Είναι τόσο ανώφελο αυτές τις μέρες να γράφεις ένα κείμενο επικαιρότητας. Μπορεί την επόμενη κιόλας στιγμή που θα έχεις τελειώσει την πρώτη παράγραφο να έχει ανατραπεί τελείως το σκηνικό. Να, τις προάλλες έγραφα τη γνώμη μου για το δημοψήφισμα, υποστηρίζοντας ότι θα ήταν κάτι πολύ κακό, και λίγες ώρες αργότερα μάθαμε ότι τελικά το concept του δημοψηφίσματος ήταν απλά μία «μπλόφα», για να αναγκαστεί να συναινέσει η αντιπολίτευση.

Με άλλα λόγια, το «δημοψήφισμα» ήταν ένας εκβιασμός. Και όταν εκβιάζεις, ασχέτως αν είσαι πρωθυπουργός, ή νονός της νύχτας, ή ο νταής του σχολείου, καθίστασαι αυτόματα εγκληματίας. Και όταν το διακύβευμα είναι ένας ολόκληρος λαός, τότε μιλάμε για κακούργημα.

Ποιος κυβερνάει τελικά αυτόν τον τόπο; Και ποιος θέλουμε να τον κυβερνά;

Σύμφωνα με το Σύνταγμα, «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό» (δε χρειάζεται να είσαι και συνταγματολόγος για να το ξέρεις, είναι μόλις στην τρίτη παράγραφο του πρώτου άρθρου του). Όπως αρμόζει σε μία δημοκρατία, δηλαδή. Τον πρώτο λόγο για οποιοδήποτε ζήτημα απασχολεί τη χώρα τον έχει ο «κυρίαρχος λαός». Μόνο που το Σύνταγμα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα κουρελόχαρτο. Ένα κουρελόχαρτο που ο κάθε τυχάρπαστος συνταγματολόγος ερμηνεύει όπως τον συμφέρει, με αποτέλεσμα ο πραγματικός έλεγχος του κράτους να μη βρίσκεται στον λαό, αλλά σε αυτόν που μπορεί να μανιπουλάρει το Σύνταγμα όπως τον βολεύει, αυτόν ή τον προϊστάμενό του.

Φτάνουμε, λοιπόν, σήμερα να έχουμε στα χέρια μας ένα τεράστιο πρόβλημα, το οποίο αφορά το σύνολο του λαού. Και ποιος αποφασίζει για το πώς θα αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα; Ο «κυρίαρχος λαός»; Όχι, βέβαια. Την απόφαση την παίρνουν άνθρωποι που εξελέγησαν κάτω από «α» συνθήκες, με μία «α» ατζέντα και με μία «α» λαίκή στήριξη, και τώρα επιχειρούν να κάνουν κουμάντο κάτω από «β» συνθήκες, με μία «β» ατζέντα και μηδαμινή λαϊκή στήριξη. Παίζοντας με τα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, αρνούνται να δώσουν στον λαό την ευκαιρία να εκφραστεί μέσω της εκλογικής διαδικασίας, που πιστεύω ότι επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις, και κοιτάζουν πώς θα σχηματίσουν μία νέα κυβέρνηση χωρις να ζητήσουν τη γνώμη αυτών που κυβερνούν. Πρωτότυπο, ε;

«Κυβέρνηση εθνικής ενότητας», λέει. Πέρα από την φράση «εθνική ενότητα», που από μόνη της μου προκαλεί τάση για εμετό (παρεκτός όταν απαντάται στο σύνθημα «η εθνική ενότητα με αίμα είναι βαμμένη/στον κόσμο των αφεντικών είμαστε όλοι ξένοι), το γεγονός ότι δύο κόμματα (και ένα τρίτο ακροδεξιό που προσπαθεί με κάθε τρόπο να χωθεί στην εξουσία) αποφασίζουν για χάρη αυτών που κυβερνούν να συγκροτήσουν μία νέα κυβέρνηση, χωρίς να τους ζητήσουν το λόγο, τότε δε μιλάμε για «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας» (εμετός), αλλά για «κυβέρνηση κομματικής σωτηρίας». Γιατί πώς μπορείς να αποκαλείς «εθνικό» κάτι που ομολογουμένως δεν υποστηρίζεται από τον λαό;

Και θα μου πεις ότι όλοι αυτοί είναι δημοκρατικά εκλεγμένοι, και άρα νομιμοποιούνται να κάνουν ό,τι γουστάρουν. Εξάλλου, τους καλύπτει το Σύνταγμα. Βέβαια, όταν έχεις έναν συνταγματολόγο με το μέρος σου, το Σύνταγμα σε καλύπτει πάντα, ακόμα κι αν κηρύξεις δικτατορία. Πόσο μάλλον όταν τον έχεις και για αντιπρόεδρο της κυβέρνησης, και γενικά για το παιδί για όλες τις δουλειές. Είναι, όμως, αυτό το πνεύμα του νόμου; Δηλαδή μπορεί μία κυβέρνηση να συνεχίσει να κυβερνά όταν στο μεταξύ έχουν συμβεί γεγονότα που έχουν ανατρέψει πλήρως τις συνθήκες και άρα πιθανότατα έχει αλλάξει και η στάση του λαού απέναντί της;

Φοβάμαι ότι η απάντηση είναι «και ναι, και όχι». Βλέπεις, το Σύνταγμα υποθέτει αφελώς ότι οι πολιτικοί που αναλαμβάνουν κατά καιρούς τις τύχες της χώρας στα χέρια τους είναι άνθρωποι υπεύθυνοι, ανιδιοτελείς και ανεξάρτητοι από εξωτερικές πιέσεις. Οι πολιτικοί μας δεν είναι τίποτα απ’όλα αυτά, θες από δόλο, θες από ανθρώπινη αδυναμία. Επομένως, αυτό που ηθικά είναι επιλήψιμο, συνταγματικά είναι προβλεπόμενο. Θυμάσαι τον Βουλγαράκη, που έλεγε πως ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό; Ε, αυτό. Κάτσε βγάλε άκρη τώρα.

Αν είχες και την παραμικρή αμφιβολία, αυτές τις μέρες πρέπει να σιγουρεύτηκες: Δεν κυβερνάς εσύ αυτόν τον τόπο. Εσύ ρίχνεις μία ψήφο, χάρη στην οποία σχηματίζεται μία κυβέρνηση που εκφράζει την πλειοψηφία. Αυτοί που ψήφισες, όμως, έχουν την στρεβλή εντύπωση πως για τέσσερα χρόνια η χώρα είναι τσιφλίκι τους και μπορούν να την κάνουν ό,τι θέλουν. Κι αν εσύ μαζί με κανα-δυο εκατομμύρια άλλους μετά από δύο χρόνια αποφασίσεις ότι μετάνιωσες για την ψήφο σου και θες να την πάρεις πίσω, παίρνεις την απάντηση «κατόπιν την απομακρύνσεως εκ του ταμείου ουδέν λάθος αναγνωρίζεται», ή αλλιώς «ο τόπος έχει εκλεγμένη κυβέρνηση με λαίκή εντολή». Μία εντολή που δεν μπορείς να πάρεις πίσω.

Μόνο αν το σκεφτείς έτσι καταλαβαίνεις ότι τελικά η ψήφος είναι πολύ σημαντικό πράγμα για να τη ρίξεις σε αυτόν που θα βολέψει το παιδί σου στο Δημόσιο. Γιατί μαζί με το παιδί σου θα βολέψει κι ένα σωρό άλλα παιδιά, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή το Δημόσιο να γίνει η πέτρα που θα τραβήξει στον βυθό της λίμνης μια ολόκληρη κοινωνία. Όμως για να έχει αξία η ψήφος, πρέπει όλοι να τη δούμε σοβαρά. Για μένα προσωπικά, αν στις επόμενες εκλογές (όποτε αυτές γίνουν – και αν γίνουν, γιατί πλέον νομίζω πως τις θεωρούν κάτι σαν χόμπι) τα δύο μεγάλα κόμματα συγκεντρώσουν αθροιστικά πάνω από 30%, θα είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Φτιάξε καλύτερα ένα δικό σου κόμμα, τύπου «Χριστοπιστία», και κατέβα ως ανεξάρτητος. Και ρίξε σε αυτό την ψήφο σου. Λιγότερο χαμένη θα πάει.

Γιατί ναι, θέλουμε εκλογές. Αλλά θέλουμε εκλογές που θα αλλάξουν κάτι, που θα σαρώσουν ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο στο πέρασμά τους, όχι εκλογές που θα το διατηρήσουν αλώβητο στις καρέκλες του. Θέλουμε πολίτες που ενημερώνονται καθημερινά για το τι συμβαίνει, αντικειμενικά και ανεξάρτητα, και όταν έρθει η ώρα να ρίξουν την ψήφο τους, τη ρίχνουν στο κόμμα που τους εκφράζει και όχι σε αυτό που διαφημίστηκε περισσότερο από τα κανάλια.

Μέχρι να γίνει αυτό (και ίσως να μην είναι και πολύ μακριά…), κουμάντο σε αυτήν τη χώρα δεν κάνει ο «κυρίαρχος λαός». Δεν ξέρω ακριβώς ποιος ή ποιοι το κάνουν, αλλά πάντως σίγουρα όχι εμείς.