Αγαπητό ημερολόγιο,

ως γνωστόν, όλα τα καλά πράγματα κρατάνε λίγο. Αυτή είναι μια αντικειμενική συμπαντική αλήθεια, ένα αξίωμα που μπορεί να μην αποδεικνύεται από κάποιον μαθηματικό τύπο, αλλά αποδεικνύεται κάθε μέρα στη ζωή μας. Το θέμα είναι με τα κακά πράγματα: Άραγε αυτά κρατάνε πολύ, ακολουθώντας τον απαράβατο «Νόμο του Μέρφι», ή μήπως αυτός ο νόμος έχει, όπως και όλοι οι νόμοι που σέβονται τον εαυτό τους, τα παραθυράκια του; Να μία ερώτηση που θα πρέπει να απασχολήσει τους φιλοσόφους του 21ου αιώνα.

Θυμάσαι που σου έλεγα για εκείνη τη δουλειά στο site, όπου θα έβλεπα κάθε μέρα τα κουτσομπολίστικα προγράμματα και θα έγραφα για τις «ειδήσεις» που προέκυπταν από αυτά; Και για εκείνο το ταξιδιωτικό site που ανήκε στον ίδιο όμιλο και στο οποίο θα συμμετείχα; Ε, ξέχνα τα. Απολύθηκα πριν καν ξεκινήσω! Πρέπει να είναι κάποιου είδους ρεκόρ Γκίνες, πρέπει να το ψάξω.

Το ενδιαφέρον κομμάτι της ιστορίας είναι το γιατί απολύθηκα. Κι αυτό γιατί η αιτία της απόλυσης ήταν…το blog μου! Ένα post το οποίο έγραψα και δημοσίευσα την ίδια μέρα που συμφώνησα να κάνω τον μαλ…ε, τον δημοσιογράφο εννοώ (δηλαδή προχθές), στάθηκε η αφορμή για να διακοπεί άδοξα και απότομα η συνεργασία μου με τον συγκεκριμένο όμιλο. Και ενώ οπωσδήποτε δεν είμαι ο πρώτος που χάνει τη δουλειά του εξαιτίας κάποιων σχολίων του σε προσωπική ιστοσελίδα ή στο Facebook, νομίζω ότι είμαι αυτός που την έχασε πιο γρήγορα απ’όλους τους άλλους. Κι αυτό είναι, αν μη τι άλλο, ένα κατόρθωμα.

Τώρα εσύ μάλλον θα περιμένεις να διαβάσεις ένα πύρινο λογύδριο, στο οποίο θα βρίζω θεούς και δαίμονες, θα καταριέμαι τα σχεδόν αφεντικά μου και θα κλαίω τη μοίρα μου με μαύρο δάκρυ. Και, μεταξύ μας, αν αυτό το κείμενο το έγραφα την ίδια μέρα που πληροφορήθηκα την διακοπή της συνεργασίας, μπορεί και να έμοιαζε κάπως έτσι. Αλλά σήμερα, που είμαι σαφώς πιο ήρεμος και κατασταλαγμένος, θα κάνω την έκπληξη, ξεκινώντας να κάνω την αυτοκριτική μου. Γιατί αν δεν μπορείς να κοιτάξεις τον εαυτό σου κατάματα στον καθρέφτη και να του πεις «έκανες μαλακία ρε τούβλο», τότε δεν έχεις δικαίωμα να πεις το ίδιο σε κανέναν άλλο. Ό,τι κι αν σου έχει κάνει.

Ας αρχίσουμε από τα βασικά: Δεν δαγκώνεις το χέρι που σε ταΐζει. Ακόμα κι αν σε ταΐζει ψίχουλα. Και ειδικά όταν ξέρεις ότι πίσω από το χέρι κρύβεται ένα τεράστιο ψυγείο, από το οποίο είναι πιθανό στο μέλλον το χέρι να αρχίσει να βγάζει μεζέδες και να σε ταΐζει πολύ καλύτερα. Εγώ παρέβην αυτήν την πολύ θεμελιώδη αρχή, και το αποτέλεσμα είναι γνωστό.

Επιπλέον, υπήρξα αφελής. Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι «από πάνω» μου θα διαβάσουν το συγκεκριμένο κείμενο, αγνόησα τον κίνδυνο και αποφάσισα να το γράψω, κι ας ήξερα ότι δεν θα τους άρεσε ιδιαίτερα. Για κάποιον δικό μου, απροσδιόριστο λόγο πίστευα ότι δεν θα τους ενοχλούσε τόσο, ώστε να φτάσουμε σε αυτό το σημείο. Φυσικά, έκανα λάθος.

Τέλος, θα πρέπει να παραδεχτώ ότι κάποιες από τις εκφράσεις που χρησιμοποίησα ήταν υπέρ το δέον σκληρές, μέχρι και υπερβολικές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αλγεινές εντυπώσεις για πρόσωπα και πράγματα που δεν ήθελα να θίξω. Ας πούμε ότι ήμουν κάπως «ατσούμπαλος» σε αυτά που έγραφα, προφανώς λόγω εκνευρισμού, και αυτό προκάλεσε κάποιες παρεξηγήσεις.

Κάπου εδώ ο κατήγορος κάθεται στη θέση του, και τον λόγο παίρνει ο συνήγορος υπεράσπισης.

Πρώτα απ’όλα, το blog είναι ένας χώρος προσωπικής έκφρασης. Μπορεί αυτός ο χώρος να εκτίθεται και σε άλλους, σε αντίθεση με ένα πραγματικό προσωπικό ημερολόγιο, όμως δεν παύει να αποτελεί κάτι το προσωπικό. Αυτό που έκανα εγώ ήταν να εξωτερικεύσω κάποιες σκέψεις μου σχετικά με τη δημοσιογραφία γενικότερα, αλλά και την συγκεκριμένη δουλειά που μου ανατέθηκε. Μάλιστα, μπορεί να ήμουν κάπως υπερβολικός ή/και σκληρός, όμως πιστεύω ότι ήταν προφανές ότι δεν ήθελα να θίξω ούτε τους «από πάνω» μου, ούτε τον συγκεκριμένο όμιλο – εξάλλου, αν ήταν αυτός ο στόχος μου, θα μιλούσα με ονόματα και διευθύνσεις, και όχι με ανώνυμες αοριστολογίες. Το πρόβλημά μου δεν ήταν το γεγονός ότι το ποσό που θα με πλήρωναν ήταν εξευτελιστικό, κι αυτό γιατί ξέρω καλά ότι έτσι είναι τα πράγματα παντού στον δημοσιογραφικό κλάδο. Το πρόβλημά μου είναι καθαρά αυτοί που επέτρεψαν να καταντήσει το επάγγελμα σε τόσο τραγική κατάσταση, ώστε να θεωρείται όχι απλά θεμιτό και νόμιμο, αλλά και απαραίτητο, να υπάρχουν τέτοιοι μισθοί. Δε φταίει αυτός που εκμεταλλεύεται μια κατάσταση, αλλά αυτός που τη δημιουργεί. Επομένως, σε αυτό το κομμάτι μιλάμε μάλλον για μια λυπηρή παρεξήγηση.

Αυτό που μου είπε ο διευθυντής στο τηλέφωνο, κατά λέξη, ήταν «δε θέλουμε να κρατάμε κανέναν με το ζόρι». Καλά κάνουν, βέβαια. Ωστόσο, πόσο ευτυχισμένος μπορεί να είναι κανείς όταν πληρώνεται περίπου 300 ευρώ το μήνα για να δουλεύει οκτώ ώρες τη μέρα, επτά ημέρες την εβδομάδα; Πρέπει να ζορίζεται λίγο. Επιπλέον, αν αυτή η έλλειψη ενθουσιασμού από τη μεριά μου δεν ήταν εμφανής στα κείμενά μου, και άρα ήμουν καλός στη δουλειά μου (όπως μου είπαν ότι ήμουν), τότε έχει πραγματικά τόσο μεγάλη σημασία το τι νιώθω μέσα μου; Δεν είναι πιο σημαντικό να γίνεται σωστά η δουλειά; Εξάλλου, αν πραγματικά ήμουν τόσο ζορισμένος που δεν άντεχα, δε θα τα παρατούσα και θα έφευγα μόνος μου;

Μια παρατήρηση ακόμα πάνω σε αυτό το θέμα: Όταν ένας άνθρωπος έχει σπουδάσει δημοσιογραφία και σκοπεύει κάποτε να κάνει καριέρα σε αυτόν τον κλάδο, έχει κάποια όνειρα. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, τα όνειρα αυτά δεν περιλαμβάνουν καθημερινή οκτάωρη εγκεφαλική εξόντωση με πρωινές και μεσημεριανές εκπομπές. Αυτόν τον άνθρωπο, λοιπόν, όταν τον βάλεις να κάνει μια τέτοια δουλειά, ασφαλώς και δεν θα την κάνει με ενθουσιασμό. Ασφαλώς και θα την κάνει σαν αγγαρεία. Θα την κάνει μόνο και μόνο επειδή την βλέπει σαν «πάτημα» για να ανέβει κάπου πιο ψηλά. Θα την κάνει καλά, ακόμα κι αν δεν του αρέσει, με την προοπτική της επαγγελματικής ανέλιξης. Θα είναι το «αγροτικό» του. Πού ακριβώς είναι το κακό σ’αυτό;

Και κάτι τελευταίο: Αν έστω και ένας νέος άνθρωπος διάβασε εκείνο το post και εξαιτίας αυτού αποφάσισε να μην σπουδάσει δημοσιογραφία, τότε χαλάλι και η δουλειά που έχασα, και οι δουλειές που θα χάσω στο μέλλον για τον ίδιο λόγο. Δυστυχώς, δεν νομίζω ότι υπάρχει πια χειρότερος επαγγελματικός κλάδος, και είναι καιρός να το μάθουν όλοι αυτό.

Όλη μέρα χθες αναρωτιόμουν αν έκανα λάθος που έγραψα εκείνο το κείμενο. Αν έπρεπε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, να συγκρατήσω τα νεύρα μου, να παραμείνω το «καλό παιδί» που ήμουν πάντα. Ήμουν πολύ μπερδεμένος. Αλλά με την υποστήριξη και των δικών μου ανθρώπων (που είναι πολύτιμη σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν εσύ δεν μπορείς να δεις καθαρά), συνειδητοποίησα ότι δεν έχασα και τίποτα. Εντάξει, ήταν μια ευκαιρία, αν έκανα λίγη υπομονή θα μπορούσα να βγω κερδισμένος – αλλά πού θα οδηγούσε αυτό; Θα έκανα την αυτολύπηση καριέρα. Ποιος το θέλει πραγματικά αυτό; Κανένας.

Και τώρα; Τώρα, πάλι άνεργος. Με την καρτούλα μου, με το χιλιοτυπωμένο βιογραφικό μου, με το ημερολόγιό μου και με τα όλα μου. Αλλά όλα αυτά, με μία διαφορά: Αλλαγή προσανατολισμού. Η πόρτα που έκλεισε πίσω μου, πιθανότατα θα κάνει ρεύμα και θα κλείσουν μαζί της κι άλλες πόρτες – τα νέα διαδίδονται ταχύτατα. Η δημοσιογραφία μοιάζει πια καμμένο χαρτί. Πρέπει να στραφώ σε άλλους κλάδους, με πρώτη τη διαφήμιση. Όχι πως εκεί είναι τέλεια τα πράγματα, όμως μπορώ να ελπίζω σε κάτι παραπάνω. Από Δευτέρα θα αρχίσω να στέλνω βιογραφικά με το τσουβάλι. Ποτέ δεν ξέρεις.

Κλείνοντας αυτήν την καταχώρηση, θα ήθελα να σου γνωρίσω έναν σοφό άνθρωπο, που πραγματικά νιώθω ότι με καταλαβαίνει. Dilbert, έχεις τον λόγο.