Δε μου αρέσει να μιλάω για τον Στρατό. Όχι τόσο επειδή έχω τραυματικές εμπειρίες, αλλά επειδή ξέρω ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να ακούσει. Εμένα, τουλάχιστον, δε θα με ενδιέφερε. Αλλά, μιας και επιτέλους πλησιάζει η οριστική μέρα της απόλυσης, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ανακεφαλαιώσω αυτόν τον ένα χρόνο που χαράμισα απ’τη ζωή μου – που σημαίνει ότι οι γυναίκες μπορείτε τώρα να την κάνετε με ελαφρά πηδηματάκια, πριν αρχίσετε να διαβάζετε τις τελευταίες…

ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΝΟΣ ΦΑΝΤΑΡΟΥ

Μπήκα στον Στρατό ψαρωμένος όσο δεν πήγαινε άλλο. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που είδα στο κέντρο που παρουσιάστηκα με ρώτησε πόσων χρονών τον έκανα. Δεν ήξερα τι ήταν αυτός ο τύπος, φόραγε χακί και είχε ένα αστέρι στην αριστερή μεριά της στολής του. Ένας άλλος σαν αυτόν, από πίσω του, με παρότρυνε κρυφά να πω «29». Δε μου φαινόταν και τόσο μεγάλος, αλλά αφενός δεν είμαι καθόλου καλός στο να υπολογίζω ηλικίες, αφετέρου η στολή προσθέτει κάποια χρόνια. Γι’αυτό και του απάντησα, εντελώς φυσικά, «Ξέρω ‘γω…29;». «Τι λες ρε!», μου είπε γελώντας.

Τελικά, ήταν 23 – μικρότερος κι από μένα. Και ήταν ανθυπολοχαγός. Και μάλιστα ήταν ο διμοιρίτης μου, ο γκαντέμης στον οποίο έλαχε να με υποστεί ως φαντάρο του. Και ήταν ο καλύτερος στρατιωτικός που γνώρισα σε ολόκληρη τη θητεία μου – παράξενο, ε; Ο πρώτος που γνώρισα ήταν και ο καλύτερος. Έστω, μπορεί όχι ο καλύτερος. Αλλά οπωσδήποτε ο μοναδικός με τον οποίο θα μπορούσα να κάνω παρέα και εκτός Στρατού, να πιω έναν καφέ μαζί του και να κάνω χαβαλέ.

Αυτός ο άνθρωπος, αν το ήθελε, θα μπορούσε να με κάνει να μη βγω από το Κέντρο στις 6 εβδομάδες που έμεινα εκεί. Για τόσες καμπάνες ήμουν. Πρώτα απ’όλα, το κρεβάτι μου. Το οποίο το ξεχώριζες άνετα από μακριά: Ήταν αυτό με τις στραβές γωνίες, τον πλακουτσωτό φάκελο και τις ζάρες στις κουβέρτες. Ίσως ήταν ο δικός μου, ξεχωριστός τρόπος να δείξω ότι είμαι ξεχωριστός. Ή ότι δεν κάνω για φαντάρος.

Ή την άλλη φορά, με το που πήραμε τα όπλα μας, που μου έπεσε το δικό μου κάτω. Στην αρχή μου έδωσε 4 μέρες κράτηση. Μετά από δύο δευτερόλεπτα, μου πρότεινε να διαλέξω: 4 μέρες κράτηση ή τρέξιμο δύο φορές μια απόσταση 200 μέτρων περίπου. Μέχρι που, 5 δευτερόλεπτα αργότερα, μου τη χάρισε. Ήταν μάλλον η πρώτη μου ψυχρολουσία ως φαντάρου.

Στη βολή με το όπλο φυσικά πάτωσα. Ελάτε τώρα, πόσο καλό σημάδι μπορεί να έχει με το όπλο κάποιος που δεν μπορεί ούτε καν να σημαδέψει στο κέντρο της τουαλέτας όταν κατουράει; Πάλι καλά που δε σκότωσα κανέναν, να λέμε.

Δε θα πω ψέματα, στο Κέντρο πέρασα σχετικά καλά. Μέρα παρά μέρα ήμουν έξω, τα Σαββατοκύριακα έλιωνα στον ύπνο, αυτός που έβγαζε τις υπηρεσίες με συμπαθούσε και με βόλευε, έχασα και 5-6 κιλά από το φαϊ (που έναν χρόνο μετά εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι ό,τι χειρότερο έχω φάει στη ζωή μου). Μόνο τα πόδια μου πονούσαν τις πρώτες μέρες, από τις πολλές δοκιμαστικές παρελάσεις. Αλλά ήμουν συνηθισμένος στο περπάτημα και δεν είχα ιδιαίτερο πρόβλημα – ακόμα και με ένα ζευγάρι σκληρές αρβύλες στα πόδια.

Η μέρα της παρέλασης ήταν κάτι το εξαιρετικό. Αλλά για τους άλλους. Εγώ ειλικρινά ζήλευα τον μουσουλμάνο συνθαλαμιζόμενό μου, ο οποίος δε χρειάστηκε να κάνει ούτε παρέλαση, ούτε ορκωμοσία (αλλά ορκίστηκε στο Κοράνι, ιδιαιτέρως). Έβλεπα γονείς και αδέρφια να χειροκροτούν, να δακρύζουν και να βγάζουν φωτογραφίες – και οι δικοί μου εκεί ήταν. Ίσως κάποιοι να ένιωθαν περήφανοι. Εγώ ήθελα απλά να σηκωθώ να φύγω, με την τριήμερη άδεια. Καμία εθνική υπερηφάνεια, κανένα ίχνος εθνικοφροσύνης. Γιατί όλα αυτά; Ποιον εξυπηρετούν; Πάντως όχι εμένα.

Μπορώ να πω ότι νιώθω τυχερός για τους φαντάρους που γνώρισα στο κέντρο. Ήταν όλοι ένας κι ένας: Ο βορειοελλαδίτης με το παχύ «λ» του, ο φανατικός γαύρος που θα σκότωνε για να δει ένα παιχνίδι του Ολυμπιακού, ο μίμος που ξεσήκωνε όλα τα χαρακτηριστικά των ανωτέρων μας (και όχι μόνο), ο Άι-Φορ που δεν έκανε ποτέ εκπαίδευση και την έβγαλε μέσα σε ένα γραφείο, ο 18χρονος που μας περνούσε όλους στο θάρρος, ο πλακατζής που έπαιρνε τα βράδια φάρσες στο τηλέφωνο και δε μας άφηνε να κοιμηθούμε, ο παλιός συμμαθητής που έτυχε να βρίσκεται στον ίδιο θάλαμο μαζί μου, ο μουσουλμάνος που δεν ήξερε καλά ελληνικά και δεν μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί του, ο άλλος που μας άφησε νωρίς γιατί τον πήραν για ΥΕΑ, εκείνος που «δεν την πάλεψε» και πήρε απαλλαγή μετά από 2-3 μέρες θητείας…Και αρκετοί άλλοι, όλοι τους μια χαρά παιδιά.

Αυτό με ενδιέφερε περισσότερο όταν μπήκα στον Στρατό. Να μου τύχουν καλοί συνάδελφοι. Γιατί όταν έχεις καλή παρέα, τότε περνάς καλά και στην Κόλαση. Και αυτό το πιστεύω πολύ περισσότερο σήμερα, έχοντας πίσω μου και την εμπειρία μιας μικρής Κόλασης.

Και εκεί που περνούσα τόσο ωραία και καλά, να που πρέπει να φύγω. Επόμενος σταθμός: Παραμεθόριος (Next station, Paramethorios).

Η συνέχεια στο επόμενο…