ο ήρωας έχει πολύ ψωμί.
    Υ.Γ. Συγχαρητήρια για την καινούρια δουλειά. Άντε και στα δικά μας!

    1. The_Stranger Says:

      Μπα, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Άντε να γράψω καμία κωμωδία, που μου πάει καλύτερα, αλλά το αστυνομικό δεν το έχω με τίποτα! 😛

      (ευχαριστώ! Και στα δικά σας!)

  3. xtina Says:

    hello stranger, ego gelasa poli me to kimeno sou 😉
    (αλήθεια, χαχα)

  4. Ανώνυμος Says:

    Έχεις ζωηρή αφηγηματικότητα.Μπορείς και πολύ καλύτερα!

Σχολιάστε