Σεβασμός: η εκτίμηση που δείχνουμε σε κάποιο πρόσωπο για τα ψυχικά και πνευματικά του χαρίσματα και τα κάθε λογής προσόντα του (από εδώ)

Εμπιστοσύνη: πίστη στην καλή πρόθεση ή ικανότητα κάποιου (από εδώ)

Σεβασμός και εμπιστοσύνη. Δύο έννοιες που πολλοί παρεξηγούν στις μέρες μας, δείχνοντας σεβασμό και εμπιστοσύνη σε ανθρώπους που δεν αξίζουν τίποτα από τα δύο, μόνο και μόνο επειδή πιστεύουν ότι πρέπει να τους σεβαστούν και να τους εμπιστευτούν. Και όταν σέβεσαι και εμπιστεύεσαι κάποιον τυφλά, χωρίς να το αξίζει, οι συνέπειες μπορεί να είναι τρομακτικές.

Ας σκεφτούμε ένα παράδειγμα. Έναν πατέρα. Ο πατέρας είναι μία φιγούρα που αυτόματα εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη. Το παιδί δεν μπορεί παρά να σέβεται τον άνθρωπο χάρη στον οποίο (κατά 50%) ήρθε στον κόσμο, και δεν μπορεί παρά να τον εμπιστεύεται, καθώς όλοι ξέρουμε ότι ο πατέρας θα είναι πάντα εκεί για το καλό μας, να μας συμβουλεύσει, να μας προστατεύσει, να μας φροντίσει.

Ωστόσο, όπως πολλοί θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν (ευτυχώς, όχι εγώ), υπάρχουν και μπαμπάδες που δεν αξίζουν ούτε σεβασμό, ούτε εμπιστοσύνη από το παιδί τους. Όλοι ξέρουμε κάποια ιστορία για κάποιον τέτοιο πατέρα: Ένας πατέρας που βιάζει την κόρη του. Ένας πατέρας που πίνει και δέρνει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Ένας πατέρας που δουλεύει όλη μέρα και σκόπιμα αποφεύγει να γυρίσει στο σπίτι για να μην τον πρήζει η γυναίκα του και τα παιδιά του με τα προβλήματά τους. Όλοι αυτοί οι πατεράδες έχουν το εξής κοινό: Αν και τους καλύπτει ο αυτόματος σεβασμός και η εμπιστοσύνη του παιδιού προς τον πατέρα, στην πραγματικότητα δεν τα αξίζουν. Μήπως, λοιπόν, δεν θα’πρεπε να τους κάνουμε αυτήν τη χάρη;

Εδώ είναι το λάθος: Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας αυτόματος σεβασμός. Πρόκειται για μία ανόητη κοινωνική σύμβαση. Γιατί ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη δεν έρχονται αυτόματα με την ανάληψη ενός ρόλου ή ενός τίτλου. Τον σεβασμό δεν τον κερδίζεις σε ένα βράδυ, ούτε μπορείς να τον απαιτήσεις από τους άλλους. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη κερδίζονται κάθε μέρα, και αυτός που ζητάει να τον σέβονται και να τον εμπιστεύονται πρέπει να τους αποδεικνύει κάθε μέρα για ποιον λόγο πρέπει να τα κάνουν αυτά.

Και τώρα πάμε στο κυρίως θέμα: Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη είναι δύο στοιχεία απαραίτητα για κάθε κυβέρνηση. Γιατί και αυτός που κυβερνά, ένας «πατέρας» είναι: Κάποιος που υπόσχεται ότι θα φροντίσει, θα προστατεύσει και θα συμβουλεύεσει τον λαό που τον ψήφισε. Και άρα, ως «πατέρας» αποκτά αυτήν την αυτόματη εμπιστοσύνη και τον αυτόματο σεβασμό.

Το πρόβλημα είναι το εξής: Αν τελικά αποδειχθείς κακός «πατέρας», ακόμα και αυτά τα στοιχεία που αποκτάς αυτόματα θα τα χάσεις, αναπόφευκτα. Γιατί το να κοροϊδέψεις έναν λαό είναι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο – αλλά το να τον διατηρήσεις σε αυτήν την κατάσταση για τέσσερα χρόνια είναι λίγο πιο δύσκολο.

Ας δούμε, τώρα, τη σημερινή κυβέρνηση. Αποσπώντας ένα σαρωτικό ποσοστό στις τελευταίες εθνικές εκλογές, το ΠΑΣΟΚ είχε την πλήρη στήριξη μίας σημαντικής μερίδας του κοινού – και άρα, την εμπιστοσύνη τους. Ο σεβασμός, πάλι, ήταν λίγο πιο δύσκολη υπόθεση: Με έναν πρόεδρο που στην πλειοψηφία του κόσμου έχει καταγραφεί ως «ο άνθρωπος που δεν ξέρει να κάνει ποδήλατο», ακόμα και ο αυτόματος σεβασμός είναι πιο επιφυλακτικός. Όμως η θέση του ως πρωθυπουργού του έδινε τον απαραίτητο αυτόματο σεβασμό για να κάνει τη δουλειά του απρόσκοπτα.

Στην πορεία, κάτι πήγε στραβά. Η κυβέρνηση έκανε λάθη, φρικτά λάθη. Και τα λάθη φέρνουν έλλειψη εμπιστοσύνης και σεβασμού. Οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από δύο χρόνια ψήφισαν «δαγκωτό» ΠΑΣΟΚ, τώρα χτυπάνε το κεφάλι τους στον τοίχο. Και φυσικά έχουν αποσύρει τόσο την εμπιστοσύνη, όσο και τον σεβασμό τους από το πρόσωπο του πρωθυπουργού (και από την κυβέρνηση εν γένει).

Όταν μία κυβέρνηση έχει χάσει τον σεβασμό του κόσμου, έχει δύο επιλογές: Είτε κάνει μία ύστατη προσπάθεια να τον επανακτήσει, είτε βυθίζεται αύτανδρη και κατεβαίνει σε εκλογές που είναι βέβαιο πως θα χάσει. Εσείς τι λέτε ότι προσπάθησε να κάνει αυτή η κυβέρνηση; Νομίζω ότι μαντέψατε σωστά.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κρατιέται με νύχια και με δόντια στην εξουσία, έχοντας απωλέσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, ακόμα και κάποιων μελών της. Πώς προσπαθεί να κερδίσει ξανά αυτήν την εμπιστοσύνη; Επικαλούμενη τον πατριωτισμό του κόσμου – επίκληση στο συναίσθημα, δηλαδή παράκαμψη της λογικής και κατευθείαν «επίθεση» στο θυμικό, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το κόλπο δεν πιάνει, όμως. Η κυβέρνηση έχει χάσει ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό της, και αυτό καταδεικνύεται από δύο πρόσφατα γεγονότα:

– Οι αντιδράσεις του κόσμου μετά το πρόσφατο «χαράτσι» στα ακίνητα δείχνουν ότι έχασε οριστικά τον σεβασμό του. Δεν είναι τόσο η αδικία της εισφοράς – άδικα μέτρα υπήρξαν πολλά, και θα υπάρξουν και πάντα θα υπάρχουν. Είναι όμως ο τρόπος που επέλεξαν να επιβάλουν αυτήν την εισφορά: Μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ. Παραδεχόμενη ουσιαστικά ότι δεν μπορεί να συλλέξει τις εισφορές με τον παραδοσιακό τρόπο, η κυβέρνηση καταφεύγει σε μία απίστευτη αλχημεία, συνδέοντας μία έκτακτη εισφορά για τα ακίνητα με τον λογαριασμό της ΔΕΗ, μόνο και μόνο για να εκφοβίσει τους πολίτες της και να τους αναγκάσει να πληρώσουν, αφού αν δεν το κάνουν θα μείνουν χωρίς ρεύμα. Είναι μία κίνηση δειλή, απερίσκεπτη, πανικόβλητη και άρα μία κίνηση που κάνει ακόμα και αυτούς που για κάποιον λόγο ακόμα έτρεφαν έστω κάποιον σεβασμό για την κυβέρνηση να τον χάσουν.

– Σήμερα είχαμε ένα άλλο ενδιαφέρον «χτύπημα»: Μία υπάλληλος της Στατιστικής Υπηρεσίας έκανε κάποιες πολύ σοβαρές καταγγελίες, υποστηρίζοντας λίγο-πολύ ότι η κυβέρνηση σκόπιμα «μαγείρεψε» τα οικονομικά δεδομενα όταν ανήλθε στην εξουσία, προκειμένου να μπει η χώρα στο μνημόνιο. Αυτό από μόνο του δε λέει τίποτα – κι εγώ θα μπορούσα να βγω αύριο στα ραδιόφωνα και να πω ότι ο Βενιζέλος έχει κέρατα και ο Παπακωνσταντίνου ουρά. Δε θα με πίστευε κανείς, όμως. Γιατί όταν έχεις από τη μία πλευρά κάποιον εντελώς άγνωστο (και άρα εξ ορισμού αναξιόπιστο) και από την άλλη μία δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, το λογικό είναι η πλάστιγγα να γείρει υπέρ της κυβέρνησης. Για κάντε, όμως, μια έρευνα. Τι πιστεύουν οι περισσότεροι; Ποιος νομίζουν ότι έχει δίκιο; Μπορεί όλα αυτά να είναι μπούρδες και να αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη υπάλληλος ήταν εμπαθής, ή βαλτή, ή οτιδήποτε. Όμως το γεγονός ότι οι περισσότεροι είναι ανοιχτοί στο να βάλουν τον λόγο κάποιου άγνωστου και ανυπόληπτου ανθρώπου πάνω από τον λόγο της κυβέρνησης που οι ίδιοι έφεραν στην εξουσία, καταλαβαίνεις ότι πλέον δεν υπάρχει καμία απολύτως εμπιστοσύνη σε αυτήν την κυβέρνηση.

Χωρίς, λοιπόν, σεβασμό και εμπιστοσύνη, αυτή η κυβέρνηση καταρρέει. Και αν δεν έχει καταρρεύσει ακόμα, είναι επειδή δεν της έχουμε δώσει τη χαριστική βολή. Δεν της έχουμε αποδείξει, δηλαδή, έμπρακτα ότι ούτε την εμπιστευόμαστε, ούτε τη σεβόμαστε. Αν, για παράδειγμα, γίνονταν αύριο εκλογές, θα καταποντιζόταν. Αλλά η κληρονομική δημοκρατία μας δε λειτουργεί έτσι, δυστυχώς ή ευτυχώς.

Πώς μπορούμε να αποδειξουμε έμπρακτα τα αισθήματά μας γι’αυτήν την κυβέρνηση; Αρνούμενοι να πληρώσουμε τις εισφορές που επιβάλλει. Με αυτόν τον τρόπο δείχνουμε ότι δεν τη σεβόμαστε (γιατί δείχνουμε μαζική ανυπακοή σε ένα άδικο μέτρο που μας επιβάλλει με τη δύναμη της εξουσίας της) και δεν την εμπιστευόμαστε (γιατί δείχνουμε ότι δεν μας πείθει η προσπάθειά της να «σώσει τον τόπο», όπως λέει). Και φυσικά της στερούμε ένα σημαντικό έσοδο, χωρίς το οποίο είναι αδύνατο να παραμείνει στην εξουσία, σε συνδυασμό με την (αποδεδειγμένη, πια) έλλειψη σεβασμού και εμπιστοσύνης.

Θα μου πεις, «άντε και τους διώξαμε, τι θα γίνει; Θα έρθουν οι γαλάζιοι και θα κάνουν ακριβώς τα ίδια». Όχι. Είναι στο χέρι μας. Εμείς ψηφίζουμε, και εμείς θα αποφασίσουμε. Αν είμαστε ώριμοι ψηφοφόροι, θα δώσουμε την ψήφο μας εκεί που πρέπει. Δεν ξέρω πού «πρέπει», αλλά ξέρω πού ΔΕΝ πρέπει: Στους ίδιους που μας έφεραν εδώ, ένα βήμα πριν τον λάκκο με τα σκατά. Αν τους ξαναψηφίσουμε, καλά να πάθουμε.

Ας ψηφίσουμε, επιτέλους, ανθρώπους που εμπνέουν σεβασμό και εμπιστοσύνη με το έργο τους. Και όχι με το επίθετό τους. Ας ωριμάσουμε ως ψηφοφόροι. Ήρθε η ώρα.