Μπήκαμε (απ)αισίως στην τελευταία εβδομάδα ελευθερίας μου, πριν ντυθώ στα χακί και κλειστώ στο στρατιωτικό μοναστήρι. Ειλικρινά, δεν νιώθω τίποτα το ευχάριστο ή το θετικό για την επερχόμενη στρατιωτική μου θητεία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν υποχρεωτικό εγκλεισμό σε μία φυλακή για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα. Κι όμως, έχω αυτήν την απροσδιόριστη αίσθηση ότι έχω ενσωματωμένους μηχανισμούς που θα μου επιτρέψουν όχι μόνο να επιζήσω από αυτόν τον εγκλεισμό, αλλά και να τον κάνω να μου βγει σε καλό. Αλλά είναι απλά μια απροσδιόριστη αίσθηση – και συνήθως σε κάτι τέτοια πέφτω έξω.

Όπως και να’χει, σε μία εβδομάδα από τώρα θα είμαι ήδη έγκλειστος. Και γι’αυτό αποφάσισα αυτήν την τελευταία εβδομάδα ελευθερίας μου να τη ζήσω όπως καμία άλλη ως τώρα. Να κάνω πράγματα που πάντα ήθελα και ποτέ δεν μπόρεσα, πράγματα που δεν θα μπορώ να κάνω στον στρατό, πράγματα και θαύματα. Αν σας θυμίζω λίγο την υπόθεση του «The Bucket List», μέσα είστε.

Και η αρχή έγινε χθες το βράδυ, όταν ικανοποίησα ένα από τα μεγαλύτερα απωθημένα μου: Να τραγουδήσω σε karaoke.

Είναι πραγματικά άξιο διερεύνησης το γιατί είναι τόσο δημοφιλή τα karaoke bars. Να είναι ο έμφυτος ψωνισμός του Έλληνα που πιστεύει ότι μόλις πιάσει το μικρόφωνο στα χέρια θα μεταμορφωθεί σε Καζαντζίδη; Να είναι αυτή η αίσθηση υπεροχής που νιώθεις όταν κάποιος ρεζιλεύεται πάνω στην πίστα, τραγουδώντας φάλτσα ολόκληρο το κομμάτι; Να είναι, ίσως, αυτή η υπέροχα διεστραμμένη αίσθηση ότι δίνεις τον καλύτερό σου εαυτό, την ψυχή σου ολόκληρη, για να πεις ένα τραγούδι που μέχρι χθες έλεγες μόνο στην μπανιέρα, μπροστά σε δεκάδες αγνώστους που σε ακούν προσεκτικά; Δεν ξέρω τι ακριβώς με ενθουσιάζει εμένα προσωπικά. Ίσως να είναι και τα τρία μαζί, δεν το αρνούμαι.

Όταν μας μοίρασαν τη λίστα με τα διαθέσιμα τραγούδια, φυσικά έβαλα την ουρά στα σκέλια. Δεν δυσκολεύτηκα να βρω τραγούδι, αλλά περίμενα να περάσουν καμιά δεκαριά άλλοι να δώσουν τις δικές τους παραγγελιές, ώστε να μην βγω εγώ στους πρώτους και με φάει το τρακ. Όπως αποδείχθηκε, το κόλπο δεν έπιασε: Ήμουν μόλις ο τρίτος που τραγούδησε.

Είχα αρκετό άγχος, αφενός επειδή είχα να πιάσω μικρόφωνο από την Έκτη Δημοτικού, όταν είπα το ποίημα στη γιορτή της 25ης Μαρτίου, και αφετέρου επειδή είχα διαλέξει ένα πολύ δύσκολο τραγούδι: Το Always των Bon Jovi. Το μόνο που με έσωζε από τη λιποθυμία ήταν το γεγονός ότι το συγκεκριμένο τραγούδι το έχω τραγουδήσει πάνω από 500 φορές στο δωμάτιό μου, και επομένως θα μπορούσα να το τραγουδήσω άνετα a capella και με τα μάτια κλειστά.

Παραδόξως, τα πήγα μάλλον καλά. Όταν ανέβαινα προς την σκηνή, άκουσα κάποιον από μια άλλη παρέα να λέει: «Άντε να δούμε πως θα την πεις αυτήν την τραγουδάρα». Πριν ακόμα τελειώσω το κομμάτι, τον είδα να χειροκροτάει δυνατά. Και γενικά, απέσπασα ένα θερμό χειροκρότημα από το κοινό, τόσο θερμό που δύσκολα θα μπορούσε να είναι προσποιητό, σαν να λέει «εντάξει, δίνε του τώρα να τραγουδήσει και κανένας καλύτερος». Ήταν τόσο απρόσμενο για μένα, που οι τελευταίες μου λέξεις πριν επιστρέψω στην θέση μου ήταν ένα έκπληκτο «πρέπει να το είπα καλά, ε;». Αν δε με πιστεύετε, υπάρχει και οπτικοακουστικό υλικό – εμπρός στον δρόμο που χάραξε ο Τριανταφυλλόπουλος!

Και επειδή μία ίσον καμία, μετά από λίγη ώρα επέστρεψα στην πίστα, αυτή τη φορά για ένα ντουέτο: Το «Μια Φορά» του Κοργιαλά. Μου φάνηκε ότι δεν θα είχα πρόβλημα μ’αυτό, αφού ούτε περίεργα γυρίσματα έχει, ούτε στριγκλιές και πολύ ψηλές ή πολύ χαμηλές νότες. Αλλά δεν είχα υπολογίσει ότι τα πνευμόνια του Κοργιαλά πρέπει να είναι διπλάσια από το κανονικό, και σίγουρα διπλάσια από τα δικά μου. Αν δε με πιστεύετε, απλά κάντε το τεστ: Προσπαθείτε να πείτε απνευστί «Σανσφαίραμετρυπάειαυτόπουνιώθωγιασέναξυπνάωτιςνύχτεςπιαμονάχοςκιόλαμοιάζουνσανψέμακαιπεριμένωεδώ», στο ρυθμό και το τέμπο του τραγουδιού. Εμένα κάπου στη μέση μου κόπηκε η ανάσα.

Αλλά το karaoke είναι πολύ περισσότερα από αυτό που κάνεις εσύ. Στην πραγματικότητα, το karaoke είναι  οι άλλοι. Οι παράφωνες κοπέλες που προσπαθούν να μιμηθούν τις Spice Girls, ο ροκάς που είναι προφανές ότι έχει ξανατραγουδήσει το συγκεκριμένο κομμάτι εκατοντάδες φορές, οι παρέες που ελάχιστα ενδιαφέρονται αν βγαίνουν εκτός μέτρου ή αν λένε σωστά τους στίχους, ο τριαντάρης που σπάει το σερί των ποπ-ροκ τραγουδιών με ένα λαϊκό, η φίλη μου που τραγουδούσε τόσο σιγά που μετά βίας ακουγόταν. Μπροστά σε όλα αυτά, η δική σου ερμηνεία είναι απλώς ένα από τα τούβλα του τοίχου. Αυτό που συνδέει μεταξύ τους τα τούβλα είναι η αμηχανία, η διασκέδαση, η αγωνία, το πάθος, η μουσική. Όλα αυτά μαζί είναι το karaoke.

Το μόνο βέβαιο είναι ότι όταν βγω με άδεια από το στρατόπεδο, ένα από τα πρώτα πράγματα που θα κάνω θα είναι να ξαναδοκιμάσω τις φωνητικές μου ικανότητες στο ίδιο μπαράκι. Και ίσως μέχρι τότε να έχω αποκτήσει αρκετή αυτοπεποίθηση ώστε να τολμήσω να τραγουδήσω και το απίστευτο «I Don’t Wanna Miss A Thing» των Aerosmith…