Μαΐου 2012



Το προηγούμενο βράδυ είχε αφήσει ένα ανεξίτηλο σημάδι πάνω του. Ένα μεγάλο και βαθύ σημάδι. Το πρωινό ξύπνημα δεν ήταν απλά δύσκολο – ήταν ανυπόφορο. Πώς μπορείς να σηκωθείς και να αντιμετωπίσεις τον κόσμο όταν ξέρεις ότι δεν είσαι πια τόσο δυνατός όσο χθες; Όταν ξέρεις ότι δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από μία λάθος κίνηση για να βρεθείς στο καναβάτσο, ταπεινωμένος από τον αντίπαλό σου και με δεκάδες ζευγάρια μάτια να σε κοιτάζουν με ένα θανατηφόρο μείγμα οίκτου και χλευασμού;

Εκείνη δεν ήταν εκεί. Είχε φύγει νωρίτερα. Ανησυχούσε πια γι’αυτήν. Αν φοβόταν αυτός, ένας ώριμος άνδρας, τότε εκείνη θα ήταν τρομοκρατημένη. Θα έπρεπε να είναι. Θα ήταν η μόνη λογική αντίδραση.

Χρειαζόταν αέρα. Έστω τον ρυπαρό, επικίνδυνο αέρα της πόλης. Κάτι να γεμίσει τα πνευμόνια του, κι ας ήταν και φονικό. Κάτι να τινάξει τα μαλλιά του προς τα πίσω, ένα αόρατο χέρι να τον ακουμπήσει στην πλάτη. Ένιωθε πως πνιγόταν. Φόρεσε τα πρώτα ρούχα που βρήκε μπροστά του, πήρε ένα μαχαίρι από το συρτάρι της κουζίνας και, κρατώντας την αναπνοή του, βγήκε από το σπίτι και μόνο τότε πήρε ανάσα. Τον έπιασε βήχας, λες και ο οργανισμός του δεν ήθελε να δεχτεί μέσα του τον αέρα. Μέχρι που τον συνήθισε και ο βήχας υποχώρησε.

Τίποτα δεν έμοιαζε πια το ίδιο όπως χθες. Κι αν ο γείτονας ήταν με τους Άλλους; Δεν τον ήξερε άλλωστε και τόσο καλά. Ή η φαρμακοποιός στη γωνία; Πάντα τον κοιτούσε με μισό μάτι. Αλλά και οι περαστικοί του φαίνονταν εχθρικοί, σαν να ήταν έτοιμοι για καυγά. Προχωρούσε με το κεφάλι σκυμμένο, αποφεύγοντας να διασταυρώνει το βλέμμα του με οποιονδήποτε. Είχε τα χέρια του στις τσέπες του μπουφάν, κρατώντας σφιχτά στην αριστερή του τσέπη το μαχαίρι. Φοβόταν ότι θα αναγκαζόταν να το χρησιμοποιήσει.

Ο δρόμος τον έβγαλε στον σταθμό του τρένου. Παλιά του άρεσε πολύ το ταξίδι με το τρένο, του άρεσε να κοιτάζει τους άλλους επιβάτες και να μαντεύει την ιστορία τους, τις σκέψεις τους, τη ζωή τους ολόκληρη. Τώρα τον τρομοκρατούσε αυτό το παιχνίδι. Κι αν αυτός που κοιτούσε ήταν ένας από τους Άλλους; Πώς θα τους ξεχώριζε; Ήταν πιο ασφαλές να χωθεί στο μπουφάν του και να κρυφακούει τις συζητήσεις των άλλων χωρίς να κοιτάει γύρω του.

– Άκουσες γι’αυτόν που αυτοκτόνησε; Τι δειλός, τι ανθρωπάκι. Αντί να παλέψει, λιποψύχησε. Και όχι μόνο αυτό, πήγε και το έκανε στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης, λες και ήταν περήφανος για την πράξη του. Έχει τρελαθεί ο κόσμος, παιδί μου.

– Άντε να τους διώξουν, επιτέλους. Δεν το έβλεπαν τόσα χρόνια πως είναι επικίνδυνοι; Έμαθες για εκείνον που σκότωσε έναν Δικό μας τις προάλλες, ε; Έτσι είναι όλοι τους, εγκληματίες. Ζώα. Αλλά τώρα θα αλλάξουν όλα αυτά. Επιτέλους, θα είμαστε ασφαλείς.

– Σπέρνουν το θάνατο ρε συ, δεν το χωράει το μυαλό μου. Πώς κάνεις τέτοιο πράγμα; Και πληρώνονται κιόλας γι’αυτό! Εμείς σπουδάζαμε μισή ζωή για να βγάλουμε πενταροδεκάρες, κι αυτές πλουτίζουν με τα βρώμικα κορμιά τους! Αλλά θα δεις, αύριο κιόλας θα έχουν εξαφανιστεί όλες τους.

Χωμένος πάντα μέσα στο μπουφάν του, όρθιος στην άκρη του τελευταίου βαγονιού, έκλαιγε σιωπηλά. Ένιωθε κάθε ελπίδα να έχει εξατμιστεί από μέσα του. Τότε ήταν που είδε δύο μεγαλόσωμους άντρες να πηγαίνουν προς το μέρος ενός κακομοίρη που καθόταν σε μία από τις τελευταίες θέσεις του βαγονιού.

«Ε, εσύ. Ποιος σου είπε ότι μπορείς να κάθεσαι;», του είπε αυστηρά ο ένας από τους δύο. Ο άνθρωπος δε μίλησε. «ΠΟΙΟΣ ΣΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΚΑΘΕΣΑΙ;», συνέχισε ο μεγαλόσωμος άντρας, ουρλιάζοντας. Ο άνθρωπος είχε παγώσει από το φόβο του. «Για έλα μαζί μας να σου εξηγήσουμε μερικά πράματα», είπε ο άλλος άντρας με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη, και αμέσως τον σήκωσαν από τη θέση του και τον έσυραν στο πάτωμα μέχρι τις πόρτες του βαγονιού. Ακούστηκαν επευφημίες και χειροκροτήματα από τους άλλους επιβάτες, που επαινούσαν τους Άλλους για την πράξη τους. Ο άνθρωπος δε μιλούσε.

Πίσω από το μπουφάν του, έριξε μία κλεφτή ματιά στον άνθρωπο. Είχε ένα τρομαγμένο βλέμμα στα μάτια, σαν να έβλεπε τον θάνατο μπροστά του. Τον κοιτούσε. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μαχαίρι του και να τον σώσει. Το έσφιξε στο χέρι του. Τόσο σφιχτά, που νόμιζε ότι θα έλιωνε η λαβή του. Το έσφιξε ακόμα περισσότερο. Όταν οι πόρτες άνοιξαν και οι Άλλοι έβγαλαν τον άνθρωπο στην αποβάθρα σέρνοντάς τον, εκείνος έσφιγγε ακόμα το μαχαίρι στην τσέπη του.

Στον επόμενο σταθμό, μόλις άνοιξαν οι πόρτες κατέβηκε αμέσως. Δεν ήξερε καν σε ποιον σταθμό βρισκόταν. Δεν τον ενδιέφερε. Το μόνο που ήθελε ήταν αέρας. Άπιαστος, αόρατος, ελεύθερος αέρας.

Περπατούσε γρήγορα, χωρίς να κοιτάζει πίσω του. Μπορεί κάποιος να τον ακολουθούσε ήδη. Όποιος κρύβει το πρόσωπό του είναι ύποπτος. Όποιος ντρέπεται για τον εαυτό του είναι ύποπτος. Όποιος κλαίει είναι ύποπτος. Όποιος δεν είναι με τους Άλλους είναι ύποπτος.

Μπήκε στο πρώτο ταξί που βρήκε σταματημένο στην πιάτσα. Είπε στον οδηγό τη διεύθυνση του σπιτιού. «Α, είναι επικίνδυνη περιοχή εκεί, να προσέχεις», του είπε. «Είναι αυτοί οι περίεργοι εκεί μαζεμένοι. Ξέρεις, ναρκωτικά, πουτάνες, αρρώστιες, διαρρήξεις, όλα αυτοί μας τα κουβάλησαν εδώ. Για όλα τα στραβά αυτοί φταίνε, το λένε και στις ειδήσεις. Αλλά ευτυχώς τώρα ήρθαν οι Άλλοι και θα καθαρίσει ο τόπος. Εγώ από την αρχή με τους Άλλους ήμουν, τους είχα κόψει εγώ. Εσύ, φιλαράκι;». Ο τόνος της φωνής του ήταν πιο πολύ απειλητικός, παρά φιλικός. «Κι εγώ, από την αρχή», απάντησε όσο πιο πειστικά μπορούσε, κατεβάζοντας το παράθυρο. Πίεσε τον εαυτό του να βγάλει και ένα σφιγμένο χαμόγελο για να ενισχύσει τη θέση του. Ο ταξιτζής ανταπέδωσε το χαμόγελο και δεν του ξαναμίλησε σε ολόκληρη τη διαδρομή.

Το ταξί τον άφησε ακριβώς μπροστά στο σπίτι του. Ψάχνοντας τα κλειδιά του, ψηλάφισε το μαχαίρι. Δεν το είχε χρησιμοποιήσει τελικά.

Άνοιξε την πόρτα του σπιτιού, και αυτή ήταν εκεί. Μύρισε το άρωμά της. Τη βρήκε στην κρεβατοκάμαρα, καθισμένη πάνω στο κρεβάτι, με ανοιχτά παράθυρα και παντζούρια. Αέρας έμπαινε από παντού στο δωμάτιο.

«Πώς είσαι;», τη ρώτησε με αγωνία.
«Τα ίδια, όπως πάντα», απάντησε αυτή αδιάφορα.
«Τα ίδια; Πώς γίνεται αυτό; Χθες άλλαξαν όλα!», της είπε έκπληκτος
«Ποια όλα μωρέ, τίποτα δεν αλλάζει σε αυτήν την κωλοπόλη», του απάντησε ανάβοντας ένα τσιγάρο.
«Μα δεν τους είδες;»
«Ποιους να δω;»
«Τους Άλλους, είναι παντού.»
«Και πριν παντού ήταν, εσύ τώρα τους ανακάλυψες;»
«Αγάπη μου, είμαστε πια μειοψηφία. Κινδυνεύουμε. Κλείσε τα παντζούρια και ετοίμασε βαλίτσες, πρέπει να φύγουμε.»
«Να φύγεις μόνος σου, εγώ θα μείνω.»
«Μα δε φοβάσαι καθόλου;»
«Από μικρό παιδί μου έμαθαν να φοβάμαι. Και σε μένα, και σε σένα, και σε όλους μας. Χάρη στο φόβο κέρδισαν οι Άλλοι. Όσο πιο πολύ φοβάσαι, τόσο κερδίζουν. Αυτό θες;
«Μα πώς θα τους νικήσουμε; Εμείς δεν έχουμε όπλα.»
«Ούτε κι αυτοί έχουν. Το μόνο τους όπλο είναι ο φόβος. Ο δικός σου φόβος.»

Σκέφτηκε τις φωνές που άκουγε, που μιλούσαν για δειλές αυτοκτονίες και στυγνά εγκλήματα. Φόβος. Σκέφτηκε τον άνθρωπο που έσερναν οι Άλλοι στο τρένο και δεν είπε κουβέντα. Φόβος. Σκέφτηκε τον ίδιο του τον εαυτό να κρατάει σφιχτά το μαχαίρι ή να χαμογελά με δυσκολία για να μην αποκαλυφθεί στον ταξιτζή. Φόβος.

«Κι εσύ μου λες ότι θες να φύγεις; Ε, φύγε λοιπόν. Φύγε και άφησε ό,τι αγαπάς στο έλεός τους, αν αυτό είναι που θες.»

Τότε θυμήθηκε γιατί την είχε ερωτευτεί. Δεν ήταν τόσο ελκυστική εμφανισιακά, ούτε είχε ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ. Είχε όμως μία μοναδική ικανότητα να σκέφτεται λογικά εκεί που κάθε λογική φαινόταν ανεφάρμοστη. Μπορούσε να παραμένει ψύχραιμη όταν όλα γύρω της κατέρρεαν. Και μπορούσε να μεταδώσει και σε αυτόν την ηρεμία της όταν την είχε ανάγκη, όταν τον κατέκλυζε ο πανικός. Ήταν η φωνή της λογικής. Και την είχε ανάγκη όσο τίποτα άλλο.

«Λοιπόν;»
«Θα μείνω.»
«Δε φοβάσαι;»
«Όσο έχω εσένα δίπλα μου, δεν έχω τίποτα να φοβηθώ.»
«Ωραία. Έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε.»
«Τι εννοείς;»
«Τώρα θα δεις πόσα πολλά μπορεί να πετύχει μία μειοψηφία.»


Είναι τρομακτικό το πόσο καιρό έχω να ανεβάσω φωτογραφίες από τους τοίχους της Αθήνας. Σχεδόν πέντε μήνες. Οπότε αφήνω για λίγο την (ακόμα πιο τρομακτική) επικαιρότητα, με τις διερευνητικές εντολές, τις διαπραγματεύσεις, τις απαγκιστρώσεις, τις καταγγελίες, τις εκλογές, τις κυβερνήσεις συνεργασίας, τις κυβερνήσεις προσωπικοτήτων, την προπαγάνδα των ΜΜΕ και όλα αυτά τα κωμικοτραγικά που συμβαίνουν στη χώρα τελευταία, και δίνω το λόγο σε αυτούς που πραγματικά έχουν κάτι να πουν: Τους τοίχους.


Τα περισσότερα κείμενα αυτού του blog απευθύνονται κυρίως στους αναγνώστες μου. Είναι σκέψεις μου που θέλω να μοιραστώ με άλλους, να συζητήσουμε πάνω σε αυτές, να διαφωνήσουμε και τέλος πάντων να δω αν μόνο εγώ σκέφτομαι όλες αυτές τις μαλακίες που συνήθως σκέφτομαι. Αυτό το post όμως απευθύνεται περισσότερο σε μένα. Είναι και πάλι οι σκέψεις μου, αυτή τη φορά σχετικά με τις εκλογές που μας πέρασαν. Είναι ένα post στο οποίο θέλω να ανατρέχω στο μέλλον, όταν θα προσπαθώ να θυμηθώ τι συνέβη σε αυτές τις εκλογές, όταν πια θα έχω ξεχάσει τις περισσότερες λεπτομέρειες και στο μυαλό μου αυτή η εκλογική αναμέτρηση θα μοιάζει ίδια με όλες τις άλλες που έχω ζήσει. Τούτων δοθέντων, παίρνω βαθιά ανάσα και ξεκινάω:

– Πρώτα τα καλά νέα: Ο δικομματισμός πέθανε, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα του για να μην στριφογυρνάει σαν πόλτεργκαϊστ στοιχειώνοντας ευάλωτους κακομοίρηδες, η κηδεία έγινε ήδη και σε 40 μέρες έχουμε το μνημόσυνο. Ήμουν κι εγώ στην κηδεία, ήμουν από αυτούς που, την ώρα που το φέρετρο βυθιζόταν στο χώμα, δεν κατέβαλαν καμία απολύτως προσπάθεια να κρύψουν το πλατύ χαμόγελό τους. Εξάλλου, αυτός ήταν ο στόχος μου ως ψηφοφόρου σε αυτές τις εκλογές: Να μείνουν τα δύο μεγάλα (χο-χο-χο) κόμματα αρκετά χαμηλά, ώστε να μην μπορούν καν να συγκεντρώσουν 151 έδρες μαζί. Και τα καταφέραμε. ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία προσπάθησαν πολύ για να μας πείσουν να τους εμπιστευθούμε. Είτε με εκβιαστικά διλήμματα τύπου «αν δε μας ψηφίσετε θα εισβάλει στη χώρα ο Βόλντεμορτ και θα σκοτώσει όλους τους πρωτότοκους», είτε με ψεύτικες υποσχέσεις όπως «δε θα πληγούν άλλο οι μισθωτοι και οι συνταξιούχοι, γι’αυτό και τα επόμενα μέτρα θα πλήξουν αποκλειστικά και μόνο τους κατοίκους του πλανήτη Γκράμπαργκον», είτε με τρομακτικά σενάρια σαν το «αν δε με ψηφίσετε η χώρα θα βυθιστεί στην ακυβερνησία και αυτό θα έχει σαν άμεσο αποτέλεσμα να σταματήσουν οι εισαγωγές προϊόντων από το εξωτερικό και θα ξεμείνουμε από Louis Vuitton και Hermes». Δε μας έπεισαν. Αθροιστικά, τα δύο κόμματα που άλλοτε έπαιρναν για πλάκα 80%, σε αυτές τις εκλογές μετά βίας ξεπέρασαν το 32%. Και αυτό πρέπει να είναι καλό.

– Αν τη δούμε μεμονωμένα και ανεξάρτητα από όλα τα άλλα αποτελέσματα, αυτή η κατάρρευση του δικομματισμού είναι κάτι το υπέροχο. Δείχνει ότι ο κόσμος ξαφνικά απαγκιστρώθηκε από τα δύο κόμματα στα οποία φαινόταν προσκολλημένος εδώ και δεκαετίες και θέλησε να τα τιμωρήσει για τα λάθη τους, δίνοντας την ψήφο τους σε κάποιο άλλο κόμμα. Είναι η μοναδική φυσιολογική αντίδραση απέναντι στα δύο κόμματα που ευθύνονται για την κατάσταση της χώρας αυτή τη στιγμή. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει όλους αυτούς τους ψηφοφόρους για αχαριστία – στο κάτω-κάτω, ποιος ξέρει πόσοι από αυτούς διορίστηκαν στο δημόσιο χάρη σε ένα από αυτά τα δύο κόμματα και τώρα το πετάνε σαν στυμμένη λεμονόκουπα. Αλλά αυτό θα έπρεπε να το ξέρουν τα κόμματα: Όταν χτίζεις την κυριαρχία σου πάνω σε πελατειακές σχέσεις, τότε είναι βέβαιο πως θα χάσεις τον «πελάτη» σου όταν δε θα μπορείς πια να τον εξυπηρετήσεις.

– Το θέμα είναι: Πού πήγαν όλες αυτές οι ψήφοι που έχασαν το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ; Εδώ αρχίζουν να συρρικνώνονται τα χαμόγελα, μέχρι που φτάνουν να γίνουν γκριμάτσες ανείπωτου τρόμου. Το πιο εντυπωσιακό ποσοστό τους το απέσπασε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα που υποσχέθηκε αυτό που οι περισσότεροι από εμάς θέλαμε να ακούσουμε: Ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος, ότι μπορούμε να γλιτώσουμε από τα βάρη των μνημονίων, ότι υπάρχει ελπίδα για κάτι καλύτερο τέλος πάντων. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι ένας σύγχρονος Ανδρέας Παπανδρέου: Τσαμπουκάς, επαναστατικό προφίλ, δέσμευση ότι θα κάνει φοβερά ριζοσπαστικά πράγματα. Τότε ήταν η έξοδος από το ΝΑΤΟ, σήμερα είναι η έξοδος από το μνημόνιο. Θα τα καταφέρει όμως όλα αυτά που ευαγγελίζεται; Ή θα περάσει στην ιστορία σαν ένας ακόμα «τζάμπα μάγκας»; Θα ήταν άδικο να τον κρίνουμε από τώρα, χωρίς να έχει προλάβει να μας δείξει τι μπορεί να κάνει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το 16,78% που απέσπασε τον βαραίνει με τεράστιες ευθύνες.

– Μεγάλο ποσοστό πήρε και ο «ΣΥΡΙΖΑ της Δεξιάς», οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Μεταξύ μας, δεν ήταν και τόσο δύσκολο. Κι εγώ αν κατέβαινα με ένα κόμμα που θα φιλοξενούσε όλους τους μέχρι πρότινος ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας που δεν ήθελαν μνημονιακή πολιτική, το ίδιο ποσοστό θα έπαιρνα. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες «έκλεψαν» από τη ΝΔ μία πολύ συγκεκριμένη (και αρκετά πολυπληθή) μερίδα ψηφοφόρων που διαφωνούσαν με τις αμέτρητες κωλοτούμπες του Σαμαρά. Έξυπνο. Και ακόμα πιο έξυπνο το γεγονός ότι εν μία νυκτί διαγράφηκε ως δια μαγείας το παρελθόν του Πάνου Καμμένου, που δεν ήταν και ιδιαίτερα λαμπρό εδώ που τα λέμε.

– Πάμε τώρα στο πιο θλιβερό κομμάτι αυτών των εκλογών: Την επιτυχία της Χρυσής Αυγής. Θα ήταν πραγματικά αστείο, αν δεν ήταν τόσο φρικτό: Ένας σατανιστής ροκ σταρ, ένας σωσίας του Αθανάσιου Διάκου, ένας (τουλάχιστον) οπαδός του αρχαίου θεού Πάνα – η λίστα των στελεχών της Χρυσής Αυγής προκαλεί γέλια. Προκαλεί όμως και τρόμο. Γιατί, για όσους δεν το ξέρατε, η Χρυσή Αυγή είναι ένα νεοναζιστικό κόμμα. Όχι απλά ένα γραφικό ακροδεξιό κόμμα, αλλά ένα ΝΑΖΙΣΤΙΚΟ κόμμα. Πολλοί μάλλον δεν το είχαν πάρει χαμπάρι. Ήδη, το περίφημο «ΕΓΕΡΘΗΤΟΥ» έκανε κάποιους από τους ψηφοφόρους της να φρίξουν. «Δεν ήξερα τι ψήφισα», δικαιολογούνται μερικοί. Όμως αυτό δεν είναι δικαιολογία. Γιατί η ψήφος είναι πολύ σοβαρό πράγμα για να το εμπιστευτείς σε κάποιον που δεν ξέρεις τι πρεσβεύει. Α, και επίσης μετά την απομάκρυνση εκ της κάλπης ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Θα’πρεπε να το γνωρίζεις αυτό.

– Το παράδοξο της υπόθεσης είναι ότι πολλοί προσπαθούν να ρίξουν το βάρος για την άνοδο της Χρυσής Αυγής εκεί που τους βολεύει: Στην Αριστερά («η παλαβή Αριστερά με τις μαλακίες της έστειλε τον κόσμο στη Χρυσή Αυγή» και στους Αγανακτισμένους («φωνάζατε για κρεμάλες και ενισχύσατε τη Χρυσή Αυγή». Είναι βέβαια εντελώς γελοίο να τα λέει κανείς αυτά χωρίς να αναφέρει τον υπ’αριθμόν 1 υπεύθυνο για την επέλαση της Χρυσής Αυγής: Το ίδιο το κράτος. Γιατί, φίλε μου, όταν προβάλλεις καθημερινά το πόσο κακοί είναι οι λαθρομετανάστες και πώς μας τρώνε τις δουλειές και μας σκοτώνουν μέρα μεσημέρι στο δρόμο (κι όμως, δεν κάνεις τίποτα για να επιλύσεις το πρόβλημα εδώ και μία δεκαετία τουλάχιστον), όταν σκορπάς τον τρόμο με αλλοδαπές ιερόδουλες που σπέρνουν το AIDS «στον Έλληνα οικογενειάρχη» (που τελικά είναι κατά κύριο λόγο Ελληνίδες, αλλά μην το κάνουμε θέμα και χαλάσουμε την ακροδεξιά φαντασίωση, ε;), τι ακριβώς περιμένεις; Να πάμε όλοι στην εξοχή και να μαδάμε μαργαρίτες; Προφανώς και θα πάει ο κόσμος στην ακροδεξιά. Σε περιόδους τέτοιας κρίσης, δε χρειάζεται τίποτα παραπάνω από ένα «κλικ» για να υποστηρίξει ένας άνθρωπος μία τόσο ακραία ιδεολογία. Και τα τελευταία χρόνια είχαμε αμέτρητα τέτοια «κλικ».

– Φυσικά και φταίει ΚΑΙ η Αριστερά. Φταίει γιατί δεν κατάφερε να προσελκύσει όλους τους απογοητευμένους ψηφοφόρους στους κόλπους της, αφήνοντας πολλούς να παρασυρθούν από την «αντιμνημονιακή» φορεσιά της Χρυσής Αυγής. Αλλά δεν είναι δυνατόν να της επιρρίπτεις το σύνολο της ευθύνης. Είναι γελοίο. Άλλωστε, εδώ μιλάμε πια για ένα δίλημμα ανάμεσα στον ανθρωπισμό και τον μισανθρωπισμό. Δεν είναι για όλους τους ανθρώπους ξεκάθαρη η επιλογή σε ένα τέτοιο δίλημμα. Πολλοί προτιμούν τον μισανθρωπισμό. Δε θα τους πείσεις ποτέ για το αντίθετο. Ακόμα κι αν τα κάνεις όλα σωστά.

– Ένας άλλος βολικός μύθος που ακούγεται πολύ, ειδικά από τα κανάλια: Το εντυπωσιακό ποσοστό της αποχής, που έφτασε το 35%. Πολλοί είπαν «να μωρέ, ό,τι κι αν πάθουμε μας αξίζει, αφού στις πιο κρίσιμες εκλογές της μεταπολίτευσης το 35% προτίμησε να κάτσει στο σπιτάκι του». Είναι έτσι όμως; Μπα, δε θα το’λεγα. Γιατί αν από αυτό το 35% αφαιρέσεις τους μετανάστες του εξωτερικού, στους οποίους δε δίνεται η δυνατότητα να ψηφίσουν αλλά συμπεριλαμβάνονται στους εκλογικούς καταλόγους, τους ψηφοφόρους που δεν μπόρεσαν να ταξιδέψουν εκεί που ψηφίζουν λόγω οικονομικών προβλημάτων (δεν είναι κι εύκολο να κάνεις ένα ταξίδι που κοστίζει πια 300 ευρώ μαζί με βενζίνη και διόδια) αλλά και τους… νεκρούς ψηφοφόρους, που λογικά θα ήταν αρκετοί, αφού για την κατάρτιση των εκλογικών καταλόγων χρησιμοποιήθηκε η απογραφή του 2001, τότε μάλλον θα μείνει ένα πραγματικά πολύ μικρό ποσοστό αποχής. Πολλά μπορεί κανείς να προσάψει στους ψηφοφόρους σε αυτές τις εκλογές, η αδιαφορία όμως δεν είναι ένα από αυτά. Ίσως πριν προχωρήσουμε σε βολικούς αφορισμούς θα έπρεπε να αναλύσουμε λίγο το φαινόμενο της αποχής. Αλλά γιατί να μπουν σε τέτοιο κόπο τα κανάλια, ε;

– Δεν ξέρω τι κυβέρνηση μπορεί να βγει από αυτές τις εκλογές. Και ακόμα κι αν ξαναγίνουν εκλογές, πάλι δε θα αλλάξει τίποτα δραματικά. Οπότε; Να τρομάξουμε μπροστά στο φάντασμα της ακυβερνησίας που μας κυνηγά; Φυσικά και όχι. Ο σχηματισμός κυβέρνησης είναι δουλειά των πολιτικών, και όχι των πολιτών. Όταν ο κόσμος δε δίνει σαφές προβάδισμα σε κανένα κόμμα, δεν τους λέει απαραίτητα «να πάτε να γαμηθείτε όλοι», αλλά ίσως «συνεργαστείτε γαμώ την πουτάνα μου». Οι συνεργασίες, βέβαια, θέλουν πολιτική ωριμότητα, που είναι πολύ σπάνια στην Ελλάδα. Ωστόσο, το ίδιο ακριβώς θα έλεγε κανείς και για την ωριμότητα των ψηφοφόρων πριν από λίγα χρόνια. Σήμερα αυτό δείχνει να έχει αλλάξει. Ε, καιρός να γίνει το ίδιο και με τους πολιτικούς. Ας το πάρουν χαμπάρι ότι βαρεθήκαμε τις μονοκομματικές κυβερνήσεις και θέλουμε να δούμε κάτι διαφορετικό. Κάτι πραγματικά εποικοδομητικό και αποτελεσματικό.

– Για το τέλος κράτησα το πιο σημαντικό: Αυτόν τον ελεεινό εκλογικό νόμο σύμφωνα με τον οποίο το πρώτο κόμμα παίρνει σαν «μπόνους» 50 έδρες στη Βουλή, με το πρόσχημα της «πολιτικής σταθερότητας». Παράξενο, δε θυμάμαι πού γράφει στο Σύνταγμα ότι επιτρέπεται η αλλοίωση της λαϊκής βούλησης με αυτό το πρόσχημα. Πρόκειται για έναν νόμο που βόλευε παραδοσιακά τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, με τη λογική ότι ένα από αυτά θα ήταν πάντα στην εξουσία και το άλλο απλά θα περίμενε τέσσερα χρόνια για να έρθει η σειρά του, και ούτω καθεξής. Κανείς δεν είχε προβλέψει ότι κάποτε θα φτάναμε σε τέτοιο σημείο ώστε το πρώτο κόμμα να συγκεντρώνει το 19% των ψήφων, όσο περίπου και όλα τα πιθανά και απίθανα κόμματα που δεν κατάφεραν να μπουν στη Βουλή. Και όταν συνέβη αυτό, ο νόμος Παυλόπουλου έγινε ρόμπα, για να το θέσω επιστημονικά. Για παράδειγμα, στην Α’ Αθηνών ο ΣΥΡΙΖΑ απέσπασε ποσοστό 19,11%, ενώ η ΝΔ 15,78%. Κι όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε 3 έδρες στη Βουλή, ενώ η ΝΔ 8! Ακόμα πιο εντυπωσιακή η διαφορά στη Β’ Αθηνών, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ έχει 21,81% και 9 έδρες, ενώ η ΝΔ 12,39% και 14 έδρες! Αλλά ίσως το πιο παρανοϊκό παράδειγμα εφαρμογής αυτού του απίθανου νόμου το βρίσκουμε στον νομό Χανίων: Εκεί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και πάλι πρώτο κόμμα με 17,19% και παίρνει τη μία από τις τέσσερις έδρες του νομού. Ποιος παίρνει τις άλλες τρεις; Μα φυσικά η ΝΔ, που κατατάσσεται στην πέμπτη θέση με 8,43%! Αν αυτό δεν είναι ικανό επιχείρημα για την εφαρμογή της απλής αναλογικής το συντομότερο δυνατό, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι. Και με αυτό κλείνω.


Ξεκίνησα να γράφω κάτι σαν «γράμμα σε έναν πασόκο» ή «γράμμα σε έναν νεοδημοκράτη» ή «γράμμα σε έναν μαλάκα». Ήταν μια σκέψη που έκανα εδώ και μέρες, μετά την «επιτυχία» που γνώρισε το «γράμμα σε έναν χρυσαυγίτη», χάρη στο οποίο έχω σίγουρη μια καλή θέση στη Μακρόνησο σε λίγα χρόνια, αν κρίνω από τα οργίλα σχόλια που απέσπασε στο Facebook και σε ακροδεξιά blogs. Ωστόσο, αν κάτι έχω μάθει στα πεντέμισι χρόνια που είμαι blogger, είναι ότι τα sequel ενός post συνήθως είναι εξίσου κακή ιδέα με τα sequel των κινηματογραφικών ταινιών, που σπάνια καταφέρνουν έστω και να πλησιάσουν την ποιότητα της αυθεντικής ταινίας. Οπότε σκέφτηκα αντ’αυτού να παραθέσω τις ατάκτως ερριμμένες σκέψεις μου σχετικά με τις εκλογές. Σκέψεις που δεν έχουν σκοπό να επηρεάσουν κανέναν, αλλά να ξαλαφρώσουν το κεφάλι μου που τις κουβαλάει τόσο καιρό. Νομίζω ότι αυτό είναι το πιο τίμιο.

– Διάβασα αρκετά posts τις τελευταίες μέρες όπου διάφοροι δηλώνουν τι θα ψηφίσουν, και υποστηρίζουν την επιλογή τους. Μου φάνηκε ενδιαφέρον σαν σκέψη, αλλά αποφάσισα να μην το αποκαλύψω. Κι αυτό γιατί δεν είμαι κανένα κομματόσκυλο που ψηφίζει ψυχαναγκαστικά το ίδιο κόμμα εδώ και δέκα χρονια, ούτε και θεωρώ τη δική μου επιλογή πιο σωστή από αυτή των άλλων. Η επιλογή μου είναι αυτή που μετά από προσωπική εκτίμηση και μελέτη κατέληξα ότι με εκφράζει καλύτερα. Δεν είναι απαραίτητο να εκφράζει και τους άλλους. Και δεν τους αφορά. Αν στο μέλλον η επιλογή μου με απογοητεύσει, θα την κράξω χειρότερα απ’όσο έχω κράξει ποτέ τον οποιονδήποτε και θα χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο μέχρι να ματώσει. Γιατί θα είμαι κι εγώ συνυπεύθυνος για την υποστήριξή μου. Τούτων δοθέντων, η ψήφος μου θα μείνει μυστική. Όπως πρέπει.

– Βέβαια, είναι προφανές για μένα ότι δεν θα μπορούσα να ψηφίσω ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία. Δε δίνεις βιάγκρα σε αυτούς που σε βίασαν. Εκτός βέβαια κι αν τελικά σου άρεσε ο βιασμός και θες να τον υποστείς ξανά, σαν το ανέκδοτο με τον κυνηγό και την αρκούδα. Εμένα πάντως δε μου άρεσε. Και, για να είμαι ειλικρινής, δεν μπορώ να καταλάβω για ποιον λόγο κανείς έχων σώας τας φρένας θα ψήφιζε ένα από αυτά τα δύο κόμματα. Ξέρεις, παλιά έπαιζαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Δεν ψήφιζες ΠΑΣΟΚ επειδή σου άρεσε το προεκλογικό πρόγραμμα του Σημίτη, αλλά επειδή ο Χ υποψήφιος βουλευτής σου είχε τάξει διορισμό για το παιδί σου. Δεν ψήφιζες ΝΔ επειδή σου ενέπνεε εμπιστοσύνη ο Καραμανλής, αλλά επειδή ως «γαλάζιο παιδί» περίμενες κι εσύ ένα κομμάτι από την πίτα. Τώρα, όμως; Δεν υπάρχει τίποτα από αυτά. Είσαι άραγε τόσο χαζός που πιστεύεις ότι οι ίδιοι άνθρωποι που σου βούτηξαν το κεφάλι στη θάλασσα θα σε σώσουν από τον πνιγμό; Μάλλον όχι. Το πιο πιθανό είναι να έχεις τρομοκρατηθεί από τη ρητορική και των δύο κομμάτων και να έχεις πιστέψει κι εσύ ότι δεν υπάρχει καμία άλλη λύση πέρα από αυτήν που προτείνουν (γιατί μη γελιέσαι, την ίδια ακριβώς λύση προτείνουν, απλά ντρέπονται να το παραδεχτούν προεκλογικά). Ξέρεις κάτι; Μπορεί και να ισχύει. Εγώ, ως απλός πολίτης που δε συμμετείχε σε καμία διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους ή το ΔΝΤ, δεν μπορώ να ξέρω. Αλλά ακόμα και αν ισχύει, είναι δυνατόν να εμπιστευθεί κανείς πάλι τους ίδιους; Δηλαδή θα τους επιβραβεύσεις πάλι με την ψήφο σου; Ε, αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω.

– Μας λένε να μην ψηφίσουμε με οργή, αλλά με λογική. Και αναρωτιέμαι: Είναι πρακτικά αδύνατο να ψηφίσεις και με τα δύο μαζί; Δε νομίζω. Οργισμένος από την πολιτική που μας έφερε μέχρι εδώ, αναζητάς λύσεις σε άλλα κόμματα πλην της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Γιατί είναι παράλογο αυτό; Παράλογο θα ήταν να αφήσουμε την οργή να καταλαγιάσει και να πούμε «έλα μωρέ, ούτε 40 χρόνια δεν κυβερνούν αυτά τα δύο κόμματα, ας τους δώσουμε μία ευκαιρία ακόμα». Σου ζητούν να μην τους τιμωρήσεις για όσα σου έκαναν. Γιατί να τους κάνεις τη χάρη; Αυτό θα ήταν παράλογο. Όχι το να τους γυρίσεις την πλάτη.

– Νομίζω ότι θα χαρώ πολύ να δω τα δύο «μεγάλα κόμματα» να παίρνουν τρομακτικά χαμηλό ποσοστό. Το ιδανικό για μένα θα ήταν κάπου στο 30% αθροιστικά, αν και φοβάμαι πως το 40% φαίνεται μάλλον πιο πιθανό. Δεν είναι θέμα εκδίκησης. Είναι θέμα απλής λογικής. Έχω την αίσθηση ότι και τα δύο αυτά κόμματα έκαναν τον κύκλο τους και ήρθε ο καιρός να διαλυθούν ησύχως και να ανοίξουν το δρόμο σε κάτι καινούργιο. Τώρα, για το τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στην επόμενη κυβέρνηση, δε με αφορά. Δε θα πρέπει να με αφορά. Εγώ, ως πολίτης, ψηφίζω. Αυτοί, ως πολιτικοί, οφείλουν να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο για να υπάρχει μία σωστή διακυβέρνηση. Δεν είναι δική μου υποχρέωση να βάλω όλα τα κόμματα σε ένα τραπέζι και να τους φτιάξω μία κυβέρνηση. Είναι δική τους υποχρέωση. Προσπαθούν να ρίξουν το βάρος σε μένα, τον ψηφοφόρο, ζητώντας να τους δώσω μία ισχυρή μονοκομματική κυβέρνηση. Όμως αυτό δεν είναι δική μου δουλειά. Αν αυτοί αποτύχουν να με πείσουν και πάρουν ένα μικρό ποσοστό στις εκλογές, δε φταίω εγώ. Φταίνε αυτοί. Ας μην επωμιζόμαστε λοιπόν ευθύνες που δε μας αναλογούν. Η μοναδική μας ευθύνη στις εκλογές είναι να ψηφίσουμε αυτό που μας εκφράζει πραγματικά. Όλα τα άλλα δε μας αφορούν.

– Βέβαια, υπάρχουν και πολλοί που λένε «δε θέλω να ψηφίσω ΝΔ/ΠΑΣΟΚ, αλλά αναγκαστικά θα το κάνω επειδή δε με πείθει κανένα άλλο κόμμα». Ομολογουμένως, δεν μπορείς να τους ρίξεις άδικο. Η Αριστερά αποτελείται από το προσκολλημένο στη δεκαετία του 1950 ΚΚΕ, τον ΣΥΡΙΖΑ που έχει δέκα διαφορετικές απόψεις για το κάθε θέμα και τη Δημοκρατική Αριστερά ή αλλιώς «Μίνι ΠΑΣΟΚ». Η Δεξιά πάλι έχει τον άρχοντα της κωλοτούμπας Καρατζαφέρη, τον Καμένο του «μας ψεκάζουν» και την «αναμάρτητη» Μπακογιάννη. Γιατί να εμπιστευτείς κάποιον από όλους αυτούς; Δεν είσαι και υποχρεωμένος. Βέβαια, μπορείς να αναζητήσεις τη λύση σε κάποιο άλλο κόμμα. Μπορεί να σου ταιριάζει περισσότερο ο ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ή η Δράση, ή η Δημιουργία Ξανά, ή οι Οικολόγοι Πράσινοι, ή η Ένωση Κεντρώων ρε παιδί μου. Ψάξε, διάβασε, και σκέψου τι σου ταιριάζει. Το γεγονός ότι ένα κόμμα είναι μικρό δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι και χειρότερο από τα «μεγάλα».

– Βέβαια, ο εκλογικός νόμος έχει φροντίσει να «ποινικοποιήσει», εκτός από τα λευκά, τα άκυρα και την αποχή, και την ψήφο σε μικρά κόμματα. Ουσιαστικά, κανένας από αυτούς τους τέσσερις παράγοντες δεν υπολογίζεται στο τελικό αποτέλεσμα. Άρα, αν το κόμμα που θα ψηφίσεις δεν μπαίνει στη Βουλή, ουσιαστικά δεν έχεις καμία συμμετοχή στη Βουλή που θα σχηματιστεί. Είναι δίκοπο μαχαίρι: Είτε ψηφίζεις με βαριά καρδιά κοινοβουλευτικό κόμμα και καταριέσαι το σύστημα, είτε ψηφίζεις αυτό που πραγματικά σε εκφράζει και καταριέσαι το σύστημα. Το ίδιο σύστημα που δίνει 50 έδρες δώρο στο πρώτο κόμμα, απλά και μόνο για να μπορεί ένα κόμμα να είναι αυτοδύναμο ακόμα και με το 40% των ψήφων, στο όνομα της πολιτικής σταθερότητας, η οποία βέβαια πάει κόντρα στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά ποιος τα χέζει όλα αυτά, εδώ έχουμε δημοκρατία, ε;

– Παλιότερα έχω γράψει ύμνους για την αποχή ως πολιτική στάση, και ακόμα την αναγνωρίζω ως πολιτική στάση. Ωστόσο, σε ένα σύστημα όπως αυτό στο οποίο βρισκόμαστε, το οποίο θεωρεί την αποχή αδιαφορία, φοβάμαι πως δεν υπάρχει περιθώριο αποχής, τουλάχιστον όχι αυτή τη φορά, που οι εκλογές είναι πιο κρίσιμες από ποτέ. Είναι εκνευριστικό, πραγματικά εκνευριστικό να αναγκάζεσαι να ψηφίσεις κάτι μόνο και μόνο για να μη βγει κάτι άλλο. Αλλά ίσως και να είναι για καλό σκοπό.

– Για τη Χρυσή Αυγή: Ο ναζισμός δεν είναι λύση. Όσο απογοητευμένος κι αν είσαι από οποιοδήποτε κόμμα. Εδώ δε μιλάμε για μία κλασική διαμάχη αριστεράς-δεξιάς, αλλά για ένα σοβαρό δίλημμα ανθρωπισμού-αποκτήνωσης. Πάνω απ’όλα είμαστε άνθρωποι, γαμώτο. Αν αρχίσουμε (πάλι) να κυνηγιόμαστε λόγω της καταγωγής μας ή της σεξουαλικής μας προτίμησης, θα γυρίσουμε σε εποχές που νομίζαμε ότι είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Μακάρι να υπερβάλλω.

– Κλείνοντας, ένα πράγμα έχω να πω μόνο: Ας ψηφίσει ο καθένας αυτό που πραγματικά τον εκφράζει. Δε με ενδιαφέρει τι θα είναι αυτό. Με ενδιαφέρει όμως όταν τον ρωτήσω ΓΙΑΤΙ ψήφισε αυτό που ψήφισε, να μπορεί να μου δώσει μία πιο σοβαρή απάντηση από το «επειδή θα διορίσει το παιδί μου» ή το «επειδή είναι υποψήφια η Μπάρμπα». Ξέρεις κάτι; Αυτή τη στιγμή, με την εναλλαγή των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία και την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει, θεωρητικά είμαστε ένας λαός μαλάκας. Ένας λαός που εδώ και δεκαετίες ψηφίζει με κριτήρια ασόβαρα, οδηγώντας σε εξίσου ασόβαρες κυβερνήσεις. Είναι φέτος μία ευκαιρία επιτέλους να αποδείξουμε ότι τελικά δεν είμαστε και τόσο μαλάκες. Ότι πήραμε το μάθημά μας. Μέχρι τις 6 Μαΐου, όμως, είμαστε όλοι μαλάκες. Μέχρι αποδείξως του εναντίου.