Δημοσιογραφία. Φαίνεται τόσο εύκολη, έτσι; Παίρνεις τηλέφωνο έναν «δικό» σου άνθρωπο, σου λέει 2-3 «ειδησεις», τις γράφεις αυτούσιες σε μία εφημερίδα ή τις παρουσιάζεις σε ένα δελτίο ειδήσεων, βγάζεις έναν σκασμό λεφτά και τέλος. Βέβαια, αυτό ισχύει για το 1% των δημοσιογράφων, τις «βιτρίνες» της δημοσιογραφίας, που κρύβουν πίσω τους ανθρώπους που δουλεύουν εξοντωτικά ωράρια για μισθούς της πείνας. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, με το οποίο έχω ασχοληθεί και πιο παλιά.

Το θέμα είναι: Είναι εύκολη η δημοσιογραφία για έναν παραδοσιακό δημοσιογράφο, έναν δημοσιογράφο δηλαδή που μεταδίδει τα γεγονότα αντί να τα δημιουργεί ή/και να τα διαστρέφει; Όχι, δεν είναι. Δεν είναι καθόλου εύκολη.

Πάντα πίστευα ότι για κάποιον που ξέρει να γράφει σωστά, να μιλάει σωστά, να βάζει δέκα λέξεις σε μια σειρά και να φτιάχνει με αυτές προτάσεις που να βγάζουν κάποιο νόημα τέλος πάντων, το να κάνει τον δημοσιογράφο θα ήταν απλή υπόθεση. Δε χρειάζεσαι και πολλά πράγματα, σκεφτόμουν, απλά να βλέπεις γύρω σου και να μπορείς να εξηγήσεις στον κόσμο τι είναι αυτό που βλέπεις. Όμως τι είναι αυτό που βλέπεις; Και πόσο αποστασιοποιημένος μπορεί να είναι κανείς απέναντι στην πραγματικότητα, ώστε να τη μεταφέρει αυτούσια σε κάποιον άλλο χωρίς να παραμορφωθεί από τα συναισθήματά σου; Και σε τελική ανάλυση, μήπως ο άλλος θέλει να διαβάσει και τα συναισθήματά σου ή τον ενδιαφέρει μόνο η αντικειμενική πραγματικότητα;

Αυτό είναι για μένα το πιο δύσκολο κομμάτι της δημοσιογραφίας. Ο διαχωρισμός της πραγματικότητας από το συναίσθημα. Πότε αυτό που γράφεις είναι είδηση και πότε προσωπικό σχόλιο; Και πώς μπορείς να διαχωρίσεις αυτά τα δύο; Στη σχολή έμαθα ότι είδηση και σχόλιο πρέπει να είναι δύο εμφανώς διαχωρισμένα πράγματα, για να καταλαβαίνει ο αναγνώστης το σημείο στο οποίο σταματάει η πραγματικότητα και αρχίζει η προσωπική πραγματικότητα του δημοσιογράφου. Αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να «στραγγίξεις» ένα κείμενο από καθετί συναισθηματικό.

Και επειδή μπορείς να βγάλεις την ψυχή από τον δημοσιογράφο, αλλά ποτέ τον δημοσιογράφο από την ψυχή, την πατάω κι εγώ συνήθως όταν προσπαθώ να υπηρετήσω τη λεγόμενη «δημοσιογραφία των πολιτών», μία δημοσιογραφία αρκετά διαφορετική από την «παραδοσιακή» των διεφθαρμένων ΜΜΕ, αλλά αρκετά παρόμοια με την παραδοσιακή, αγνή δημοσιογραφία. Έχει, όμως, μία πολύ σημαντική διαφορά από την παραδοσιακή δημοσιογραφία: Η πληροφορία μεταδίδεται την ίδια στιγμή που τη δημιουργείς. Δεν έχεις την πολυτέλεια να ζυμώσεις στο μυαλό σου τα όσα συνέβησαν γύρω σου, να κάτσεις σε ένα γραφείο και να καταγράψεις ψύχραιμα και αντικειμενικά τα γεγονότα. Γράφεις τώρα, διαβάζεσαι τώρα, εκτίθεσαι τώρα. Και γι’αυτόν το λόγο, φέρεις τεράστια ευθύνη.

Την Πέμπτη δεν κατέβηκα στην πορεία. Δεν μπορούσα. Ήθελα να είμαι εκεί, αλλά δεν ήμουν. Κι έτσι περιορίστηκα σε ρόλο εξωτερικού σχολιαστή, έναν ρόλο άχαρο και μάλλον παρασιτικό, αφού άλλοι δημιουργούν την πληροφορία και ο σχολιαστής απλά τη χρησιμοποιεί για να πει τα δικά του. Στο Twitter, την κατ’εξοχήν πλατφόρμα που ευνοεί τη δημοσιογραφία των πολιτών, ήμασταν πολλοί οι σχολιαστές και ήταν πολλοί και οι «ρεπόρτερ», οι άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί.

Τι έμαθα από αυτήν τη μέρα; Ένα πράγμα: Όταν αναφέρεσαι σε γεγονότα που συμβαίνουν ΤΩΡΑ, πρέπει να είσαι προσεκτικός. ΠΟΛΥ προσεκτικός Αν άκουσες κάπου ότι μπορεί και να υπάρχει ένας νεκρός, πρέπει να το διασταυρώσεις πριν το πεις, για να μην προκαλέσεις αδίκως πανικό. Και αν δεν είσαι σίγουρος, δεν πρέπει να το αναπαράγεις, γιατί εσύ θα είσαι αυτός που θα εκτεθεί αν τελικά δεν ισχύει. Και αν δεις μπροστά σου κάτι να συμβαίνει, μεταδίδεις μόνο αυτό που βλέπεις. Δεν κάνεις εξιολογικούς χαρακτηρισμούς που εκείνη την ώρα σου φαίνονται σωστοί, αλλά αργότερα θα φαίνονται επιπόλαιοι.

Διάβασα πολλές βλακείες στο Twitter σχετικά με τα γεγονότα της Πέμπτης. Και έγραψα πολλές βλακείες. Αυτό που εκείνη την ώρα σου φαίνεται προφανές και αλάνθαστο, μετά από δυο-τρεις ώρες μπορεί να έχει ανατραπεί τελείως. Από την άλλη, βέβαια, μπορείς να πεις ότι το αληθινό ποιόν ενός ανθρώπου φαίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, από το πώς διαχειρίζεται καταστάσεις στις οποίες απαιτείται ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση.

Πέρα απ’όλα αυτά, για να μιλήσω και λίγο επί της ουσίας, θρηνούμε από χθες έναν ακόμη νεκρό, έναν αθώο άνθρωπο που ξεκίνησε από το σπίτι του να διαδηλώσει, και δε γύρισε ποτέ. Έναν άνθρωπο, πάνω από τον τάφο του οποίου έχουν ήδη στηθεί επικοινωνιακοί χοροί από κόμματα και κανάλια, με τελικό σκοπό να μας διχάσουν. Αυτοί φταίνε για τον θάνατο. Όχι, οι άλλοι φταίνε. Πάρε κι εσύ θέση, μπορείς. Πήγαινε με τους μεν ή με τους δε. Και όταν ξανακατέβεις σε διαδήλωση, πάρε το μέρος τους. Και σπάσε στο ξύλο τους άλλους. Γιατί αυτοί είναι οι πραγματικοί εχθροί σου, οι «άλλοι», και όχι αυτοί ενάντια στους οποίους διαδηλώνεις. Και κάπως έτσι, ένα γεγονός που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσε να συσπειρώσει μία ολόκληρη κοινωνία εναντίον ενός κοινού κακού καταλήγει να την διχάζει. Κάποιος εκεί πάνω διαιρεί και βασιλεύει, κι εμείς παίζουμε με μανία το παιχνίδι του.

Βλέποντας πλέον τα πράγματα ήρεμα, χωρίς τη συναισθηματική φόρτιση της στιγμής, δε με ενδιαφέρει ποιος ήταν αυτός που πέθανε, δε με νοιάζει πού ζούσε, πόσα παιδιά είχε, τι ψήφιζε. Με ενδιαφέρει ότι θα μπορούσα να είμαι εγώ. Εσύ. Ο καθένας που συνειδητά αποφάσισε να κατέβει σε μία πορεία διαμαρτυρίας απέναντι σε οτιδήποτε. Δε με ενδιαφέρει ποιος τον σκότωσε, αν φορούσε κουκούλα και κράνος ή μάσκα και αστυνομική στολή ή αν κρατούσε κομματική σημαία. Με ενδιαφέρει ότι αυτός που το έκανε δε θα τιμωρηθεί ποτέ. Και θα συνεχίσει τη ζωή του, ελεύθερος κι ωραίος. Είμαστε εθισμένοι στις λεπτομέρειες, διυλίζουμε τον κώνωπα και αφήνουμε τον ελέφαντα να περάσει άθικτος.

Βέβαια, ο μεγαλύτερος ελέφαντας σε αυτήν την ιστορία είναι το πολυνομοσχέδιο. Το οποίο ψηφίστηκε κανονικότατα, παρά τις αντιδράσεις, από μία κυβέρνηση που έδρασε εντελώς φασιστικά, διαγράφοντας από το κόμμα με συνοπτικές διαδικασίες τον μοναδικό άνθρωπο που βρέθηκε να διαφωνήσει μόνο σε ένα από τα άρθρα του πολυνομοσχεδίου. Κι εμείς αντί να ασχολούμαστε με αυτό (ανάθεμα αν ξέρουν έστω και οι μισοί πολίτες τι στο διάολο σημαίνει για τη ζωή τους αυτό το πολυνομοσχέδιο, τι καταστροφές υπόσχεται να τους φέρει), καθόμαστε και παρακολουθούμε μία ανελέητη μάχη κομματικών συμφερόντων πάνω από έναν τάφο, τρώγοντας ποπ κορν.

«Αποτύχαμε», μπορεί να πει κανείς. Αλλά δεν πιστεύω ότι ήταν αποτυχία. Πιστεύω ότι κάτι μας έμεινε απ’όλα αυτά. Την Τετάρτη είδα ανθρώπους να απωθούν κουκουλοφόρους (που δεν μπορώ να το αποδείξω, αλλά όλοι συμφωνήσαμε ότι ήταν χρυσαυγίτες), να τους αποδοκιμάζουν, να τους βρίζουν. Και οι τελευταίοι δύσπιστοι έχουν καταλάβει πια ότι η τακτική παρουσία τους στις διαδηλώσεις μόνο τυχαία δεν μπορεί να είναι. Βέβαια, οι κουκούλες νίκησαν: Κατάφεραν τελικά να διαλύσουν τις διαδηλώσεις της Τετάρτης και της Πέμπτης, κερδίζοντας δύο μάχες, αλλά όχι και τον πόλεμο. Δε θα κερδίζουν για πάντα. Είμαστε περισσότεροι. Και αν πιστέψουμε ότι μπορούμε να τους νικήσουμε, θα τους νικήσουμε. Δε χρειάζονται όπλα. Μαζικότητα χρειάζεται. Να τους απομονώσουμε, να τους βγάλουμε τις κουκούλες και να δούμε τι πραγματικά κρύβουν κάτω από αυτές. Και τότε να μάθουμε όλοι ποιοι είναι τελικά αυτοί που με το έτσι θέλω μας διαλύουν κάθε φορά. Και γιατί εμφανίζονται και εξαφανίζονται στις πολύ συγκεκριμένες στιγμές που το κάνουν. Και επιτέλους, να δούμε τι μπορούμε να πετύχουμε χωρίς αυτούς.

Αποτύχαμε, λοιπόν; Όχι ακόμα.