Αγαπητό ημερολόγιο,

είναι αλήθεια ότι οι άνθρωποι είμαστε αχάριστα πλάσματα. Δεν εκτιμάμε αυτό που έχουμε, γιατί ανά πάσα στιγμή επιθυμούμε κάτι άλλο που δεν έχουμε, και όταν αποκτήσουμε αυτό το κάτι άλλο, ανακαλύπτουμε ότι πάλι δεν είμαστε πλήρεις, γιατί μας λείπει και κάτι ακόμα, το οποίο κι αυτό όταν το αποκτήσουμε θα γκρινιάζουμε για κάτι άλλο που θέλουμε, και πάει λέγοντας. Και ίσως αυτό είναι το πιο ισχυρό επιχείρημα υπέρ της θεωρίας της εξέλιξης (γιατί μια τέτοια συμπεριφορά την περιμένεις και από τις μαϊμούδες) και κατά της θεωρίας της Δημιουργίας (γιατί αν ο Θεός μας έφτιαξε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, τότε έχει κι αυτός το ίδιο ελάττωμα, άρα δεν είναι Παντοδύναμος).

Έτσι κι εγώ, μια ζωή θεωρούσα τον εαυτό μου γκαντέμη. Έναν από αυτούς τους τύπους που ακόμα κι αν παίξουν 43 νούμερα στο Λόττο, θα κληρωθούν τα άλλα έξι. Και η αλήθεια είναι ότι, σε ό,τι έχει να κάνει με τα λεγόμενα «τυχερά» παιχνίδια, πολύ σπάνια κερδίζω. Ακόμα και στο κορώνα-γράμματα, συνήθως χάνω. Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι είμαι αρτημελής, έχω μια οικογένεια και ένα σπίτι να μείνω, και γενικά σίγουρα δεν δικαιολογώ σε καμία περίπτωση τον χαρακτηρισμό του «γκαντέμη», δεδομένου του πόση δυστυχία υπάρχει στον κόσμο. Γκαντέμης είναι αυτός που γεννήθηκε σε μια φαβέλα στη Βραζιλία και πετάει χαρταετούς για να ειδοποιεί τους μαφιόζους ότι έρχονται οι μπάτσοι. Γκαντέμης ειναι αυτός που ζει μια χαρά τη ζωή του στη Χιροσίμα, και μια ωραία πρωία σκάει μια ατομική βόμβα και εξαϋλώνεται. Γκαντέμης είναι το βρέφος που γεννιέται στο Νταρφούρ, και έχει τόσες ελπίδες να φτάσει τα 50 χρόνια, όσες το καναρίνι μου να πατήσει στο φεγγάρι. Εγώ δεν είμαι «γκαντέμης». Κανένας από μας δεν είναι. Γκρινιάρηδες είμαστε όλοι, απλά γκρινιάρηδες. Και αχάριστοι.

Που λες, πάντα με θεωρούσα γκαντέμη. Σαν απόδειξη αυτής της θεωρίας, πρόβαλλα πάντα το επιχείρημα ότι δεν είχα κερδίσει ποτέ σε έναν, έστω, διαγωνισμό. Έστω ένα σετ κατσαρόλες, ή έναν αποχυμωτή. Κάτι, τέλος πάντων, έτσι, για να μη γκρινιάζω. Προχθές, όμως, κέρδισα για πρώτη φορά. Ήταν ένας διαγωνισμός για μια «μυστική προβολή» σε έναν κινηματογράφο. Όταν μου έστειλαν το μήνυμα ότι κέρδισα, δεν πίστευα στα μάτια μου. Μια ολόκληρη θεωρία, που πίστευα πια ότι ήταν ακλόνητη, κατέρρεε μπροστά μου εντελώς απροσδόκητα. Αλλά όλα αυτά, φυσικά, τα σκέφτηκα πολύ αργότερα, γιατί εκείνη την ώρα ήμουν απλά χαρούμενος που είχα κερδίσει επιτέλους κάτι.

Πηγαίνοντας χθες στο σημείο προβολής, είχα αγωνία. Τι θα μας έδειχναν; Για να είμαι ειλικρινής, είχα την ελπίδα ότι θα ήταν κάτι πολύ σπέσιαλ, π.χ. το «The Social Network», που το περιμένω με αγωνία. Τελικά δεν ήταν και τόσο σπέσιαλ: Είδαμε το «Buried», αυτήν την ταινία που ένας τύπος είναι για μιάμιση ώρα κλεισμένος σε ένα φέρετρο, θαμμένος κάτω από το έδαφος, και σε όλη τη διάρκεια της ταινίας δε βλέπεις τίποτα άλλο, παρά έναν απελπισμένο τύπο να μιλάει σε ένα κινητό. Δε θα πω ψέματα, η ταινία δεν είναι κακή. Ή, για να το θέσω αλλιώς: Η ταινία είναι όσο καλή μπορεί να είναι μια ταινία με έναν και μοναδικό πρωταγωνιστή, σε ένα και μοναδικό φέρετρο. Δηλαδή, αν εξαιρέσεις κάτι βαρβάτα χασμουρητά στη μέση του έργου, ήταν αρκετά ενδιαφέρον. Αλλά ακόμα κι αν βλέπαμε το «Ο Μπάτμαν και η επίσκεψη στον οδοντίατρο», πάλι δεν θα γκρίνιαζα – τζάμπα ταινία είδα, στο κάτω-κάτω. Και αυτό το δικαίωμα, να δω τζάμπα ταινία, το ΚΕΡΔΙΣΑ.

Σε άλλες ειδήσεις από το εσωτερικό, τώρα: Βρήκα δουλειά. Που λέει ο λόγος, δηλαδή.

Εξηγούμαι: Σήμερα είχα και πάλι interview, στην εταιρεία που είχα πάει και την προηγούμενη εβδομάδα, για να συζητήσουμε τη συμμετοχή μου σε ένα ταξιδιωτικό site. Μετά από λίγα λεπτά, το interview μετατράπηκε σε μίτινγκ μεταξύ όλων των συντελεστών της ιστοσελίδας, και πριν καλά-καλά το καταλάβω, βρέθηκα με δουλειά: Μέχρι την Τρίτη πρέπει να γράψω μια σειρά σύντομων τουριστικών κειμένων, για έναν νομό της Ελλάδας. Αν όλα πάνε καλά, θα γράψω κι άλλες παρόμοιες σειρές για έναν ή δύο άλλους νομούς, και θα πληρωθώ με 250 ευρώ (καθαρά) για κάθε μία από αυτές τις σειρές κειμένων. Δεν είναι πολλά τα χρήματα, αλλά από το σπίτι θα δουλεύω, τι απαιτήσεις να έχω; Άλλωστε, αν όλα πάνε καλά, μπορεί να παραμείνω σαν μόνιμος συνεργάτης, με πιο μόνιμο μισθό.

Φυσικά, το να γράφω για τα τουριστικά αξιοθέατα της Ελλάδας δεν ήταν ποτέ το όνειρό μου, αλλά είναι ένα καλό ξεκίνημα. Εξάλλου, η εταιρεία στην οποία ανήκει το site έχει και πολλά άλλα παραρτήματα, αρκετά πιο ενδιαφέροντα, στα οποία ελπίζω ότι ίσως κάποτε να μεταπηδήσω και να κάνω κάτι που μου αρέσει περισσότερο. Και όπως και να το κάνεις, δεν έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω, έτσι δεν είναι;

Εννοείται ότι, γυρίζοντας το βράδυ από την εταιρεία, ήμουν χαρούμενος. Αλλά ξέρεις τι είναι ακόμα καλύτερο από το να γυρίζεις στο σπίτι μετά από ένα επιτυχημένο interview; Να γυρίζεις στο σπίτι μετά από ένα επιτυχημένο interview, και να βρίσκεις μια ζεστή πίτσα να σε περιμένει. Ναι, αν πρέπει να οπτικοποιήσω την απόλυτη ευτυχία, αυτή θα ήταν η εικόνα της: Ψυχική ικανοποίηση, ζεστή πίτσα και μια σοκολάτα γάλακτος για επιδόρπιο. Και σεξ, ίσως, αλλά αυτό δε μας έκατσε σήμερα.

Θυμάσαι που σου έλεγα για αυτήν την αλλαγή στη ζωή μου, αυτό το απροσδόκητο change of fortune; Ε, συνεχίζεται. Και συνεχίζει να με εκπλήσσει και να με αποστομώνει. Και σε παρακαλώ, αν αρχίσω να ακούγομαι σαν τον Κοέλιο, να μου ρίχνεις καμιά σφαλιάρα να συνέλθω. Θα μου αξίζει.

Λοιπόν, θα σε αφήσω στην ησυχία σου (και αυτή τη φορά μάλλον θα σε αφήσω για μερικές μέρες, γιατί πρέπει να βάλω τα δυνατά μου για να τελειώσω αυτή τη δουλειά μέχρι την Τρίτη), και θα σε καληνυχτίσω με μια εικόνα, από αυτές που βλέπεις κάθε μέρα στους δρόμους, αλλά συνήθως τις προσπερνάς αδιάφορα, χάνοντας μια πολύ καλή ευκαιρία στιγμιαίας φιλοσοφίας:

(αν τολμάς, απάντα καταφατικά)