Αγαπητό ημερολόγιο,

πάλι άργησα να σου γράψω. Αλλά πάλι έχω τη δικαιολογία έτοιμη, σαν κλασικός Έλληνας: Είμαι άνεργος. Και αυτό σημαίνει ότι αν σου έγραφα κάθε μέρα, τότε 4 στα 5 κείμενά μου θα έγραφαν: «Αγαπητό ημερολόγιο, σήμερα δεν έκανα τίποτα. Καληνύχτα». Ναι, η ζωή ενός ανέργου είναι πολύ βαρετή, ειδικά αν υποθέσουμε ότι ο εν λόγω άνεργος είναι και εξωφρενικά τεμπέλης, σε σημείο που σηκώνεται από το κρεβάτι πιο δύσκολα από τετραπληγικό ελέφαντα κολλημένο στο έδαφος με εποξειδική κόλλα. Και πραγματικά κανένας, ούτε καν ένα άψυχο ημερολόγιο, δεν θα ενδιαφερόταν να διαβάζει κάθε μέρα τις «περιπέτειες» ενός τέτοιου τύπου, οι οποίες διαδραματίζονται ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους – πιο πολύ βγαίνουν έξω αυτοί που είναι κλεισμένοι στο Big Brother, παρά εγώ.

Ωστόσο, καμιά φορά βγαίνω κι εγώ έξω από το σπίτι. Βγαίνω με φίλους, να πάω σε μία καφετέρια και να πληρώσω 5 ευρώ για έναν καφέ που θα μπορούσαμε κάλλιστα να πιούμε εντελώς δωρεάν στο σπίτι κάποιου εξ ημών (ο οποίος καφές πιθανότατα θα είχε πολύ καλύτερη γεύση από αυτόν που σερβίρουν οι καφετέριες), καθισμένοι σε αναπαυτικούς καναπέδες και όχι σε άβολες καρέκλες της συμφοράς, και μάλιστα χωρίς περιορισμούς χώρου («θα περιμένετε λίγο να αδειάσει τραπέζι») και χωρίς φασαρία από τα διπλανά τραπέζια. Καμιά φορά αναρωτιέμαι πραγματικά αν υπάρχει έστω και ένας λόγος να πιω τον καφέ μου σε μία καφετέρια, και ποτέ δεν βρίσκω κανέναν. Και μετά μου λένε οι φίλοι μου «πάμε για καφέ στην τάδε καφετέρια», κι εγώ τους ακολουθώ σαν πρόβατο, αντί να τους πω «όχι ρε, ελάτε σπίτι μου καλύτερα, θα σας φτιάξω εγώ καφέδες τζάμπα, θα αράξουμε στον καναπέ, θα παίξουμε Pro, θα βάλω το CD των Muse να γουστάρουμε και θα περάσουμε φίνα». Γιατί το κάνω αυτό, αλήθεια;

Τέλος πάντων, προχθές βγήκα με φίλους σε μία κοντινή καφετέρια. Ήταν Κυριακή, κι έτσι το μαγαζί ήταν φίσκα στον κόσμο. Περιπλανηθήκαμε για λίγο στον εξωτερικό χώρο, ψάχνοντας μάταια για ένα άδειο τραπέζι. Τζίφος. Ο σερβιτόρος που μας είδε, μας ενημέρωσε ότι για την ώρα δεν υπήρχε ελεύθερο τραπέζι, παρά μόνο στον εσωτερικό χώρο, όπου απαγορευόταν το κάπνισμα. Δύο από τους πέντε της παρέας κάπνιζαν, οπότε προτιμήσαμε να φύγουμε. Κατά βάθος χάρηκα που έβλεπα ότι ο αντικαπνιστικός νόμος ισχύει, αντίθετα με αυτά που άκουγα από πολλούς, έστω κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να περπατήσουμε τουλάχιστον δέκα λεπτά μέσα στο κρύο για να βρούμε άλλη καφετέρια.

Βέβαια, όλα αυτά κράτησαν για περίπου πέντε δευτερόλεπτα. Γιατί τόσο ήταν το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για να μας φωνάξει ξανά ο σερβιτόρος, την ώρα που περνούσαμε την πόρτα της εξόδου, και να μας ενημερώσει ότι είχε κάνει λάθος, και τελικά μπορούσαμε να καπνίσουμε και στον εσωτερικό χώρο. Φυσικά, αποδεχθήκαμε με χαρά την αλλαγή δεδομένων και καθίσαμε σε ένα γωνιακό τραπέζι στον εσωτερικό χώρο. Ωστόσο, αυτή η αλλαγή στάσης μου δημιούργησε κάποιες απορίες:

1. Μπορεί ένας νόμος του κράτους (όσο σκληρός/άδικος/δενξερωκιεγωτί και να είναι) να καταλυθεί μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα;
2. Άραγε έκανε όντως «λάθος» ο σερβιτόρος, ή στα πέντε δευτερόλεπτα που παρεμβλήθηκαν κάποιος του «έβαλε χέρι» επειδή έδιωξε τους πελάτες για έναν εντελώς ασήμαντο λόγο;
3. Αν όντως τελικά επιτρεπόταν το κάπνισμα στον εσωτερικό χώρο, τότε γιατί δεν είχε τασάκι το τραπέζι και έπρεπε να το ζητήσουμε για να μας φέρουν;
4. Πόσο βλάκες ήμασταν που δεχτήκαμε να καθίσουμε τελικά;
5. Αν θυμόμουν το νούμερο τις για καταγγελίες, και αν είχα κάρτα στο κινητό μου, θα έπαιρνα τηλέφωνο;
6. Θα ξαναπάω, άραγε, σε αυτήν την καφετέρια ποτέ;

Ξέρεις, ένα στοιχείο της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας για τη μελέτη του οποίου θα άξιζε να χυθούν τόνοι μελανιού και να υποφέρουν χιλιάδες πειραματόζωα, είναι το επιλεκτικό μας επαναστατικό πνεύμα. Μπορεί να μας κόψουν τον μισθό, να μας πάρουνε το σπίτι, να μας απολύσουν από τη δουλειά, κι εμείς να μην αντιδράσουμε ούτε στο ελάχιστο, και από την άλλη μπορεί να μας κόψουν το κάπνισμα, να μας σταματήσουν την αγαπημένη μας εκπομπή στην τηλεόραση ή να δώσουν κανένα ανάποδο πλάγιο άουτ στην ομάδα μας, και να αρχίσει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Και επίσης, ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο κάνουμε την «επανάστασή» μας: Στα μουλωχτά. Δε θα βγει κανείς στον δρόμο να υποστηρίξει ότι είναι άδικος ο αντικαπνιστικός νόμος – αλλά οι μαγαζάτορες θα κάνουν την «επανάστασή» τους, αφήνοντας τους πελάτες να καπνίζουν δήθεν στα κρυφά. Νομίζω ότι θα μπορούσαμε να παραδίδουμε μαθήματα επαναστατικής σκέψης στους άλλους, άξεστους λαούς του κόσμου, προτρέποντάς τους να «Do it like the Greeks». Γιατί να μη διαφημίσουμε το ένα από τα δύο πράγματα που ξέρουμε να κάνουμε καλά, μετά τον ωχαδερφισμό (ochaderfism, μια λέξη που θα’πρεπε να υπάρχει στα αγγλικά λεξικά, με την ελληνική σημαία κοτσαρισμένη δίπλα της); Do it like the Greeks, ρε, να ξεστραβωθείτε.

In other, unrelated news, θυμάσαι τη φωτογραφία που σου είχα δείξει την τελευταία φορά, από τα Πατήσια; Ε, δε σου είπα πώς βρέθηκα εκεί. Έπρεπε να πάω στο σπίτι μιας φίλης μου που μένει εκεί, οπότε πήρα χαρωπά το τρένο, σίγουρος ότι θα έφτανα κανά μισάωρο νωρίτερα (όπως κάνω πάντα, άλλωστε). Ήξερα ότι το σπίτι της είναι μόλις πέντε λεπτά από τον σταθμό του τρένου στα ____ Πατήσια. Ναι, αλλά στα Άνω Πατήσια ή στα Κάτω Πατήσια; Ως συνήθως, άφησα το ένστικτό μου να με οδηγήσει και κατέβηκα στα Άνω Πατήσια. Και ως συνήθως, το ένστικτό μου έπεσε έξω, επιβεβαιώνοντας τον απαράβατο κανόνα του 50-50-90 («όταν είσαι 50-50 ανάμεσα σε δύο επιλογές, κατά 90% θα διαλέξεις την λάθος»). Έτσι, έπρεπε να περπατήσω από τα Άνω Πατήσια ως τα Κάτω Πατήσια – ποτέ δεν ήταν πιο επίκαιρη η απορία της Ντάλιας του «Παρά Πέντε», σχετικά με το πόσα είναι τέλος πάντων τα «Πατήσια». Στη διαδρομή μου, έβγαλα αυτήν τη φωτογραφία που σου έδειξα την άλλη φορά, αλλά έβγαλα και μία άλλη, την οποία θα σου παρουσιάσω σήμερα. Πρόκειται για ένα σπαραξικάρδιο μήνυμα, γραμμένο από κάποια μοναχική ύπαρξη που δοκιμάζεται από την οικονομική κρίση. Μάλιστα, τόσο βάναυσα έχει επηρεαστεί από την κρίση η καλλιτέχνις, που δηλώνει με τον πλέον δραματικό τρόπο πως δεν έχει να φάει.

Αντί για καληνύχτα απόψε, σου απευθύνω μία έκκληση: Ας στηρίξουμε με όλη τη δύναμή μας την καλλιτέχνιδα, αλλά και όσες άλλες γυναίκες βρίσκονται στην ίδια δραματική κατάσταση, ώστε να επουλωθούν οι πληγές που αφήνει στο κορμί τους η οικονομική κρίση…