Μου έχουν λείψει λίγο εκείνες οι εποχές που όταν δεν είχα τι να γράψω απλά άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο μπροστά από ένα άδειο notepad, με τον κέρσορα να αναβοσβήνει ρυθμικά, σαν τη θυμωμένη γυναίκα που χτυπάει ρυθμικά το πόδι της στο πάτωμα περιμένοντας να της εξηγήσεις πώς βρέθηκε εκείνη η πιπιλιά στο λαιμό σου. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεσαι για να βάλεις τις τάξεις σου σε σκέψη τις σκέψεις σου σε τάξη είναι να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να στέκεσαι μπροστά στο κενό και να πηδάς πριν προλάβεις να σκεφτείς «τι μαλακία πάω να κάνω;». Χωρίς delete, χωρίς undo, χωρίς escape.

«Τι σκέφτεσαι;». Τίποτα δε σκέφτομαι ρε μαλάκα. 28 χρόνια τώρα σκέφτομαι, και τι κατάλαβα; Οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής μου ήταν όταν δε σκεφτόμουν τίποτα. Εσύ τι σκέφτεσαι; Και γιατί σκέφτεσαι; Και πώς σκέφτεσαι; Και είσαι σίγουρος ότι σκέφτεσαι σωστά; Κι αν ο άλλος σκέφτεται κάτι διαφορετικό; Θα σκεφτείς ότι ίσως έχει δίκιο; Ή θα σκεφτείς ότι είναι απλώς μαλάκας, ένας μαλάκας που σκέφτεται;

Τι ωραία λέξη το «μαλάκας». Παρεξηγημένη. Λέξη-μπαλαντέρ, που μπορεί να αντικαταστήσει με ευκολία καμιά 500αριά άλλες. Και λίγες λέω. Αλλά τι να πεις, οι βρισιές είναι ακόμα ταμπού. Να, τις προάλλες άκουγα μία εκπομπή στο ραδιόφωνο, και κάποιος έλεγε «γαμώ τον Αντίχριστό μου». Και έβαλαν *ΜΠΙΠ*. Σε τι βάζεις *ΜΠΙΠ* ρε μεγάλε; Στο «γαμώ» που ένα παιδάκι 5 χρονών το ακούει πιο συχνά και από το όνομά του; Ή στο «αντίχριστο», μην παρεξηγηθεί κανένας σατανιστής και διαμαρτυρηθεί στο ΕΣΡ;

Θυμάμαι όταν πρωτοξεκίνησα να γράφω, που ντρεπόμουν να γράψω βρισιές. Έγραφα μα**κας, π**τσος μ**νί, τσαπερδονο**λοσφυρίχτρα. Και πάλι ήταν καλύτερα από το αγαπημένο μου τότε περιοδικό, το FREE, που αντίστοιχα έγραφε μαμάκας, λούτσος, νουνί και τσαπερδονολολοσφυρίχτρα. Ίσως έχω απωθημένο από τότε, γι’αυτό και βρίζω τόσο πολύ όταν γράφω. Ξέρεις, είναι αυτή η κλασική αντίδραση, που όταν σου απαγορεύουν κάτι για πολλά χρόνια και ξαφνικά ανακαλύπτεις ότι είσαι απολύτως ελεύθερος να το κάνεις και δε θα σου πει κανένας τίποτα, του δίνεις και καταλαβαίνει. Κατοχικό σύνδρομο, σαν να λέμε.

Είμαι περίεργος άνθρωπος, τι να πω. Να σκεφτείς ότι για χρόνια ολόκληρα, το Backspace ήταν το αγαπημένο μου πλήκτρο στον υπολογιστή. Όταν κάποιο πρόγραμμα μου ζητούσε να «press any key», εγώ πάντα πατούσα ψυχαναγκαστικά το Backspace (τουλάχιστον δεν έψαχνα το κουμπί «any», σαν την ξανθιά). Και όταν έγραφα οτιδήποτε, δεν πατούσα ποτέ το Delete, ακόμα κι αν ήταν πιο εύχρηστο. Μόνο Backspace, ρε μουνιά. Δε θυμάμαι πώς ξεπέρασα αυτήν την εμμονή με το Backspace. Ξέρω μόνο ότι τώρα έχω θέμα με το Num Lock. Για κάποιον λόγο, δε θέλω να είναι ποτέ αναμμένο το φωτάκι του Num Lock. Με αποσυντονίζει. Είναι ο κρυπτονίτης μου. Με το Caps Lock δεν έχω πρόβλημα. Ούτε με το Scroll Lock, που ανάθεμα αν κατάλαβα ποτέ τι ακριβώς κλειδώνει. Κι ούτε με ενδιαφέρει κιόλας.

Έχω αυτή τη συνήθεια να προσδίδω ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε άψυχα αντικείμενα. Ξέρεις, να βλέπω ανθρώπινα πρόσωπα στις «φάτσες» των αυτοκινήτων, να νομίζω ότι ο υπολογιστής και τα πλήκτρα του με επιβουλεύονται, να μιλάω στα βιβλία και στα περιοδικά μου λες και με ακούνε. Τέτοια, καθημερινά πράγματα. Μικρός νόμιζα ότι ήμουν λίγο τρελός, και όταν μεγάλωνα θα με τρέχανε από ψυχιατρείο σε ψυχιατρείο. Τελικά αποδείχθηκε ότι όλοι μας είμαστε λίγο τρελοί, και αυτοί που κλείνουν στα ψυχιατρεία είναι μάλλον οι πιο λογικοί που δεν αντέχουν την τρέλα αυτού του κόσμου. Και εδώ που τα λέμε, σε μία χώρα που έβγαλε πρωθυπουργό τον Παπανδρέου, αν όλα πήγαιναν με τη λογική θα έπρεπε να έχουμε μερικά εκατομμύρια τροφίμους σε ψυχιατρεία αυτή τη στιγμή.

Ξέρεις τι είναι τρέλα; Να πηγαίνεις κόντρα στη φύση σου. Αν έβλεπες έναν άνθρωπο να κρατάει δύο πούπουλα και να προσπαθεί να πετάξει, θα τον έλεγες τρελό. Θα έλεγες το ίδιο όμως και για έναν άνδρα που αποφασίζει να περάσει όλη του τη ζωή με μία γυναίκα; Μάλλον όχι. Αλλά γιατί όχι; Και οι δύο κόντρα στη φύση τους πηγαίνουν. Απλά ο ένας κάνει κάτι που δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό, ενώ ο άλλος υποτάσσεται στα κοινωνικά «πρέπει». Προσπαθούμε με μανία να καταπιέσουμε τα ένστικτά μας, λες και ντρεπόμαστε για τις ζωώδεις καταβολές μας. Ίσως δικαιολογημένα. Αλλά ποιο ον μπορεί να αυτοχαρακτηριστεί «λογικό», όταν ανά πάσα στιγμή συγκρούονται μέσα του ένα ζωώδες ένστικτο και μία ομοβροντία από κοινωνικές επιταγές που μονίμως τον προστάζουν να κάνει διαφορετικά πράγματα από αυτά που κατά βάθος θέλει;

Μου είχαν λείψει λίγο εκείνες οι εποχές που όταν δεν είχα τι να γράψω απλά άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο μπροστά από ένα άδειο notepad, με τον κέρσορα να αναβοσβήνει ρυθμικά, σαν τον μετρονόμο που ορίζει βασανιστικά το τέμπο σου και σε προκαλεί να κινηθείς στο ρυθμό του. Μερικές φορές το μόνο που χρειάζεσαι για να βάλεις τις τάξεις σου σε σκέψη τις σκέψεις σου σε τάξη είναι να μη σκέφτεσαι τίποτα. Να στέκεσαι μπροστά στο κενό και να πηδάς πριν προλάβεις να σκεφτείς «τι μαλακία πάω να κάνω;». Χωρίς delete, χωρίς undo, χωρίς escape.