Αγαπητό ημερολόγιο,

(πριν ξεκινήσω, θέλω να σου ζητήσω συγνώμη για αυτήν την καταχώρηση, η οποία μοιάζει να βγήκε από βιβλίο αυτοβοήθειας, από αυτά που βρίσκεις με ένα ευρώ στα καλάθια, τύπου «Ο ιδανικός άντρας και πώς να τον αποκτήσετε», «Πώς να κάνετε το σύμπαν να σας φέρει κατακέφαλα όλα αυτά που επιθυμείτε», «Όλα πάνε στραβά αλλά δεν πρέπει να σε απασχολεί εσένα αυτό, γιατί είσαι πολύ γαμάτος και δε σε πιάνει τίποτα» κλπ. Αυτήν την παρένθεση την γράφω αφού έχω ξαναδιαβάσει όσα έγραψα παρακάτω, και νιώθω την ανάγκη να σου πω ότι είναι κάπως άθλια. Και τώρα μπορείς να συνεχίσεις.)

ο άνθρωπος έχει επινοήσει ένα σωρό επιστήμες, με σκοπό να μπορέσει να γνωρίσει τον κόσμο στον οποίο ζει, να τον διαχειριστεί καλύτερα και γενικά να ικανοποιήσει το αστείρευτο ερευνητικό του πνεύμα. Ή, σύμφωνα με μία άλλη θεωρία, τις έχει επινοήσει για να καταστρέψει τον πλανήτη, να απομονωθεί από το περιβάλλον του και γενικά να ικανοποιήσει το αστείρευτο καταστροφικό του ένστικτο. Και οι δύο θεωρίες μου φαίνονται εξίσου σωστές. Ίσως η πιο παράξενη επιστήμη απ’όλες, αυτή που δεν είσαι σίγουρος για το πού πρέπει να καταταγεί, ή ακόμα κι αν είναι «επιστήμη» ή όχι, είναι η ψυχολογία. Μία «επιστήμη» της οποία το αντικείμενο είναι η «ψυχή». Πιασ’ τ’ αυγό και κούρευ’ το, δηλαδή. Από αυτήν την άποψη, του εντελώς ασαφούς και αμφιλεγόμενου αντικειμένου, η ψυχολογία είναι τόσο «επιστήμη», όσο και η θεολογία, ή η αστρολογία. Αλλά ίσως λίγο πιο χρήσιμη.

Όπως καταλαβαίνεις, δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στην ψυχολογία. Γι’αυτό και, όσα προβλήματα κι αν είχα στη ζωή μου μέχρι τώρα, ποτέ δεν απευθύνθηκα σε ψυχολόγο. Προτίμησα να χτίσω τις δικές μου άμυνες, παρά να ζητήσω τη βοήθεια κάποιου άλλου για να τις χτίσουμε μαζί. Ναι, είμαι εγωιστής και το ξέρω. Πιστεύω ότι αν δεν μπορείς να λύσεις μόνος σου τα προβλήματα που αντιμετωπίζεις με τον ίδιο σου τον εαυτό, τότε δεν μπορεί να σε βοηθήσει κανένας. Και οι ψυχολόγοι, άλλωστε, δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να βάζουν εσένα να λύσεις τα δικά σου προβλήματα. Δεν μπορούν να τα λύσουν αυτοί για σένα, προφανώς (τότε θα ήταν όντως φοβερά χρήσιμοι, και μάλλον θα πήγαινα κι εγώ να μου τα λύσουν όλα). Το θέμα είναι: Πώς μπορούν να σε βοηθήσουν; Ενώ η κάθε επιστήμη έχει τους κανόνες της, τα αξιώματά της, τις σταθερές μεθόδους της και τις αποδείξεις της, η ψυχολογία έχει μόνο θεωρίες. Θεωρίες που μπορεί να ισχύουν, μπορεί και όχι. Πώς μπορείς, αλήθεια, να εμπιστευθείς μία επιστήμη που βασίζεται μόνο σε θεωρίες που ακόμα δοκιμάζονται;

Ο εσωτερικός μας κόσμος είναι κάτι το ανεξερεύνητο. Νομίζω ότι, ακόμα κι όταν ο άνθρωπος θα έχει εξερευνήσει ολόκληρο το διάστημα και θα γνωρίζει τα πάντα για τον κόσμο (αν δεν τον έχει καταστρέψει πρώτα, that is), η ψυχολογία θα βασίζεται και πάλι σε θεωρίες.

Προσωπικά, διανύω μία από τις καλύτερες περιόδους της ζωής μου σε ό,τι αφορά την ψυχολογία μου. Κι όμως, αν το δεις αντικειμενικά, δεν θα έπρεπε να συμβαίνει αυτό: Δουλεύω κάθε μέρα 9 και 10 ώρες μπροστά από έναν υπολογιστή, σε μία δουλειά που δεν είναι αυτό που ονειρευόμουν όταν περνούσα σε εκείνη τη σχολή, έχω ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, το οποίο δεν προλαβαίνω να εκμεταλλευτώ όπως θα ήθελα, ενώ σε ό,τι αφορά τα αισθηματικά, το it’s complicated του Facebook δεν αρκεί για να περιγράψει το relationship status μου. Και δεν είναι ούτε τα λεφτά η πηγή της ευφορίας μου: Ίσα-ίσα μου φτάνουν για να καλύπτω τις ανάγκες μου. Κύριε Φρόιντ, τι λένε οι θεωρίες σας γι’αυτό; Μάλλον θα έχει κάτι να κάνει με τα παιδικά μου χρόνια, τότε που γούσταρα τη μάνα μου, υποθέτω, ε;

Η δική μου θεωρία είναι ότι ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος που τα έχει καλά με τον εαυτό του. Σιγά την πρωτότυπη θεωρία, θα μου πεις. Κι όμως, είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο απ’όσο ακούγεται. Ο άνθρωπος θέλει πάντα περισσότερα απ’όσα έχει, και ο εαυτός του τού ζητάει πάντα περισσότερα και περισσότερα. Πώς μπορεί, λοιπόν, ένας άνθρωπος να συμβιβαστεί με τον εαυτό του και να τον πείσει ότι αυτά που έχει είναι μια χαρά και δεν πρέπει να ζητάει κάτι παραπάνω; Έλα ντε.

Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου στο μετρό να κάνει περίεργα πράγματα. Κοιτάζομαι στο τζάμι της πόρτας, καθώς στέκομαι στη γωνία μου, αγουροξυπνημένος και εμφανώς απρόθυμος να κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, και ξαφνικά πετάω ένα ασυναίσθητο χαμόγελο και σκέφτομαι πόσο γαμάτος είμαι, πόσο κούκλος, πόσο επιτυχημένος και πόσο πανέξυπνος. Τίποτα απ’όλα αυτά δεν ισχύει. Κι όμως, ξαφνικά αυτός ο αγουροξυπνημένος και καθ’όλα απωθητικός τύπος στο τζάμι γίνεται ένας γοητευτικός, επιτυχημένος επαγγελματίας που αξίζει αυτοδικαίως τον θαυμασμό των άλλων γιατί είναι εμφανώς γαμάτος. Και μετά κοιτάζω γύρω μου, βλέπω τις πιο όμορφες παρουσίες στο βαγόνι και πείθω τον εαυτό μου ότι του ρίχνουν κλεφτές ματιές κάθε τόσο, παγιδευμένες στην ακαταμάχητη γοητεία του. Και μπορεί να μην τα πιστεύω όλα αυτά (και καλά κάνω), αλλά ο εαυτός μου τα πιστεύει. Και παύει να μου ζητάει περισσότερα. Δε χρειάζεται να πηδάς κάθε μέρα και διαφορετική γκόμενα για να νιώθεις γαμάτος. Αρκεί να μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι, αν θέλεις, μπορείς να το κάνεις. Ούτε χρειάζεται να βγάζεις τρελά λεφτά για να νιώθεις επιτυχημένος. Αρκεί να μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι είσαι στον σωστό δρόμο, ο οποίος αναπόφευκτα οδηγεί στα τρελά λεφτά που ονειρεύεται. Κι ας μη φτάσεις ποτέ εκεί.

Πάντα πίστευα ότι η αυτοεκτίμηση είναι το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Δεν είναι. Το σημαντικότερο πράγμα είναι να μπορείς να ξεγελάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό ώστε να νομίζει ότι έχεις αυτοεκτίμηση. Γιατί όσα και να πετύχεις στη ζωή σου, ο εαυτός σου δε θα είναι ποτέ ικανοποιημένος – πάντα θα θέλει περισσότερα. Αν τον ξεγελάσεις όμως, και τον πείσεις ότι έχει ήδη αυτά τα περισσότερα που θέλει, τότε μπορείς να είσαι πραγματικά ευτυχισμένος. Και φυσικά μπορείς να εστιάσεις σε όλα αυτά που θέλεις να κάνεις χωρίς να έχεις έναν μαλάκα μέσα στο κεφάλι σου να γκρινιάζει ότι δεν τα κάνεις καλά. Αλλά φυσικά όλα αυτά είναι θεωρίες, έτσι; Τα’παμε αυτά.

Και τώρα θα σε αφήσω – πρέπει να πάω στον καθρέφτη του μπάνιου να πω στον εαυτό μου πόσο γαμάτος είμαι. Τι να πω, άλλοι τη βρίσκουν με ενέσεις μπότοξ, κι εγώ τη βρίσκω με ενέσεις ηθικού. Ο καθένας με τα όπλα του. Εις το επαναγράφειν, και να θυμάσαι:

Ο χρόνος είναι ο μόνος τρομοκράτης...


Αγαπητό ημερολόγιο,

ξέρω, νιώθεις παραμελημένο. Νιώθεις ότι πλέον παίζεις δεύτερο ρόλο στη ζωή μου, χωρίς καν να ελπίζεις σε ένα Όσκαρ Β’ Ημερολογιακού Ρόλου. Ότι είσαι κομπάρσος σε μια ταινία του Μπρους Λι, απ’αυτούς που τρώνε μια σφαλιάρα, ξαπλώνονται στο χώμα και μετά δεν ξαναεμφανίζονται στο έργο. Ότι είσαι ένας ταπεινός χορευτής σε ένα βιντεοκλίπ της Lady GaGa, που κάνει μια σβούρα μπροστά στην κάμερα και όλο το υπόλοιπο χορευτικό του κόβεται στο μοντάζ. Ότι είσαι ο αιώνιος παγκίτης ποδοσφαιριστής που ο προπονητής τον βάζει στο ματς πάντα στις καθυστερήσεις, ίσα-ίσα για να εξαντλήσει τις τρεις αλλαγές του. Ότι είσαι ένας παππούς που τον έχει ξεφορτώσει το παιδί του σε ένα γηροκομείο, και κάθεται μόνος του στο κρεβάτι του, κοιτώντας το άπειρο απ’το παράθυρο και ακούγοντας το «Eleanor Rigby». Τέλος πάντων, νιώθεις παραμελημένο. Έχεις δίκιο.

Θα μπορούσα να σου βρω δεκάδες δικαιολογίες που δεν σου γράφω πιο συχνά. Θα μπορούσα να σου πω ότι χτυπάω 12ωρα στη δουλειά, και όταν γυρίζω στο σπίτι ίσα που προλαβαίνω να κάνω ένα μπάνιο πριν πέσω για ύπνο – αλλά θα ήταν ψέμα, γιατί συνήθως είμαι σπίτι πριν τις 8 το βράδυ, και έχω μερικές ωρίτσες που μπορώ να αφιερώσω στον εαυτό μου, και άρα και σε σένα. Θα μπορούσα να σου πω για τα απίστευτα βασανιστήρια στα οποία με υποβάλλουν στο γραφείο, που περιλαμβάνουν σβήσιμο τσιγάρων στις ρώγες μου, ξερίζωμα περιττών δαχτύλων των ποδιών με τανάλια και αναγκαστικό καθημερινό ξύρισμα – αλλά θα ήταν κατάφωρο ψέμα, αφού οι συνάδελφοί μου είναι μια χαρά άνθρωποι, το εργασιακό μου περιβάλλον είναι ικανοποιητικό και κανείς μέχρι τώρα δε μου έχει ζητήσει να ξυριστώ (και επομένως δεν το έχω κάνει). Ε, και μετά θα μπορούσα να σου πω ότι με απήγαγαν εξωγήινοι και με πήγαν μια βόλτα από το Άλφα του Κενταύρου να δω τα αξιοθέατα και να δοκιμάσω τοπικές σπεσιαλιτέ, οπότε δεν προλάβαινα να σου γράψω – αλλά και αυτό θα ήταν ψέμα, έστω και ευφάνταστο.

Η αλήθεια είναι ότι όλο και περισσότερο, νιώθω ότι ο χρόνος δε μου φτάνει. Ότι ένα 24ωρο δε με καλύπτει για να κάνω όλα όσα θέλω. Πάντα πρέπει από κάπου να κόψω κάτι: Είτε να κόψω λίγο ύπνο για να κάνω κάτι ευχάριστο ή για να δουλέψω λίγο παραπάνω, είτε να κόψω λίγη από τη διασκέδασή μου για να κοιμηθώ και λίγο ή να δουλέψω λίγο παραπάνω (αλλά ποτέ να κόψω λίγη δουλειά για να κοιμηθώ ή να διασκεδάσω – αυτές είναι οι αδικίες της ζωής). Ακόμα και το Σαββατοκύριακο δε φαίνεται αρκετό. Πάλι θα βγεις με κάποιον φίλο, θα κάτσεις στο ίδιο τραπέζι με τους γονείς σου, που έχεις να τους δεις ουσιαστικά από το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, κι ας ζείτε στο ίδιο σπίτι, πάλι δεν θα έχεις αρκετό χρόνο για να ασχοληθείς με τον εαυτό σου. Ο εαυτός σου, αυτός ο τύπος που είναι τόσο ενοχλητικός όταν είσαι άνεργος και πρέπει να ανέχεσαι κάθε μέρα όλη μέρα τα καπρίτσια του, όταν είσαι εργαζόμενος δε μοιάζει πια τόσο ενοχλητικός. Δεν απαιτεί πια να ικανοποιήσεις τα βίτσια του με αυστηρό τρόπο, αλλά σε παρακαλάει, σε εκλιπαρεί να του δώσεις λίγη προσοχή, λίγη ικανοποίηση, λίγη στοργή και προδέρμ, ρε παιδί μου. Εαυτός σου είναι, αίμα σου, το ίδιο DNA έχετε, πώς μπορείς να τον παραμελείς έτσι;

Βέβαια, όσο περνάει ο καιρός νομίζω ότι κι ο εαυτός μου αρχίζει και συμβιβάζεται. Κάθε τόσο του δίνω κάτι παραπάνω: Του βάζω να ακούσει μουσική στη δουλειά, και για λίγο έστω νιώθει ότι δε δουλεύει, αλλά απλά κάτι κάνει στον υπολογιστή του. Ή του αγοράζω το πρωί τον αγαπημένο του καφέ, και για μια-δυο ώρες δεν καταλαβαίνει καν ότι δουλεύει, μέχρι να περάσει η επίδρασή του και να αρχίσει πάλι την γκρίνια. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω πια την πολυτέλεια να του κάνω όλα τα χατίρια, και αργά ή γρήγορα θα μάθει να συμβιβάζεται με αυτές τις μικρές χαρές και να μην περιμένει τίποτα παραπάνω. Και είναι λίγο μίζερο αυτό – δεν του το έχω πει ακόμα, γιατί ξέρω ότι θα με πρήξει με την γκρίνια του. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα το καταλάβει από μόνος του, χωρίς να έχουμε δράματα.

Όλο αυτό το παραλήρημα, που θα μπορούσε να υποδηλώνει μία τάση προς τον διχασμό προσωπικότητας (κάτι που δεν θα ήταν και τόσο παράξενο για έναν άνθρωπο που πλέον περισσότεροι τον γνωρίζουν σαν Stranger, παρά με το πραγματικό του όνομα), υπηρετεί έναν και μόνο σκοπό: Να σου εξηγήσω ότι δε φταις εσύ που δε σου γράφω, δε φταίω ούτε εγώ που προτιμώ να χαλαρώσω λίγο το βράδυ παίζοντας PSP ή βλέποντας χαζοχαρούμενες τηλεοπτικές εκπομπές, παρά να στύψω το μυαλό μου για να βρω κάτι να σου γράψω. Φταίει ο τρόπος ζωής μας. Φταίει που αναγκαστικά η δουλειά μας έχει απόλυτη προτεραιότητα απέναντι σε οτιδήποτε άλλο, ακριβώς επειδή αυτή είναι που μας επιτρέπει να κάνουμε οτιδήποτε άλλο, με το χρηματικό αντίτιμο που μας παρέχει. Έχουμε παραχωρήσει ένα σημαντικο κομμάτι της ελευθερίας μας σε ένα αφεντικό, ή έστω σε μία εταιρεία, ακόμα κι αν είναι δική μας, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στον εαυτό μας, αυτό το 10χρονο παιδάκι που το μόνο που θέλει είναι να διασκεδάζει και να περνάει καλά. Αυτό το 10χρονο παιδάκι που θα ήθελε να κρατάει ημερολόγιο και να γράφει κάθε μέρα, να είναι όλη μέρα στο δρόμο και να φωτογραφίζει τους τοίχους, να παίζει ηλεκτρονικά παιχνίδια σαν να μην υπάρχει αύριο, αυτό το παιδάκι γκρινιάζει. Θέλει περισσότερο χρόνο. Θέλει την προσοχή σου. Μόνο που, μετά από αρκετά χρόνια απόλυτης κυριαρχίας, αυτό το παιδάκι πρέπει να καταλάβει ότι δεν μπορεί πάντα να περνάει το δικό του. Όχι επειδή δε θες να του κάνεις πάντα το χατίρι, αλλά επειδή δε γίνεται. Και δυστυχώς, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο. Ελπίζω ο κακομαθημένος εαυτός μου να καταλάβει κάποτε.

Αλλά αλήθεια, τι είναι η ζωή χωρίς αυτό το παιδάκι να σε τραβάει από το μανίκι κάθε τόσο;

Αυτό ακριβώς...


Αγαπητό ημερολόγιο,

μπορεί πολλές φορές να υποστηρίζουμε το αντίθετο, αλλά οι άνθρωποι είμαστε πολύ εγωιστές. Θέλουμε πάντα όλα να γίνονται με τον τρόπο μας. Κατά βάθος, δεν θέλουμε ποτέ να αλλάζουμε εμείς, αλλά να αλλάζουν οι άλλοι για να ταιριάζουν σε αυτό που περιμένουμε από αυτούς. Και, κατ’επέκταση, όταν μας πάει κάτι στραβά, θέλουμε να αλλάξει ο κόσμος και όχι να αλλάξουμε εμείς, έστω κι αν η δική μας αλλαγή θα μπορούσε να κάνει τον κόσμο λίγο καλύτερο. Και το πιο εντυπωσιακό είναι ότι, μολονότι βλέπουμε πως ο κόσμος από μόνος του δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ, δεν αλλάζουμε ούτε κι εμείς, με το πείσμα των 7χρονων που δεν μπορούν να παίξουν Κλέφτες κι Αστυνόμους, επειδή θέλουν όλοι να είναι κλέφτες.

Φυσικά, αν λειτουργούσαμε πάντα έτσι, τότε δε θα είχε μείνει ρουθούνι στον πλανήτη. Πολλές φορές αναγκαζόμαστε να βάλουμε στην άκρη τον εγωισμό μας και να συμβιβαστούμε. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι ο εγωισμός μας δεν υπάρχει. Απλά, περνάει σε δεύτερη μοίρα, καθαρά από ανάγκη και όχι επειδή έτσι μας αρέσει. Και φυσικά δε σημαίνει ότι αυτός που συμβιβάζεται το κάνει επειδή είναι καλός άνθρωπος, επειδή θέλει να προσφέρει στην κοινωνία ή για να έχει καλό κάρμα στην επόμενη ζωή του. Κάτι τέτοιο γίνεται σπάνια, και όταν γίνεται είναι ένας καλός λόγος για έκτακτα δελτία ειδήσεων, ακριβώς επειδή είναι κάτι που πάει κόντρα στην ανθρώπινη φύση.

Και επειδή αρκετά σε κούρασα με τη φιλοσοφία, ας τα δούμε όλα αυτά σε προσωπικό επίπεδο. Με το που τελείωσα τη σχολή, πίστευα ότι είμαι πολύ γαμάτος. Ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα κάπου δουλειά, θα εξέπλησσα τα αφεντικά μου με το έμφυτο ταλέντο μου, θα ανέβαινα με συνοπτικές διαδικασίες την ιεραρχία και θα απολάμβανα μια μεγάλη και επιτυχημένη καριέρα στη δημοσιογραφία. Τα χρόνια πέρασαν, και συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση στον επαγγελματικό κλάδο που είχα επιλέξει δεν ήταν καθόλου καλή. Δούλεψα για την ψυχή της μάνας μου, δούλεψα για 10 ευρώ τη σελίδα (και είχα μονοσέλιδη στήλη σε μηνιαίο περιοδικό), έμεινα πολύ καιρό άνεργος περιμένοντας να έρθει μια ουρανοκατέβατη πρόταση από κάπου για δουλειά, έστειλα αμέτρητα βιογραφικά στα οποία δεν πήρα ποτέ απάντηση. Κι όμως, δεν πτοήθηκα. Δούλεψα για τρεις μήνες σε ένα βιβλιοπωλείο – «προσωρινά», βέβαια. Δεν ήθελα καν να σκεφτώ το ενδεχόμενο να παραμείνω εκεί για μεγαλύτερο διάστημα. Ο εγωισμός μου δε μού επέτρεπε να το βάλω κάτω και να βολευτώ σε μία δουλειά που μου απέφερε καλά λεφτά, βέβαια (μου πλήρωνε και υπερωρίες το αφεντικό, σπάνιο πράγμα), αλλά δεν ικανοποιούσε τις φιλοφοξίες μου. Ήθελα κάτι καλύτερο. Από τότε, πέρασαν επτά μήνες μέχρι να ξαναβρώ μία άλλη, «προσωρινή» δουλειά, αυτή τη φορά σαν πλασιέ, χτυπώντας κουδούνια και εκλιπαρώντας άγνωστους ανθρώπους να αγοράσουν, ελπίζοντας πως θα έκανα αρκετές πωλήσεις και θα έβγαζα καλά λεφτά από τα ποσοστά. 20 μέρες άντεξα εκεί, αυτή η δουλειά δε μου πήγαινε καθόλου.

Από τότε, σχεδόν έξι μήνες μετά, δεν κάνω τίποτα άλλο από το να κωλοβαράω. Ο πληγωμένος εγωισμός μου (μην γελιέσαι, όλοι οι άνεργοι έχουν πληγωμένο εγωισμό), ανίκανος πια να πειστεί κι ο ίδιος ότι μπορεί να βρει μία καλή δουλειά, αποφάσισε να υποχωρήσει. Και να συμβιβαστεί. Αποφάσισε ότι, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, το σημαντικότερο δεν είναι να κάνει μια δουλειά που να τον ικανοποιεί, αλλά μια δουλειά που να τον τρέφει (και με τις δύο έννοιες, κυριολεκτικά και μεταφορικά). Να μαζευτούν κάποια χρήματα στην άκρη, και μετά βλέπουμε. Αγγλία; Ατομική επιχείρηση; Ποιος ξέρει.

Σήμερα, λοιπόν, είχα συνέντευξη. Σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Ναι, είμαι υποψήφιος για υπάλληλος σε σούπερ μάρκετ. Και δε νιώθω άσχημα. Ξέρεις, πάντα σκεφτόμουν «πώς να πάω να δουλέψω σαν υπάλληλος σε μαγαζί; Κι αν με δει κανένας παλιός μου συμμαθητής από το σχολείο; Τι θα σκεφτεί;». Δε με νοιάζει πια. Είναι ζούγκλα εκεί έξω. Και αν βρεις μια μικρή, σκοτεινή σπηλιά να χωθείς για να επιβιώσεις, δεν πρέπει να ντρέπεσαι, αλλά να νιώθεις ανακούφιση που κατάφερες για άλλη μια μέρα να παραμείνεις ζωντανός. Ο εγωισμός σου θα σου λέει πάντα «μην κάνεις αυτό, γιατί θα κατέβω σε απεργία, και μαζί μου θα πάρω την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό και δεν θα μπορέσεις να επιβιώσεις χωρίς εμάς», εμποδίζοντάς σε να δεις την προφανή αλήθεια: Όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη, τίποτα άλλο δε μετράει, παρά μόνο το να επιβιώσεις όπως μπορείς. Ο εγωισμός μου πλέον υπέκυψε στην ανάγκη, μην μπορώντας να κάνει αλλιώς, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα επανέλθει δριμύτερος όταν με το καλό πιάσω δουλειά κάπου, οπουδήποτε. Έτσι είναι αυτός, μπορεί να υποχωρήσει για λίγο, αλλά ποτέ δεν θα υψώσει λευκή σημαία. Είναι η φύση του τέτοια.

Τι γίνεται τώρα, λοιπόν; Ο εγωισμός μπαίνει στην κατάψυξη, μαζί με τα όνειρα, τις φιλοδοξίες και τις σπουδές μου. Ξέρω ότι κάποτε θα τα χρειαστώ ξανά όλα αυτά, αλλά για την ώρα η θέση τους είναι στην κατάψυξη. Θα κυνηγήσω κι άλλες παρόμοιες δουλειές. Βιβλιοπωλεία, καταστήματα, δισκάδικα, οπουδήποτε. Α ναι, τώρα που το ανέφερα, να θυμηθώ να βγάλω από την κατάψυξη την ελπίδα. Αυτή θα μου χρειαστεί.

Λοιπόν, λέω να πηγαίνω – έχω πρωινό ξύπνημα αύριο, θα πάω από τον ΟΑΕΔ (Όταν Αποφοιτήσεις Έλα Δω) να ανανεώσω την κάρτα ανεργίας μου. Συμπληρώνω έναν χρόνο, λες να μου δώσουν κανένα δωράκι; Ξέρω ‘γω, κανένα μπρελόκ με το σήμα του ΟΑΕΔ ή καμιά κούπα για καφέ που να γράφει «Will Work For Coffee»; Μπα, ε;

Τέλος πάντων. Καληνύχτα, αγαπητό μου ημερόλόγιο, και να θυμάσαι:


Αγαπητό ημερολόγιο,

ο Αύγουστος δεν ήταν ποτέ ο αγαπημένος μου μήνας. Όταν ήμουν μικρότερος, οι καλοκαιρινές διακοπές με τους γονείς μου υπερκάλυπταν την αφόρητη αυγουστιάτικη ανία, όμως όταν πέρασα τον πρώτο μου Αύγουστο στην Αθήνα, στα 18 μου, τον μίσησα. Το αποκορύφωμα, βέβαια, ήταν ο περσινός Αύγουστος, όταν και έπαθα ιγμορίτιδα, την οποία ο (μαλακοπίτουρας) γιατρός εξέλαβε ως πιθανή γρίπη Η1Ν1 και με έστειλε σε μια ιδιωτική κλινική να κάνω εξετάσεις (με το αζημίωτο, φυσικά – ακόμα πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος γιατρός έχει μετοχές στην κλινική, αλλά δεν μπορώ να το αποδείξω). Αποτέλεσμα; Να χάσω 10 χρόνια απ’τη ζωή μου, φοβούμενος ότι μπορεί και να είχα μια θανατηφόρα γρίπη και να μείνω μια βδομάδα στο κρεβάτι και ένα μήνα άφραγκος. Αν δεν είχα και Internet στο σπίτι, θα είχα πέσει από την ταράτσα. Ή, ακόμα καλύτερα, θα είχα σκηνοθετήσει τον θάνατό μου και θα το’σκαγα για μια χώρα της προκοπής, όπου οι γιατροί δε σε στέλνουν να κάνεις εξετάσεις για ψύλλου πήδημα. Inglourious docters.

Ο φετινός Αύγουστος δεν αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα. Ο Αύγουστος είναι ιδιαίτερα δύσκολος μήνας για έναν άνεργο, καθώς είναι ο μήνας κατά τον οποίο όλος ο υπόλοιπος κόσμος δικαιώνεται για τη σκληρή (ή όχι και τόσο σκληρή) δουλειά των προηγούμενων 11 μηνών και μπορεί να κάνει ένα ταξίδι, μακριά από την γκρίζα πόλη που έχει φάει με το κουτάλι, και να γεμίσει τις μπαταρίες του εν όψει του δύσκολου χειμώνα που έρχεται. Ο άνεργος, πάλι, μην έχοντας χρήματα για διακοπές, κατά κανόνα βράζει στο ζουμί του και, αν βγαίνει κάθε τόσο από το καζάνι, είναι μόνο και μόνο για να σιγουρευτεί ότι βράζει στη σωστή θερμοκρασία. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι ο άνεργος δεν έχει ανάγκη να φορτίσει τις μπαταρίες του, γιατί το έχει ήδη κάνει τους προηγούμενους μήνες. Έχει, όμως, κι αυτός ανάγκη να αλλάξει παραστάσεις, να ξεσκάσει λίγο βρε αδερφέ. Αλλά δεν μπορεί. Και ακόμα κι αν δεν έχει αυτήν την ανάγκη, η αίσθηση ότι μένει μόνος του στον φούρνο να ξεροψηθεί, ενώ τα υπόλοιπα κουλουράκια έχουν ήδη βγει έξω για να δροσιστούν, είναι τουλάχιστον ενοχλητική.

Ελπίζω ο φετινός Αύγουστος να είναι ο τελευταίος μου ως ανέργου. Ήδη, σήμερα έριξα λίγο ακόμα τα στάνταρ μου, συμπληρώνοντας βιογραφικά σε μία αλυσίδα καφετεριών και σε μία αλυσίδα ηλεκτρονικών. Σιγά-σιγά αρχίζω να αποδέχομαι τη συντριπτική ήττα μου στη δημοσιογραφία και να το παίρνω απόφαση ότι πρέπει να αναγκαστώ να κάνω μια δουλειά εντελώς άσχετη με τις σπουδές μου προκειμένου να μην καταλήξω να ψάχνω στους σκουπισοτενεκέδες για φαγητό. Από τα πέντε στάδια της θλίψης, έχω ήδη ξεπεράσει την άρνηση («ποια κρίση, μωρέ; Εγώ είμαι γαμώ τα παιδιά, θα τα καταφέρω»), τον θυμό («γιατί μου γαμάνε το μέλλον αυτοί οι μαλάκες; Πρέπει να πάρω το καλάσνικοφ και να αρχίσω να σκοτώνω για να βρω δουλειά;») και τη διαπραγμάτευση («Έλα, θεούλη μου, κάνε να βρω μια δουλειά κι εγώ θα πάψω να σκαλίζω τη μύτη μου και να βρίζω τις γιαγιάδες που πηγαίνουν στην εκκλησία) και βρίσκομαι στο στάδιο της κατάθλιψης («Άμα βρω δουλειά της προκοπής, εμένα να μου τρυπήσεις τη μύτη με Black & Decker). Ε, όπου να’ναι φτάνω και στην αποδοχή. Λες και μπορώ να κάνω αλλιώς.

Και μετά από αυτήν την ελάχιστα συναρπαστική έξαρση μαυρίλας και μιζέριας, ας περάσουμε σε μια πιο ευχάριστη είδηση («να αλλάξουμε κλίμα», που λένε και στα δελτία ειδήσεων): Ο Δαίμονας του πλυντηρίου πιάτων, που σου έλεγα χτες, αποτελεί παρελθόν. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, μπορεί να ήρθαν οι Ghostbusters την ώρα που κοιμόμουν και να το αιχμαλώτισαν στο κουτάκι τους, ή μπορεί να σιχάθηκε την εξωπραγματική μπίχλα που επικρατεί στο σπίτι και να αποφάσισε να πάει να στοιχειώσει τους γείτονες (τώρα που το σκέφτομαι, το σκυλί του γείτονα άρχισε να γαυγίζει άγρια κάποια στιγμή χθες το βράδυ, και υποψιάζομαι γιατί). Αυτό που ξέρω είναι ότι σήμερα έβαλα πλυντήριο ρούχων και δεν είχαμε κανένα απρόοπτο. Διορθώνω: Το απρόοπτο ήταν ότι, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, δεν υπήρξε κανένα απρόοπτο. Ούτε ξέβαψαν τα ρούχα (σαν την άλλη φορά, που το πουκάμισό μου μπήκε μπεζ και βγήκε πράσινο – αλλά ακόμα το φοράω), ούτε έλιωσαν, ούτε τα απήγαγαν εξωγήινοι. Άσε που στο άπλωμα δε μου έπεσε ούτε ένα ρούχο κάτω (είδες τι επιδέξιος που είμαι όταν θέλω;).

Πάντως, το ενδεχόμενο να μην υπήρχε δαίμονας και να έβαλα στραβά τα πιατικά δεν υφίσταται, γιατί όλα τα πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα βγήκαν σώα και αβλαβή από το πλυντήριο πιάτων, όπως ακριβώς τα έβαλα, αλλά αισθητά πιο καθαρά. Έτσι, οδηγούμαι αυθαίρετα (αλλά απολύτως φυσικά) στο συμπέρασμα ότι είχα την πρώτη μου μεταφυσική εμπειρία. Να θυμηθώ να στείλω την ιστορία μου στον Χαρδαβέλλα – όλο με κάτι τέτοια ασχολείται, και τα παίρνει και στα σοβαρά.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κλείσω το σημερινό μου παραλήρημα, γιατί με αυτήν τη ζέστη δεν μπορώ να ταλαιπωρώ άλλο τα ήδη καψαλισμένα εγκεφαλικά μου κύτταρα – να σκεφτείς ότι έχω κόψει και την τηλεόραση για να μην τα επιβαρύνω ακόμα παραπάνω. Αλλά μην ανησυχείς, εσένα δε θα σε κόψω. Είσαι πολύ πιο σημαντικό από την τηλεόραση.

Καληνύχτα, και να θυμάσαι αυτόν τον συλλογισμό:

Πρόταση 1η: Το γοργόν και χάριν έχει.
Πρόταση 2η: Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει.
Συμπέρασμα: Ο «σοφός λαός μας» κάπου τα’χασε.