Αγαπητό ημερολόγιο,

σήμερα είναι μέρα δημοτικών εκλογών, όμως εγώ ό,τι είχα να σου πω για τις εκλογές, το είπα προχθές. Σήμερα προέχουν άλλα πράγματα: Πρέπει οπωσδήποτε να σου πω για την απίστευτη χτεσινή μου εμπειρία με τους Atenistas.

Ξεκίνησα με μικρή καθυστέρηση από το σπίτι (κακός υπολογισμός χρόνου, story of my life), κρατώντας στο χέρι μια σακούλα με 60 κεράκια ρεσώ, έναν αναπτήρα και μία κοκακόλα («bring your own drink», έγραφαν στο site, κι εγώ και το αλκοόλ αλλάζουμε πεζοδρόμιο όποτε βλέπουμε ο ένας τον άλλο). Έφτασα με το μετρό στο Σύνταγμα στις 20:10 και πήγα να πάρω την κόκκινη γραμμή προς Ομόνοια. Φτάνοντας στην αποβάθρα, ένα χέρι με σκούντηξε. Ήταν μία κοπέλα, που με ρωτούσε αν πήγαινα στην πλατεία Κοτζιά (προφανώς, τα ρεσώ φαινόντουσαν μέσα από τη σακούλα). Της απάντησα καταφατικά, και μου ζήτησε να πάμε μαζί μέχρι εκεί, γιατί δεν ήξερε πού ήταν η πλατεία. Ίσως ήμουν λίγο αγενής, αλλά τη ρώτησα: «Δεν ξέρεις πού είναι η πλατεία Κοτζιά; Δεν είσαι από την Αθήνα;», ξεχνώντας ότι κάποτε, πριν πολλά χρόνια, δεν ήξερα πού είναι η Πατησίων και είχα προσποιηθεί ότι ήμουν φοιτητής από τον Βόλο για να ρωτήσω έναν περαστικό. Από την Αθήνα ήταν η κοπέλα, απλά δεν την ήξερε την πλατεία. Και, για να πω την αλήθεια, κι εγώ ζήτημα είναι να έχω περάσει από εκεί πάνω από 5 φορές στη ζωή μου.

Τέλος πάντων, μαζί με την κοπέλα, την Κ., κατεβήκαμε από το μετρό και περπατήσαμε από την Ομόνοια μέχρι την πλατεία Κοτζιά. Ήταν και γι’αυτήν η πρώτη φορά που συμμετείχε σε δράση των Αtenistas. Όταν φτάσαμε στην πλατεία, μείναμε αμφότεροι με ανοιχτό το στόμα. Εκατοντάδες κεριά είχαν ήδη στηθεί στο κέντρο της πλατείας, ένα σε κάθε πλακάκι, και δεκάδες άνθρωποι γύρω-γύρω πρόσθεταν τα δικά τους κεριά δίπλα στα ήδη υπάρχοντα. Κάπου εκεί χωριστήκαμε, κι εγώ έπεσα με τα μούτρα στην «δουλειά»: 60 κεράκια ρεσώ τοποθετήθηκαν σε 60 πλακάκια της πλατείας, το ένα δίπλα στο άλλο. Ο αναπτήρας δεν δούλευε, οπότε αναγκαστικά έπαιρνα φωτιά από τα διπλανά, ήδη αναμμένα κεριά – φαντάσου το σαν το βράδυ της Ανάστασης, αλλά σκυμμένος στο έδαφος.

Όταν τελείωσα με τα κεριά, κάθισα να απολαύσω το θέαμα. Και φυσικά, έβγαλα και φωτογραφίες:

(φυσικά τις έβγαλα με το κινητό μου, και έτσι εξηγείται η μάλλον οικτρή ποιότητά τους)

Κατόπιν, άνοιξα την κοκακόλα μου και άρχισα τις βόλτες γύρω από την πλατεία. Σε όλες τις μεριές του (ανενεργού) συντριβανιού είχαν στηθεί κεράκια, και συνέχιζαν να στήνονται. Δεν είμαι καλός στο μέτρημα, αλλά πρέπει να ήταν πάνω από 500 άνθρωποι. Μετά από λίγο, έφτασαν και οι μουσικοί: Δύο κιθάρες, τρία χάλκινα πνευστά και ένα τύμπανο ήταν τα «όπλα» τους. Σύντομα, άρχισαν τις πρόβες. Κάποια στιγμή, ο τύπος που βάραγε το τύμπανο μας είπε: «Σε μισή ώρα, πορεία στην πλατεία Βάθης». Αν και η πρώτη μου σκέψη να τον διορθώσω και να του πω ότι είναι «πλατεία Βάθη», χωρίς τελικό σίγμα, δεν είπα τίποτα. Αλλά εξεπλάγην, αφού κάτι τέτοιο δεν ήταν στο πρόγραμμα. Μάλιστα, στην αρχή νόμιζα πως μας έκανε πλάκα, αλλά προφανώς ήταν η «έκπληξη της βραδιάς» που μας είχαν υποσχεθεί. Η μουσική συνεχίστηκε, τραγουδήσαμε όλοι μαζί το «Stand By Me» και το «The Lion Sleeps Tonight» (ο απίστευτος κιθαρίστας το ήξερε σε πέντε διαφορετικές γλώσσες!), και μετά από περίπου μισή ώρα ξεκινήσαμε την πορεία μας.

Ήταν ένα μαγικό θέαμα: Εκατοντάδες άνθρωποι, νέοι και μεγάλοι, άνδρες και γυναίκες, Αθηναίοι και Αθηναίες, με μουσικές και με κεριά στα χέρια (στρατηγικά τοποθετημένα μέσα σε πλαστικά ποτηράκια για να μη σβήσουν) ξεκίνησαν από την πλατεία Κοτζιά, με προορισμό την πλατεία Βάθη. Περάσαμε από δρόμους θρυλικούς, δρόμους που ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να διασχίσω ξανά σώος και αβλαβής, πόσο μάλλον στις 10 το βράδυ. Σοφοκλέους, Πλατεία Θεάτρου, Γερανίων, Σωκράτους, με τα κεριά μας και τις μουσικές μας φέραμε, έστω και προσωρινά, φως και ζωή σε αυτούς τους σκοτεινούς δρόμους. Οι μετανάστες που συναντούσαμε στον δρόμο χαμογελούσαν και μας χαιρετούσαν. Στην Πλατεία Βάθη κοντοσταθήκαμε για λίγο, κάναμε ένα μικρό πάρτυ με μουσική, και κατόπιν κινηθήκαμε προς την Ομόνοια. Η ίδια Ομόνοια που δεν αντέχεις πια ούτε να τη βλέπεις, χθες το βράδυ ήταν μια άλλη πλατεία, γεμάτη μουσικές, χορούς, χαμόγελα και χαρούμενες φωνές που τραγουδούσαν ρυθμικά το «La Bamba». Έστω και για τα 20 λεπτά που μείναμε εκεί, προτού επιστρέψουμε στην πλατεία Κοτζιά για να μαζέψουμε τα κεριά που είχαμε αφήσει, γιατί «οι Atenistas δεν αφήνουν σκουπίδια».

Θα μπορούσες εύλογα να με ρωτήσεις γιατί δεν έβγαλα κι άλλες φωτογραφίες, αφού περνούσα τόσο καλά. Η εξήγηση είναι πολύ απλή: Στην αρχή της πορείας, κι ενώ το κερί μου είχε ήδη σβήσει (πώς τα κατάφερα δεν ξέρω, μόνο το δικό μου ήταν σβηστό!), ένα γυναικείο χέρι μου πήρε το κερί και μου έδωσε ένα ντέφι. Αυτό το ντέφι το χτυπούσα καθ’όλη τη διάρκεια της πορείας, με αποτέλεσμα: 1. να γίνω ρεζίλι (αλλά να μη με νοιάζει), 2. να μην μπορώ να βγάλω φωτογραφίες και 3. να πονάνε όλα τα δάχτυλά μου σήμερα, λες και έπαιζα όλη μέρα πιάνο. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν είχα ξαναπιάσει ποτέ στη ζωή μου ντέφι, και ανάθεμα αν ήξερα πώς να το χρησιμοποιήσω, αλλά νομίζω πως καλά τα κατάφερα, αφού συγχρονιζόμουν όσο μπορούσα με το τύμπανο.

Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να κάνω στα παιδιά που γνώρισα αμέσως πριν την έναρξη της πορείας, χρήστες του Twitter στην πλειοψηφία τους, με τους οποίους στη συνέχεια χαθήκαμε επειδή με είχε συνεπάρει το ιερό καθήκον του χτυπήματος του ντεφιού (το ντέφι – του ντεφιού;). Σίγουρα θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε, υπό λιγότερο θορυβώδεις συνθήκες.

Τώρα που σε έπρηξα, να σου το πω και με απλά λόγια; Πέρασα ΤΕΛΕΙΑ! Και όχι μόνο θα συμμετάσχω και στις επόμενες δράσεις των Atenistas, αλλά θα προσηλυτίσω και όλους όσους ξέρω στην ομάδα – και πρώτους-πρώτους, αυτούς που επρόκειτο να έρθουν μαζί μου χθες, αλλά τελικά προτίμησαν να κάτσουν στο σπίτι. Γιατί τέτοιες ανεξάρτητες κινήσεις αξίζει να διαδίδονται από στόμα σε στόμα.

Και πριν σε καληνυχτίσω, έχω να σου πω αυτό: Τις κακές γλώσσες, μόνο τα κακά αυτιά τις ακούνε…