Αγαπητό ημερολόγιο,

ο βασικός λόγος που σου γράφω απόψε δεν είναι για να βγάλω τα σώψυχά μου στο μπαλκόνι να στεγνώσουν, όπως συνήθως. Ο βασικός λόγος που σου γράφω απόψε είναι για να σιγουρευτώ ότι ο εγκέφαλός μου δεν υπέστη εγκεφαλική βλάβη χθες το βράδυ και ότι μπορώ ακόμα να γράψω μια-δυο προτάσεις που να βγάζουν νόημα όταν διαβάζονται, όχι σαν εκείνα τα mail που μου έρχονται μεταφρασμένα από τα κινέζικα με Google Translate και μυρίζουν απάτη από χιλιόμετρα. Θα σου τα εξηγήσω όλα στη συνέχεια, μην ανησυχείς.

(τι εννοείς «γιατί, πότε αυτά που έγραφες έβγαζαν νόημα;»)

Που λες, χθες είχαμε γάμο στο χωριό. Παντρευόταν η ξαδέρφη μου η Ε. (μην προσπαθήσεις να μαντέψεις τι σημαίνει το «Ε», είναι από αυτά τα ονόματα που βλέπεις στο μετρό ότι σήμερα γιορτάζουν και αναρωτιέσαι αν έχει βαφτιστεί κανείς ποτέ με αυτό το όνομα). Φυσικά, έπρεπε να πάω, ασυζητητί. Έτσι, ξεκινήσαμε χθες οικογενειακώς για το Μεσολόγγι.

Θα ήθελα σε αυτό το σημείο να ξεκαθαρίσω κάτι: Δεν έχω πρόβλημα με τους γάμους. Αντίθετα, σχεδόν μου αρέσει η ιδέα ότι ένα ζευγάρι αγαπιέται τόσο πολύ, ώστε να είναι πρόθυμο να περάσει το ψυχοφθόρο μαρτύριο της συζυγικής ζωής. Και ναι, είναι ρομαντικοί οι γάμοι, κάποτε πήγαινα και χάζευα τη στολισμένη εκκλησία, τους νιόπαντρους που ήταν όλο χαμόγελα και φιλιά, σκεφτόμουν ότι αυτή είναι η αρχή μιας νέας, κοινής ζωής…Αλλά αυτό έχει πια αλλάξει. Τώρα στους γάμους δύο πράγματα με ενδιαφέρουν: αν το άλλο σόι διαθέτει κανέναν ενδιαφέροντα εκπρόσωπο του γυναικείου φύλου, και αν η νύφη θα πατήσει το πόδι του γαμπρού στο «η δε γυνή ίνα φοβήται τον άνδρα». Αλλά όπως και να’χει, μου αρέσει αυτή η χαρά που βλέπεις ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων όσων είναι καλεσμένοι σε έναν γάμο. Δε σου δίνονται συχνά ευκαιρίες να βλέπεις τόσα χαμόγελα μαζεμένα πια.

Από την άλλη, δεν καταλαβαίνω πού βρίσκει ο κόσμος λεφτά για να διοργανώνει γάμους. Όπως επίσης, ακόμα περισσότερο, δεν καταλαβαίνω πού βρίσκει λεφτά για να πάρει το τελευταίο iPhone, που φτιάχνει καφέ και πετάγεται από μόνο του και σου φέρνει τσιγάρα άμα σου τελειώσουν. Και τουλάχιστον το iPhone έχει μια χρηστική αξία, αντίθετα με τον γάμο, που τον κάνεις καθαρά για να σε δουν οι άλλοι να τον κάνεις.

(τώρα που το ξανασκέφτομαι, άκυρο αυτό το τελευταίο. Και το iPhone για τον ίδιο ακριβώς λόγο το παίρνεις: Για να δουν οι άλλοι ότι το πήρες)

Τέλος πάντων, κατά το μεσημέρι φτάσαμε στο Κρυονέρι, ένα παραθαλάσσιο χωριό έξω από το Μεσολόγγι, και τακοποιηθήκαμε σε ένα rooms-to-let. Τα δωμάτια δεν ήταν και deluxe, αλλά ειλικρινά, αν είχα αυτήν τη θέα από το μπαλκόνι του δωματίου μου, δε θα με πείραζε ακόμα κι αν έμενα σε μισογκρεμισμένη παράγκα:

Ευτυχώς, ο καιρός ήταν πολύ καλός. Και λέγοντας «πολύ καλός», εννοώ ότι έβρεχε καρεκλοπόδαρα. Ναι, μετά από ένα «καυτό» καλοκαίρι (αλλά μόνο από άποψης θερμοκρασίας), η πρώτη βροχή μοιάζει τόσο υπέροχη, που ούτε καν περνάει από το μυαλό σου πως για τους επόμενους 6 και βάλε μήνες θα φας τόση βροχή στη μάπα, που θα παρακαλάς για ένα μικρό κυματάκι καύσωνα. Δεν μπορούμε να έχουμε πάντα αυτό που θέλουμε, έτσι; Κι αυτό γιατί συνήθως δεν ξέρουμε καν τι θέλουμε.

Το απόγευμα βάλαμε τα καλά μας και ξεκινήσαμε για την εκκλησία. Όταν φτάσαμε, οι περισσότεροι συγγενείς μας ήταν ήδη εκεί. Ξέρεις, το πρόβλημα όταν έχεις μεγάλο σόι είναι ότι πρέπει να θυμάσαι πολλά ονόματα, να ξέρεις ποιος είναι παιδί ποιανού, να θυμάσαι πότε είχες δει για τελευταία φορά εκείνο τον τύπο με την κοιλάρα και το ροζ πουκάμισο που σε χαιρετάει έχοντας απόλυτη επίγνωση του ποιος είσαι, την ώρα που εσύ ψάχνεις απεγνωσμένα γύρω σου κάποια ένδειξη για το ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο τύπος. Χρειάστηκα χρόνια για να μάθω όλες τις διακλαδώσεις, κι ακόμα δεν είμαι σίγουρος ότι τα θυμάμαι όλα σωστά. Βλέπεις, ο πατέρας μου έχει πέντε αδέρφια. Το καθένα από αυτά έχει τουλάχιστον δύο παιδιά – συνολικά έχω πάνω από δέκα ξαδέρφια. Κι αν πιάσεις και τις/τους συντρόφους του κάθε θείου μου και του κάθε ξαδέρφου μου, δε σε σώζει ούτε το κομπιουτεράκι. Και σου μιλάει ένας άνθρωπος που, μετά από μία ολόκληρη χρονιά στο σχολείο, αδυνατούσε να θυμηθεί και τους 24 συμμαθητές του στην τάξη.

Ευτυχώς, χθες τα πήγα σχετικά καλά σε αυτόν τον τομέα. Μόνο μία γκάφα έκανα, που μίλησα σε μία θεία μου στον πληθυντικό – φαντάζομαι ότι μέσα στον πανικό και τις καμπάνες που χτυπούσαν, δεν το άκουσε. Ευτυχώς.

Στην τελετή δεν μπήκα μέσα στην εκκλησία. Έχω πάντα αυτόν τον φόβο ότι όταν ο παπάς πάρει στα χέρια του τον σταυρό για να τον φιλήσουν οι νιόπαντροι, θα γυρίσει ανάποδα το μάτι μου και θα αρχίσω να φτύνω πράσινο εμετό, καταστρέφοντας τα καλά ρουχαλάκια των υπολοίπων. Οπότε, προκειμένου να μπλέκω σε περιπέτειες, προτίμησα να μείνω έξω και να πιάσω κουβέντα με τα υπόλοιπα ξαδέρφια μου, που δεν μπήκαν στην εκκλησία γιατί δε χώραγαν.

Αυτό που με ανησυχεί κάπως είναι ότι σχεδόν όλη η γενιά μου στην οικογένεια, όσοι δηλαδή ανήκουν στις ηλικίες 20-40, έχει ξεκληριστ….εεεε, παντρευτεί, ήθελα να πω. Έχουμε μείνει μόνο εγώ, ο αδερφός μου, ένας ξάδερφός μου που σύντομα θα μπει στο κλαμπ των παντρεμένων, και μία ξαδέρφη μου που δεν ξέρω γιατί έχει ξεμείνει (και είναι και ωραία κοπέλα, ρε γαμώτο). Έβλεπα τα ξαδέρφια μου να κυνηγάνε τα βλαστάρια τους που έτρεχαν πέρα-δώθε, να κρατάνε στοργικά τα μωρά τους στην αγκαλιά, να μου διηγούνται τις σκανταλιές που κάνουν στο σπίτι, και με είδα κι εμενα εκεί, μετά από μερικά χρόνια. Τρόμαξα λίγο, πρέπει να σου πω. Ένιωσα σαν το πατρικό φίλτρο να ξύπνησε μέσα μου. Χασμουρήθηκε, τεντώθηκε, κοίταξε το ξυπνητήρι, είπε «πωωωωωωωωωω, ποιος μαλάκας με ξύπνησε τόσο νωρίς;» και μετά ξανακοιμήθηκε.

Μέχρι εδώ δεν είχα ποτέ πρόβλημα. Εξάλλου, αυτό είναι ο γάμος: Μία τυπική τελετή, δυο-τρία ευχολόγια από τον παπά, μερικά 50ευρα κερατιάτικα για να σου ρίξει αυτά τα ευχολόγια, τέλος. Όμως, στην Ελλάδα δε γίνεται γάμος χωρίς γλέντι. Και εκεί είναι που τα χαλάμε.

Εντάξει, ξέρω ότι τα δημοτικά τραγούδια είναι η μουσική παράδοση της Ελλάδας. Δεκτόν. Ξέρω επίσης ότι στα χωριά ακούνε τέτοια τραγούδια και διασκεδάζουν, με τον ίδιο τρόπο που εγώ ακούω Muse και διασκεδάζω. Κατανοητό. Αλλά, ρε γαμώτο, δεν μπορώ να συνηθίσω στον ήχο του κλαρίνου. Με τίποτα. Ποτέ. Πιστεύω ότι το κλαρίνο αρχικά εφευρέθηκε σαν κάτι άλλο: Σαν κάλεσμα για αγριόπαπιες, σαν μέθοδος εκφοβισμού των αρκούδων, σαν παρανοϊκό ξυπνητήρι, πάντως όχι σαν μουσικό όργανο. Γιατί όσο είναι μουσικό όργανο το κλαρίνο, άλλο τόσο είναι και η κατσαρόλα στο σπίτι μου, που της βαράω τον πάτο και την κάνω ταμπούρλο. Δηλαδή τόσα όργανα στον κόσμο, χάθηκε η παράδοση της Ελλάδας να ήταν τα ντραμς, ή έστω το πιάνο;

Ο ήχος του κλαρίνου είναι τόσο διαπεραστικός, που μπαίνει από το ένα αυτί, βγαίνει από το άλλο, και φεύγοντας παίρνει σβάρνα και μερικές εκατοντάδες εγκεφαλικά κύτταρα που κοιμόντουσαν αμέριμνα. Μείναμε στο γλέντι για περίπου τρεις ηρωικές ώρες, όλες επενδυμένες μουσικά με κλαρίνο. Ακόμα και τώρα, σχεδόν 24 ώρες αργότερα, νιώθω ένα σφυρί να χτυπάει αλύπητα το κεφάλι μου από μέσα.

Τουλάχιστον, το φαγητό ήταν καλό. Πάνε οι εποχές που σου φέρνανε ένα τυροπιτάκι και μία σαλάτα, να τα μοιραστείς με τον διπλανό σου. Τώρα σου φέρνουν σουφλέ, ριζότο, μελιτζάνες γεμιστές, φαγητό αρκετό για να χορτάσεις, αλλά όχι αρκετό για να σου αποσπάσει την προσοχή από τον διαπεραστικό ήχο του κλαρίνου.

Για να μη σου πω και το άλλο, ότι κάποια στιγμή μάλλον ξέμεινε από δημοτικά τραγούδια η μπάντα, και άρχισε να ξαναπαίζει τα ίδια. Αυτό το «στου παιδιού μας τη χαρά σφάξαμε έναν κόκορα» τρεις φορές το άκουσα. Αλήθεια, οι φιλοζωικές οργανώσεις γιατί δεν επεμβαίνουν; Save the roosters!

Τέλος πάντων, κατά τις 2 το πρωί φύγαμε από το γλέντι, χαιρετήσαμε ξανά όλους τους συγγενείς (και μη), και από τότε ανάθεμα αν θυμάμαι τι στο διάολο έχει συμβεί. Το μόνο που ξέρω είναι ότι το κλαρίνο στοιχειώνει ακόμα το μυαλό μου. Και για να φύγει δεν αρκούν οι ασπιρίνες, χειρουργική επέμβαση χρειάζεται.

Αναρωτιέμαι αν στον δικό μου γάμο (αν και όταν και εφόσον και σιγά μην) θα πρέπει να κάνω τα ίδια. Λες να χρειαστεί να χορέψω κιόλας; Τρέμω στην ιδέα. Αλλά εδώ που τα λέμε δικός μου δε θα’ναι ο γάμος; Ό,τι θέλω θα κάνω. Θα βάλω μουσική Iron Maiden και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, και άμα θέλουν ας σηκωθούν να χορέψουν τσάμικο στο ρυθμό του «Fear of the Dark». Εγώ θα παίζω air guitar με το γαμπριάτικο κοστούμι.

Λοιπόν, έχω την εντύπωση πως αυτή η τελευταία παράγραφος έμοιαζε λίγο με εκείνα τα κινέζικα e-mails, οπότε καλύτερα να σταματήσω να γράφω, μη μου μείνει μόνιμη η βλάβη. Καληνύχτα, αγαπητό μου ημερολόγιο, και να θυμάσαι: Ο βλάκας και τα λεφτά του χωρίζουν γρήγορα – ευτυχώς, για τους βλάκες εφευρέθηκαν οι πιστωτικές κάρτες.