Μαρτίου 2012



Υπάρχουν τρία είδη ανθρώπων: Αυτοί που μελετούν τις δημοσκοπήσεις σαν να είναι η Αγία Γραφή, αυτοί που τις θεωρούν απλώς ενδεικτικές για κάποιες καταστάσεις, και αυτοί που τις απορρίπτουν συλλήβδην επειδή θεωρούν πως είναι «μαγειρεμένες». Και οι τρεις έχουν τα δίκια τους, εκτός από τους πρώτους. Γεγονός είναι, πάντως, ότι αν ρίξεις μια ματιά σε μία δημοσκόπηση, σε όποιο είδος κι αν ανήκεις, όλο και κάποιο συμπέρασμα μπορείς να βγάλεις.

Θυμάμαι ότι η πρώτη δημοσκόπηση στην οποία είδα να συμπεριλαμβάνεται η Χρυσή Αυγή (και μάλιστα να εμφανίζεται να μπαίνει στη Βουλή) ήταν μία απίθανη δημοσκόπηση, που έδινε στη Δημοκρατική Αριστερά ποσοστό που θύμιζε ΦΠΑ και άλλα τέτοια τρελά. Δεν μπορούσα να την πάρω στα σοβαρά. Όμως από εκεί και μετά ήρθαν κι άλλες δημοσκοπήσεις. Και σχεδόν όλες, αν όχι όλες, έδειχναν το ίδιο πράγμα: Η Χρυσή Αυγή οριακά στη Βουλή. Δεν ήταν πια για γέλια.

Για την ακρίβεια, δεν ήταν ποτέ για γέλια. Ίσως το πήραμε πολύ χαλαρά όταν η Χρυσή Αυγή έβγαλε δημοτικό σύμβουλο στην Αθήνα, είπαμε «εντάξει, μόνο στον Άγιο Παντελεήμονα τους ψηφίζουν, και σιγά τη ζημιά που μπορούν να κάνουν με έναν δημοτικό σύμβουλο». Αλλά να που ξαφνικά βρίσκονται προ των πυλών της Βουλής. Και αυτό δεν είναι καθόλου για γέλια.

Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς φήμες, μαγειρέματα ή οτιδήποτε άλλο. Φαίνεται ότι είναι η αλήθεια. Οι περισσότεροι από μας ξέρουν τουλάχιστον έναν που θα ψηφίσει ή έστω σκέφτεται να ψηφίσει Χρυσή Αυγή. Αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν, ζουν ανάμεσά μας, μπαίνουν στο ίδιο βαγόνι του μετρό μαζί μας, μπορεί να μοιραζόμαστε το γραφείο μας μαζί τους. Υπάρχουν.

Θα μου πεις «και ποιος είσαι εσύ ρε μουρόχαβλο που θα μας πεις ποιος πρέπει να μπει στη Βουλή και ποιος όχι;». Έλα ντε, κανένας δεν είμαι. Έχω στα χέρια μου μία ψήφο, την οποία θα ακυρώσει κάποιος λοβοτομημένος που θα ψηφίσει τη σελέμπριτι που κατέβηκε υποψήφια και του άρεσε όταν έπαιζε σε εκείνο το σίριαλ πριν από δέκα χρόνια, ή τον ίδιο άνθρωπο που βρίζει εδώ και τρία χρόνια, κατηγορώντας τον ότι του κατέστρεψε τη ζωή. Ή, ίσως ακόμα χειρότερα, ένα κόμμα για το οποίο δε γνωρίζει απολύτως τίποτα, πέρα από το ότι έχει ανοίξει βεντέτα με τους μετανάστες.

Η λογική πολλών από αυτούς που σκέφτονται να ψηφίσουν Χρυσή Αυγή είναι «έλα μωρέ, σαν το ΛΑΟΣ είναι, ένα ακροδεξιό κόμμα, και επειδή οι μετανάστες μας τρώνε το ψωμί και μας σκοτώνουν τα παιδιά και το ΛΑΟΣ έκανε κωλοτούμπα και μπήκε σε μνημονιακή κυβέρνηση, θα ψηφίσω Χρυσή Αυγή». Δεν είναι σκληροπυρηνικοί ακροδεξιοί, αλλά άνθρωποι που θέλουν να την ψηφίσουν επειδή πιστεύουν ότι θα πιέσει για το θέμα της μετανάστευσης, επειδή ουσιαστικά αυτό έχουν ακούσει ότι κάνει αυτή η οργάνωση. Πόσοι από αυτούς, όμως, ξέρουν τι άλλο πρεσβεύει η Χρυσή Αυγή σαν οργάνωση;

Το τι εστί Χρυσή Αυγή δε χρειάζεται να σου το πω εγώ. Τα παιδιά του Jungle Report το έχουν ήδη κάνει με εξαιρετικό τρόπο σε αυτό το must-read άρθρο. Αλλά επειδή υποψιάζομαι ότι βαριέσαι να το διαβάσεις (είναι και μεγάλο, εμένα μου πήρε 50 λεπτά να το διαβάσω, αλλά αξίζει τον κόπο), ας το συνοψίσω σε λίγα λόγια: Η Χρυσή Αυγή είναι μία οργάνωση φιλοναζιστική, εμφορούμενη από τα ιδανικά του Χίτλερ και της παρέας του, τυχοδιωκτική, που υποστηρίζει όποια θρησκεία είναι trendy αυτήν την περίοδο, βίαια, που ευθύνεται για ένας θεός ξέρει πόσους τραυματισμούς και θανάτους μεταναστών, και, με μία λέξη, ε π ι κ ί ν δ υ ν η.

Πόσοι από αυτούς που θα ψηφίσουν Χρυσή Αυγή επειδή έχουν πρόβλημα με τους μετανάστες το ξέρουν αυτό; Και πόσοι πραγματικά το ενστερνίζονται; Ειλικρινά, αν το 3% των Ελλήνων είναι νεοναζί, τότε ας τη διαλύσουμε τη χώρα να τελειώνουμε, δεν υπάρχει ελπίδα. Μιλάμε για την Ελλάδα, μία χώρα που υπέφερε τα πάνδεινα από το ναζιστικό καθεστώς, μιλάμε για μία χώρα όπου οι περισσότερες οικογένειες έχουν έναν νεκρό παππού ή προπάππου από τους ναζί. Και θα βάλουμε στη Βουλή ένα τέτοιο κόμμα; Μου φαίνεται εξωφρενικό.

Τα ΜΜΕ δεν προωθούν καθόλου αυτό το κομμάτι της Χρυσής Αυγής. Την παρουσιάζουν σαν «ακόμα ένα ακροδεξιό κόμμα», που έχει τις γνωστές ακροδεξιές απόψεις που έφερε στη Βουλή το ΛΑΟΣ. Λάθος: Εδώ μιλάμε για κήρυκες της βίας, της μισαλλοδοξίας και του ναζισμού, μιλάμε ουσιαστικά για το εκτελεστικό κομμάτι του ΛΑΟΣ, αν θες. Έχω την αίσθηση ότι πολλοί από αυτούς που σκέφτονται να τους ψηφίσουν θα άλλαζαν γνώμη αν μάθαιναν για τα «κατορθώματά» τους κατά καιρούς.

Θα μου πεις, «και για το ΛΑΟΣ τα ίδια λέγατε, και τελικά ήταν εντελώς ακίνδυνο». Ναι, σε κάποια από αυτά που λέγαμε για το ΛΑΟΣ πέσαμε έξω, σε άλλα όμως πέσαμε διάνα. Η είσοδος του ΛΑΟΣ στη Βουλή έφερε στην επιφάνεια μία ακροδεξιά ατζέντα, που πλέον επηρεάζει ακόμα και τα δύο μεγάλα κόμματα (σε αυτό βέβαια δε φταίει ο ΛΑΟΣ, αλλά όσοι υποκύπτουν στις πιέσεις του). Σκέψου μόνο αυτό: Ένας παρανοϊκός τηλεβιβλιοπώλης με εμμονή στην προγονολατρεία και ένας τύπος που στα νιάτα του κυνηγούσε με αυτοσχέδιο τσεκούρι τους αριστερούς σήμερα βρίσκονται στο δυναμικό ενός «κεντρώου» κόμματος, παίρνοντας τη μεγάλη μεταγραφή που ονειρευόντουσαν. Η Ακροδεξιά δεν είναι πια δυο-τρεις γραφικοί που κάθονται στο περιθώριο και κηρύσσουν το μίσος, αλλά μία ιδεολογία βαθιά χωμένη στο κατεστημένο.

Για να προλάβω αντιδράσεις: Ξέρω ότι το πρόβλημα της μετανάστευσης ωθεί πολλούς προς την ακροδεξιά. Ανεξάρτητα από το τι πιστεύει κανείς ότι πρέπει να γίνει για να λυθεί αυτό το πρόβλημα, η μετακίνηση προς την ακροδεξιά είναι μία αντίδραση φυσιολογική, που δεν παρατηρείται μόνο στην Ελλάδα. Και ξέρω ότι δε ζω στο κέντρο της Αθήνας και δεν μπορώ να ξέρω τι περνάνε όσοι ζουν εκεί. Φαντάζομαι ότι δε θα είναι και πολύ ευχάριστο. Και σέβομαι όσους πιστεύουν ότι η απέλαση/φυλάκιση/δενξερωκιεγωτί των μεταναστών θα σώσει τη χώρα. Κι ας διαφωνώ. Όμως αυτός δεν είναι σε καμία περίπτωση λόγος να πεσει κανείς στην αγκαλιά ενός νεοναζιστικού κόμματος που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του έθνους, κρύβοντας κάτω από τον μανδύα του εθνικισμού τα τσεκούρια και τα καδρόνια. Δεν ξέρω, ψηφίστε κάτι άλλο ρε παιδιά. Ψηφιστε Κόμμα Κυνηγών, ξέρω’γω; Μην ψηφίσετε τίποτα – πάντως η Χρυσή Αυγή δεν είναι λύση.

Αυτό που θέλω να πω, σε τελική ανάλυση, είναι ότι ο καθένας έχει δικαίωμα να ψηφίζει ό,τι θέλει. Όμως θα πρέπει να ξέρει και τι είναι αυτό το πράγμα που ψηφίζει. Θα πρέπει να ξέρει αυτός που θα ψηφίσει Χρυσή Αυγή ότι δεν ψηφίζει απλά ένα ακροδεξιό κόμμα, αλλά ένα κόμμα νεοναζί. Όπως αυτός που ψηφίζει ΚΚΕ ξέρει ότι ψηφίζει ένα κόμμα που ασπάζεται τον κομμουνισμό και θεοποιεί ακόμα τον Στάλιν, και δε θα τον ενοχλήσει αν τον πει κανείς «κομμουνιστή». Αν όμως εσύ ψηφίσεις Χρυσή Αυγή, είσαι σίγουρος ότι θα σου αρέσει να σε λένε «ναζιστή»;


25η Μαρτίου. Μεγάλη μέρα, που κάθε χρόνο την περιμένουμε όλοι με ανυπομονησία. Εντάξει, φέτος όχι και με ΤΟΣΗ ανυπομονησία, γιατί πέφτει Κυριακή και χάνεται η αργία. Από την άλλη, είναι τόσοι λίγοι πια αυτοί που δουλεύουν, που σε λίγο μόνο δυο-τρεις τυχεροί θα θυμούνται ότι «ρε, μαλάκα, 25 Μαρτίου δεν είναι αύριο; Αργία δεν είναι αυτό;». Όταν είσαι άνεργος, όλες οι μέρες ίδιες είναι.

Την απογοήτευση για την απώλεια της αργίας ισοσταθμίζει κάπως η αναμονή για το τι θα δούμε φέτος να συμβαίνει αυτήν τη μέρα. Μετά τα ντροπιαστικά γεγονότα της 28ης Οκτωβρίου, όταν οι μαζικές λαϊκές διαδηλώσεις αμαυρώθηκαν από μεμονωμένες, σποραδικές παρελάσεις, η 25η Μαρτίου ήταν η επόμενη μέρα που κύκλωσαν στο ημερολόγιό τους στη Γ.Α.Δ.Α. (Γαμάμε Αβέρτα, Δέρνουμε Αβέρτα) με τη σημείωση «πω ρε πούστη, πάλι της πουτάνας θα γίνει, ούτε μια αργία δεν μπορούμε να χαρούμε γαμωτοκερατάκι».

Να ξεκαθαρίσω κάτι: Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με τις παρελάσεις. Απλά μου τη δίνουν στα νεύρα, θεωρώ ότι είναι ηλίθιες, εθνικιστικές και οπισθοδρομικές, ότι απευθύνονται σε δεκα φασίστες και τρεις παππούδες που έζησαν τα αυθεντικά γεγονότα (αυτό ισχύει για την 28η Οκτωβρίου, αλλά πού ξέρεις, μπορεί και για την 25η Μαρτίου), ότι είναι ανιστόρητες (όταν μου βάζεις τους παπάδες να ευλογούν την επέτειο μίας επανάστασης που οι τότε προκάτοχοί τους αποκήρυξαν, εγώ τι να πω;), ότι είναι προσβλητικές για τα παιδιά που (συχνά χωρίς να το θέλουν και να το νιώθουν) περπατούν σαν στρατιωτάκια σε γραμμές με βήμα, σαν άβουλα όντα που τα θέλουν και ότι υπάρχουν και πολύ καλύτεροι τρόποι για να τιμήσεις μία εθνική επέτειο από το να σέρνεις στο δρόμο τανκς και στρατιώτες σε καιρό ειρήνης και δημοκρατίας (εντάξει, πλάκα κάνω, σβήστο το τελευταίο). Αλλά κατά τ’άλλα, κανένα απολύτως πρόβλημα. Με τις παρελάσεις έχω περίπου την ίδια σχέση που έχω με τον Βεζούβιο: Δεν τον ενοχλώ, δε με ενοχλεί και είμαστε και οι δύο χαρούμενοι και δε βγάζουμε καπνούς από τ’αυτιά μας.

Γι’αυτό και προσωπικά δε με ενδιαφέρει σαν γεγονός η στρατιωτική παρέλαση. Βέβαια, μεταξύ μας φέτος η παρέλαση καθαυτή δεν ενδιαφέρει καν τους παππούδες που πηγαίνουν με θρησκευτική ευλάβεια κάθε χρόνο μπας και πάρει ο αέρας καμιά φουστίτσα και θυμηθούν πώς μοιάζουν οι γυναίκες εκεί κάτω, και νομίζω ότι ακόμα κι αυτοί την Κυριακή θα πάρουν την Εστία και θα πάνε σε κάποια καφετέρια να πιουν έναν τούρκικο καφέ να γιορτάσουν την ημέρα. Ακόμα και οι ανάπηροι πολέμου φέτος δε θα παρελάσουν, και το not attending τους στο event κάνει πάταγο.

Θα μου πεις, «καλά ρε γκιόζη, αφού δε σε ενδιαφέρει η στρατιωτική παρέλαση γιατί γράφεις γι’αυτήν;». Πολύ καλή ερώτηση. Προβοκατόρικη, αλλά καλή. Η απάντηση είναι απλή: Εγώ δε θα πάω στην παρέλαση, και δεν έχω πάει ποτέ από τα 5 μου χρόνια, που με τράβηξε η γιαγιά μου με το ζόρι και ανάθεμα αν θυμάμαι τίποτα άλλο εκτός από μένα με μία πλαστική σημαιούλα στο χέρι να κοιτάζω γύρω μου με απορία. Κάποιοι άλλοι όμως θέλουν να πάνε. Και δεν εννοώ μόνο ευτούς που θέλουν να πάνε για να δουν τους ΟΥΚάδες να φωνάζουν ρατσιστικά συνθήματα, αλλά και αυτούς που θέλουν να πάνε για να δείξουν με τον τρόπο τους την αποδοκιμασία τους προς την κυβέρνηση. Και νομίζω ότι θα έπρεπε να έχουν αυτό το δικαίωμα.

Νομίζω ότι είναι εντελώς ανούσιο να προσπαθείς να διαχωρίσεις την επέτειο μίας εθνικής εορτής από την επικαιρότητα. Γιατί ναι, πρέπει να τιμήσουμε τη μνήμη των ανθρώπων που έδωσαν και τη ζωή τους για να μπορούμε εμείς σήμερα να έχουμε iPad και iPhone με ελληνικό μενού και όχι τούρκικο, αλλά μήπως αυτά που συμβαίνουν γύρω μας (και πάνω μας) δεν έχουν καμία αντιστοιχία με όσα συνέβαιναν πριν από 200 χρόνια; Ξέρω, άλλες εποχές, μη συγκρίσιμες. Και γι’αυτό είναι τυχεροί οι πολιτικοί μας: Γιατί αν αυτά που συμβαίνουν σήμερα συνέβαιναν πριν από 200 χρόνια ο Κολοκοτρώνης και ο Καραϊσκάκης δε θα τους έπαιρναν με τα γιαούρτια και τα νεράντζια, αλλά με τα καρυοφύλλια και τα γιαταγάνια.

Βρίσκω εντελώς γελοία τα μέτρα που λαμβάνονται εν όψει των εορτασμών για την 25η Μαρτίου. Κλείνουν σταθμοί του μετρό, μαζεύονται τα νεράντζια από τα δέντρα, απαγορεύεται η κυκλοφορία σε δρόμους γύρω από το Σύνταγμα, η παρέλαση γίνεται πριβέ, και εμείς γιορτάζουμε την ελευθερία μας. Το’πιασες; «Ελευθερία».

Και ξέρεις κάτι; Όταν υπάρχει μία σατανική δύναμη (μία τρομοκρατική οργάνωση, ένας αντίπαλος στρατός ή ο Βόλντεμορτ π.χ.) που επιβουλεύεται το κράτος και τους πολίτες, θέλοντας να τους τρομοκρατήσει, να τους κατατροπώσει, να τους ταπεινώσει, τότε μπορεί και να το καταλάβω. Ναι, θα κλείσεις τους δρόμους και θα περιορίσεις λίγο τις ελευθερίες των πολιτών για το καλό τους, για την προστασία τους. Τι γίνεται όμως όταν αυτή η «σατανική δύναμη» είναι… οι ίδιοι οι πολίτες; Πώς αποκρούεις τον ίδιο σου τον λαό όταν στρέφεται εναντίον σου; Και γιατί πρέπει να προστατευτείς από τους ίδιους ανθρώπους που σου έδωσαν την ψήφο τους πριν από τρία χρόνια;

Πάντως όσοι κατεβείτε στις παρελάσεις καλό θα είναι να προσέχετε. Η ΕΜΥ έχει εκδώσει δελτίο έκτακτων καιρικών φαινομένων, προβλέποντας έντονες γιαουρτοπτώσεις και νεραντζοπτώσεις σε όλη τη χώρα, με κατά τόπους καταστολή.


Όταν έχεις μεγαλώσει και ζεις σε μία χώρα σαν την Ελλάδα, δεν μπορείς παρά να είσαι καχύποπτος με τους πάντες και τα πάντα. Πίσω από καθετί που λέει, κάνει ή υπονοεί οποιοσδήποτε «πρέπει» να υπάρχει ένα βαθύτερο προσωπικό κίνητρο, μία συνωμοσία, ένα σκοτεινό κέντρο, κάτι τέλος πάντων διαφορετικό από αυτό που φαίνεται. Και το χειρότερο είναι ότι συνήθως αυτή η καχυποψία είναι απολύτως βάσιμη. Γιατί έχουμε μάθει να μην εμπιστευόμαστε ούτε τη σκιά μας, αφού την έχουμε πατήσει τόσες φορές – ή ακόμα χειρότερα, έχουμε εξαπατήσει οι ίδιοι τους άλλους τόσες φορές. Και αυτός είναι ο λόγος που οι κινήσεις αλληλεγγύης στη χώρα μας είναι τόσο δύσκολο πράγμα, όσο αξιόλογες προσπάθειες κι αν γίνονται. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.

Αν λοιπόν βλέπεις με καχυποψία τον γείτονά σου, τον συνάδελφό σου ή τον μπακάλη της γειτονιάς, φαντάσου με πόση καχυποψία πρέπει να αντιμετωπίζεις τους πολιτικούς και τα ΜΜΕ, που ακόμα και σε χώρες πολύ πιο υγιείς από την Ελλάδα αντιμετωπίζονται στην καλύτερη περίπτωση με επιφύλαξη. Γιατί αν ο μπακάλης της γειτονιάς σου πλασάρει άτσαλα ένα πιο ακριβό προϊόν από αυτό που παίρνεις συνήθως, με σκοπό να βγάλει περισσότερα χρήματα, ο τρόπος που τα ΜΜΕ και οι πολιτικοί «πλασάρουν» τους εαυτούς τους και ο ένας τον άλλο για να επωφεληθούν αμφότεροι είναι πολύ πιο περίτεχνος. Και σαφώς το διακύβευμά του είναι πολύ πιο σοβαρό από το αν θα αγοράσεις τις ντόπιες σαρδέλες ή τις εισαγόμενες.

Όταν βέβαια μπεις σε αυτήν τη διαδικασία να υποψιάζεσαι τους πάντες και τα πάντα, πέφτεις στην παγίδα της συνωμοσιολογίας, μετά γράφεις καμιά εικοσαριά βιβλία με τίτλους όπως «ΟΛΗ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ ΓΚΟΡΓΚΟΝ-14 ΠΟΥ ΕΧΤΙΣΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΤΑΝ ΤΑΞΙΔΕΨΑΝ ΣΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΤΟ 1860 Π.Χ.» (πάντα με κεφαλαία) και χέζεσαι στο τάλιρο. Μαλακία, δεν έχω τέτοιο επιχειρηματικό πνεύμα, οπότε αναγκαστικά θα πρέπει να φιλτράρω κάποιες από τις πιο ακραίες θεωρίες μου (όπως αυτή στην οποία υποστηρίζω ότι οι πλαστικές κούκλες στα καταστήματα είναι στην πραγματικότητα πραγματικοί άνθρωποι, ζωντανοί, που κακές μάγισσες τους έχουν κάνει βουντού για να φαίνονται έτσι και να βασανίζονται στον αιώνα τον άπαντα, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω ακόμα, γαμώτο, οι μάγισσες είναι καλά κρυμμένες, τις προστατεύουν οι πράσινοι φτερωτοί δράκοι).

Μία αρκετά πιο μετριοπαθής (και μάλλον αυταπόδεικτη) θεωρία μου είναι ότι στην Ελλάδα κατά την προεκλογική περίοδο γίνεται της πουτάνας το κάγκελο. Η προπαγάνδα φτάνει στο peak της (από όλες τις πλευρές), η τρομολαγνεία κάνει πάρτυ, οι κατηγορίες εκτοξεύονται εκατέρωθεν σε ρυθμούς που θυμίζουν Ανάσταση στο Βροντάδο, οι υποσχέσεις πάνε κι έρχονται, τα ψέματα είναι περισσότερα κι από τα άτομα υδρογόνου στον Ατλαντικό Ωκεανό, και τέλος πάντων γιου γκετ δε πίκτσερ. Και επειδή η προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει ανεπίσημα, το εν λόγω κάγκελο έχει ήδη την τιμητική του.

Τον τελευταίο καιρό οι φίλοι του Μνημονίου (οι λεγόμενοι και «ΠΟΠΠ: Πιστεύουμε Ό,τι Παπαριά Πουν») θυμήθηκαν το περίφημο «μαζί τα φάγαμε» του Πάγκαλου. Μία δήλωση που εμπεριέχει μία αλήθεια (ότι δηλαδή σε μία διεφθαρμένη κοινωνία δε φταίει αποκλειστικά ο διαφθορέας, αλλά και αυτός που δέχεται να διαφθαρεί) και ένα ψέμα (ότι ευθύνεται ΕΞΙΣΟΥ ο διαφθορέας με αυτόν που δέχεται να διαφθαρεί). Φυσικά δε θα περίμενε κανείς να ακούσει κάτι καλύτερο από έναν πολιτικό που εύλογα νιώθει την ανάγκη να μοιραστεί με όσο το δυνατόν περισσότερους τη βαρυστομαχιά από το μεγάλο φαγοπότι του «μαζί τα φάγαμε», έστω κι αν οι υπόλοιποι τσίμπησαν απλά λίγο ψωμί.

Βέβαια, οι ΠΟΠΠ έχουν κάποια νέα όπλα στη φαρέτρα τους: Ένα κύκλωμα στο ΙΚΑ που έδινε επιδόματα στα δέντρα και τους θάμνους, κάτι τυφλούς στη Ζάκυνθο που αποδείχθηκαν αετομάτηδες (και αετονύχηδες), ένα σωρό «αναπήρους» στην Κάλυμνο, λες και εκεί η αναπηρία είναι μεταδοτική ασθένεια και την παθαίνουν όλοι, τέτοια πράγματα. Γερά «όπλα», που επιβεβαιώνουν αυτό που όλοι θέλουν να πιστέψουμε: Ότι είμαστε όλοι λαμόγια, που βρήκαμε τους κακομοίρηδες τους πολιτικούς σε μεγάλη ανάγκη για ψήφους, τους εκμεταλλευτήκαμε για να πλουτίσουμε, και τώρα υφιστάμεθα όλοι μαζί τις δίκαιες συνέπειες των εγκλημάτων μας.

Δε λέω ότι δεν υπήρξαν όντως τέτοια λαμόγια. Το αντίθετο: Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα. Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πώς στο διάολο έτυχε να αποκαλυφθούν όλα αυτά τα κυκλώματα έτσι ξαφνικά, τώρα που μπαίνουμε σε σκληρή προεκλογική περίοδο. Έχω αυτήν την εντύπωση ότι «κάποιοι» προσπαθούν να επαναφέρουν στην επικαιρότητα τη λογική του «μαζί τα φάγαμε» (και με μεγάή επιτυχία, αν κρίνω από πολλά που διαβάζω τελευταία), ώστε να αποτινάξουν τις ευθύνες από τους πολιτικούς και να τις μεταφέρουν σε όσους αποδιοπομπαίους τράγους βρουν πρόχειρους – ει δυνατόν και σε όλους τους υπόλοιπους. Να βλέπεις τα αποτρόπαια κυκλώματα που λυμαίνονται τον δημόσιο τομέα και να σκεφτείς «μωρέ δε φταίνε κι αυτοί οι κακόμοιροι οι πολιτικοί, να, εμείς οι ίδιοι ήμασταν λαμόγια, γι’αυτό πήγε κατά διαόλου η χώρα, αλλά όχι, δε θα πέσω πάλι στην παγίδα, να, θα ψηφίσω ΠΑΣΟΚ/ΝΔ επειδή είμαι υπεύθυνος πολίτης, όχι σαν τους αριστερούς που θέλουν το κακό της χώρας γιατί το έχουν παίξει διπλό στο Στοίχημα». Α, και πού’σαι, λεφτά υπάρχουν. Θα το ακούσεις κι αυτό σύντομα.

Φυσικά, αυτή είναι απλά μία θεωρία μου, και μπορεί κάποτε να αποδειχθεί ότι είναι μία παπαριά και μισή. Και δυστυχώς ή ευτυχώς εμένα δε με καλούν στα τοκ σόου, οπότε τις θεωρίες μου τις διαβάζουν τρεις-τέσσερις τρελοί σαν εμένα, και δεν παρουσιάζονται ως θέσφατα σε έναν ολόκληρο λαό. Εξάλλου, όπως βλέπεις με καχυποψία ένα τηλεοπτικό δελτίο γιατί δεν ξέρεις τι συμφέροντα κρύβονται από πίσω, έτσι λογικά θα βλέπεις και με καχυποψία έναν ανθυπομπλόγκερ που γράφει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι. Μπορεί, ξέρω’γω, να κατέβω υποψήφιος στις επόμενες εκλογές με τον ΣΥΡΙΖΑ, ή με τον Καμμένο, ή με τον ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή με τη Λούκα Κατσέλη (θα πνιγώ από τα γέλια), ή μπορεί να είμαι κανένας από αυτούς τους αντιμνημονιακούς του ΠΑΣΟΚ, που αφού ψήφισαν πρόθυμα για δύο χρόνια ό,τι τους είπε το αφεντικό τους και κούναγαν χαρούμενα την ουρά τους όταν τους χάιδευε το κεφαλάκι, θυμήθηκαν ξαφνικά ότι είχαν ξεχάσει να πάρουν τσιγάρα, βγήκαν να πάνε μέχρι το περίπτερο και δεν ξαναγύρισαν ποτέ, βρίσκοντας νέα φωλιά στου Κουβέλη το κονάκι.

Πάντως, μία άλλη θεωρία που έχω λέει ότι ανεξαρτήτως από το πόσο έφαγε ο καθένας, όλοι μαζί θα τον πιούμε. Γιατί όταν συμφωνείς να βγεις για φαγητό με γύφτουλες όπως οι βουλευτές μας, ξέρεις από πριν ότι ακόμα κι αν αυτοί φάνε τον αγλέορα κι εσύ δεν αγγίξεις το πιρούνι σου, αυτοί θα επιμένουν να πληρώσετε μισά-μισά. Αν, βέβαια, κουβαλάνε λεφτά πάνω τους και δε σου ζητήσουν να τα πληρώσεις όλα εσύ, επειδή πέρασε ένα ρακούν και τους πήρε το πορτοφόλι, βούτηξε τα λεφτά και τα κατέθεσε σε έναν λογαριασμό στην Ελβετία.


Μου έχουν λείψει λίγο εκείνες οι εποχές που όταν δεν είχα τι να γράψω απλά άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο μπροστά από ένα άδειο notepad, με τον κέρσορα να αναβοσβήνει ρυθμικά, σαν τη θυμωμένη γυναίκα που χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο πάτωμα περιμένοντας να της εξηγήσεις πώς βρέθηκε εκείνη η πιπιλιά στο λαιμό σου. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεσαι για να βάλεις τις τάξεις σου σε σκέψη τις σκέψεις σου σε τάξη είναι να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να στέκεσαι μπροστά στο κενό και να πηδάς πριν προλάβεις να σκεφτείς «τι μαλακία πάω να κάνω;». Χωρίς delete, χωρίς undo, χωρίς escape.

«Τι σκέφτεσαι;». Τίποτα δε σκέφτομαι ρε μαλάκα. 28 χρόνια τώρα σκέφτομαι, και τι κατάλαβα; Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου ήταν όταν δε σκεφτόμουν τίποτα. Εσύ τι σκέφτεσαι; Και γιατί σκέφτεσαι; Και πώς σκέφτεσαι; Και είσαι σίγουρος ότι σκέφτεσαι σωστά; Κι αν ο άλλος σκέφτεται κάτι διαφορετικό; Θα σκεφτείς ότι ίσως έχει δίκιο; Ή θα σκεφτείς ότι είναι απλώς μαλάκας, ένας μαλάκας που σκέφτεται;

Τι ωραία λέξη το «μαλάκας». Παρεξηγημένη. Λέξη-μπαλαντέρ, που μπορεί να αντικαταστήσει με ευκολία καμιά 500αριά άλλες. Και λίγες λέω. Αλλά τι να πεις, οι βρισιές είναι ακόμα ταμπού. Να, τις προάλλες άκουγα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο, και κάποιος έλεγε «γαμώ τον Αντίχριστό μου». Και έβαλαν *ΜΠΙΠ*. Σε τι βάζεις *ΜΠΙΠ* ρε μεγάλε; Στο «γαμώ» που ένα παιδάκι 5 χρονών το ακούει πιο συχνά και από το όνομά του; Ή στο «αντίχριστο», μην παρεξηγηθεί κανένας σατανιστής και διαμαρτυρηθεί στο ΕΣΡ;

Θυμάμαι όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω, που ντρεπόμουν να γράψω βρισιές. Έγραφα μα**κας, π**τσος μ**νί, τσαπερδονο**λοσφυρίχτρα. Και πάλι ήταν καλύτερα από το αγαπημένο μου τότε περιοδικό, το FREE, που αντίστοιχα έγραφε μαμάκας, λούτσος, νουνί και τσαπερδονολολοσφυρίχτρα. Ίσως έχω απωθημένο από τότε, γι’αυτό και βρίζω τόσο πολύ όταν γράφω. Ξέρεις, είναι αυτή η κλασική αντίδραση, που όταν σου απαγορεύουν κάτι για πολλά χρόνια και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι είσαι απολύτως ελεύθερος να το κάνεις και δε θα σου πει κανένας τίποτα, του δίνεις και καταλαβαίνει. Κατοχικό σύνδρομο, σαν να λέμε.

Είμαι περίεργος άνθρωπος, τι να πω. Να σκεφτείς ότι για χρόνια ολόκληρα, το Backspace ήταν το αγαπημένο μου πλήκτρο στον υπολογιστή. Όταν κάποιο πρόγραμμα μου ζητούσε να «press any key», εγώ πάντα πατούσα ψυχαναγκαστικά το Backspace (τουλάχιστον δεν έψαχνα το κουμπί «any», σαν την ξανθιά). Και όταν έγραφα οτιδήποτε, δεν πατούσα ποτέ το Delete, ακόμα κι αν ήταν πιο εύχρηστο. Μόνο Backspace, ρε μουνιά. Δε θυμάμαι πώς ξεπέρασα αυτήν την εμμονή με το Backspace. Ξέρω μόνο ότι τώρα έχω θέμα με το Num Lock. Για κάποιον λόγο, δε θέλω να είναι ποτέ αναμμένο το φωτάκι του Num Lock. Με αποσυντονίζει. Είναι ο κρυπτονίτης μου. Με το Caps Lock δεν έχω πρόβλημα. Ούτε με το Scroll Lock, που ανάθεμα αν κατάλαβα ποτέ τι ακριβώς κλειδώνει. Κι ούτε με ενδιαφέρει κιόλας.

Έχω αυτή τη συνήθεια να προσδίδω ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε άψυχα αντικείμενα. Ξέρεις, να βλέπω ανθρώπινα πρόσωπα στις «φάτσες» των αυτοκινήτων, να νομίζω ότι ο υπολογιστής και τα πλήκτρα του με επιβουλεύονται, να μιλάω στα βιβλία και στα περιοδικά μου λες και με ακούνε. Τέτοια, καθημερινά πράγματα. Μικρός νόμιζα ότι ήμουν λίγο τρελός, και όταν μεγάλωνα θα με τρέχανε από ψυχιατρείο σε ψυχιατρείο. Τελικά αποδείχθηκε ότι όλοι μας είμαστε λίγο τρελοί, και αυτοί που κλείνουν στα ψυχιατρεία είναι μάλλον οι πιο λογικοί που δεν αντέχουν την τρέλα αυτού του κόσμου. Και εδώ που τα λέμε, σε μία χώρα που έβγαλε πρωθυπουργό τον Παπανδρέου, αν όλα πήγαιναν με τη λογική θα έπρεπε να έχουμε μερικά εκατομμύρια τροφίμους σε ψυχιατρεία αυτή τη στιγμή.

Ξέρεις τι είναι τρέλα; Να πηγαίνεις κόντρα στη φύση σου. Αν έβλεπες έναν άνθρωπο να κρατάει δύο πούπουλα και να προσπαθεί να πετάξει, θα τον έλεγες τρελό. Θα έλεγες το ίδιο όμως και για έναν άνδρα που αποφασίζει να περάσει όλη του τη ζωή με μία γυναίκα; Μάλλον όχι. Αλλά γιατί όχι; Και οι δύο κόντρα στη φύση τους πηγαίνουν. Απλά ο ένας κάνει κάτι που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό, ενώ ο άλλος υποτάσσεται στα κοινωνικά «πρέπει». Προσπαθούμε με μανία να καταπιέσουμε τα ένστικτά μας, λες και ντρεπόμαστε για τις ζωώδεις καταβολές μας. Ίσως δικαιολογημένα. Αλλά ποιο ον μπορεί να αυτοχαρακτηριστεί «λογικό», όταν ανά πάσα στιγμή συγκρούονται μέσα του ένα ζωώδες ένστικτο και μία ομοβροντία από κοινωνικές επιταγές που μονίμως τον προστάζουν να κάνει διαφορετικά πράγματα από αυτά που κατά βάθος θέλει;

Μου είχαν λείψει λίγο εκείνες οι εποχές που όταν δεν είχα τι να γράψω απλά άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο μπροστά από ένα άδειο notepad, με τον κέρσορα να αναβοσβήνει ρυθμικά, σαν τον μετρονόμο που ορίζει βασανιστικά το τέμπο σου και σε προκαλεί να κινηθείς στο ρυθμό του. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεσαι για να βάλεις τις τάξεις σου σε σκέψη τις σκέψεις σου σε τάξη είναι να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να στέκεσαι μπροστά στο κενό και να πηδάς πριν προλάβεις να σκεφτείς «τι μαλακία πάω να κάνω;». Χωρίς delete, χωρίς undo, χωρίς escape.