Πού πάνε τα τέρατα όταν φεύγουν από τις ντουλάπες ή από κάτω από το κρεβάτι, από εκεί που μαθαίνουμε ότι κρύβονται όταν είμαστε παιδιά; Σιγά-σιγά μαθαίνουμε να μην τα φοβόμαστε, να είμαστε δυνατοί, να μη βάζουμε τα κλάματα κάθε φορά που σκεφτόμαστε ότι υπάρχουν, και από τότε δεν τα βλέπουμε ποτέ ξανά. Όμως δεν μπορεί να εξαφανίζονται. Κάπου θα συνεχίζουν να υπάρχουν, δεν μπορεί. Ή μήπως εξαφανίζονται όταν παύεις να τα σκέφτεσαι;

Εγώ νομίζω ότι απλά κρύβονται καλύτερα. Όπως στο κρυφτό κανένας δεν είναι αρκετά χαζός για να κρύβεται πάντα στο ίδιο σημείο, έτσι και τα τέρατα ξέρουν να προσαρμόζονται. Αν βρεις την κρυψώνα τους στην ντουλάπα, θα πάνε κάτω από το κρεβάτι. Αν τα βρεις κι εκεί, θα πάνε στην αποθήκη. Αν κι εκεί τα βρεις, θα πάνε στο πατάρι. Και αν συνεχίσεις να τα ψάχνεις, θα τα βρίσκεις πάντα.

Αλλά κάποια στιγμή σταματάμε να τα ψάχνουμε. Καταντάει βαρετό. Και ξαφνικά, μας βρίσκουν αυτά εκεί που δεν το περιμένουμε. Και κρύβονται σε εκείνο το σημείο που δεν μπορούμε να τα βρούμε. Μέσα μας.

Όταν κοιταζόμαστε στον καθρέφτη, πόσοι από μας βλέπουμε τον πραγματικό μας εαυτό; Πόσοι από μας βλέπουν ότι είμαστε εν μέρει άνθρωποι και εν μέρει τέρατα;

Βλέπουμε ένα έγκλημα, και αμέσως ταυτιζόμαστε με το θύμα. Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς, θα μπορούσαμε να είχαμε πέσει εμείς θύματα εκείνου του τέρατος, θεέ μου, τι τρομερό. Κι αν στην πραγματικότητα είμαστε πιο κοντά στο τέρας; Κι αν υπό τις ίδιες συνθήκες θα γινόμασταν κι εμείς τέρατα; Κι αν ο πραγματικός μας εαυτός είναι τελικά πολύ διαφορετικός από αυτόν που νομίζουμε;

Και ξέρεις, υπάρχουν πολλά είδη τεράτων. Εμείς ξεχωρίζουμε τα πιο άγρια, τα πιο τρομακτικά, αυτά που παίρνουν το μαχαίρι και το καρφώνουν βαθιά στην καρδιά του άτυχου θύματος, και ούτε που βλέπουμε τα άλλα, τα λιγότερο άγρια τέρατα με τα κλειστά στόματα που παρακολουθούν με ανυπομονησία περιμένοντας να ξεψυχήσει το θύμα. Αυτά είναι περισσότερα. Και πιο επικίνδυνα.

Αν θέλεις να σκοτώσεις το τέρας μέσα σου, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να πάψεις να το τρέφεις. Με μίσος, με φόβο, με οργή. Χωρίς αυτά, το τέρας δεν μπορεί να ζήσει.

Όμως ξέρεις κάτι; Αναρωτιέμαι αν τελικά είναι προς το συμφέρον μας να σκοτώνουμε τα τέρατα. Όταν υπάρχουν εκεί έξω τόσα τέρατα, πώς μπορείς εσύ να επιβιώσεις χωρίς τα δικά σου; Ποιος θα σε προστατεύσει όταν τα άλλα τέρατα σου χυμήξουν για να σε κατασπαράξουν;

Μακάρι να είχα μία καλή απάντηση σε αυτό. Δυστυχώς, έχω μία όχι τόσο καλή: Καλύτερα να πεθάνουμε σαν άνθρωποι παρά να ζήσουμε σαν τέρατα.


«Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι, σε οποιαδήποτε κοινωνία κι αν ζει ο καθένας από μας, από την πιο ανεπτυγμένη μέχρι την πιο αρχαϊκή, όλοι θα αντιμετωπίσουμε μια μέρα τις ακόλουθες εναλλακτικές: είτε να ζήσουμε σαν σκλάβοι, είτε να ζήσουμε ως ελεύθεροι άνθρωποι. Και  αν αφελώς νομίζουμε ότι πρέπει να υπάρχει κάποιο είδος κρατικής εξουσίας που μπορεί να μας απελευθερώσει από αυτήν την επιλογή, κάνουμε σοβαρό λάθος. Στη ζωή κάθε ανθρώπου, έρχεται κάποια στιγμή που κανείς έρχεται αντιμέτωπος με το σύστημα, με τον ‘κόσμο’, και πρέπει να υπερασπιστεί τη δική του αίσθηση δικαιοσύνης, τη δική του αίσθηση του Θεού επί γης».

Έψαχνα εδώ και μέρες να βρω μία καλή εισαγωγή για να ξεκινήσω ένα post για τη νέα κυβέρνηση, τη διαπραγμάτευση, την ελπίδα και όλα αυτά τα ιστορικά που συμβαίνουν τις τελευταίες δύο εβδομάδες, και τελικά τη βρήκα σε αυτή την αναφορά του Αντρέι Ζβιανγκίντσεφ, του σκηνοθέτη του «Λεβιάθαν», που σίγουρα θα δω.

Ίσως ό,τι κι αν διαβάσετε από εδώ και κάτω είναι περιττό, γιατί ο Ζβιανγκίντσεφ τα είπε όλα. Αλλά δεν πειράζει, θα το δοκιμάσω.

Το ότι η χώρα έχει για πρώτη φορά αριστερή κυβέρνηση είναι από μόνο του κοσμογονικό. Βέβαια, η Αριστερά δεν είναι ακριβώς μόνη της στην εξουσία, γιατί ο Τσίπρας αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τον Καμμένο, ο οποίος είναι ακριβώς ίδια περίπτωση με εκείνο το χοντρό πλουσιόπαιδο στο σχολείο, που κανείς δεν τον ήθελε στην ομάδα του όταν παίζαμε στα διαλείμματα ποδόσφαιρο, αλλά τελικά αναγκαζόμασταν να τον παίζουμε γιατί ήταν αυτός που έφερνε την μπάλα. Χωρίς την μπάλα του Καμμένου, ο Τσίπρας δεν μπορεί να κάνει παιχνίδι. Και πάλι καλά να λέμε που δεν έψαξε να βρει την μπάλα σε κανένα Ποτάμι, να πέσει να πνιγεί ο άνθρωπος.

Ο Τσίπρας, λοιπόν, έφτιαξε μία κυβέρνηση. Μία πολύ ενδιαφέρουσα κυβέρνηση. Πέρα από κομματικά στελέχη (που είναι αναγκαίο κακό, όπως και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες), σε αυτή συμμετέχουν κατά κύριο λόγο προσωπικότητες για τις οποίες αν πεις κάτι κακό θα πρέπει να είσαι ή εμπαθής, ή σκατόμυαλος. Εντάξει, πολλά μπορεί να πει κανείς για το ότι δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες στο υπουργικό συμβούλιο ή για τα πόστα που πήραν τα στελέχη των Ανεξάρτητων Ελλήνων, αλλά αν συγκρίνεις τους σημερινούς υπουργούς με κάτι Γιακουμάτους, κάτι Ντινόπουλους, κάτι Αδώνιδες και κάτι Βορίδηδες, μιλάμε για τεράστια πρόοδο. Και δε λέω καν για τη Βούλτεψη.

Αυτήν την κυβέρνηση, λοιπόν, οι περισσότεροι την ψήφισαν για δύο λόγους: Οι νορμάλ άνθρωποι την ψήφισαν επειδή ήθελαν να δουν κάτι διαφορετικό από το γνωστό, διεφθαρμένο ντουέτο της Νέας Δημοκρατίας με το ΠΑΣΟΚ, περιμένοντας μία άλλη προσέγγιση, πιο δυναμική, πιο φιλολαϊκή, πιο ανεξάρτητη. Οι όχι και τόσο νορμάλ άνθρωποι την ψήφισαν περιμένοντας ότι την επόμενη κιόλας μέρα θα κάνει κωλοτούμπα και θα συνεχίσει τα μνημόνια, οπότε δε θα είχε καμία διαφορά από την προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά απλά δεν ήθελαν πια να βλέπουν τη φάτσα του Σαμαρά και του Βενιζέλου.

Το παράδοξο είναι ότι στις δύο πρώτες εβδομάδες της, η κυβέρνηση κατάφερε να πάρει με το μέρος της όχι μόνο τους νορμάλ ανθρώπους, όχι μόνο τους όχι και τόσο νορμάλ ανθρώπους, αλλά και πολλούς από τους βαθιά διαταραγμένους ανθρώπους που ψήφισαν πάλι Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ. Τους έβγαλε στους δρόμους, όχι για αγανακτισμένες πορείες, αλλά για συγκεντρώσεις υποστήριξης. Που ακόμα και για μία κυβέρνηση που εξελέγη πριν από δύο εβδομάδες, στην Ελλάδα ειδικά είναι τεράστιο κατόρθωμα.

Και τι είναι αυτό το τόσο  φοβερό που έκανε η κυβέρνηση μέσα σε αυτές τις δύο εβδομάδες; Τίποτα το φοβερό, για να λέμε την αλήθεια. Έκανε απλά το αυτονόητο: είπε «όχι». Βέβαια, το να λες «όχι» στη Μέρκελ και τον Σόιμπλε, όταν είσαι γι’ αυτούς ένα κράτος που έχει λιγότερη αξία από το κακάδι της μύξας τους, όσο αυτονόητο κι αν είναι, θέλει κότσια, και αυτό δεν μπορείς να το αρνηθείς.

Κότσια που φυσικά δεν είχε η προηγούμενη κυβέρνηση. Και νομίζω ότι όσοι ψήφισαν Νέα Δημοκρατία και άκουσαν τον Σαμαρά να μιλά στη Βουλή την Τρίτη, όσο βαθιά διαταραγμένοι κι αν είναι, πρέπει να κατάλαβαν τη μαλακία τους. Γιατί όταν έχεις από τη μία έναν Βαρουφάκη να λέει πως «αν δεν είσαι διατεθειμένος να διανοηθείς τη ρήξη, δεν διαπραγματεύεσαι», και από την άλλη έναν Σαμαρά να λέει ότι «εγκαταλείπετε το σίγουρο δρόμο και πάτε να κυνηγήσετε χίμαιρες», ποιον θα ακούσεις; Αυτόν που σου λέει ότι αν δεν προσπαθήσεις να βγεις από τον κουβά με τα σκατά δεν θα βγεις ποτέ, ή αυτόν που σου λέει ότι και ο κουβάς με τα σκατά καλός είναι, μην προσπαθείς να βγεις;

Να θυμίσω σε αυτό το σημείο ότι αν στην πορεία της ανθρώπινης ιστορίας όλοι έμεναν στον σίγουρο δρόμο και δεν κυνηγούσαν χίμαιρες, δεν θα είχε γίνει ποτέ καμία επανάσταση και σήμερα μάλλον θα δουλεύαμε όλοι σκλάβοι σε φυτείες, στο φέουδο κάποιου αριστοκράτη, χωρίς περιττές πολυτέλειες όπως δικαίωμα ψήφου, εργασιακά δικαιώματα και ελεύθερη βούληση.

Συμπτωματικά, τα επιχειρήματα της πρώην κυβέρνησης είναι ίδια με αυτά της Γερμανίας (και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά κυρίως της Γερμανίας). Μίας Γερμανίας που μοιάζει καταδικασμένη να πέσει πάλι θύμα φάρσας από αυτόν τον ανελέητο φαρσέρ, την Ιστορία, που επιμένει να επαναλαμβάνεται.

Οποιοσδήποτε έχει μυαλό κάμπριο και όχι κλειδωμένο με σκουριασμένα λουκέτα μπορεί να καταλάβει τι γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη: Η Ελλάδα έκανε πολλά λάθη, τεράστια λάθη, και τιμωρήθηκε σκληρά γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια, με τεράστια ανεργία, με φτώχεια, με αυτοκτονίες, με κατάργηση δικαιωμάτων, με όλα τα γνωστά δεινά της κρίσης. Τιμωρήθηκε από ένα πρόγραμμα «διάσωσης», το οποίο πράγματι διέσωσε τις τράπεζες, αλλά στην πορεία εξόντωσε όλους τους υπόλοιπους. Το οποίο πρόγραμμα διάσωσης αποδείχθηκε ελαττωματικό, γιατί δεν υπολόγισε πολύπλοκους και αστάθμητους παράγοντες, όπως το ότι αν βυθίσεις μια χώρα στην εξαθλίωση, τελικά οι ρυθμοί ανάπτυξης θα πάρουν την κατηφόρα, η παραγωγή της χώρας θα αφανιστεί, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας θα εκτοξευθεί και για να αποπληρωθούν τελικά τα χρωστούμενα θα πρέπει να τυπώσει κρυφά μερικές εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ η Ραχήλ Μακρή, αλλιώς ζήτω που καήκαμε – ποιος να το περίμενε.

Για να το θέσω διαφορετικά: Η Ελλάδα έκανε τεράστια λάθη, και τιμωρήθηκε γι’ αυτά. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι Ευρωπαίοι ηγέτες επίσης έκαναν τεράστια λάθη, αλλά όχι μόνο δεν τιμωρήθηκαν γι’ αυτά, αλλά συμπεριφέρονται σαν να τα έχουν κάνει όλα σωστά. Αναρωτιέμαι λοιπόν: Με βάση τη λογική του «αυτός που φταίει πρέπει να πληρώσει», που επικαλούνται οι Ευρωπαίοι, γιατί πρέπει να πληρώσει μόνο η Ελλάδα;

Η Γερμανία επιμένει: «Αυτά που έχουν συμφωνηθεί πρέπει να τηρηθούν». Ακόμα κι αν αυτά που έχουν συμφωνηθεί από μία κακή κυβέρνηση θα κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό. Και συμφωνούν μαζί της και άλλες χώρες, όχι επειδή πιστεύουν ότι τα συμφωνηθέντα θα κάνουν καλό στην Ελλάδα, αλλά επειδή ξέρουν ότι σε αντίθετη περίπτωση θα ρισκάρουν αφενός να πάνε κόντρα στην πανίσχυρη Γερμανία (ρωτήστε τον Σαμαρά να σας πει), αφετέρου να διακινδυνεύσουν να χάσουν χρήματα που έχουν δανείσει στην Ελλάδα, στο πλαίσιο του αποτυχημένου προγράμματος διάσωσης. Είναι πολύ πιο εύκολο να λες «να πληρώσουν οι μαλάκες», ακόμα κι αν οι μαλάκες δεν έχουν λεφτά να δώσουν – όμως γίνεται δύσκολο όταν οι μαλάκες χρεοκοπήσουν και τελικά όχι μόνο δεν παίρνεις αυτά που περίμενες, αλλά εν τέλει παίρνεις τα τρία του μαλάκα.

Δεν είναι εκβιασμός, είναι αυτό που βλέπεις κάποιον να παραπατά ζαλισμένος και του ταρακουνάς το κεφάλι μπας και συνέλθει. Είναι επαναφορά στη λογική. Και είναι το πιο φιλοευρωπαϊκό πράγμα που μπορείς να κάνεις.

Βλέπεις, με την πορεία που έχει πάρει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ευρωσκεπτικισμός είναι πίστη στην πραγματικά ενωμένη Ευρώπη. Αρκεί να διαχωρίσουμε τον ευρωσκεπτικισμό του «να αλλάξουμε την Ευρώπη για να γίνει ανθρώπινη», από τον ευρωσκεπτικισμό του «να πα’ να γαμηθεί η Ευρώπη, η χώρα μου να κερδάει» της Λε Πεν και του Φάρατζ.

Η Γερμανία θα χάσει κι αυτή τη φορά, μια και μιλάμε για πολιτική και όχι για ποδόσφαιρο. Το θέμα είναι πόσους άλλους θα πάρει στο λαιμό τους αυτή τη φορά.


Τις προάλλες βγήκε λέει η “μητέρα όλων των δημοσκοπήσεων”. Η οποία τελικά ήταν μία σύνθεση από όλες τις δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει – μάλλον με την ίδια λογική που αν μαζέψεις όλα τα γαλάζια παιδιά που διορίστηκαν από τη Νέα Δημοκρατία επί Καραμανλή, βγάζεις τη μαμά ΝΔ.

Αλλά για να είναι πλήρης η εικόνα του πολιτικού σκηνικού, είναι απαραίτητος και ο πατέρας όλων των δημοσκοπήσεων, αυτός δηλαδή που πήδηξε τη μητέρα όλων των δημοσκοπήσεων. Γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ.

Δείτε τα ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας που διεξήχθη από την εταιρεία PPO για λογαριασμό του thestranger.wordpress.com σε δείγμα δωρεάν ανθρώπων:

ΠΡΟΘΕΣΗ ΜΟΥΝΤΖΑΣ

Αν είχαμε πανελλήνιο διαγωνισμό μούντζας αυτήν την Κυριακή, ποιο κόμμα θα επιλέγατε να μουντζώσετε;

Νέα Δημοκρατία 32,6%

ΠΑΣΟΚ 25,4%

Χρυσή Αυγή 20,1%

ΣΥΡΙΖΑ 4,1%

ΚΚΕ 3,9%

Ανεξάρτητοι Έλληνες 3,8%

Ποτάμι 3,6%

ΚΙΔΗΣΟ 3,5%

Άλλο Κόμμα 2,1%

Δε μουντζώνω/Δεν απαντώ 0,9%


ΔΗΜΟΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ

Ποιον θεωρείτε καταλληλότερο για μούντζες, τον Αντώνη Σαμαρά ή τον Αλέξη Τσίπρα;

Αντώνης Σαμαράς 24,1%

Αλέξης Τσίπρας 21,4%

Και τους δύο (αυθόρμητη απάντηση) 54,5%

Με ποιον πολιτικό αρχηγό θα επιλέγατε να πάτε μια μπουρδελότσαρκα;

Με τον Αντώνη Σαμαρά 42,6%

Με τον Πάνο Καμμένο 21,4%

Με τον Αλέξη Τσίπρα 11,3%

Με τον Ευάγγελο Βενιζέλο 7,8%

Με τον Απόστολο Γκλέτσο 6,3%

Με τον Νίκο Μιχαλολιακο 5,2%

Με τον Δημήτρη Κουτσούμπα 4,6%

Με τον Φώτη Κουβέλη 0,5%

Με τον Γιώργο Παπανδρέου 0,2%

Με τον Σταύρο Θεοδωράκη 0,1%

Ποιον πολιτικό αρχηγό θα εμπιστευόσασταν να βγάλει τον σκύλο σας βόλτα;

Κανέναν (αυθόρμητη απάντηση) 100,0%

Ποιο είναι το μικρό όνομα του Αλέξη Τσίπρα;

Ανδρέας 64,6%

Αλέξης 34,1%

Δεν τον ξέρω/Δεν απαντώ 1,3%

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ

Αν η Νέα Δημοκρατία άλλαζε έμβλημα, ποιο θα θεωρούσατε καταλληλότερο;

Μία εικόνα της Παναγίας 49,1%

Τον τάφο της Αμφίπολης 27,4%

Έναν σβησμένο πυρσό 19,2%

Την Άνγκελα Μέρκελ 4,3%

Η θέση του ΠΑΣΟΚ είναι…

Στο χρονοντούλαπο της ιστορίας 41,8%

Στη χωματερή 32,9%

Σε μουσείο 25,2%

Στη Βουλή 0,1%

Δεδομένου ότι όλα τα καλά χρώματα είναι πιασμένα, με ποιο χρώμα θα προτιμούσατε να απεικονίζεται το Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών στις δημοσκοπήσεις;

Βεραμάν 31,8%

Γκρι 30,2%

Κουραδί 27,9%

Μωβ-κίτρινο πουα με πράσινες λεπτομέρειες 10,1%

Πόσο άλλαξε τη γνώμη σας για το ΚΚΕ η αλλαγή ηγεσίας στο κόμμα;

Πάρα πολύ 0,1%

Πολύ 0,5%

Μέτρια 1,4%

Λίγο 2,6%

Πολύ λίγο 3,7%

Πάρα πολύ λίγο 4,2%

Καθόλου 5,0%

Ακόμα πιο καθόλου 6,1%

Ποια αλλαγή ηγεσίας; 76,4%

Ποια είναι η πρώτη λέξη που σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε για το Ποτάμι;

Μπόμπολας 49,3%

ΔΗΜΑΡ 23,8%

Mega 16,4%

Απολιτίκ 7,9%

Άλλο 2,6%

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πιστεύετε πως η κρίση έχει κάνει σοφώτερο τον ελληνικό λαό;

Ναι 87,4%
Όχι 12,6%

Αν σήμερα ένας πολιτικός σας πρόσφερε μία διευκόλυνση, θα τον ψηφίζατε;

Ναι 87,4%
Όχι 12,6%

Σε ποια από τα παρακάτω φανταστικά όντα πιστεύετε; (πολλαπλές απαντήσεις)

Θεός 83,8%
Φαντάσματα 69,5%
Βαμπίρ 60,2%
Ζόμπι 56,1%
Κακοί άνθρωποι που μας ψεκάζουν 48,6%
Τέρας του Λοχ Νες 40,8%
Ιπτάμενα γουρούνια 31,6%
Χελωνονιντζάκια 19,1%
Στρουμφάκια 7,4%
20χρονοι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ 0,1%

Ανησυχείτε ότι μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να βάλει χέρι στις τραπεζικές καταθέσεις σας;

Ναι 78,1%
Όχι 21,9%

Έχετε καταθέσεις στην τράπεζα που μπορεί να σας πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ;

Ναι 1,5%
Όχι 98,5%

Πιστεύετε στο δόγμα “ευρώ πάση θυσία”;

Ναι 80,1%
Όχι 19,9%

Όταν λέμε “πάση θυσία”, εννοούμε “πάση θυσία”, έτσι;

Ναι 80,1%
Όχι 19,9%

Δηλαδή αν η θυσία ήταν να δώσετε το ένα σας νεφρό στο Δημόσιο για να μείνουμε στο ευρώ;

Ναι 80,1%
Όχι 19,9%

Αν ήταν να πάρουν το παιδί σας και να το βάλουν σε μηχανή του κιμά και να σας το σερβίρουν σε χάμπουργκερ για να σωθεί το ευρώ;

Ναι 80,1%
Όχι 19,9%

Αν ήταν να μη δείτε τηλεόραση για ένα μήνα, προκειμένου να επιβιώσει το κοινό νόμισμα;

Ναι 4,3%
Όχι 95,7%


Δεν υπάρχει τίποτα αυτονόητο στην ανθρωπότητα. Τίποτα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να το μάθεις, αλλά οι πιο αποτελεσματικοί είναι συνήθως και οι πιο σκληροί. Ελευθερίες και δικαιώματα που λες ότι είναι “αυτονόητα”, δεν είναι. Πρέπει να τα διεκδικείς, να παλεύεις κάθε μέρα για να είσαι σίγουρος ότι θα τα έχεις και την επόμενη. Γιατί το πόσο εύκολα τα αυτονόητα γίνονται αδιανόητα είναι σοκαριστικό.

Σιχαίνομαι τους ανθρώπους που θα σκότωναν για την πίστη τους. Αν ο θεός που έχεις μέσα στο κεφάλι σου σε διατάζει να σκοτώσεις κόσμο για να του αποδείξεις την πίστη σου, τότε δύο τινά υπάρχουν: Είτε η θρησκεία σου είναι για τα μπάζα και αποτελεί κίνδυνο για την ανθρωπότητα, όπως και εσύ ο ίδιος, είτε εσύ είσαι για τα σίδερα και έχεις παρερμηνεύσει αυτά που σου λέει ο θεός σου και κάνεις δικά σου πράγματα – οπότε η θρησκεία σου είναι σεβαστή, αλλά η δική σου η θέση είναι σε ψυχιατρείο.

Δεν αποδεικνύεις την πίστη σου θερίζοντας κόσμο. Το να σκοτώνεις τους “άπιστους” επειδή δεν πιστεύουν στον θεό σου κάποτε ήταν ο πιο εύκολος τρόπος να επικρατήσει η θρησκεία σου, αλλά σήμερα είναι κάπως πασέ, με τον ίδιο τρόπο που κάποτε οι άνδρες μονομαχούσαν με όπλα για μία γκόμενα, αλλά αν σήμερα κάνουν το ίδιο το λέμε “έγκλημα πάθους” και θεωρείται είδηση μόνο αν κρύψεις καλά το πτώμα και αρχίσει να το ψάχνει η Νικολούλη.

Κάπου εδώ είναι που αρχίζω και σιχαίνομαι και τον εαυτό μου, γιατί γράφω όλα αυτά τα τετριμμένα που θα έγραφε οποιοσδήποτε άλλος ως “αυτονόητα”. Αμ έλα που δεν είναι αυτονόητα.

Βλέπεις, το Charlie Hebdo που τώρα πολλοί υποστηρίζουν με δακρύβρεχτα σχόλια και με αμέτρητα “Je suis Charlie”, είναι μία περίεργη ιστορία που, αν την ήξεραν, μάλλον θα υποστήριζαν τους δολοφόνους. Ή έστω, με ή χωρίς τη θέλησή τους, θα ήταν πιο κοντά σε αυτούς.

Η Charlie Hebdo είναι μία σατιρική εφημερίδα – αυτό πλέον το ξέρουμε όλοι. Αλλά όταν λέμε “σατιρική”, δεν το εννοούμε με τον όρο της πολιτικά ορθής σάτιρας τύπου Λαζόπουλου, δεν εννοούμε κανένα είδος “αθώας” σάτιρας. Εννοούμε ακραία σάτιρα, από αυτήν που θα έκανε τον Τζίμη Πανούση να κοκκινίσει από ντροπή. Οι σκιτσογράφοι του Charlie Hebdo έχουν ξεσκίσει κατά καιρούς πολιτικούς ηγέτες, θρησκευτικούς ταγούς, θρησκείες ολόκληρες – αλλά “ξεσκίσει”, έτσι; Μιλάμε για σκίτσα που πραγματικά τσακίζουν κόκαλα.

Και μπορεί οι περισσότεροι να έμαθαν την Charlie Hebdo ως μία τολμηρή εφημερίδα που είχε τα κότσια να τα βάλει με τον φονταμενταλισμό του Ισλάμ, όμως αυτή είναι μία τόσο μονόπλευρη εντύπωση, που είναι σαν να λες ότι τα “Νέα” είναι εφημερίδα για φιλόζωους, επειδή πριν από δύο βδομάδες έβαλε στο εξώφυλλό της μία αρκούδα.

Για παράδειγμα, αυτό το εξώφυλλο, με τον Χριστό να πηδάει το Θεό και στον κώλο του να είναι χωμένο το Άγιο Πνεύμα, ακόμα κι εμένα που είμαι άθεος με σοκάρει λίγο. Πόσω μάλλον αυτούς που πιστεύουν στον Θεό.

hebdo

Και εδώ είναι που κάπου χάνεται το αυτονόητο. Γιατί εσύ, φανατικέ χριστιανέ, που κατακεραυνώνεις το κακό Ισλάμ, αν έβλεπες εξώφυλλο σε ελληνική εφημερίδα να σου γαμάνε την Αγία Τριάδα, δε θα υποστήριζες την ελευθερία του Τύπου. Δε θα έβγαινε ο Πρετεντέρης να πει “είμαι κι εγώ με αυτούς που δείχνουν το θεό μου να γαμιέται”, δε θα έβγαινε να πει πόσο καλή και αρχιδάτη σάτιρα έκανε η εφημερίδα. Και αν κάποιος ψυχάκιας έμπαινε στα γραφεία της εφημερίδας με ένα καλάσνικοφ και σκότωνε όποιον έβρισκε μπροστά του, οι ίδιοι που σήμερα οδύρονται για το πλήγμα κατά της ελευθερίας της έκφρασης θα αντιδρούσαν με ένα αλαζονικό μειδίαμα και τη φράση-πασπαρτού: “Τα ήθελαν και τα ‘παθαν”.

Όχι, φίλε μου. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Ο καλός και ο κακός σε ένα έργο μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο, ανάλογα με την οπτική γωνία που το κοιτάς. Αν δεν μπεις στον κόπο να δεις όλες τις πλευρές, τότε είναι σαν να μην έχεις δει καμία από τις πλευρές. Και κινδυνεύεις να εκτεθείς, λέγοντας παπάτζες όπως αυτές του Σαμαρά, που συνέδεσε την επίθεση κατά του Charlie Hebdo με τους μετανάστες – αλλά βέβαια κάτι τέτοιες παπάτζες είναι που κερδίζουν τις ψήφους. Κανείς δεν κέρδισε εκλογές λέγοντας την αλήθεια, και κανείς δεν κέρδισε εκλογές παρουσιάζοντας όλες τις πλευρές.

Τελικά με ποιον είσαι; Με το θύμα ή με τον θύτη; Όχι, δεν είναι αυτονόητο. Τίποτα δεν είναι αυτονόητο. Εγώ θα πάω με το θύμα, όχι τόσο επειδή παραδοσιακά είμαι με το θύμα, αλλά επειδή μου αρέσουν ο άνθρωποι που τολμούν να αντισταθούν στην ηλιθιότητα – την πάσης φύσεως ηλιθιότητα. Οι άνθρωποι που λένε ότι προτιμούν να πεθάνουν όρθιοι, παρά να ζήσουν γονατιστοί.

Όχι, δεν είμαστε όλοι ο Charlie Hebdo. Δεν είμαστε άξιοι. Είμαστε αυτοί που κάθονται και κοιτάζουν τον αιμόφυρτο Charlie Hebdo να ξεψυχά, και περιμένουμε να τον δούμε να ξανασηκώνεται στα πόδια του. Και σίγουρα δεν είσαι εσύ ο Charlie Hebdo, εσύ που ευχαρίστως θα σκότωνες κάποιον που θα τολμούσε να κάνει πλάκα με τη θρησκεία σου. Εσύ είσαι με τους άλλους – απλά δεν το ξέρεις.


Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τις ευχές. “Χρόνια πολλά”. “Καλή χρονιά”. “Ό,τι επιθυμείς”. “Με το καλό”. “Καλούς απογόνους”. “Και στα δικά σας”. “Ζωή σε λόγου σας”. “Ποτέ ξανά πρωτάθλημα στον Πειραιά”. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια ευχή που πραγματικά να μου αρέσει να λέω. Εκτός από το “άντε γαμήσου”, αλλά αυτό δεν το λέω ακριβώς σαν ευχή, οπότε δεν πιάνεται. Ε, και καμιά φορά μου βγαίνει και κανένα “ψόφα”, σε πιο extreme περιπτώσεις. Αλλά κι αυτό δεν έχει βγει ποτέ αληθινό. Ούτε πρόκειται.

Γιατί να ευχηθείς; Αν πιστεύεις πραγματικά ότι με το να εύχεσαι κάτι αυτό το κάτι θα πραγματοποιηθεί, τότε πιθανότατα ανήκεις σε μία κατηγορία ανθρώπων με την οποία εδώ και χρόνια δεν μπορώ να συνεννοηθώ. Κάθε χρόνο λες “καλή χρονιά” – ψάξε να θυμηθείς πότε ήταν η τελευταία φορά που πέτυχε η ευχή. Ή μήπως δεν είπες κάποτε “χρόνια πολλά” σε κάποιον στα γενέθλιά του, και ήταν τα τελευταία γενέθλια που γιόρτασε; Και δεν αρχίζω καν με τα “βίον ανθόσπαρτον”.

Υποθέτω ότι οι ευχές είναι μία κοινωνική υποχρέωση. Πρέπει να ευχηθείς, γιατί αλλιώς θα είναι αγένεια, θα νομίζουν οι άλλοι ότι δεν ενδιαφέρεσαι γι’ αυτούς, ότι δε θέλεις το καλό τους, ότι τους ξεχνάς, ότι δεν εύχεσαι τα καλύτερα για το νέο έτος, ότι είσαι ένας μίζερος τύπος που δεν πιστεύει σε μία μαγική δύναμη που πραγματοποιεί ευχές, αρκεί να πιστεύεις στο Θεό, να περνάς γριούλες απέναντι στον ελεύθερο χρόνο σου και να χαμογελάς στοργικά όταν σε μπινελικώνουν επειδή είσαι ο εαυτός σου.

Οπότε, ακόμα κι αν δεν πιστεύεις στις ευχές, πρέπει να εύχεσαι. Ειδικά τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, που οι ευχές πέφτουν σαν βροχή από τον ουρανό και δεν είναι ευγενικό να κρατάς ομπρέλα.

Να γιατί χαίρομαι που υπάρχει το Ίντερνετ. Εδώ δε θα με κακολογήσει κανείς που δε θέλω να ευχηθώ. Δε με υποχρεώνει κανείς στο blog μου να κάνω κάτι, επειδή το κάνουν όλα τα άλλα blogs, και αν δεν το κάνω δε θα μου μιλάνε τα άλλα blogs και θα κάθομαι στη γωνία να γράφω μόνος μου με το ένα πόδι σηκωμένο και ένα καπελάκι που γράφει “ΗΛΙΘΙΟΣ” στο κεφάλι.

Εδώ δεν εύχομαι, γιατί δεν πιστεύω στις ευχές. Πιστεύω στις πράξεις. Αν το να ευχηθείς κάτι σε βοηθάει να το πετύχεις, να το κάνεις. Αν πάλι δεν πιστεύεις στις ευχές, αλλά στους χειροπιαστούς στόχους, τότε να βάλεις στόχους, και να παλέψεις για να τους πετύχεις.

Εδώ δεν εύχομαι. Ελπίζω. Είναι άλλο να εύχεσαι για κάτι και άλλο να ελπίζεις σε κάτι. Η ευχή δε σου κοστίζει τίποτα, λες μια μαλακία και την παίρνει ο αέρας. Η ελπίδα σε κινητοποιεί, σε ενοχλεί συνέχεια, σου δίνει μια σφαλιάρα κάθε φορά που πας να σκύψεις το κεφάλι για να συνέλθεις και να πλησιάσεις στον στόχο σου.

Οι ευχές είναι εύκολες. Οι ελπίδες είναι δύσκολες. Οπότε, για το 2015 δε σας εύχομαι τίποτα. Σας συμβουλεύω όμως να ελπίζετε. Είναι πιο δύσκολο, αλλά αξίζει.


Θυμάσαι το 2012; Θυμάσαι την τρομοκρατία; Θυμάσαι τις δημοσκοπήσεις του Πρετεντέρη; Την ειδική εκπομπή της Χούκλη για την έξοδο από το ευρώ; Θυμάσαι;

Αλλά και πιο πρόσφατα: Θυμάσαι τον Ρογκάκο, το βράδυ πριν τις Ευρωεκλογές; «Με κανένα τρόπο το αποτέλεσμα της κάλπης δεν πρέπει να βάλει φρένο στην πορεία της χώρας»; «Οι λεονταρισμοί και το θολό πολιτικό τοπίο στις εκλογές του 2012 μας είχαν στείλει εκτός ευρώ»; Και τον Κούρο; «Η ψήφος τιμωρίας μπορεί να γίνει επώδυνη και για τους τιμωρούς»; «Οι λεονταρισμοί στην κάλπη πρέπει να αντισταθμιστούν από ψήφους προοπτικής». Θυμάσαι;

Ε, πάλι τα ίδια έχουμε. Μάλλον θα το έχεις ήδη καταλάβει.

Η δημοσιογραφία έχει μία μακρά ιστορία διαπλοκής με την κάθε είδους εξουσία – όχι μόνο στην Ελλάδα, φυσικά. Όμως εγώ την αθλιότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας έχω ζήσει, και για αυτή μόνο μπορώ να μιλήσω.

Ντρέπεται άραγε ο Πρετεντέρης, η Χούκλη, ο Ρογκάκος, ο Κούρος, ο καθένας που εμφανίζει τον εαυτό του ως «δημοσιογράφο», παπαγαλίζοντας τα ίδια που θα έλεγε ένας υπουργός, ένας βουλευτής ή ένα μεγαλοστέλεχος του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος; Μάλλον όχι. Τη δουλειά τους κάνουν, και η δουλειά δεν είναι ντροπή.

Ναι, αλλά και η ντροπή δεν είναι δουλειά, και αν αυτό ισχύει μια φορά για έναν ΜΑΤατζή, τότε ισχύει τουλάχιστον δέκα φορές για κάτι τέτοιες περιπτώσεις.

Την ώρα που σε άλλους ομίλους εκατοντάδες δημοσιογράφοι παλεύουν να τα βγάλουν πέρα σε αντίξοες συνθήκες, με μπλοκάκια, με δύσκολα ωράρια, με απειλές για απόλυση (που, όχι σπάνια, υλοποιούνται), με την ψυχή στο στόμα, κάποιοι άλλοι δε ζορίζονται καθόλου. Δουλεύοντας σε κανάλια που το Κράτος κρατά από τ’ αρχίδια με προσωρινές άδειες που αν και όποτε θέλει ανακαλεί, σε κανάλια που καταρρέουν οικονομικά, αλλά πάντα βρίσκεται μία καλή τράπεζα να τους δώσει κι άλλα δάνεια για να συνεχίσουν να υπάρχουν και να μας ενημερώνουν, σε κανάλια που είναι πάντα εκεί πριν από μας, για την πάρτη τους και όχι για μας, δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται. Αρκεί να μην αλλάξει το status quo και έρθει ανάποδα, στα κεφάλια τους. Οπότε κάνουν και αυτοί ό,τι μπορούν για να μην αλλάξει τίποτα – τουλάχιστον τίποτα που να τους αφορά.

Ας απολυθούν 500.000 δημόσιοι υπάλληλοι, αυτοί θα έχουν τη δουλειά τους. 27% ανεργία; Και τι μας νοιάζει, η καρέκλα μας είναι εκεί, με το όνομά μας γραμμένο πάνω με χρυσά γράμματα. Δημοσιογράφοι που δεν εξοργίζουν απλά όλους τους υπόλοιπους, αλλά τους στιγματίζουν, φαίνεται σαν να είναι όλοι οι δημοσιογράφοι έτσι, λες στον άλλο «είμαι δημοσιογράφος» και σε κοιτάει με μισό μάτι και ετοιμάζει τη ροχάλα, γιατί σε εξισώνει με έναν Πορτοσάλτε, με έναν Μπάμπη, με έναν Πρετεντέρη, με έναν ακόμα «αλήτη-ρουφιάνο-δημοσιογράφο» – αν η βιτρίνα σου είναι τέτοια, τότε όλο το εμπόρευμα έτσι θα είναι, σου λέει.

Και έχεις φυσικά και την ΕΣΗΕΑ, που της αρέσει να έχει μια τέτοια καλογυαλισμένη βιτρίνα, και δεν τη νοιάζει αν οι άλλοι από πίσω τραβάνε κάθε μέρα κουπί. Τους μαλάκες με τα μπλοκάκια η ΕΣΗΕΑ τους θυμάται σε δύο περιπτώσεις: Όταν κάνει απεργία (και αυτοί δεν μπορούν να απεργήσουν, γιατί δεν είναι στην ΕΣΗΕΑ, αλλά παρ’όλα αυτά η ΕΣΗΕΑ λέει πως κακώς δεν απεργούν, ενώ ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΝ ΣΑΝ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΣ) και όταν απολύονται, οπότε εκδίδει πύρινες ανακοινώσεις που τις διαβάζουν μόνο αυτοί που απολύθηκαν και βρίζουν φωναχτά.

Επισήμως, οι περισσότεροι δημοσιογράφοι είναι «ελεύθεροι επαγγελματίες». Αντίθετα, οι «ελεύθεροι επαγγελματίες» που προσφέρουν πρόθυμα τις υπηρεσίες τους, παρουσιάζοντας ως ειδήσεις δελτία Τύπου κομμάτων, θεωρούνται «δημοσιογράφοι».

Στην εποχή της τρομοκρατίας, οι λέξεις αλλάζουν σημασία, και σε ακραίες περιπτώσεις, όπως μας έμαθε ο Όργουελ, σημαίνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που σήμαιναν αρχικά.

Λοιπόν, καλωσήρθατε στην ανωμαλία μας.


Δεν ξέρω πώς γίνεται. Όχι, δεν ξέρω. Πώς γίνεται να νιώθεις τη σάρκα να λιώνει πάνω στα κόκαλά σου, να εκλιπαρεί το σώμα σου να επιβιώσει και ο εγκέφαλος να του λέει όχι, να πηγαίνεις κόντρα, κόντρα σε όλα.

Ξέρω όμως ότι θέλει κότσια. Το να σκοτώσεις για την ιδεολογία σου είναι εύκολο. Το να πεθάνεις είναι πιο δύσκολο. Αλλά το να πεθαίνεις κάθε μέρα γι’ αυτήν είναι εφιαλτικό. Και σπάνιο.

Γαμώτο, χρειαζόμαστε σύμβολα. Έχουμε ανάγκη από σύμβολα. Και αφού τα σύμβολα δε μας τα δίνουν αυτοί που πρέπει, εμείς θα τα παίρνουμε από εκεί που υπάρχουν. Από τις φυλακές, από τις μολότοφ και από τα πεζοδρόμια.

Εσύ βέβαια δεν ξέρω αν θες να γίνεις σύμβολο. Εσύ μας έστειλες στα τσακίδια πριν ακόμα ξεκινήσουμε. Και καλά έκανες, γιατί δεν έχουμε τίποτα να σου προσφέρουμε. Ούτε σε σένα, ούτε σε κανέναν. Είμαστε φυλακισμένοι στην ελευθερία μας, ενώ εσύ είσαι ελεύθερος στη φυλακή σου.

Δε θέλω να φύγεις, άλλοι θέλω να φύγουν. Εσύ να μείνεις και να μας δείξεις πώς γίνεται. Γιατί δεν ξέρουμε πώς γίνεται. Δεν έχουμε ιδέα πώς γίνεται.

Κι αν είναι να μας τα μάθει ένα παιδί, ας είναι. Δε θα παρεξηγηθούμε. Μισή ντροπή δική μας, και μισή των προηγούμενων.


Τρέξε. Τρέξε, σου λέω. Έρχεται το τελευταίο τρένο. Τρέξε, μη σταματάς.

Κι αν δεν το προλάβουμε, έστω να το δούμε να περνά, να το χαιρετήσουμε καθώς θα φεύγει. Τρέξε, μη σταματάς.

Τρέξε, το ακούω που πλησιάζει. Θα περάσει από δίπλα μας και θα μας δροσίσει, θα ανεμίσουν τα μαλλιά σου και θα είσαι ακόμα πιο όμορφη. Έλα, τρέξε.

Το βλέπεις; Εκεί, στο βάθος. Έρχεται. Σε λίγο θα νιώσεις το δρόμο να τρέμει, όπως τρέμω εγώ μήπως χάσω εσένα. Έλα, μη μένεις πίσω, τρέξε.

Το νιώθεις; Αυτό το ρίγος, την παιδιάστικη χαρά; Τα μαλλιά σου που ανεμίζουν, το παλτό σου που ανοίγει, τα βλέφαρά σου που κλείνουν; Αυτό είναι.

Έφυγε. Όχι, δεν το χάσαμε. Το προλάβαμε. Μην τρέχεις άλλο. Το προλάβαμε. Μην τρέχεις άλλο. Σ’ αγαπώ.


Πάλι τα ίδια. Και χθες, και σήμερα, και πάντα.

Πάλι θα σε ρωτήσουν “τι κάνεις;”, ξέροντας από πριν την απάντηση: “Καλά”.

Πάντα να λες “καλά” όταν σε ρωτάνε. Τους κάνει να μην ανησυχούν, και να μη ρωτούν περισσότερα. “Καλά”, και κλείνεις τα παντζούρια μην τυχόν και μπει φως μέσα. “Καλά”, και με ένα καλά δουλεμένο χαμόγελο δε θα καταλάβει κανείς τίποτα. “Καλά”, και θα είσαι κι εσύ φυσιολογικός, σαν τους άλλους που λένε “καλά” όταν τους ρωτάνε.

Γιατί αν δεν πεις “καλά”, τότε κινδυνεύεις. Τότε ο άλλος θα συννεφιάσει, θα πάρει αυτό το ύφος συμπόνοιας (άλλοτε επιτηδευμένης, άλλοτε ειλικρινούς) και θα σου κάνει την ακόμα πιο δύσκολη ερώτηση:

“Τι έχεις;”

Κι εκεί, αν κάνεις το λάθος να απαντήσεις κάτι άλλο από “τίποτα”, τότε μπορεί και να μην ξεμπλέξεις ποτέ. Σε όλα τα προβλήματά σου, θα προστεθεί ακόμα ένα: Πώς να σκεπάσεις τη γύμνια σου μπροστά σε κάποιον που θέλει να σε δει να ξεγυμνώνεσαι από την κορφή ως τα νύχια.

Ενώ αν απαντήσεις “τίποτα”, θα σε αφήσει ήσυχο. Θα συνεχίσει τη ζωή του, μια και δε θα είναι πια o προορισμός της να λύσει τα προβλήματά σου, και τα δικά σου τα παντζούρια θα μείνουν κλειστά, να μην μπει ούτε αχτίδα.

Αλλά όλα αυτά θα τα γλιτώσεις αν όταν σε ρωτάνε “τι κάνεις;”, απαντάς “καλά”.

Πάντα όταν σε ρωτάνε να λες “καλά”. Ειδικά αν δεν είσαι καλά.


Σε βλέπω που κοιτάς. Κοιτάς μπροστά. Κοιτάς σωστά.

Και είσαι καλύτερος από τους άλλους, εκείνους που κοιτάζουν πίσω τους πριν κάνουν το παραμικρό βήμα, που περιμένουν το νεύμα του αφέτη για να ξεκινήσουν, που θρηνούν για όλα αυτά που πρέπει να τους γυρίσουν την πλάτη.

Και είσαι καλύτερος από τους άλλους, εκείνους που κλείνουν τα μάτια τους και αφήνουν κάποιον άλλο να τους πάει εκεί που θέλει, που εμπιστεύονται περισσότερο την κρίση του παρά τη δική τους, που τους τυφλώνει το φως περισσότερο κι από την άγνοιά τους.

Και είσαι καλύτερος από τους άλλους, εκείνους που καθώς προχωρούν έχουν σκυμμένο το κεφάλι, βλέπουν παντού μπροστά τους παγίδες και φανταστικούς εχθρούς, φοβούνται και τη σκιά τους, και δε βλέπουν καν πού θέλουν να φτάσουν και αν βαδίζουν προς τη σωστή κατεύθυνση.

Αλλά κι εσύ, πηγαίνεις σωστά; Γιατί σε βλέπω που βιάζεσαι. Τρέχεις πιο γρήγορα απ’ όσο σκέφτεσαι. Τρέχεις και δε βλέπεις γύρω σου τον κόσμο που αλλάζει – ή μήπως είσαι εσύ που αλλάζεις την ώρα που ο κόσμος μένει ίδιος;

Κι αν αλλάζει ο κόσμος, είσαι σίγουρος πως όταν φτάσεις θα είναι ακόμα εκεί αυτό που θέλεις;

Κι αν αλλάζεις εσύ, είσαι σίγουρος πως όταν φτάσεις θα το θέλεις ακόμα;