Σε μια κοσμική συγκέντρωση, η οικοδέσποινα σύστησε μεταξύ τους έναν διάσημο ζωγράφο κι έναν μεγάλο σκακιστή. Μετά από ένα διάστημα αμηχανίας, ακολούθησε ο εξής διάλογος:

-Ώστε είστε ζωγράφος;
-Φυσικά, δε με γνωρίζετε;
-Συγνώμη, αλλά δεν ασχολούμαι με τα εικαστικά.
-Δεν εκπλήσσομαι, ούτε εγώ ασχολούμαι με το σκάκι.
-Δεν σας αρέσει το σκάκι;
-Δεν εκτιμώ καθόλου αυτού του είδους τα παιχνίδια, νομίζω ότι δίνουν στον παίκτη μια ψευδή αίσθηση ιδιοφυίας.
-Γιατί το λέτε αυτό;
-Δείτε τους μεγάλους σκακιστές. Πιστεύουν ότι είναι ιδιοφυίες επειδή απλώς ξέρουν πολύ καλά τους κανόνες ενός παιχνιδιού.
-Μα το ίδιο δεν κάνουν και οι μεγάλοι ζωγράφοι, που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους απλα επειδή έκαναν κάτι ωραίο με τα χέρια τους;
-Δεν είναι το ίδιο, κύριε. Η ζωγραφική είναι τέχνη.
-Και το σκάκι είναι τέχνη. Είναι τέχνη να ξέρεις ποια πρέπει να είναι η επόμενη κίνησή σου.
-Τέχνη; Δεν μπορεί να μιλάτε σοβαρά! Πρόκειται για ένα απλό παιχνίδι, σαν το sudοku!
-Κάνετε λάθος. Είναι σαν να μου λέτε ότι οι πίνακες του Πικάσο είναι το ίδιο με τις ζωγραφιές ενός μικρού παιδιού.
-Τέχνη, αγαπητέ, είναι να μπορείς να παγώσεις μια στιγμή στο χρόνο και να την απαθανατίσεις.
-Ναι, αλλά τέχνη είναι και να βλέπεις αυτό που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν. Μια καλή κίνηση, ας πούμε.
-Προφανώς έχουμε εντελώς διαφορετική εικόνα για το τι είναι τέχνη.
-Μα γιατί το αρνείστε;Η σκακιέρα είναι ο καμβάς μου, τα πιόνια μου τα πινέλα μου.
-Ε, λοιπόν όχι, αυτό δεν είναι τέχνη. Το σκάκι βασίζεται πλήρως στη λογική και καθόλου στο συναίσθημα. Πώς μου ζητάτε να αποδεχθώ κάτι τέτοιο σαν τέχνη;
-Λυπάμαι, αλλά είστε δογματικός και δεν μπορώ να συνεχίσω τη συζήτηση. Χάρηκα για τη γνωριμία.
-Επίσης.

Μετά από μερικούς μήνες, ο ζωγράφος παρουσίασε σε μια γκαλερί τη νέα του συλλογή, με τίτλο «Το σκάκι ως τέχνη». Ένα βράδυ, ο σκακιστής πήγε στην γκαλερί. Καθώς θαύμαζε ένα από τα έργα,κάποιος τον χτύπησε απαλά στον ώμο από πίσω και του είπε:

«Τελικά, φίλε μου, μού έκανες ρουα-ματ»
«Κι όμως, εγώ έκανα μόνο το ρουα…»