Σήμερα, μετά από πολύ καιρό – ούτε καν θυμάμαι πόσο – έδωσα χρήματα σε έναν ζητιάνο, καθώς περίμενα να ανάψει το φανάρι. Όχι πως του έδωσα πολλά: 50 λεπτά. Τόσα είχα πάνω μου. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει μεγάλες ευεργεσίες από έναν άνεργο, έτσι;

Το θέμα είναι: Γιατί; Γιατί νιώθουμε (ή ΔΕΝ νιώθουμε) την ανάγκη να δώσουμε κάτι σε έναν ζητιάνο; Θα προσπαθήσω να αναλύσω τη συμπεριφορά μας απέναντι στους επαίτες, με βάση κάποιες σκέψεις, αναμνήσεις και συναισθήματα που μου έρχονται σκόρπια στο μυαλό, και που προσπαθώ εδώ και ώρες να μετουσιώσω σε κείμενο. Ελπίζω να βγάζουν νόημα τα όσα θα ακολουθήσουν, αλλά δεν εγγυώμαι τίποτα – ποτέ δεν ξέρεις τι θα ξεβράσει στην ακτή μια φουρτούνα του μυαλού.

Η πρώτη φορά που θυμάμαι να έδωσα λεφτά σε ζητιάνο ήταν όταν πήγαινα στην Τετάρτη ή Πέμπτη Δημοτικού. Εκείνη η μέρα, για κάποιον λόγο που δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό μου. Είχαμε ξεκινήσει με τη μητέρα μου από το σταθμό του τρένου στο Μαρούσι, με προορισμό την Ομόνοια – στον Λαμπρόπουλο πηγαίναμε, αν δεν κάνω λάθος. Μια-δυο στάσεις μετά, μπήκε στο βαγόνι μια ζητιάνα. Νομίζω ότι ήταν τσιγγάνα. Έψαξα στην τσέπη μου και συνειδητοποίησα ότι είχα μερικά πενηντάρικα. Της έδωσα το ένα. Μετά από λίγες στάσεις, μπήκε κι άλλη ζητιάνα. Να μη σας τα πολυλογώ, όταν ξεκινήσαμε από το Μαρούσι είχα πέντε πενηντάρικα. Όταν επιστρέψαμε στο Μαρούσι, δε μου είχε μείνει ούτε ένα. 250 δραχμές, με τις οποίες θα μπορούσα να έχω αγοράσει μία τυρόπιτα, ή ένα περιοδικό, ή εκείνο το φανταχτερό στυλό που είχα σταμπάρει από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μου – μη γελάτε, για αυτές τις ηλικίες τα στυλό είναι ό,τι τα iPod για τους 20άρηδες. 250 δραχμές, που τελικά επένδυσα σε «φιλανθρωπίες». Γιατί;

Δεν θυμάμαι να έκανα κάτι παρόμοιο στην υπόλοιπη παιδική και εφηβική μου ηλικία. Σίγουρα θα έδωσα από δω κι από κει σε διάφορους επαίτες, αλλά τέτοια κρίση φιλανθρωπίας δεν ξαναείχα. Γιατί;

Ο καθένας από μας έχει διαφορετική αντιμετώπιση προς τους ζητιάνους. Άλλοι τους αγνοούν επιδεικτικά, τους αντιμετωπίζουν σαν καμένα χαρτιά που δεν αξίζει να τους δώσεις παράταση στα βάσανά τους. Άλλοι, αντίθετα, τους βοηθούν επειδή είναι καλοί άνθρωποι και δεν αντέχουν να βλέπουν άλλους ανθρώπους να υποφέρουν. Άλλοι τους βοηθούν επειδή πιστεύουν ότι έτσι θα εξασφαλίσουν μια θέση στον Παράδεισο, ότι όταν ο Άγιος Πέτρος βάλει στη ζυγαριά τα καλά και τα κακά που έχουν κάνει, οι φιλανθρωπίες τους θα κάνουν τη ζυγαριά να γείρει προς την πλευρά του Παραδείσου, και θα εξαγνιστούν για ό,τι κακό έχουν κάνει.  Και υπάρχει και μία άλλη, καθόλου ολιγομελής υποκατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι βοηθούν τους ζητιάνους, προκειμένου να νιώσουν καλά με τον εαυτό τους. Πράγματι, το συναίσθημα που νιώθει κανείς όταν αφήνει ένα νόμισμα στο κεσεδάκι ενός επαίτη είναι πολύ όμορφο, είναι μια αγαλλίαση στην ψυχή. Και για πολλούς αυτή η αγαλλίαση είναι πιο σημαντική από το γεγονός ότι βοηθούν έναν ανήμπορο άνθρωπο. Δε λέω ότι είναι καλό ή κακό να ανήκει κανείς σε μία από αυτές κατηγορίες – ο καθένας έχει τα δικά του επιχειρήματα, που υποστηρίζουν τη στάση του. Αλλά γενικά νομίζω ότι όλοι υπαγόμαστε σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες. Και ορισμένοι από μας και σε περισσότερες από μία.

Δίνοντας μια βοήθεια σε έναν επαίτη, όσο μικρή κι αν είναι, του προσφέρουμε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμεύσει και σε μας. Τα 50 λεπτά, ή το 1 ευρώ, ή και τα 20 λεπτά που θα δώσει κανείς σε έναν επαίτη δεν του τα χρωστάει από πουθενά. Δε φταίμε εμείς για την οικτρή του κατάσταση, και θεωρητικά δε μας υποχρεώνει κανείς να του τα δώσουμε. Γιατί, λοιπόν, το κάνουμε; Νομίζω πως πρέπει να δούμε κάθε κατηγορία ξεχωριστά.

Αυτοί που δεν προσφέρουν τίποτα δεν είναι απαραίτητα εγωιστές γύφτουλες που αδιαφορούν για τον συνάνθρωπό τους – συνήθως είναι, αλλά όχι πάντα. Πολλοί πιστεύουν ότι αυτό είναι το σωστό, γιατί αφενός η συνδρομή τους θα παρέτεινε τη μιζέρια του επαίτη, αφετέρου θεωρούν πως τα χρήματά τους δεν θα «έπιαναν τόπο», γιατί ο επαίτης θα αγόραζε ναρκωτικά, ή ποτό, ή κάτι άλλο άχρηστο, όταν θα έπρεπε να αποτελεί ενεργό μέλος της κοινωνίας, να ψάχνει για μια δουλειά και να μην εξαρτάται από την καλωσύνη των ξένων.

Αυτοί που θέλουν να κλείσουν πρώτο τραπέζι πίστα για τον Παράδεισο, ουσιαστικά δεν προσφέρουν κάτι, αλλά κάνουν μια ανταλλαγή: Ανταλλάσσουν ένα μικρό χρηματικό ποσό, για ένα εισιτήριο στο ρετιρέ της μεταθανάτιας ζωής. Μια καλή επένδυση. Το ίδιο, εξάλλου, κάνουν κι αυτοί που βοηθούν τους επαίτες για να νιώσουν καλά με τον εαυτό τους: Πληρώνουν ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό, και αγοράζουν ένα όμορφο συναίσθημα. Κι αυτή είναι μια αρκετά καλή επένδυση.

Ωστόσο, αυτοί που δεν μπορούν να βλέπουν συνανθρώπους τους να υποφέρουν είναι οι μοναδικοί που δεν κάνουν καμία επένδυση. Προσφέρουν, χωρίς να περιμένουν κάποια ανταπόδοση. Ίσως κατά βάθος πιστεύουν ότι η ζωή θα τους ανταποδώσει την καλωσύνη τους, όμως δεν το κάνουν γι’αυτό. Το κάνουν επειδή θέλουν να βοηθήσουν κάποιον που έχει την ανάγκη τους.

Όταν χάλασα τις 250 δραχμές στο τρένο, το έκανα καθαρά για να βοηθήσω. Ένιωθα ότι αυτό είναι το σωστό, το έκανα επειδή αυτοί οι άνθρωποι το είχαν ανάγκη. Τώρα πια δεν είμαι σίγουρος σε ποια κατηγορία ανήκω. Νομίζω ότι ανήκω και στις τρεις, ανάλογα με την περίσταση. Και είναι και εκείνο το ιδιότυπο «σύστημα αξιολόγησης» που μου έχει «κολλήσει» η φίλη μου, η οποία πρώτα περνάει τον ζητιάνο από εντατικό έλεγχο: Μοιάζει αρκετά κακομοιριασμένος; Του λείπει κάποιο μέρος του σώματος, ώστε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι δεν δουλεύει; Προσφέρει κάποια υπηρεσία, όπως πλύσιμο στα τζάμια, χαρτομάντιλα ή στυλό; Είναι ευγενικός; Αν πληροί αυτές τις προδιαγραφές, τότε έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει κάτι. Δε μου αρέσει καθόλου αυτή η λογική, τη βρίσκω εγωιστική και απάνθρωπη, αλλά οφείλω να παραδεχτώ ότι έχει κάποια βάση. Και φοβάμαι ότι αργά ή γρήγορα θα την εφαρμόζω κι εγώ.

Θυμήθηκα τώρα και μια άλλη φορά που επαναλήφθηκε το «φαινόμενο του τρένου»: Ήταν πριν δύο χρόνια, όταν πήρα στα χέρια μου τον πρώτο μου μισθό. 512 ευρώ και κάτι ψιλά. Αυτά τα 2 και κάτι ευρώ κατέληξαν στους ζητιάνους που βρέθηκαν στο δρόμο μου, από την Κοραή μέχρι το Σύνταγμα – πρέπει να ήταν τρεις ή τέσσερις. Το ποσό ήταν ευτελές, αλλά η σκέψη μέτρησε: Ήθελα να μοιραστώ ένα μικρό κομμάτι, έστω, του πρώτου μου μισθού με αυτούς που το είχαν περισσότερο ανάγκη από μένα. Ούτε για να πάω στον Παράδεισο (ούτως ή άλλως, αυτό είναι κάτι που δε θα γίνει ούτε καν όταν παγώσει η Κόλαση), ούτε για να νιώσω εγώ καλά. Αλλά για να κάνω και μερικούς άλλους να χαρούν μαζί με μένα.

Αναρωτιέμαι ποιοι είναι περισσότεροι: Αυτοί που αγνοούν τους επαίτες ή αυτοί που τους βοηθούν, έστω και με όχι και τόσο ανιδιοτελή κριτήρια; Δεν θα ποντάριζα υπέρ των μεν ή των δε, όμως το γεγονός ότι οι περισσότεροι από μας δεν γνωρίζουμε καν ποιος μένει στην ίδια πολυκατοικία με μας και δεν το μαθαίνουμε ποτέ μέχρι να δούμε το κηδειόχαρτο κολλημένο έξω από την εξώπορτα γέρνει την πλάστιγγα υπέρ των πρώτων. Από την άλλη, ουδείς εκών κακός: Η φύση του ανθρώπου είναι να είναι κοινωνικός και να ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους του, άσχετα αν ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας έχει αλλοτριώσει και απομονώσει σε τραγικό βαθμό. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι εκεί έξω που αντιστέκονται στην κοινωνικά επιβεβλημένη αναισθησία. Δεν ξέρω πόσοι είναι, ούτε και πόσο θα αντέξουν. Θέλει κουράγια.

Τελειώνοντας αυτό το κείμενο, συνειδητοποιώ ότι ουσιαστικά δεν έδωσα καμία απάντηση στο αρχικό ερώτημα: Γιατί νιώθουμε (ή ΔΕΝ νιώθουμε) την ανάγκη να βοηθήσουμε έναν επαίτη; Μάλλον επειδή δεν μπορώ να απαντήσω. Ούτε κοινωνιολόγος είμαι, ούτε ψυχολογία έχω σπουδάσει. Ένας απλός παρατηρητής είμαι. Και από αυτά που βλέπω, συμπέρασμα δε βγάζω. Ίσως τελικά να μην έχει τόση σημασία το συμπέρασμα. Ίσως να είναι πιο σημαντικό να παρατηρούμε, να σκεφτόμαστε, να κρίνουμε, και εν τέλει να διατηρούμε τον εγκέφαλό μας σε λειτουργία, προτού πέσει σε αχρηστία. Κι ας μην καταλήξουμε σε κανένα συμπέρασμα. Το ταξίδι του μυαλού που σε οδήγησε σχεδόν μέχρι το συμπέρασμα ίσως να είναι πιο σημαντικό από τον τελικό προορισμό.

Ή ίσως αυτός είναι ένας πολύ εύσχημος τρόπος για να κουκουλώσω το γεγονός ότι είμαι ανίκανος να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα. Μπορεί κι αυτό.

Υ.Γ.: Λοιπόν, αυτό το σκέφτηκα αφού είχα γράψει και τον τίτλο και ήμουν έτοιμος να πατήσω το Publish: Μία ώρα αφού είχα δώσει το 50λεπτο στον ζητιάνο, άκουσα στο ραδιόφωνο μετά από χρόνια το θρυλικό τραγούδι των Τσοπάνα Rave που έλεγε «δώσμου απ’αυτά τα καινούργια τα διακοσάρικα»…Αν σκεφτεί κανείς ότι 50 λεπτά είναι περίπου 200 δραχμές της προ euro εποχής, νομίζω ότι είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα σύμπτωση…Και φανταστείτε να το άκουγα μια ώρα ΠΡΙΝ δώσω το 50λεπτο…Spoooooooooooooky…